Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται δεκάδες κοντσέρτα για βιολί - μέρος των οποίων αποτελούν και οι διάσημες Τέσσερις εποχές - και άλλα όργανα, πάνω από 40 όπερες και πλήθος άλλων έργων θρησκευτικής μουσικής.
Αρκετά έργα του συνέθεσε για το γυναικείο μουσικό σχήμα του Ospedalle della Pietà, το οποίο ουσιαστικά ήταν ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλειμμένα παιδιά και στο οποίο ο Βιβάλντι εργάστηκε τις περιόδους 1703-1705 και 1723-1740. Οι όπερές του επιπλέον είχαν κάποια επιτυχία σε πόλεις όπως η Βενετία, η Μάντοβα και η Βιέννη. Μετά τη συνάντησή του με τον Κάρολο ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Βιβάλντι μετοίκησε στη Βιέννη όπου και έλπιζε στην τοποθέτησή του ως μουσικού εκεί. Ο Αυτοκράτορας ωστόσο σύντομα σχετικά μετά την άφιξή του πέθανε και ο συνθέτης απεβίωσε πάμφτωχος άνευ κάποιας σταθερής πηγής εισοδήματος.
Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά ως την ταχεία αναγέννησή της στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
Ο Βιβάλντι, επίσης, ήταν γνωστός και με το παρατσούκλι «o Κόκκινος Ιερέας» (ιταλικά: il Prete Rosso), λόγω του χρώματος των μαλλιών του.[15]
Βιογραφία
Νεανικά χρόνια
Ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία στις 4 Μαρτίου 1678. Μάλιστα λέγεται ότι βαπτίσθηκε ανεπίσημα την ημέρα της γέννησής του εκ φόβου θανάτου του, μετά από ελαφρύ τραυματισμό που υπέστη σε σημειούμενο την ίδια μέρα σεισμό[16], ενώ η επίσημη (σε ναό) τελετή βάπτισης του Βιβάλντι έλαβε χώρα δύο μήνες αργότερα.[17]
Τα ονόματα των γονέων του συνθέτη, σύμφωνα με τα αρχεία του Αγίου Ιωάννη της Μπραγκόρα, ήταν Τζοβάννι Μπαττίστα Βιβάλντι και Καμίλλα Καλίκιο. Είχε πέντε αδέρφια με τα εξής ονόματα: Μαργκαρίτα Γκαμπριέλα, Τσετσίλια Μαρία, Μποναβεντούρα Τομάζο, Ζανέττα Άννα και Φραντσέσκο Γκαετάνο. Ο πατέρας του ήταν αρχικά κουρέας, ενώ αργότερα ασχολήθηκε επαγγελματικά με το βιολί και ήταν αυτός που δίδαξε στον Αντόνιο το όργανο. Κατόπιν περιόδευσαν στη Βενετία, πατέρας και γιος, δίνοντας παραστάσεις.
Σε ηλικία των 24 ετών είχε πολλές γνώσεις στη μουσική και προσλήφθηκε στο ορφανοτροφείο του Νοσοκομείου του Ελέους (Ospedalle della Pietà). Ο Τζοβάννι Μπαττίστα Βιβάλντι ήταν ένας από τους ιδρυτές του Sovvegno dei musicisti di Santa Cecilia του οποίου πρόεδρος ήταν ο Τζοβάννι Λεγκρέντσι, ένας διάσημος συνθέτης του μπαρόκ και maestro di cappella (διευθυντής της χορωδίας) στην Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Εικάζεται λοιπόν (και είναι πολύ πιθανό) ο Λεγκρέντσι να δίδαξε τα πρώτα μαθήματα σύνθεσης στον νεαρό Βιβάλντι. Ο Walter Kolneder, ειδικός από το Λουξεμβούργο, διέκρινε στοιχεία – επιρροές από το ύφος του Λεγκρέντσι στην πρώιμη δουλειά του συνθέτη Laetatus sum (RV Anh 31, σύνθεση το 1691 σε ηλικία 13 ετών του συνθέτη). Και ο πατέρας του Βιβάλντι πρέπει επίσης να συνέθετε: το 1689 μια όπερα ονόματι La Fedeltà sfortunata αναφέρεται να έχει συντεθεί από τον Τζοβάννι Μπαττίστα Ρόσσο, όνομα με το οποίο ο πατέρας του συνθέτη φαίνεται πως συμμετείχε στην ίδρυση του Sovvegno dei musicisti di Santa Cecilia: το «Rosso» (κόκκινος) λογικά αναφέρεται στο χρώμα των μαλλιών του, ένα οικογενειακό χαρακτηριστικό.
Η κατάσταση υγείας του Βιβάλντι ήταν από τη γέννησή του κακή. Τα συμπτώματα (strettezza di petto – σφίξιμο στο στήθος) που εμφάνιζε κατευθύνουν προς μια μορφή άσθματος.[17] Αυτό του δημιούργησε προβλήματα στην εκτέλεση σε πνευστά όργανα, αλλά δεν τον εμπόδισε σίγουρα να μάθει να παίζει βιολί όπως και να συνθέτει. Στην ηλικία των 15 ετών –το 1693– ξεκίνησε να μελετά προκειμένου να γίνει ιερέας.[17] Χειροτονήθηκε ιερέας το 1703 σε ηλικία 25 ετών και σύντομα του απέδωσαν το υποκοριστικό «Il Prete Rosso» (ο Κόκκινος Παπάς) εξαιτίας του χρώματος των μαλλιών του.[18] Σύντομα μετά τη χειροτόνησή του, το 1704, απαλλάχθηκε από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του. Τέλεσε τη Θεία Λειτουργία ως ιερέας λίγες μόνο φορές, ενώ παρόλο που ανακλήθηκε από τα λειτουργικά του καθήκοντα, παρέμεινε ιερέας.
