Ο Νικόλαος Κοπέρνικος (Γερμανικά: Nikolaus Kopernikus, Πολωνικά: Mikołaj Kopernik, 19 Φεβρουαρίου 1473 – 24 Μαΐου 1543) ήταν Πολωνόςαναγεννησιακόςμαθηματικός και αστρονόμος, ο οποίος διατύπωσε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του σύμπαντος, τοποθετώντας τον Ήλιο και όχι τη Γη στο κέντρο του[1].
Ο Κοπέρνικος γεννήθηκε στο Τορν της Πρωσίας (σημερινό Τόρουν της Πολωνίας), και πέρασε μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του στο Άλενσταϊν και στο Φράουενμπουργκ της Βάρμιας, επαρχίας της σημερινής Πολωνίας όπου και πέθανε. Λίγο πριν τον θάνατό του, εξέδωσε το βιβλίο «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουρανίων Σφαιρών»), το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σύγχρονης Αστρονομίας. Ο Κοπέρνικος υποστήριξε την ηλιοκεντρική θεωρία, την άποψη δηλαδή ότι η Γη και τα άλλα σώματα του Ηλιακού Συστήματος περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο, σε αντίθεση με την τότε επίσημη γεωκεντρική θεωρία, που ήθελε τη Γη ακίνητη και κέντρο του κόσμου. Άνοιξε έτσι τον δρόμο για τους αστρονόμους της επόμενης γενιάς (ειδικά τον Γιοχάνες Κέπλερ) αλλά και την Επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα
Η ζωή του
Ο πατέρας του Νικολάου Κοπέρνικου ήταν εύπορος έμπορος χαλκού και επιχειρηματίας, αλλά πέθανε όταν ο Νικόλαος ήταν μόλις δέκα ετών. Έτσι ο Νικόλαος και τα τρία αδέλφια του ανατράφηκαν από τον θείο τους Λουκά Βατζενρόντε, που ήταν επίσκοπος. Μάλιστα ο αδελφός του Κοπέρνικου Ανδρέας έγινε ιερέας όταν μεγάλωσε και η αδελφή του Βαρβάρα, Βενεδικτίνα μοναχή. Το 1491 ο Νικόλαος εγγράφεται στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, το σημερινό Γιαγγελονιανό Πανεπιστήμιο, όπου σπουδάζει Ιατρική, Θεολογία, Μαθηματικά και Αστρονομία, με την οποία και συναρπάζεται.
Το 1496 ο Κοπέρνικος πήγε στην Ιταλία για να σπουδάσει Εκκλησιαστικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, με έξοδα του θείου του, που ήθελε να τον δει κι εκείνον επίσκοπο. Στη Φερράρα ο νεαρός Νικόλαος γνωρίζει τον αστρονόμο Ντομένικο Νοβάρα ντα Φερράρα και γίνεται μαθητής και βοηθός του. Οι πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις που έκανε ο Κοπέρνικος με το Νοβάρα μνημονεύονται στο «De Revolutionibus». Στη Μπολόνια, το 1496, καταχώρησε το όνομά του στον Κατάλογο Γερμανών Σπουδαστών Matricula Nobilissimi Germanorum Collegii, resp. Annales Clarissimae Nacionis Germanorum ωςDominus Nicolaus Kopperlingk de Thorn – IX, γεγονός που μαρτυρεί τη γερμανική καταγωγή του.
Το 1497 ο Νικόλαος διορίζεται από τον θείο του ως ιερέας στον Καθεδρικό Ναό του Φράουενμπουργκ. Πριν όμως γυρίσει στην πατρίδα του, ο Κοπέρνικος πήγε στη Ρώμη, όπου παρατήρησε μία έκλειψηΣελήνης και έδωσε τις πρώτες του διαλέξεις και
πάνω σε διάφορα μαθηματικά και αστρονομικά ζητήματα. Το 1503 παίρνει το διδακτορικό του στο Κανονικό Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο της Φερράρα. Φαίνεται ότι τότε ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεωρίες των αρχαίων περί κινήσεως της Γης, και απέκτησε τις πρώτες αμφιβολίες για το ότι η Γη ήταν ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος. Το 1504 άρχισε να συγκεντρώνει παρατηρήσεις και ιδέες σχετικές με τις αμφιβολίες του αυτές.
