Μέχρι το 1259, το Μιλάνο ήταν μια ελεύθερη κοινότητα που εξέλεγε τον δικό της ποδεστά. Η οικογένεια των Τοριάνι απέκτησε την εξουσία το 1240, όταν ο Παγάνος ντέλα Τόρε εξελέγη ποδεστά.[1] Μετά το θάνατο του Παγάνου, στο αξίωμα εξελέγη ο Βάλδος Γκιρινγκέλι το 1259, όμως στο τέλος της θητείας του ο Μαρτίνος ντέλα Τόρε, ανιψιός του Παγάνου, ενορχήστρωσε ένα πραξικόπημα καταλαμβάνοντας η οικογένειά του την εξουσία της κοινότητας, εγκαθιδρύοντας την πρώτη Σινιορία («Ηγεμονία») του Μιλάνου.[2]
Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, η οικογένεια των Τοριάνι ευθυγραμμίστηκε με το Γάλλο Βασιλιά Κάρολο του Ανζού, ξεκινώντας μια έντονη αντιπαλότητα με την οικογένεια των Βισκόντι, πιστή στους Γερμανούς Χοενστάουφεν.[3] Το 1262, ο Πάπας Ουρβανός Δ΄ διόρισε τον Όθων Βισκόντι ως Αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, προς απογοήτευση του Μαρτίνου ντέλα Τόρε.[4] Το 1273, ένας εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε μεταξύ των δύο οικογενειών, που τελείωσε με την ήττα των Τοριάνι στη Μάχη του Δεσίου το 1277.[5]
Τον Ιούνιο του 1302, ο Γουίδος ντέλα Τόρε σχημάτισε έναν συνασπισμό με πόλεις κατά του Βισκόντι και εισήλθε στο Μιλάνο, εκθρονόντας τον Βισκόντι.[6] Ωστόσο, το 1308 ο Γουίδος ενεπλάκη σε μια διαμάχη με τον ξάδελφό του, Αρχιεπίσκοπο Κάσων ντέλα Τόρε. Μετά από μια επίθεση κατά του Καθεδρικού Ναού, ο Κάσων κατέφυγε στην Μπολόνια αναζητώντας αυτοκρατορική συνδρομή.[7] Εκμεταλλευόμενος την χαοτική κατάσταση στη Βόρεια Ιταλία, ο Βασιλιάς Ερρίκος Ζ΄ εισέβαλε στην Ιταλία και την άνοιξη του 1310 εισήλθε στο Μιλάνο, όπου αποκατέστησε στην εξουσία τόσο τον Κάσων, όσο και τους Βισκόντι. Μετά την πτώση του Μιλάνου, ο Ερρίκος στέφθηκε ως Βασιλιάς της Ιταλίας στον Καθεδρικό Ναό της πόλης.[8]
Το 1395, ο Τζαν Γκαλεάτσο Βισκόντι έλαβε τον τίτλο του δούκα του Μιλάνου από τον Βεντσεσλάβο βασιλιά της Γερμανίας, ο οποίος πώλησε τον τίτλο έναντι αμοιβής περίπου 100.000 φιορινιών.[9][10] Από εκείνη τη στιγμή, όλοι οι ακόλουθοι ηγεμόνες του Μιλάνου έφεραν τον τίτλο του Δούκα.