Στο Ωδείο του Ospedale della Pietà
Τον Σεπτέμβριο του 1703, ο Βιβάλντι διορίστηκε ως δάσκαλος βιολιού (maestro di violino) στο ορφανοτροφείο Pio Ospedalle della Pietà στη Βενετία.[19] Εκτός από φημισμένος συνθέτης, ο Βιβάλντι επιπλέον ήταν και βιρτουόζος του βιολιού: Ο Γερμανόςαρχιτέκτονας Γιόχαν Φρήντριχ Άρμαντ φον Ούφφενμπαχ αναφέρθηκε σε αυτόν ως «[...]ο φημισμένος συνθέτης και βιολιστής[...]» και φέρεται να είπε ότι «Ο Βιβάλντι εκτέλεσε ένα σόλο κομμάτι εξαιρετικά και στο τέλος προσθέτοντας έναν ελεύθερο αυτοσχεδιασμό [μια καντέντσα] με εξέπληξε πλήρως, για αυτό και θεωρώ πολύ απίθανο ότι κάποιος έχει ποτέ παίξει ή πρόκειται ποτέ να παίξει με τέτοιον τρόπο».[20] Ο συνθέτης ξεκίνησε να εργάζεται για το ορφανοτροφείο στην ηλικία των 25 ετών και για τα επόμενα 30 χρόνια συνέθεσε τις κυριότερες δουλειές του εργαζόμενος εκεί.[21] Εκείνη την εποχή στη Βενετία υπήρχαν τέσσερα παρόμοια ιδρύματα, τα οποία χρηματοδοτούσε η πολιτεία, με αποστολή την παροχή ασύλου και εκπαίδευσης σε παιδιά ορφανά, εγκαταλειμμένα ή παιδιά των οποίων οι οικογένειες δεν μπορούσαν να τα υποστηρίξουν.[22] Τα αγόρια μάθαιναν μια τέχνη και στην ηλικία των 15 έπρεπε να φύγουν από το ίδρυμα, ενώ τα κορίτσια διδάσκονταν μουσική με τα πιο προικισμένα να παραμένουν και να αποτελούν μέλη της αναβιωμένης ορχήστρας και χορωδίας του Ospedale.
Μετά την πρόσληψη του Βιβάλντι, τα ορφανά άρχιζαν να κερδίζουν φήμη και εκτίμηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με τον συνθέτη να γράφει κοντσέρτα, καντάτες και θρησκευτική μουσική για φωνητικά σύνολα.[23] Αυτές οι τελευταίες δουλειές (που αφορούν τη θρησκευτική μουσική) ξεπερνούν τις 60 και ποικίλουν ως προς το είδος τους από σόλο κομμάτια μέχρι μεγάλης κλίμακας χορωδιακά έργα για σολίστ, διπλή χορωδία και ορχήστρα.[24] Το 1704 εκτός από τη θέση του ως δάσκαλος του βιολιού, ανατέθηκαν στο συνθέτη και τα καθήκοντα ως δασκάλου της viola all’inglese.[25] Ο συνθέτης επίσης κατείχε και τη θέση του δασκάλου της χορωδίας που απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς εκ μέρους του. Συνέθετε ένα ορατόριο σε κάθε γιορτή, ενώ παράλληλα έπρεπε να διδάσκει τους μαθητές τόσο θεωρία της μουσικής όπως επίσης και το πως να παίζουν κάποια όργανα.[26]
Οι σχέσεις του με τις εκάστοτε διοικήσεις του ορφανοτροφείου ήταν συχνά τεταμένες. Προκειμένου να διατηρηθεί κάποιος δάσκαλος στη θέση του, τα μέλη του συμβουλίου κάθε χρόνο έπαιρναν τη σχετικά απόφαση με μυστική ψηφοφορία. Έτσι το 1709 με μία ψήφο επιπλέον εναντίον του (7 κατά και 6 υπέρ)[27] ο Βιβάλντι εκδιώχθηκε και για τον επόμενο χρόνο δούλεψε ως ελεύθερος μουσικός. Το 1711 ωστόσο το συμβούλιο αντιλαμβανόμενο την αξία του ως δασκάλου της μουσικής τον επαναπροσέλαβε.[27] Το 1711 δε, ανελίχθηκε στη θέση του mestro di concerti γεγονός που τον καθιστούσε υπεύθυνο για κάθε είδους μουσική δραστηριότητα του ιδρύματος.[28][29]
Το 1705 η πρώτη συλλογή (Connor Cassara) των έργων του εκδόθηκε από τον Τζουζέππε Σάλα[30]: Το Opus 1 του είναι μια συλλογή –σε συμβατικό ύφος– από 12 σονάτες για δύο βιολιά και συνοδεύον μπάσο (basso continuo – συνήθως συνοδεία κοντραμπάσου και τσέμπαλου).[25] Το 1709 εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή του (Opus 2) που αποτελούνταν επίσης από 12 σονάτες για τον ίδιο μουσικό σχηματισμό.[31] Η πραγματική καινοτομία σε ό,τι αφορά το έργο του ως συνθέτη, ήρθε με μια συλλογή 12 κονσέρτων για ένα, δύο ή τέσσερα βιολιά με συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων ονόματι Η αρμονική έμπνευση (L’estro armonico, Opus 3). Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1711 στο Άμστερνταμ από τον Εστιέν Ροζέ[32], και είναι αφιερωμένο στον μεγάλο πρίγκηπα Φερδινάνδο της Τοσκάνης. Ο Πρίγκηπας όντας ο ίδιος μουσικός, επιχορήγησε αρκετούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένου του Αλεσσάντρο Σκαρλάττι και του Χέντελ, ενώ είναι πολύ πιθανό να γνώρισε τον Βιβάλντι στη Βενετία. [33] Η επιτυχία του L’estro armonico ήταν πανευρωπαϊκή. Το 1714 ακολούθησε η Εκκεντρικότητα (La stravaganza, Opus 4) που αποτελέι μια συλλογή κονσερτών για σόλο βιολί και ορχήστρα εγχόρδων [34], αφιερωμένη σε έναν παλιό μαθητή του στο βιολί: τον Βενετσιάνο ευγενή Βέττορ Ντολφίν.[35]
Τον Φεβρουάριο του 1712, ο συνθέτης με τον πατέρα του ταξίδεψαν στην πόλη Μπρέσια, όπου το έργο του Stabat Mater (RV 621)[36] παίχτηκε στο πλαίσιο θρησκευτικών εκδηλώσεων. Το έργο αυτό φαίνεται να έχει συντεθεί βιαστικά: τα μέρη των εγχόρδων είναι απλά, τα μουσικά θέματα των τριών πρώτων κινήσεων επαναλαμβάνονται και στα υπόλοιπα τρία ενώ το λιμπρέττο δεν είναι ολοκληρωμένο. Ωστόσο, το εν λόγω έργο θεωρείται από τα πρώτα αριστουργήματά του.