Αφήνοντας την Ιταλία, ο Κοπέρνικος πήγε να ζήσει στο Φράουενμπουργκ. Επίσης είχε δεχθεί μία θέση στον ναό του Τιμίου Σταυρού, στο Μπρέσλαου της Σιλεσίας, από την οποία παραιτήθηκε μόλις λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Στα γερμανόφωνα εδάφη του βασιλείου της Πρωσίας ο Κοπέρνικος είχε πολλές δραστηριότητες. Συνεργάσθηκε επί χρόνια με τη Βασιλική Πρωσική Δίαιτα επί της νομισματικής μεταρρυθμίσεως και δημοσίευσε μελέτες για την αξία του χρήματος. Ως μέλος της κυβερνήσεως της Βάρμιας κατένειμε τους φόρους και απένειμε δικαιοσύνη. Επίσης έκανε πολλά κυβερνητικά ταξίδια και ως διπλωμάτης, εκπροσωπώντας τον θείο του Λουκά, που είχε ανακηρυχθεί «Πρίγκιψ-Επίσκοπος» της Βάρμιας. Σαν γιατρός, ο Κοπέρνικος είχε για πελάτες τους πλουσιότερους ανθρώπους της πρωτεύουσας. Όμως έχανε πολλές ώρες με το να εξετάζει δωρεάν τους φτωχούς. Και στον ελεύθερο χρόνο του, μελετούσε αστρονομία που ήταν η προτίμησή του.
Ο Κοπέρνικος μελέτησε προσεκτικά τα έργα του Πτολεμαίου, που ήταν ο πρώτος που πίστευε πως υπάρχει κίνηση πλανητών. Ως τότε η αστρονομία ήταν γεμάτη δεισιδαιμονίες. Οι αρχαίοι πίστευαν πως οι πλανήτες μένουν ακίνητοι, εκτός αν κινηθούν από τους θεούς. Ύστερα από μακριές και προσεκτικές μελέτες. ο Κοπέρνικος διαφώνησε με τη θεωρία του Πτολεμαίου πως η Γη είναι ακίνητη και πως ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα κινούνται γύρω της. Συμπεραίνοντας ότι η Γη κινείται περιστροφικά, ο Κοπέρνικος εξακολούθησε να μελετά τους πλανήτες και ύστερα από πολλή σκέψη διατύπωσε τη δική του θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν ο ήλιος ήταν το κέντρο του ηλιακού συστήματος και η Γη, όπως και οι άλλοι πλανήτες, περιστρέφονταν περί τον άξονά τους και κινούνταν γύρω από τον ήλιο.
Το έτος 1514 κυκλοφόρησε μεταξύ των φίλων του το Commentariolus («Μικρή Ερμηνευτική Πραγματεία»), εξασέλιδο χειρόγραφο κείμενο στα γερμανικά με τις ιδέες του για το Ηλιοκεντρικό Σύστημα που πρέπει να γράφτηκε μεταξύ 1507 και 1514. Κατ' άλλους όμως το έγραψε και το διέθεσε μεταγενέστερα, ίσως και το 1533. Συνέχισε κατόπιν τη συλλογή στοιχείων για ένα λεπτομερέστερο έργο.
