Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (γαλλ. Honoré de Balzac, γεννηθείς Ονορέ Μπαλζάκ) (Τουρ, 20 Μαΐου 1799 – Παρίσι, 18 Αυγούστου 1850) ήταν Γάλλοςλογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ενώ θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών.[14]
Έφερε εις πέρας ένα μνημειώδες έργο, την Ανθρώπινη Κωμωδία, μία συνεκτική συλλογή αρκετών μυθιστορημάτων που φιλοδοξούν να περιγράψουν σχεδόν εξαντλητικά τη γαλλική κοινωνία της εποχής του.[15]
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Τουρ με καταγωγή από αστική οικογένεια της εποχής. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας (ο μεγαλύτερος αδελφός του, Λουί-Ντανιέλ, απεβίωσε σε ηλικία ενός μήνα το 1798) και είχε τρία μικρότερα αδέλφια, τη Λωρ (1800), τη Λωράνς (1802) και τον Ανρί- Φρανσουά (1807).
To 1814 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ σε ηλικία 17 ετών άρχισε σπουδές νομικής στη Σορβόννη. Το 1819, απέκτησε το πτυχίο του baccalauréat και εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο, ωστόσο τελικά δεν ακολούθησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να μείνει μόνος σε μια φτωχική σοφίτα και να αφιερωθεί στη συγγραφή φιλοσοφικώνδοκιμίων, μυθιστορημάτων σε μορφή επιστολών ή τραγωδιών. Μέχρι το 1822 ο Μπαλζάκ ήταν ήδη δημιουργός αρκετών έργων – για τα οποία χρησιμοποιούσε και αρκετά ψευδώνυμα – που δεν γίνονταν όμως ευρύτερα αποδεκτά.[16]
Το 1825 ξεκίνησε η σχέση του με τη Δούκισσα Ντ' Αμπραντές, με την βοήθεια της οποίας έγινε γνωστός στους κοσμικούς κύκλους του Παρισιού. Την ίδια περίοδο συνέβη ο θάνατος της αδελφής του Λωρ, που ήταν έμπιστή του. Παράλληλα, έγινε εκδότης ενώ το διάστημα 1826-1828 εργάστηκε ως τυπογράφος με οδυνηρές όμως οικονομικές συνέπειες, καθώς καταστράφηκε οικονομικά, καταρρέοντας από τα χρέη. Το 1829 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του Οι Σουάνοι, που αποτέλεσε την πρώτη εμπορική του επιτυχία και την αρχή της αναγνώρισής του ως συγγραφέα. Τον επόμενο χρόνο, δηλώνοντας πως κατάγεται από τους Μπαλζάκ της Αντράγκ, πρόσθεσε αυθαίρετα στο όνομά του τον όρο «ντε». Στις 18 Φεβρουαρίου του 1832, έλαβε το πρώτο γράμμα της κόμισσας Εβελίνα Χάνσκα, πολωνικής καταγωγής, με την οποία αλληλογραφούσε για περίπου 15 χρόνια και αργότερα παντρεύτηκε. Το 1835 ανέλαβε την επιθεώρηση La Chronique De Paris, την οποία εγκατέλειψε τον Ιούλιο του 1836 ακόμη περισσότερο χρεωμένος. Το 1837 δημοσιεύτηκαν οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις και ο Μπαλζάκ αγόρασε τις «Jardies», αγρόκτημα στη περιοχή των Σεβρών που αναγκάστηκε να πουλήσει το 1845 λόγω χρεών.
Το 1838 πραγματοποίησε αποτυχημένες επενδύσεις στο χρηματιστήριο χωρίς να μπορέσει να βελτιώσει ούτε στο ελάχιστο την οικονομική του κατάσταση. Το 1840 προσπάθησε να επανακυκλοφορήσει την «Revue Parisienne», χωρίς επιτυχία. Λόγω των οικονομικών του προβλημάτων, αναγκάστηκε να κρυφτεί στο Πασσύ για να ξεφύγει από τους πιστωτές του. Στις 4 Μαρτίου του 1850 νυμφεύτηκε την Εβελίνα Χάνσκα και πέντε μήνες αργότερα, στις 18 Αυγούστου, πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 51 ετών.