Παρόλα τα συνεχή του ταξίδια από το 1718 -ένα από τα οποία έκανε μάλιστα για να διευθύνει τη χορωδία του Πρίγκηπα της Έσσης-Ντάρμστατ στη Μάντουα- το ορφανοτροφείο του πλήρωνε δύο τσεκίνια (ιστορικό χρυσό νόμισμα της Βενετίας) για να γράφει δύο κονσέρτα το μήνα για την ορχήστρα και να κάνει πρόβες σε αυτή τουλάχιστον πέντε φορές ενώ αυτός ήταν στη Βενετία.
Ιμπρεσσάριος της όπερας
Στη Βενετία τις αρχές του 18ου αιώνα η όπερα ήταν από τους πλέον δημοφιλείς τρόπους διασκέδασης σε ό,τι αφορά τη μουσική (στην πόλη υπήρχαν πολλά θέατρα που συναγωνίζονταν για την προτίμηση του κοινού) γεγονός που αποδείχθηκε αρκετά προσοδοφόρα για το συνθέτη. Ξεκίνησε με την όπερα ως δευτερεύουσα ασχολία: η πρώτη του δουλειά Όθων εν βίλλα (Ottone in Villa, RV 729) δεν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βενετία αλλά στο θέατρο Garzerie στην Βιτσέντσα το 1723.[38] Το επόμενο έτος έγινε ιμπρεσσάριος στο Teatro Sant’Angelo στη Βενετία όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του Ορλάντο ο ψευδοτρελός (Orlando finto pazzo, RV 727). Καθώς δεν άγγιζε τόσο τις προτιμήσεις του κοινού, μετά από λίγες εβδομάδες τερματίστηκε η παρουσίασή της και αντικαταστάθηκε από μια διαφορετικά δουλειά που είχε παρουσιαστεί το προηγούμενο έτος. [33]
Το 1715 παρουσίασε την –πλέον χαμένη– όπερά του Νέρων ως Καίσαρ (Nerone fatto Cesare, RV 724) με μουσική από 7 διαφορετικούς συνθέτες εκ των οποίων εξείχε ο Βιβάλντι. Η όπερα περιείχε 11 άριες και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα θέλοντας να συνθέσει μια όπερα μόνος του, έγραψε την Arsilda regina di Ponto (RV 700, Αρσίλδη, η βασίλισσα του Πόντου), η οποία ωστόσο λογοκρίθηκε από τις τοπικές αρχές και απαγορεύτηκε καθώς αναφερόταν στον έρωτα της πρωταγωνίστριας Αρσίλδης με μια άλλη γυναίκα, τη Λυσία, η οποία ωστόσο προσποιούνταν ότι είναι άντρας. Το επόμενο έτος ο Βιβάλντι ωστόσο, κατάφερε να άρει την απαγόρευση και η λογοκριμένη όπερα σημείωσε αξιόλογη επιτυχία.
Την ίδια περίοδο το ορφανοτροφείο παρήγγειλε στο συνθέτη αρκετά έργα θρησκευτικού χαρακτήρα. Τα πιο σημαντικά είναι δύο ορατόρια: το (πλέον χαμένο) Μωυσής, ο Θεός του Φαραώ (Moyses Deus Pharaonis, RV 643) και την Ιουδήθ θριαμβεύουσα (Juditha triumphans, RV 644) στο οποίο εορτάζεται η νίκη της Δημοκρατίας της Βενετίας εναντίον των Τούρκων και η ανακατάληψη της Κέρκυρας. Το τελευταίο αυτό έργο συγκαταλέγεται μεταξύ των θρησκευτικών αριστουργημάτων του ενώ και τα 11 φωνητικά μέρη εκτελούνταν από κορίτσια του ορφανοτροφείου τα οποία υποδύονταν και τους αντρικούς ρόλους. Αρκετές άριες περιλαμβάνουν σόλο μέρη για όργανα (όπως φλογέρες, όμποε, κλαρινέτα, βιόλες ντ' αμόρε και μαντολίνα) τα οποία καταδείκνυαν το εύρος του ταλέντου των κοριτσιών.[39]
Επίσης το 1716, ο Βιβάλντι συνέθεσε και παρήγαγε άλλες δύο όπερες: τη Στέψη του Δαρείου (L’incoronazione di Dario, RV 719) και τη Θριαμβευτική σταθερότητα της αγάπης και του μίσους (La constanza trionfante degli amori e degli odi, RV 706). Η τελευταία σημείωσε τέτοια επιτυχία ώστε δύο χρόνια να ξαναπαρουσιαστεί διασκευασμένη και με τον τίτλο Αρταβάνης, Βασιλιάς των Πάρθων (Artabano re dei Parti, RV 701 – πλέον χαμένη), ενώ 1732 παρουσιάστηκε και στην Πράγα. Τα επόμενα χρόνια, ο Βιβάλντι συνέθεσε αρκετές όπερες που παρουσιάστηκαν σε όλη την Ιταλία.