Το 1533 ο Γιόχαν Άλμπρεχτ Βίντμανστετερ έδωσε μία σειρά διαλέξεων στη Ρώμη περιγράφοντας περιληπτικά την κοπερνίκειο θεωρία. Αυτές οι διαλέξεις προκάλεσαν το ενδιαφέρον αρκετών καρδιναλίων και του ίδιου του Πάπα Κλήμεντος Ζ΄. Το 1536 το έργο του Κοπέρνικου προσέγγιζε την οριστική μορφή του και διαδόσεις για τη θεωρία του είχαν φθάσει σε εγγράμματους ανθρώπους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με τη σειρά τους, οι διανοούμενοι από πολλές χώρες τον πίεζαν να δημοσιεύσει τις ιδέες του. Π.χ. σε ένα γράμμα με στοιχεία «Ρώμη, 1 Νοεμβρίου 1536» ο αρχιεπίσκοπος Καπύης Καρδινάλιος Νικόλαος ζητά από τον Κοπέρνικο να δημοσιοποιήσει ευρύτερα τις ιδέες του με τα λόγια:
«Ούτως, σοφολογιώτατε, χωρίς να επιθυμώ να είμαι άκαιρος, σας ικετεύω μετ' εμφάσεως να κοινωνήσετε την ανακάλυψή σας στον κόσμο των διανοουμένων, και να μου αποστείλετε το συντομότερο δυνατόν τις θεωρίες σας περί Σύμπαντος, μετά πινάκων και ό,τι άλλου έχετε σχετικού προς το αντικείμενο.»
Παρά τις ποικίλες παροτρύνσεις, ο Κοπέρνικος καθυστερούσε τη δημοσίευση, μάλλον από τον φόβο της κριτικής για τις επαναστατικές ιδέες του από το κατεστημένο, αλλά ίσως και επειδή δούλευε ακόμα πάνω στο κείμενο αυτού που θα γινόταν αργότερα το «De Revolutionibus». Τότε, στα 1539, ένας ξακουστός χαρτογράφος, ιατρός και μαθηματικός, ο Ραιτικός (Georg Joachim Rheticus), έφθασε στο Φράουενμπουργκ. Ο μεταρρυθμιστής θεολόγος Φίλιππος Μελάγχθων είχε κανονίσει να επισκεφθεί ο Ραιτικός μερικούς αστρονόμους και να μελετήσει μαζί τους. Ο Ραιτικός έμεινε τελικά με τον Κοπέρνικο δύο χρόνια, κατά τα οποία συνέγραψε ένα βιβλίο, το Narratio prima, όπου σκιαγραφούσε την ουσία της κοπερνίκειας θεωρίας. Το 1542 ο Ραιτικός δημοσίευσε μία πραγματεία του Κοπέρνικου περί Τριγωνομετρίας, η οποία αργότερα συμπεριελήφθηκε στο δεύτερο βιβλίο του «De Revolutionibus». Υπό την ισχυρότατη πίεση του Ραιτικού, και έχοντας δει τη γενικώς ευνοϊκή πρώτη υποδοχή της δουλειάς του, ο Κοπέρνικος συμφώνησε τελικά να παραδώσει το βιβλίο στον πιστό του φίλο Τίντεμαν Γκίζε, επίσκοπο του Χέλμνο, για να το αφήσει στον Ραιτικό προκειμένου αυτός να το στείλει για εκτύπωση στον Johannes Petreius, στη Νυρεμβέργη.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ένας ιππότης έτρεξε πάνω σε γρήγορο άλογο και παρέδωσε το πρώτο τυπωμένο αντίτυπο του βιβλίου στα χέρια του Κοπέρνικου λίγες ώρες πριν πεθάνει ο μεγάλος αστρονόμος (24 Μαΐου 1543).
Ο Νικόλαος Κοπέρνικος τάφηκε στον καθεδρικό ναό της γερμανόφωνης πόλης του Φράουενμπουργκ. Αρκετοί είχαν ερευνήσει μάταια για τη σορό του, όταν στις 3 Νοεμβρίου 2005 ανακοινώθηκε πως τον Αύγουστο 2005 είχε ανακαλυφθεί το κρανίο του. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 2008, ανακοινώθηκε ότι έπειτα από γενετικές έρευνες, επιβεβαιώθηκε[2] ότι βρέθηκε ο τάφος του διάσημου αστρονόμου.
Στις 22 Μαΐου 2010, πέντε ολόκληρους αιώνες μετά τον θάνατό του, ο Κοπέρνικος κηδεύθηκε με τιμές ήρωα στον καθεδρικό ναό του Φράουενμπουργκ στη σημερινή Πολωνία[3].