Έργο
Ο Μπαλζάκ υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς όλων των εποχών, δημιουργός 2.504 ηρώων μέσα από τα βιβλία του. Η μέθοδος εργασίας του παρουσιάζει επίσης αξιοσημείωτο ενδιαφέρον. Εργαζόταν περίπου 15 ώρες ημερησίως, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες καφέ για να διατηρεί τη διαύγειά του. Κατά τη διαδικασία εκτύπωσης των έργων του στο τυπογραφείο, πραγματοποιούσε αλλεπάλληλες διορθώσεις ή ακόμα και αλλαγές.
Στο Παρίσι, πόλη 2.000.000 κατοίκων, δοκιμασμένη από αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, η συγγραφή μπορούσε να προσφέρει χρήματα, δόξα, εξουσία. Στη γαλλική, πρώτη μεταξύ των γλωσσών, ενισχυμένη με το σφρίγος των νέων ιδεών του μετεπαναστατικού κόσμου, οι επιφυλλίδες είχαν απήχηση στο πλατύ κοινό. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια ακατάβλητης προσπάθειας, γράφοντας μυθιστορήματα της σειράς χωρίς να υπογράφει ωσότου αγγίξει την επιτυχία. Στον σκληρό ανταγωνισμό, όπου όλα τα ρομαντικά θέματα είχαν αξιοποιηθεί, απέδωσε συστηματικά μια ολόκληρη κοινωνία, τους νόμους και τους αδυσώπητους μηχανισμούς της: χαρακτήρες από τον επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, καλλιτεχνικό κόσμο, άντρες και γυναίκες της αριστοκρατίας, παιδιά του δρόμου, παπάδες και γιατροί που εξομολογούν τις αμαρτίες του πνεύματος και της σάρκας, στη μεγαλούπολη ή στην επαρχία, διαπλέκονται μεταξύ τους σ' άπειρους συνδυασμούς, αναλώνουν καθένας τη ζωή του στην ένταση των παθών. Επί 20 χρόνια, ως τον αιφνίδιο θάνατό του στο αποκορύφωμα της δόξας του, έγραψε συνολικά 91 μυθιστορήματα, 30 νουβέλες, 5 θεατρικά έργα: άμεσα, επίκαιρα, αποτελεσματικά, έπεισαν τους αναγνώστες, που πολλαπλασίαζαν τις πωλήσεις των εφημερίδων. Κι όλα αυτά σε χρονικό διάστημα 25 περίπου ετών.[17]
Τα θέματά του κρίθηκαν συχνά υπερβολικά, προσβλητικά για τα χρηστά ήθη: η απουσία του καλού φάνταζε περισσότερο ακόμη καθώς προέκυπτε άδηλα από τα γεγονότα. Για ένα διάστημα τα έργα του θεωρούνταν εμπορικά, ελαφρά κι υποδεέστερης σημασίας. Σήμερα θεωρείται ένας από τους μείζονες συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ανθρώπινη Κωμωδία (La Comedie Humaine), θεωρείται άξια εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεαλισμού, βαθιά και με ζωντανά χρώματα τοιχογραφία, που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες κι αδυναμίες που ξεπερνούν την εποχή του. Πιστεύεται πως επέλεξε τον τίτλο του σε αντιδιαστολή με το έργο του Δάντη Αλιγκέρι, Θεία Κωμωδία.
Ανθρώπινη κωμωδία
Η Ανθρώπινη κωμωδία αποτελεί το σύνολο 91 ολοκληρωμένων και 48 ημιτελών έργων του Μπαλζάκ, μεταξύ των οποίων νουβέλες, μυθιστορήματα και πραγματείες. Δεν περιέχονται ωστόσο τα θεατρικά του έργα ή οι κωμικές ιστορίες Contes drôlatiques (1832-37). Στόχος του στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» ήταν να παραθέσει μια σφαιρική άποψη της γαλλικής κοινωνίας, από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η Γαλλική Επανάσταση έως τη σύγχρονη εποχή του. Στον πρόλογο αυτού του έργου που συνέγραψε το 1842 η φιλοσοφία του συνοψίζεται στην άποψή του, ότι, όπως οι περιβαλλοντικές διαφορές και η κληρονομικότητα ευθύνονται για την ύπαρξη διαφόρων ειδών στο ζωικό βασίλειο, έτσι και οι ποικίλες κοινωνικές πιέσεις ευθύνονται για τις διαφορές ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.[18]