Το προοδευτικό ύφος του στην όπερα δημιούργησε στον συνθέτη ορισμένα προβλήματα με κάποιους συντηρητικούς μουσικούς όπως ο Μπενεντέττο Μαρτσέλλο (ειρηνοδίκης και ερασιτέχνης μουσικός) που έγραψε ένα φυλλάδιο κατηγορώντας δημόσια τον συνθέτη και το έργο του. Το εν λόγω φυλλάδιο (με τίτλο Il teatro alla moda[40]) παρόλο που δεν κατονομάζει ρητά τον Βιβάλντι περιέχει έμμεσες αναφορές σε αυτόν: στο εξώφυλλο βρίσκεται ζωγραφιά εικονίζοντας μια βάρκα (ονόματι Sant’ Angelo) στα αριστερά της οποίας υπάρχει ένα αγγελάκι φορώντας ιερατικό καπέλο και παίζοντας βιολί. Η οικογένεια Μαρτσέλλο διεκδικούσε την κυριότητα του θεάτρου Sant’ Angelo (του οποίου ιμπρεσσάριος διετέλεσε και ο συνθέτης) και είχε μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες με τη διοίκηση του θεάτρου για την ιδιοκτησία του, δίχως όμως επιτυχία. Η λεζάντα που συνοδεύει τη ζωγραφιά από κάτω επισημαίνει ανύπαρκτα ονόματα προσώπων και τοποθεσιών όπως το ALDIVIVA, που αποτελεί ωστόσο αναγραμματισμό του ονόματος Α. Vivaldi.
Σε μια επιστολή προς τον χορηγό του μαρκήσιο Μπεντιβόλιο, ο Βιβάλντι αναφέρεται στις 94 όπερές του. Σήμερα ωστόσο, έχουν αποκαλυφθεί περίπου 50 ενώ απουσιάζουν αναφορές σχετικές με την ύπαρξη των υπολοίπων. Ο συνθέτης ίσως υπερέβαλε, αλλά παρόλα αυτά είναι αρκετά πιθανό να είχε όντως γράψει 94 όπερες.[41] Παρόλο που συνέθεσε αρκετές όπερες, δεν έφτασε ποτέ στο επίπεδο άλλων μεγάλων συνθετών όπως ο Σκαρλάττι, ο Λεονάρντο Λέο ή ο Μπαλντάσσαρε Γκαλούππι, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι δεν ήταν ικανός να «κρατήσει» μια παραγωγή σε κάποιο μεγάλο θέατρο επί μακρόν. [42]
Οι δημοφιλέστερες όπερές του Θριαμβευτική σταθερότητα και Φαρνάκης (Farnace) γνώρισαν έξι αναβιώσεις έκαστη.[42]
Το 1717 ή το 1718 προσφέρθηκε στον Βιβάλντι η θέση του Maestro di Capella στην Αυλή του κυβερνήτη της Μάντουα, Φιλίππου της Έσσης-Ντάρμστατ.[43] Έζησε εκεί για για τρία έτη και παρήγαγε αρκετές όπερες μεταξύ των οποίων και ο Τίτος Μάνλιος (Tito Manlio, RV 738). Το 1721 ήταν στο Μιλάνο όπου και παρουσίασε το ποιμενικό του δράμα Η Σιλβία (La Silvia, RV 734) από το οποίο σήμερα σώζονται 9 άριες. Επισκέφθηκε το Μιλάνο ξανά τον επόμενο χρόνο με το πλέον χαμένο ορατόριο Η προσκύνηση του βρέφους Ιησού από τους τρεις μάγους (L’adorazione delli tre re magi al bambino Gesù, RV 645). Το 1722 μετοίκησε στη Ρώμη όπου και εισήγαγε το νέο του ύφος στις όπερες, ενώ ο νέος πάπας Βενέδικτο ΙΓ΄ τον προσκάλεσε να δώσει παράσταση ενώπιόν του. Το 1725 επέστρεψε στη Βενετία όπου και συνέθεσε τέσσερις όπερες το ίδιο έτος.
Αυτή την περίοδο ήταν που συνέθεσε και τις "Τέσσερις Εποχές", τέσσερα κονσέρτα δηλαδή όπου «σκιαγραφούνται» σκηνές για κάθε μια εποχή. Τρία από τα τέσσερα κονσέρτα αποτελούν πρότυπης σύλληψης ενώ το πρώτο η «Άνοιξη» δανείστηκε πρότυπα από την εισαγωγή της πρώτης πράξης της σύγχρονης όπερας Ιουστίνος (Il Giustino). Έμπνευση για τη σύνθεση των κονσέρτων αποτέλεσε πιθανώς η εξοχή που περιέβαλε τη Μάντουα. Τα εν λόγω κονσέρτα αποτέλεσαν επανάσταση στο τρόπο της μουσικής σύλληψης: σε αυτά ο Βιβάλντι παρουσιάζει ρυάκια, πουλιά που κελαηδούν (διαφορετικών ειδών, καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται ειδικά), σκύλους που γαβγίζουν, κουνούπια που βουίζουν, ποιμενικούς σκύλους που αλυχτούν, καταιγίδες, πιωμένους χορευτές, ήσυχες νύχτες, γιορτές κυνηγιού (παρουσιαζόμενες τόσο από την πλευρά των κυνηγών όσο και από τη μεριά των θυμάτων), παγωμένα τοπία, παιδιά που κάνουν πατινάζ και ζεστές χειμερινές φωτιές. Ολόκληρο το έργο διέπεται από ποικιλία ρυθμών και τρόπων (κατ' εξοχήν απροσδόκητες μεταβάσεις από το μείζονα στον ελάσσονα τρόπο, αδοκίμαστα διαστήματα τόνων) και θα 'λεγε κανείς ότι ο Βιβάλντι μοιάζει σαν να επιχειρεί εικαστική αποτύπωση των διαφόρων σκηνών. Έτσι, τα συγκεκριμένα κονσέρτα του είναι προγραμματικά και περιγραφικά, ίσως τα πρώτα σε τέτοιο βαθμό, στην ιστορία της δυτικής μουσικής. Κάθε κονσέρτο σχετίζεται με ένα σονέτο, πιθανώς από τον Βιβάλντι, το οποίο περιγράφει τις σκηνές που σκιαγραφεί η μουσική. Εκδόθηκαν το 1725 στο Άμστερνταμ από τον Λε Σεν, ως τα πρώτα τέσσερα σε μια συλλογή με 12 κονσέρτα και με όνομα Ο αγώνας μεταξύ αρμονίας και εφευρετικότητας (Il cimento dell’armonia e dell’inventione, Opus 8).