Το έργο ζωής του Κοπέρνικου, «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουράνιων Σφαιρών») (Πρώτη έκδοση: Νυρεμβέργη 1543. Δεύτερη έκδοση: Βασιλεία 1566), υπήρξε το αποτέλεσμα δεκαετιών εργασίας. Ενσωματώνει περισσότερα από 1.000 χρόνια αστρονομικών παρατηρήσεων με διάφορους βαθμούς ακρίβειας. Περιέχει 100 σελίδες πινάκων με πάνω από 20.000 αριθμούς.
Το έργο ξεκινούσε με πρόλογο, αρχικώς ανώνυμο[;], του Ανδρέα Οσιάνδρου, θεολόγου και φίλου του Κοπέρνικου, ο οποίος προειδοποιούσε ότι η θεωρία, εννοούμενη ως ένα απλό εργαλείο που επέτρεπε απλούστερους και ακριβέστερους υπολογισμούς, δεν είχε οπωσδήποτε και συνέπειες εκτός του περιορισμένου χώρου της Αστρονομίας.
Το κυρίως έργο του Κοπέρνικου άρχιζε με το γράμμα του (νεκρού πλέον) αρχιεπισκόπου Καπύης, Καρδινάλιου Νικόλαου φον Σένμπεργκ που προαναφέρθηκε (βλ. προηγούμενη ενότητα). Στη συνέχεια, σε μία μακρά εισαγωγή, ο Κοπέρνικος αφιέρωνε το έργο στον Πάπα Παύλο Γ', εξηγώντας το κίνητρό του για τη συγγραφή του έργου ως σχετιζόμενο με την αδυναμία των παλαιότερων αστρονόμων να συμφωνήσουν πάνω σε μία επαρκή θεωρία των πλανητικών κινήσεων. Σημείωνε ότι εάν το δικό του σύστημα αύξανε την ακρίβεια των αστρονομικών προβλέψεων, τότε θα επέτρεπε στην Εκκλησία να αναπτύξει ένα ακριβέστερο ημερολόγιο. Την εποχή εκείνη, είχε θεωρηθεί αναγκαία μία τροποποίηση του Ιουλιανού Ημερολογίου, κάτι που αποτελούσε έναν από τους κύριους λόγους που η Εκκλησία χρηματοδοτούσε την αστρονομική έρευνα.
Τα 6 «βιβλία» του έργου ήταν τα εξής:
Γενική εποπτεία της Ηλιοκεντρικής Θεωρίας και περίληψη της ιδέας του για το Σύμπαν.
Κυρίως θεωρητικό, παρουσιάζει τις αρχές της Σφαιρικής Αστρονομίας και ένα κατάλογο αστέρων (ως βάση για τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στα επόμενα βιβλία).
Αναφέρεται κυρίως στις φαινομενικές κινήσεις του Ηλίου και σε σχετικά φαινόμενα.
Περιγραφή της Σελήνης και των τροχιακών της κινήσεων.
Η κυρίως έκθεση του νέου συστήματος.
Η κυρίως έκθεση του νέου συστήματος (συνέχεια).
Ουσιαστικά παρουσιάζει την τροποποίηση της θεωρίας του Πτολεμαίου για μια κινούμενη Γη. Στο μοντέλο που παρουσιάζεται, το Σύμπαν αποτελείται από 8 ομόκεντρες σφαίρες. Η εξώτατη, όγδοη σφαίρα, ήταν πάλι η σφαίρα των απλανών αστέρων, αλλά τώρα ο Ήλιος είναι ακίνητος στο κέντρο. Οι 6 γνωστοί την εποχή του Κοπέρνικου πλανήτες περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο με τη σειρά που γνωρίζουμε και σήμερα, ενώ η Σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη. Επιπλέον, η φαινομενική κίνηση του Ήλιου και των απλανών γύρω από τη Γη εξηγείται από την ημερήσια περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. Ο Κοπέρνικος, ωστόσο, ακολουθώντας όπως φαίνεται τον Αρίσταρχο, δεν τόλμησε να εγκαταλείψει τις κυκλικές τροχιές (οι αληθινές τροχιές των πλανητών είναι ελλειπτικές), με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να διατηρήσει τους επίκυκλους του Πτολεμαίου. Παρά το γεγονός αυτό, η μεταπήδηση από ένα γεωκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν από μόνη της πολύ σημαντική, καθώς δημιουργούσε σοβαρό ζήτημα σχετικώς με την αξιοπιστία του Αριστοτέλη, τον οποίο η δυτική Εκκλησία είχε αναγάγει σε αλάθητο.