Μετά το θάνατο του Φιλίππου Μαρία το 1447, η κύρια γραμμή διαδοχής των Βισκόντι εξέλειψε. Επωφελημένοι από το πολιτικό χάος, μια ομάδα πλούσιων πολιτών, ακαδημαϊκών και κληρικών διακήρυξε την κατάργηση του Δουκάτου και ίδρυση της ολιγαρχικής Χρυσής Αμβροσιανής Δημοκρατίας.[11] Η Δημοκρατία απέτυχε να αναγνωριστεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα, τα γειτονικά κράτη της Βενετίας, της Σαβοΐας και της Γαλλίας προσπάθησαν να επεκτείνουν τα φέουδά τους στη Λομβαρδία. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του κράτους και τη σύγκρουση ανάμεσα σε Γουέλφους και Γιβελλίνους, ο αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων του Μιλάνου, Φραγκίσκος Α΄ Σφόρτσα, μετέβη στη Βενετία το 1448 και δύο χρόνια αργότερα εισέβαλλε στο Μιλάνο, κατά τη διάρκεια του Ευαγγελισμού.[12] Στη συνέχεια αυτοανακηρύχθηκε Δούκας του Μιλάνου, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τον γάμο του με την Μπιάνκα Μαρία Βισκόντι, νόθα κόρη του Φίλιππου Μαρία.[13]
Το 1494, ο Λουδοβίκος Σφόρτσα σφετερίστηκε τον θρόνο του Μιλάνου, αφού πιθανότατα δηλητηρίασε τον ανιψιό του Τζαν-Γκαλεάτσο. Μετά τις απειλές των Βενετών εναντίον του, ο Λουδοβίκος ζήτησε συνδρομή από τον Γάλλο Βασιλιά Κάρολο Η΄, κάτι που κατέληξε στον Πρώτο Ιταλικό Πόλεμο.[14] Μετά την αλλαγή συμμαχίας του Λουδοβίκου προς την πλευρά του Συνδέσμου της Βενετίας, το 1495, οι Γάλλοι ηττήθηκαν στο Μάχη του Φορνόβο και δεν κατάφεραν να επεκταθούν στην ιταλική χερσόνησο. Ο στρατηγός και εξάδελφος του Καρόλου Η΄, Λουδοβίκος Β΄ δούκας της Ορλεάνης (μελλοντικός Λουδοβίκος ΙΒ΄), διεκδίκησε το δουκάτο του Μιλάνου για τον εαυτό του, ως εγγονός της Βαλεντίνα Βισκόντι και την τελευταία διαθήκη του πατέρα της Τζαν-Γκαλεάτσο.[15] Μετά την άνοδο του Λουδοβίκου ΙΒ΄ στον γαλλικό θρόνο, το 1499, ξεκίνησε ο Δεύτερος Ιταλικός Πόλεμος, που οδήγησε στη γαλλική κατάκτηση του Μιλάνου και της Νάπολης. Με τον γαλλικό στρατό κοντά στην Παβία, ο Λουδοβίκος και οι υποστηρικτές του αποχώρησαν από το Μιλάνο στις 17 Σεπτεμβρίου 1499 και αυτοεξορίστηκαν στη Γερμανία.[16] Έπειτα ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ κατέστη ο μόνο κυρίαρχος του δουκάτου του Μιλάνου, στο οποίο εισήλθε θριαμβευτικά στις 6 Οκτωβρίου 1499.[17]
Ο Λουδοβίκος Σφόρτσα φυλακίστηκε το Φεβρουάριο του 1500,[18] πεθαίνοντας στη φυλακή το 1508. Ο γιος του Μαξιμιλιανός διάδοχος του μιλανέζικου θρόνου από την πλευρά των Σφόρτσα κατάφερε να αποκτήσει την εξουσία τον Ιανουάριο του 1513, έξι μήνες μετά την είσοδο των ελβετικών στρατευμάτων στο Μιλάνο.