Κατά τη διάρκεια της περιόδου στη Μάντουα, ο συνθέτης συνδέθηκε με μια νέα και πολλά υποσχόμενη τραγουδίστρια ονόματι Άννα Τεσσιέρι Τζίρο που επρόκειτο να γίνει μαθήτρια, προστατευόμενη και αγαπημένη του πριμαντόνα.[44] Η Άννα μαζί με την μεγαλύτερη ετεροθαλή αδερφή της Παολίνα εντάχθηκαν στην ακολουθία του Βιβάλντι και συστηματικά των συνόδευαν στα ταξίδια του. Υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη φύση της σχέσης μεταξύ του συνθέτη και της Άννα Τζίρο, δίχως ωστόσο να υπάρχουν αποδείξεις για τίποτε περισσότερο από καθαρά φιλική και επαγγελματική σχέση. Ο ίδιος επιπλέον, διαψεύδει κατηγορηματικά την ύπαρξη οποιουδήποτε «ρομαντισμού» στη σχέση του με την Άννα σε επιστολή του με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1737 προς τον χορηγό του Μπεντιβόλιο.[45]
Ύστερη ζωή
Στην ακμή της καριέρας του, ο Βιβάλντι έλαβε τιμές από Ευρωπαίους ευγενείς και βασιλείς. Η γαμήλια καντάτα Δόξα και Υμέναιος (Gloria e Imeneo, RV 687) γράφτηκε για το γάμο του Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας (1725), ενώ συνέθεσε και την καντάτα Η εορτάζουσα Σελήνη (La Sena festeggiante, RV 693) για τη γέννηση των διδύμων κορών των Βασιλιά, Λουίζα Ελισάβετ και Ερριέττα (1727). Το Opus 9 του, Η λύρα (La Cetra), ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄. Το 1728, ο συνθέτης συνάντησε τον Αυτοκράτορα σε μια επίσκεψή του στην Τεργέστη όπου πήγε για να δει την κατασκευή ενός νέου λιμανιού. Ο Κάρολος θαύμαζε τόσο τη μουσική του Βιβάλντι, ώστε λέγεται ότι κατά τη συνάντησή τους μίλησε μαζί του περισσότερο απ’ όσο είχε μιλήσει με τους υπουργούς του τα τελευταία δύο χρόνια! Ο Αυτοκράτορας έδωσε στο συνθέτη τον τίτλο του ιππότη, ένα χρυσό μετάλλιο και μια πρόσκληση να τον επισκεφθεί στη Βιέννη. Ο Βιβάλντι από την άλλη έδωσε στον Αυτοκράτορα ένα χειρόγραφο αντίγραφο της Λύρας, ένα σύνολο κονσέρτων εντελώς διαφορετικών από εκείνο που είχε εκδοθεί ως Opus 9. Πιθανώς η έκδοση είχε ακυρωθεί και ο Βιβάλντι αναγκάστηκε να συλλέξει μια «βελτιωμένη» έκδοση για τον Αυτοκράτορα.
Ο Βιβάλντι συνοδευόμενος από τον πατέρα του, ταξίδεψε στη Βιέννη και την Πράγα το 1730 όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του "Φαρνάκης" (RV 711).[46] Κάποιες από τις ύστερες όπερές του δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με δύο από τους κυριότερους Ιταλούς λιμπρεττίστες της εποχής. Οι όπερες Η ολυμπιάδα (L’Olimpiade) και Κάτων εν Ιτύκη (Catone in Utica) γράφτηκαν (λιμπρέττο) από τον Πιέτρο Μεταστάζιο, τον κυριότερο εκπρόσωπο του Αρκαδικού κινήματος και ποιητή της βιεννέζικης Αυλής. Η Γκριζέλντα (La Griselda) ξαναγράφτηκε από τον νεαρό Κάρλο Γκολντόνι με βάση ένα παλιότερο λιμπρέττο του Απόστολο Τσένο.
Θάνατος
Όπως αρκετοί συνθέτες της εποχής, έτσι και ο Βιβάλντι πέρασε τα τελευταία του χρόνια με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Οι συνθέσεις του δεν τύγχαναν της ίδιας εκτίμησης, όπως κάποτε στη Βενετία τα μεταβαλλόμενα μουσικά γούστα του κοινού γρήγορα κατέστησαν τις συνθέσεις του εκτός εποχής. Ο συνθέτης έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο αριθμό των χειρογράφων του σε εξευτελιστικές τιμές προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στη Βιέννη το 1740.[47] Οι λόγοι για την αναχώρησή του είναι ασαφείς αλλά διαφαίνεται ότι μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄, ήλπιζε στην ανάληψη της θέσης του συνθέτη στην αυτοκρατορική Αυλή. Ταξιδεύοντας προς τη Βιέννη φέρεται να έκανε μια στάση στο Γκρατς προκειμένου να επισκεφθεί την Άννα Τζίρο.[48]
Φαίνεται επίσης ότι ο Βιβάλντι πήγε στη Βιέννη για να παρουσιάσει όπερες αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η κατοικία του βρισκόταν δίπλα στο Kärntnertortheater. Σύντομα μετά την άφιξή του στη Βιέννη, ο Αυτοκράτορας πέθανε και για κακή του τύχη, ο συνθέτης έμεινε δίχως βασιλική προστασία και σταθερή πηγή εισοδήματος. Ο Βιβάλντι πέθανε πένητας [49][50] λίγο μετά τον Αυτοκράτορα, τη νύχτα μεταξύ 27 και 28 Ιουλίου το 1741 σε ηλικία 63 ετών, [51] εξαιτίας «εσωτερικής λοίμωξης» σε ένα σπίτι-ιδιοκτησία μιας χήρας ενός Βιεννέζου κατασκευαστή σελών για άλογα. Την 28η Ιουλίου τάφηκε σε έναν απλό τάφο στο νεκροταφείο του νοσοκομείου της Βιέννης. Η κηδεία του συνθέτη έλαβε χώρα στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου λέγεται ότι ο νεαρός Χάυντν συμμετείχε στην παιδική χορωδία του ναού.