Μάλιστα ο Κοπέρνικος έφτιαξε έναν πίνακα για το πόσο χρονικό διάστημα απαιτούνταν για κάθε πλανήτη, να κάνει έναν τέλειο κύκλο γύρω από τον ήλιο. Υπολόγισε ότι ο Ερμής χρειάζεται 87 ημέρες, η Αφροδίτη 224, η Γη 365, ο Άρης 1 έτος και 321 ημέρες, ο Δίας 11 έτη και ο Κρόνος 29 έτη. Αυτοί οι αριθμοί υπολογίστηκαν από τον Κοπέρνικο με τελείως πρωτόγονα όργανα, περίπου 100 χρόνια πριν από την ανακάλυψη του τηλεσκόπιου.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι διασώζεται το χειρόγραφο του έργου, γραμμένο με το χέρι του ίδιου του Κοπέρνικου, πράγμα σπάνιο για επιστημονικό έργο εκείνης της εποχής. Στο χειρόγραφο, ο Κοπέρνικος γράφει καθαρά (ως άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας) ότι είχε διαβάσει τις απόψεις του Αρίσταρχου του Σάμιου, που έθετε τη Γη να περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, αλλά και των Πυθαγόρειων φιλοσόφων, Φιλόλαου και Ικέτα. Τον τελευταίο μάλιστα τον γράφει λανθασμένα ως «Νικέτα-Νικήτα», από προσθήκη του «ν» του άρθρου (το-ν-Ικέτα). Το απόσπασμα όμως που αναφέρει και τα ονόματα των αρχαίων σοφών αφαιρέθηκε (διαγράφηκε) από τον πιστό φίλο του Κοπέρνικου, τον Τίντεμαν Γκίζε, πριν αυτός το παραδώσει στον εκδοτικό οίκο, με αποτέλεσμα οι πρώτες εκδόσεις του «De Revolutionibus» να τυπωθούν χωρίς αυτό. Το απόσπασμα εμφανίσθηκε στις μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου, όταν πλέον το ηλιοκεντρικό σύστημα είχε αποδοθεί στον Κοπέρνικο.
Ο τίτλος του έργου είχε από μόνος του ιστορική επίδραση, αφού έδωσε το λατινικό όνομα revolutio (περιστροφή, περιφορά) σε κάθε αιφνίδια και θεμελιώδη μεταβολή στη σκέψη ή και στην κοινωνία (από όπου και το αγγλικό και γαλλικό revolution = επανάσταση).
Οι αντιδράσεις στην κοπερνίκειο θεωρία
Αρχικά, το «De revolutionibus» δεν προκάλεσε οξείες αντιδράσεις — ίσως ο πρόλογος του Οσιάνδρου είχε επιτελέσει τον σκοπό του. Χρειάσθηκε να περάσουν τρία χρόνια από την πρώτη έκδοση για την πρώτη καταγεγραμμένη αντίδραση: τότε ένας Δομινικανός μοναχός, ο Τζιοβάνι Μαρία Τολοζάνι, συνέγραψε μία πραγματεία αποκηρύσσοντας τη θεωρία και υπερασπιζόμενος την απόλυτη αλήθεια της Αγίας Γραφής. Μετά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα, αρκετοί αστρονόμοι και άλλοι μορφωμένοι άνθρωποι γνώριζαν πλέον για τη νέα θεωρία. Ανάμεσα στους πρώτους υποστηρικτές, κατά τον πρώτο βιογράφο του Κοπέρνικου, τον Πιέρ Γκασεντί, συγκαταλέγονταν οι: Ραιτικός, Ιωσήφ Σκάλιγκερ, Κομένιος, Τζιορντάνο Μπρούνο, Γιοχάνες Κέπλερ, Μαρέν Μερσέν και Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος). Ανάμεσα στους πρώτους πολέμιους της κοπερνίκειας θεωρίας ξεχώριζαν οι: Φίλιππος Μελάγχθων, Μαρτίνος Λούθηρος, Ιωάννης Καλβίνος και Χριστόφορος Κλάβιος. Ο Τυχό Μπραχέ εμφανίζεται παραδόξως ως υποστηρικτής, παρά το ότι πίστευε πως η Γη ήταν ακίνητη.