Μετά την ήττα τους στη Μάχη του Μαρινιάνο το 1515, οι Ελβετοί αποσύρθηκαν από το Μιλάνο, ενώ ο Μαξιμιλιανός, με την επιστροφή των γαλλικών στρατευμάτων, φυλακίστηκε. Έπειτα παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του έναντι του θρόνου του Μιλάνου, λαμβάνοντας ως αποζημίωση το ποσό των 30.000 δουκάτων. Πέρασε το υπόλοιπο μέρος της ζωής του στη Γαλλία.[19]
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1521, η κατάσταση της Γαλλίας είχε επιδεινωθεί σημαντικά. Ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄, ο Ερρίκος Η΄ της Αγγλίας και ο Πάπας Λέων Ι΄ συνήψαν συμμαχία εναντίον του Φραγκίσκου στις 28 Νοεμβρίου.[20] Ο Οντέ του Φουά, Υποκόμης του Λοτρέκ και Γάλλος κυβερνήτης του Μιλάνου, ανέλαβε την υπεράσπιση του Δουκάτου απέναντι στις συνασπισμένες αυτοκρατορικές και παπικές δυνάμεις. Ωστόσο απομακρύνθηκε από την εξουσία από τον Προσπέρο Κολόνα και, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, είχε αναγκαστεί να αποχωρήσει από το Μιλάνο και να βρει καταφύγιο σε μια σειρά από κωμοπόλεις γύρω από τον Ποταμό Άντα.[21] Για τρίτη και τελευταία φορά οι Σφόρτσα ανακατέλαβαν την εξουσία.
Το 1535, μετά το θάνατο του Φραγκίσκου Β΄ Σφόρτσα, που πέθανε άτεκνος, ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ προσάρτησε το Δουκάτο ως ακέφαλο αυτοκρατορικό κρατίδιο προκειμένου να αποφύγει άλλες διεκδικήσεις από τους Γάλλους ή από κλάδους της οικογένειας των Σφόρτσα.
Το 1540, το Δουκάτο δόθηκε μυστικά ως δώρο στο γιο του Καρόλου Ε΄, Φίλιππο, Πρίγκιπα των Αστουριών. Αυτό επισημοποιήθηκε με την παραίτηση του Καρόλου Ε΄ το 1555. Το 1556, ο Φίλιππος ανέβηκε στον ισπανικό θρόνο και έτσι το Μιλάνο βρέθηκε σε προσωπική ένωση με το Ισπανικό Στέμμα.
Τον Σεπτέμβριο του 1700, ο Κάρολος αρρώστησε. Ο Αρχιεπίσκοπος Λουδοβίκος Εμμανουήλ Φερνάντος ντε Πορτοκαρέρο τον έπεισε να αλλάξει τη διαθήκη του και να ορίσει ως διάδοχό του τον εγγονό του Λουδοβίκου ΙΔ΄, Φίλιππο του Ανζού.[22] Όταν ο Κάρολος πέθανε στις 1 Νοεμβρίου του 1700, ο θρόνος προσφέρθηκε στον Φίλιππο, ο οποίος ονομάστηκε Βασιλιάς της Ισπανίας στις 16 Νοεμβρίου 1700. Παρότι ο ίδιος έγινε αποδεκτός από τη Βρετανία και την Ολλανδική Δημοκρατία, μεταξύ άλλων δυνάμεων, η θέση του αμφισβητήθηκε από μια σειρά από κράτη και ηγεμονίες, κάτι που οδήγησε στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1701).[23]
Μετά τη Συνθήκη του Ράστατ (1714), ο Αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ΄ κέρδισε επίσημα το Δουκάτο του Μιλάνου, μια κτήση που θεωρήθηκε ζωτική για την ασφάλεια των νότιων συνόρων της Αυστρίας.[24] Από εκείνη την περίοδο, το Μιλάνο έγινε μια μόνιμη κτήση του αυστριακού κλάδου της Αψβουργικής Μοναρχίας.
↑Motta, Antonio (1931). Treccani, επιμ. Della Torre. Enciclopedia Italiana (στα Italian).CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑Fantoni, Giuliana L. (1989). Treccani, επιμ. Della Torre, Martino. Dizionario Biografico degli Italiani (στα Italian). 37.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑Gallavresi, Giuseppe (1906). La riscossa dei guelfi in Lombardia dopo il 1260 e la politica di Filippo della Torre (στα Italian). 6. Arch. stor. lombardo, 4th section.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑Fantoni, Giuliana L. (1989). Treccani, επιμ. Della Torre, Cassone. Dizionario Biografico degli Italiani (στα Italian). 37.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑Jones, Michael (2000). Cambridge University Press, επιμ. The New Cambridge Medieval History. 6. σελ. 533.