Τάφηκε δίπλα από την Εκκλησία του Αγίου Καρόλου (Karlskirche), σε μια περιοχή που πλέον εδράζεται το Πολυτεχνείο (Technische Universität Wien). Το σπίτι όπου ζούσε ο συνθέτης στη Βιέννη κατεδαφίστηκε, ενώ τώρα η περιοχή εν μέρει καταλαμβάνεται από το ξενοδοχείοSacher. Αναμνηστικές πλάκες έχουν τοποθετηθεί και στις δύο τοποθεσίες όπως επίσης και ένα «αστέρι» Βιβάλντι στο βιεννέζικο Musikmeile και ένα μνημείο στην Rooseveltplatz.
Μόνο τρία πορτραίτα του Βιβάλντι είναι γνωστά στις μέρες μας: ένα χαρακτικό, μια ελαιογραφία και ένα σχέδιο με μελάνι. Το χαρακτικό φιλοτέχνησε ο Φρανσουά Μορεγιόν Λε Καβ το 1725 και απεικονίζει τον Βιβάλντι κρατώντας ένα φύλλο μουσικής. Το σχέδιο με μελάνι απεικονίζει μόνο το κεφάλι και τους ώμους του συνθέτη σε προφίλ και φιλοτεχνήθηκε το 1723 από τον Γκέτσι. Τέλος, η ελαιογραφία που ανευρίσκεται στο Liceo Musicale της Μπολόνια μας παρέχει πιθανότατα την πιο ακριβή απεικόνιση του συνθέτη, καθώς επισημαίνει τα κόκκινα μαλλιά του κάτω από την ξανθιά του περούκα.[52]
Ύφος και επιρροές
Η μουσική του Βιβάλντι ήταν καινοτόμος στην εποχή της. Έκανε πιο ζωηρή την επίσημη και ρυθμική μορφή του κονσέρτου, στο οποίο εστίασε σε αρμονικές αντιθέσεις και καινοτόμες μελωδίες και μουσικά θέματα˙ αρκετές από τις συνθέσεις του είναι φανταχτερές, σχεδόν παιχνιδιάρικες και διαχυτικές.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ επηρεάστηκε βαθύτατα από τα κονσέρτα και τις άριες του Βιβάλντι γεγονός που αντανακλά στις καντάτες, στα Κατά Ιωάννην Πάθη (Johannes-Passion, BWV 245) και στα Κατά Ματθαίον Πάθη (Matthäus-Passion, BWV 244). Ο Μπαχ μετέγραψε έξι κονσέρτα του Βιβάλντι για σόλο πληκτροφόρο όργανο, τρία για τσέμπαλο και ένα για τέσσερα τσέμπαλα, έγχορδα και συνοδεύον μπάσο (basso continuo, BWV 1065) βασισμένα στο κονσέρτο για τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες, τσέλο και συνοδεύον μπάσο (RV 580).
Υστεροφημία
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Βιβάλντι έγινε ευρέως γνωστός και σε άλλες χώρες πλην –της Ιταλίας– όπως η Γαλλία, όπου οι τάσεις για τη μουσική υπαγορεύονταν από τη μόδα, σε βαθμό μεγαλύτερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η δημοτικότητά του άρχισε ωστόσο να φθίνει: μετά την περίοδο του Μπαρόκ, τα κονσέρτα του, που είχαν ήδη εκδοθεί, άρχισαν να ξεχνιούνται και να αγνοούνται από το κοινό σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και μετά την αναζωπύρωση των έργων του Μπαχ που επιχείρησε ο Φέλιξ Μέντελσον. Ακόμη και οι «4 εποχές» – η πιο διάσημη δουλειά του συνθέτη, ήταν άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένα κονσέρτο του Φριτς Κράισλερ, σε ύφος παρόμοιο με του Βιβάλντι (σε τέτοιο βαθμό που θεωρήθηκε για κονσέρτο του Βιβάλντι), αναβίωσε το ενδιαφέρον του κοινού για το συνθέτη και συνετέλεσε στην αποκατάσταση της υπόληψής του. Το ίδιο επίσης, κινητοποίησε τον Γάλλο ακαδημαϊκό Μαρκ Πενσέρλ να ξεκινήσει μια μελέτη στο έργο του συνθέτη. Αρκετά χειρόγραφά του ήρθαν στο φως και περιήλθαν στην κυριότητα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Τορίνο με τις γενναιόδωρες (εις μνήμην των υιών τους) χορηγίες των Τορινέζων επιχειρηματιών Ρομπέρτο Φόα και Φίλιππο Τζορντάνο. Αυτό οδήγησε σε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του κόσμου σε ό,τι αφορά τον Βιβάλντι. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων ενδιαφέρθηκαν και οι Μάριο Ρινάλντι, Αλφρέντο Κασέλλα, Έζρα Πάουντ, Όλγκα Ρατζ, Ντέσμοντ Σουτ, Αρτούρο Τοσκανίνι, Άρνολντ Σέρινγκ και Λούις Κάουφμαν, αρκετοί από τους οποίους συνετέλεσαν στην αναβίωση του Βιβάλντι στις αίθουσες συναυλιών στον 20ό αιώνα.