Εργογραφία
"Ανθρώπινη Κωμωδία": (αναφέρονται τα μεταφρασμένα στα Ελληνικά έργα)
Études de mœurs (Σπουδές των ηθών):
Scènes de la vie privée (Σκηνές της ιδιωτικής ζωής)
Scènes de la vie de province (Σκηνές της επαρχιακής ζωής)
Eugénie Grandet (Ευγενία Γκραντέ, 1833) ISBN 960-7293-42-8. ― Πρώτη μετάφραση στα ελληνικά από τον Άγγελο Βλάχο το 1883. Νεώτερες μεταφράσεις: Κ.Θ. Παπαλεξάνδρου (Ελευθερουδάκης, 1930), Άγγελος Νίκας (Τέχνη, 1953), Νίκος Αργυρόπουλος (Πέλλα, 1954), Μέμος Παναγιωτόπουλος (Κυψέλη, 1960), Αλίκη Βρανά (Άγκυρα, 1973), Γεωργία Δεληγιάννη - Αναστασιάδη (Μίνωας, 1982), Διονυσία Μπιτζιλέκη (Θεμέλιο, 1983)
Le curé de Tours (Ο Παπάς της Τουρ, 1832) ― ελλην. μετάφρ. Μίρκα Σκάρα (Ηριδανός, 1978)
La Rabouilleuse (Η Ραμπουγέζα, 1842) που κατά τον Ταιν ήταν το σπουδαιότερο μυθιστόρημά του ― ελλην. μετάφρ. (με τίτλο «Οι κληρονόμοι») Αντώνης Μοσχοβάκης (Γαλαξίας, 1967)
Le lys dans la vallée (Το κρίνο στην κοιλάδα, 1835) ― ελλην. μετάφρ. Θανάσης Τσάρος (Σοφούλης, 1971), Λήδα Παλλαντίου (Καστανιώτης, 1999)
Illusions perdues (Χαμένες ψευδαισθήσεις): Les deux poètes (Οι δύο ποιητές, 1837), Un grand homme de province à Paris (Ένας μεγάλος άντρας της επαρχίας στο Παρίσι, 1839), Ève et David (Εύα και Δαυίδ, 1843) ― ελλην. μετάφρ. Δημήτρης Π. Κωστελένος (με τίτλο «Χαμένα όνειρα») (Ψύχαλος, 1980), Γιάννης Δρασγάνης (Κάκτος, 1989), Μπάμπης Λυκούδης (Εξάντας, 1993), Κώστας Σφήκας (με τίτλο «Χαμένα όνειρα») (Στάχυ, 2000)
Les rivalités (Οι αντιζηλίες)
La vieille fille (Η γεροντοκόρη, 1836) ― ελλην. μετάφρ. Μαρία Παγουλάτου (Γνώση, 1989)
Scènes de la vie parisienne (Σκηνές της παρισινής ζωής)
La Duchesse de Langeais (Η δούκισσα του Λανζαί, 1832) ― ελλην. μετάφρ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού (Άγρωστις, 1989)
Le Père Goriot (Ο μπάρμπα-Γκοριό, 1835) ISBN 960-03-2469-7 ― ελλην. μετάφρ. Νικηφόρος Βρεττάκος (Βιβλιοεκδοτική, 1954), Άγγελος Νίκας (Χ. Μχαλακέας και Σια, 1958), Θεόδωρος Αποστολόπουλος (Μαυρίδης, 1970), Αλίκη Βρανά (Άγκυρα, 1977), Γιάννης Καρούζος (Αποσπερίτης, 1984)
Cesar Birotteau (Καίσαρ Μπιροττώ, 1837) ― ελλην. μετάφρ. (με τίτλο «Ο δήμαρχος Μπιροτώ»), Δημήτρης Π. Κωστελένος (Κραναός, 1984), (με τίτλο «Ιστορία της ακμής και της παρακμής του Καίσαρα Μπιροτό») Ευγενία Τσελέντη (Παπαδόπουλος, 1999)
Splendeurs et miseres des courtisanes (Μεγαλεία και δυστυχίες των εταιρών, 1847) ― ελλην. μετάφρ. Δημήτρης Π. Κωστελένος (με τίτλο «Οι εταίρες του Παρισιού») (Ψύχαλος, 1973), Ξενοφών Κομνηνός (με τίτλο «Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων») (Ίνδικτος, 2001), Κώστας Σφήκας (με τίτλο «Λαμπρότητες και αθλιότητες εταιρών») (Πολύτροπον, 2004)
Οι Χωριάτες είναι το έργο που επαίνεσε ο Ούγγρος φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς και σύμφωνα με τον γαμπρό του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου ήθελε να γράψει ένα εκτενές δοκίμιο για το πεζογραφικό έργο του Μπαλζάκ.[19]