Πολλοί ιστορικοί της Επιστήμης έχουν συζητήσει για τον λόγο που πέρασαν 60 χρόνια μετά τον θάνατο του Κοπέρνικου και την πρώτη έκδοση του έργου του μέχρι την πρώτη επίσημη αντίδραση. Η προσωπικότητα του Γαλιλαίου και η έλλειψη παρατηρησιακών δεδομένων υπέρ ή κατά της θεωρίας αναφέρονται συχνά ως τέτοιοι λόγοι. Τελικά, το 1616 ο Καρδινάλιος Μπελαρμίνε έδωσε στον Γαλιλαίο μια διαταγή από τον Πάπα να υιοθετήσει τη θέση ότι το ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν καθαρά υποθετικό. Μετά από αυτό το βήμα, το "De revolutionibus" εντάχθηκε στον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων» (Index Librorum Prohibitorum) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Δεν απαγορεύθηκε επισήμως, αλλά απλώς αποσύρθηκε από την κυκλοφορία «για διορθώσεις που θα διευκρίνιζαν ότι η θεωρία δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα», ήταν δηλαδή μία μαθηματική επινόηση όπως π.χ. είναι οι μιγαδικοί αριθμοί, για τη διευκόλυνση των υπολογισμών. Παρότι όμως τέτοιες «διορθώσεις» ετοιμάσθηκαν από τον Φρανσέσκο Ινγκόλι και άλλους, και έγιναν επισήμως δεκτές το 1620, το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ με αυτές, και ήταν διαθέσιμο στις ρωμαιοκαθολικές χώρες μόνο μετά από ειδική αίτηση μελετητών με κατάλληλες προϋποθέσεις. Το έργο παρέμεινε στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων» μέχρι το 1835.
Πέρα από την ηλιοκεντρική θεωρία, οι παρατηρήσεις του Κοπέρνικου αποτέλεσαν λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατό του τη βάση για τη σύνταξη των «Tabulae prutenicae» («Πρωσικών Πινάκων», Prutenische Tafeln στα γερμανικά) από τον Γερμανό αστρονόμο και μαθηματικό Έρασμο Ράινχολντ. Οι πίνακες αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Πάπα Γρηγόριου ΙΓ΄, αλλά και από ναυτικούς και θαλασσοπόρους εξερευνητές, που κατά τους προηγούμενους αιώνες συμβουλεύονταν τον «Πίνακα των Αστέρων» του Ρεγιομοντάνου.
Παραπομπές
↑Ο Κοπέρνικος δεν ήταν ο πρώτος που πρότεινε το ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Έλληνας μαθηματικός και αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι είχε προτείνει ένα τέτοιο σύστημα κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. αλλά υπάρχουν λίγα στοιχεία ότι οι ιδέες του αναπτύχθηκαν πέρα από ένα βασικό περίγραμμα. Ο Κοπέρνικος γνώριζε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου και τον αναφέρει σε ένα πρώιμο (αδημοσίευτο) χειρόγραφο του De Revolutionibus (το οποίο σώζεται), αν και ο ίδιος αφαίρεσε την παραπομπή από την τελική έκδοση του χειρόγραφου.