Το 1926 σε ένα μοναστήρι στο Πιεμόντε, ερευνητές ανακάλυψαν 14 συλλογές με έργα του Βιβάλντι που θεωρούνταν χαμένα κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Κάποιοι τόμοι ωστόσο έλλειπαν, γεγονός που ώθησε σε έρευνες στις συλλογές απογόνων του Μεγάλου Δούκα Ντουράτσο, ο οποίος απέκτησε το σύμπλεγμα του μοναστηριού τον 18ο αιώνα. Οι τόμοι περιείχαν 300 κονσέρτα, 19 όπερες και πάνω από 100 έργα για φωνητικά και ορχηστρικά σύνολα.[53]
Η αναβίωση των ανέκδοτων έργων του Βιβάλντι, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, είναι αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο των προσπαθειών του Αλφρέντο Κασέλλα, ο οποίος το 1939 οργάνωσε την, ιστορική πλέον, Εβδομάδα Βιβάλντι, όπου και παρουσιάστηκαν τα έργα Δόξα[54](Gloria, RV 589) και Ολυμπιάδα. Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, τα έργα του συνθέτη γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το 1947 ο Βενετσιάνος έμπορος Αντόνιο Φάννα ίδρυσε το Instituto Italiano Antonio Vivaldi, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Τζιαν Φραντέσκο Μαλιπιέρο και κύριο στόχο την παραγωγή νέων εκδόσεων των έργων του συνθέτη, και γενικότερα την προώθηση της μουσικής του. Η φήμη του Βιβάλντι εξαπλώθηκε περισσότερο με διάφορες ιστορικές (πλέον) παρουσιάσεις του έργου του. Σήμερα και σε αντίθεση με αρκετούς σύγχρονούς του συνθέτες, των οποίων τα έργα δεν ακούγονται, παρά μόνο σε ακαδημαϊκές εκδηλώσεις, ή εκδηλώσεις ειδικού ενδιαφέροντος, η μουσική του τυγχάνει ευρείας αποδοχής.
Πρόσφατες ανακαλύψεις έργων του συνθέτη αποτελούν δύο ψαλμοί των έργων Nisi Dominus[55] (RV 807, σε οκτώ κινήσεις) και Dixit Dominus[56] (RV 807, σε έντεκα κινήσεις), που ανακαλύφθηκαν το 2003 και το 2005 αντίστοιχα, από την Αυστριακό ειδικό Γιάνις Στόγκιτ. Ο μελετητής του συνθέτη Μάικλ Τάλμποτ αναφέρεται στο RV 803 ως «αδιαμφισβήτητα το καλύτερο μη οπερατικό έργο του συνθέτη που ήρθε στο φως μετά ... τη δεκαετία του 1920».[57] Η χαμένη όπερα του Βιβάλντι Αγρίππων (Agrippo, RV 697) ανακαλύφθηκε ξανά το 2006 από τον μαέστρο και τσεμπαλίστα Οντρέι Μάτσεκ, του οποίου η ορχήστρα παρουσίασε το έργο στο Κάστρο της Πράγας, στις 3 Μαΐου του 2008, για πρώτη φορά μετά το 1730.
Επιπλέον, μια κινηματογραφική ιταλο-γαλλική συμπαραγωγή, ονόματι Vivaldi, a Prince in Venice, με σκηνοθέτη τον Ζαν-Λουί Γκυγιερμού και πρωταγωνιστή τον Στέφανο Ντιονίζι στο ρόλο του Βιβάλντι και τον Μισέλ Σερρώ στο ρόλο του επισκόπου της Βενετίας, ολοκληρώθηκε το 2005. Επίσης το 2005 το ABC Radio International παρήγαγε μια ραδιοφωνική παράσταση ονόματι «The Angel and the Red Priest» σχετική με τον Βιβάλντι. Την παράσταση έγραψε ο Σων Ράιλυ, και αργότερα μετασχηματίστηκε κατάλληλα για σκηνική παρουσίαση η οποία και πραγματοποιήθηκε Adelaide Festival of Arts (Φεστιβάλ Τέχνης Αδελαΐδας).[58]
Τέλος, οι μουσικές των Βιβάλντι, Μότσαρτ, Τσαϊκόφσκυ και Κορέλλι συμπεριλαμβάνονται από τον Αλφρέ Τοματίς στις θεωρίες του περί επιδράσεων της μουσικής στην ανθρώπινη συμπεριφορά και χρησιμοποιούνται στη μουσικοθεραπεία.
Κάθε έργο του Βιβάλντι επισημαίνεται από τον αριθμό RV (π.χ. RV 697), ο οποίος αντιστοιχεί σε μια θέση του καταλόγου Ryom (Ryom-Verzeichnis) ή αλλιώς Rèpertoire des oeuvres d’Antonio Vivaldi, ενός καταλόγου που κατάρτισε στον 20ό αιώνα ο μουσικολόγος Πέτερ Ρύομ.
Το έργο του Le quattro stagioni (Τέσσερις εποχές) του 1723 είναι αναμφίβολα το πλέον δημοφιλές του. Αποτελεί (όπως προαναφέρθηκε) μέρος του έργου Il cimento dell’armonia e dell’inventione («Πάλη» μεταξύ της αρμονίας και της καινοτομίας) και «σκιαγραφεί» σκηνές και «συναισθήματα» από κάθε μία από τις τέσσερις εποχές. Έχει γραφεί ότι αυτό το έργο αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα «περιγραφικής» μουσικής πριν τον 19ο αιώνα.[59]
Ο Βιβάλντι έγραψε πάνω από 500 άλλα κονσέρτα. Περί τα 350 αφορούν ορχήστρα εγχόρδων και σόλο όργανα εκ των οποίων τα 230 αφορούν (ως σόλο όργανα) κονσέρτα για φαγκότο, τσέλο, όμποε, φλάουτο, viola d’amore, φλογέρα, λαούτο και μαντολίνο. Περί τα 40 αφορούν δύο σόλο όργανα και ορχήστρα εγχόρδων, ενώ περί τα 30 αφορούν τρία ή και περισσότερα όργανα και ορχήστρα εγχόρδων.
Εκτός από 46 όπερες, ο Βιβάλντι επίσης συνέθεσε σε μεγάλη κλίμακα και θρησκευτική χορωδιακή μουσική. Άλλα έργα του αφορούν συμφωνίες, περίπου 90 σονάτες και μουσική δωματίου.
Κάποιες σονάτες για φλάουτο, τέλος, όπως ο Πιστός Ποιμένας (Il Pastor Fido, 1737), που είχαν αποδοθεί εσφαλμένα στον Βιβάλντι, ανακαλύφθηκε ότι στην πραγματικότητα τις είχε συνθέσει ο Νικολά Σεντεβίλ.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
Bukofzer, Manfred (1947). Music in the Baroque Era. New York, W. W. Norton & Co. ISBN 0-393-09745-5.
Cross, Eric (1984). Review of I libretti vivaldiani: recensione e collazione dei testimoni a stampa by Anna Laura Bellina; Bruno Brizi; Maria Grazia Pensa in Music & Letters, Vol. 65, No. 1 (Jan., 1984), pp. 62–64
Formichetti, Gianfranco Venezia e il prete col violino. Vita di Antonio Vivaldi, Bompiani (2006), ISBN 88-452-5640-5.
Heller, Karl Antonio Vivaldi: The Red Priest of Venice, Amadeus Press (1997), ISBN 1-57467-015-8
Kolneder, Walter Antonio Vivaldi: Documents of His Life and Works, C F Peters Corp (1983), ISBN 3-7959-0338-6
↑Χριστιανικόςύμνος προς την Παρθένο Μαρία κατά τη βασανιστική στιγμή που παρακολουθεί τη Σταύρωση του υιού της, Ιησού Χριστού. Ο τίτλος Stabat Mater προέρχεται από τον πρώτο στίχοStabat Mater dolorosa (= Ίστατο η μήτηρ τεθλιμμένη). Πολλοί συνθέτες έδωσαν τη δική τους εκδοχή στο κείμενο, μεταξύ των οποίων και ο Βιβάλντι.
↑Baroque MusicAs far as his theatrical activities were concerned, the end of 1716 was a high point for Vivaldi. In November, he managed to have the Ospedale della Pietà perform his first great oratorio, Juditha Triumphans devicta Holofernis barbaric. [sic] This work was an allegorical description of the victory of the Venetians over the Turks in August 1716.
↑Karl Heller, Antonio Vivaldi: The Red Priest of Venice (Hong Kong: Amadeus Press, 1997), 98.
↑H.C. Robbins Landon, Vivaldi: Voice of the Baroque (Chicago: The University of Chicago Press, 1991), 52.
↑Οι σχέσεις του συνθέτη με τη μουσική ζωή της Πράγας, όπως επίσης και η συσχέτισή του με τον Αντόνιο Ντέντσιο (Antonio Denzio), ιμπρεσσάριο του θεάτρου Sporck της Πράγας, περιγράφονται λεπτομερώς στο έργο του Daniel E. Freeman, The Opera Theater of Count Franz Anton von Sporck in Prague (Stuyvesant, N.Y.: Pendragon Press, 1992).
↑Walter Kolneder, Antonio Vivaldi: Documents of his life and works (Amsterdam: Heinrichshofen's Verlag, Wilhelmshaven, Locarno, 1982), 179.
↑Walter Kolneder, Antonio Vivaldi: Documents of his life and works (Amsterdam: Heinrichshofen's Verlag, Wilhelmshaven, Locarno, 1982), 180.
↑ισχυρισμός του H.C. Robbins Landon που επιπλέον μεταδίδει τον θάνατο του συνθέτη ο οποίος ανακοινώθηκε στη Βενετία στο Commemorali Gradenigo: "Abbe Lord Antonio Vivaldi, incomparable virtuoso of the violin, known as the Red Priest, much esteemed for his compositions and concertos, who earned more than 50,000 ducats in his life, but his disorderly prodigality caused him to die a pauper in Vienna." Landon, Vivaldi: Voice of the Baroque Thames and Hudson 1993, p.166
↑Marc Pincherle, Vivaldi: Genius of the Baroque (Paris: W. W. Norton & Company, Inc., 1957), 53.
↑Ο Talbot (σελ.69) αναφέρει την 27η Ιουλίου ως ημέρα θανάτου. Ο Formichetti ωστόσο (σελ.194) αναφέρει ότι απεβίωσε κατά τη διάρκεια της νύχτας με το θάνατό του να είναι ο πρώτος που καταγράφηκε την επόμενη ημέρα. Ο Heller (σελ.263) σημειώνει: "Ο θάνατος του συνθέτη σημειώνεται στην επίσημη αναφορά του ιατροδικαστή και στο αντίστοιχο ληξιαρχικό βιβλίο του St. Stephen's Cathedral Parish και φέρεται να έχει συμβεί στις 28 Ιουλίου 1741". Ωστόσο το αντίστοιχο βιβλίο (Totenbeschauprotokoll) δεν είναι τόσο αξιόπιστη πηγή καθώς η ημερομηνία ίσως αναφέρεται στην καταχώριση και όχι στο γεγονός καθ´εαυτό.
↑Βιογραφία του Antonio Vivaldi από τους Alexander Kuznetsov και Louise Thomas, συνοδευτικό φυλλάδιο του CD "The best of Vivaldi", ηχογράφηση και παραγωγή: Madacy Entertainment Group Inc, St. Laurent Quebec Canada
↑Ο ύμνος Δόξα εν υψίστοις Θεώ (Gloria in excelsis Deo) είναι χριστιανικός ύμνος που προέρχεται από τα λόγια των Αγγέλων μετά τη γέννηση του Χριστού. Πολλοί συνθέτες έδωσαν τη δική τους εκδοχή, όπως και ο Βιβάλντι.
↑Michael Talbot, σημειώσεις στο CD Vivaldi: Dixit Dominus, Körnerscher Sing-Verein Dresden (Dresdner Instrumental-Concert), Peter Kopp, Deutsche Grammophon 2006, αριθμός καταλόγου 4776145