Η ταινία έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ άλλων με το Βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας του 1957. Ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που το συγκεκριμένο βραβείο κερδίθηκε από ιταλική ταινία και από τον Φεντερίκο Φελίνι, καθώς το βραβείο του 1956 είχε κερδίσει η ταινία Λα Στράντα του ίδιου σκηνοθέτη. Και στις δύο αυτές ταινίες πρωταγωνιστούσε η Τζουλιέτα Μασίνα, σύζυγος του Φελίνι, η οποία για την ερμηνεία της στις Νύχτες της Καμπίρια τιμήθηκε με το Βραβείο Γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών.
Πλοκή
Ένα χαρούμενο ζευγάρι περπατά στις όχθες ενός ποταμού. Ξαφνικά, ο άνδρας αρπάζει την τσάντα της γυναίκας, σπρώχνει τη γυναίκα ρίχνοντάς τη μέσα στο ποτάμι και εξαφανίζεται τρέχοντας. Η γυναίκα δεν ξέρει κολύμπι και σχεδόν πνίγεται, όμως διασώζεται από μια ομάδα μικρών αγοριών και δέχεται τις πρώτες βοήθειες από ανθρώπους που ζουν κοντά στην όχθη. Παρά το γεγονός ότι μόλις της έσωσαν τη ζωή, τους αντιμετωπίζει με περιφρόνηση και αναζητά απελπισμένα τον άνδρα που την έριξε στο ποτάμι, τον εραστή της Τζιόρτζιο.
Η γυναίκα, που λέγεται Καμπίρια, γυρνά στο μικρό της σπίτι, όπου ζούσε με τον Τζιόρτζιο. Η καλύτερη φίλη και γειτόνισσά της, Γουάντα (Φράνκα Μάρζι) προσπαθεί να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την ανέντιμη συμπεριφορά του άντρα, χωρίς αποτέλεσμα. Η Καμπίρια εργάζεται ως πόρνη. Κάποια νύχτα που τριγυρνά σε αναζήτηση πελατών, τυχαίνει να βρεθεί έξω από ένα πολυτελές κέντρο διασκέδασης, όπου γίνεται μάρτυρας του καυγά ανάμεσα στον διάσημο σταρ του κινηματογράφου Αλμπέρτο Λατσάρι (τον οποίο υποδύεται ο Αμεντέο Νατσάρι, ηθοποιός πολύ διάσημος και στην πραγματικότητα) και την κοπέλα του, που τον εγκαταλείπει. Παρόλο που η Καμπίρια είναι φτωχοντυμένη, σε αντίθεση με την κοπέλα του σταρ που φορούσε γούνα και ακριβό φόρεμα, ο Λατσάρι, θιγμένος, της ζητά να τον συνοδεύσει αρχικά σε ένα άλλο νυχτερινό κέντρο και κατόπιν στο σπίτι του, από την πολυτέλεια του οποίου η Καμπίρια μένει έκπληκτη. Όταν αρχίζουν επιτέλους να πλησιάζουν ερωτικά, η κοπέλα του Λατσάρι επιστρέφει και ο σταρ κρύβει στο μπάνιο την Καμπίρια, που περνά τη νύχτα εκεί, μόνη, και όχι στην αγκαλιά του διάσημου ηθοποιού.
Αργότερα, μια εκκλησιαστική πομπή περνά από την πιάτσα όπου συχνάζουν οι πόρνες της πόλης. Παρόλο που οι άλλες γυναίκες χλευάζουν την εκκλησία, η Καμπίρια σκέφτεται να ακολουθήσει την πομπή, ωστόσο εκείνη την ώρα φθάνει ένας πελάτης και εκείνη μπαίνει στο φορτηγό του. Καθώς επιστρέφει σπίτι της αργότερα την ίδια νύχτα, βλέπει έναν μυστηριώδη άνδρα να δίνει τρόφιμα στους φτωχούς που μένουν στις σπηλιές κοντά στο σπίτι της. Δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ, όμως εντυπωσιάζεται από αυτήν την πράξη φιλανθρωπίας. Όταν, αργότερα, μια εκδρομή με φίλους θα τη φέρει σε ένα ιερό προσκύνημα, προσεύχεται με πάθος ζητώντας να της δοθεί η ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή.
Κάποια άλλη νύχτα η Καμπίρια πηγαίνει σε μια μαγική παράσταση και ο μάγος την ανεβάζει στη σκηνή και την υπνωτίζει. Εκείνη, μπροστά στο ακροατήριο που ξεσπά σε γέλια, εξομολογείται την επιθυμία της να παντρευτεί και να ζήσει ευτυχισμένη. Η Καμπίρια φεύγει από την παράσταση έξαλλη που την εκμεταλλεύτηκαν για τη διασκέδαση του κοινού, όμως έξω από το θέατρο την πλησιάζει ένας άνδρας (Φρανσουά Περιέ) που θέλει να της μιλήσει. Ήταν στο ακροατήριο και λέει πως το όνομά του είναι Όσκαρ, το ίδιο όνομα που ανέφερε η Καμπίρια υπνωτισμένη, και ο άνδρας λέει πως αυτό είναι σημάδι ότι η μοίρα τούς θέλει μαζί. Παρόλο που αρχικά η Καμπίρια είναι επιφυλακτική, βγαίνουν μερικές φορές ραντεβού, τον ερωτεύεται με πάθος και, μέσα σε λίγες μόνο βδομάδες, αποφασίζουν να παντρευτούν. Η Καμπίρια είναι ενθουσιασμένη, πουλά το σπίτι της και αποσύρει όλες τις οικονομίες της από την τράπεζα. Προσφέρει ένα μέρος από το σημαντικό ποσό ως προίκα στον Όσκαρ, όμως αυτός αρνείται. Ωστόσο της προτείνει να κάνουν έναν περίπατο στο δάσος, όπου εκείνος αρχίζει να συμπεριφέρεται ψυχρά και νευρικά. Όταν φτάνουν σε έναν γκρεμό, η Καμπίρια συνειδητοποιεί ότι ο Όσκαρ σκοπεύει να κλέψει τις οικονομίες της και να τη σκοτώσει σπρώχνοντάς τη στο κενό. Κλαίγοντας με λυγμούς, πετά όλα της τα χρήματα στα πόδια του και τον ικετεύει να τη σκοτώσει. Όπως έκανε και ο προηγούμενος εραστής της, ο άνδρας αρπάζει τα χρήματα και την εγκαταλείπει βάζοντάς το στα πόδια.
Η Καμπίρια αργότερα συνέρχεται και, κλαίγοντας και παραπατώντας, παίρνει τον μακρύ δρόμο της επιστροφής στην πόλη. Καθώς διασχίζει το δάσος συναντά μια ομάδα νέων που παίζουν μουσική και χορεύουν. Οι νέοι σχηματίζουν τριγύρω της μια χαρούμενη, αυθόρμητη παρέλαση, ώσπου κι εκείνη αρχίζει να χαμογελά μέσα από τα δάκρυά της.
Το όνομα Καμπίρια προέρχεται από την ιταλική ταινία Καμπίρια του 1914, ενώ ο χαρακτήρας της Καμπίρια προέκυψε από μια σύντομη σκηνή της πρότερης ταινίας του Φελίνι Ο Λευκός Σεΐχης. Η ερμηνεία της Μασίνα σε εκείνη την ταινία ενέπνευσε τον Φελίνι να γυρίσει τις Νύχτες της Καμπίρια.[4] Όμως κανείς παραγωγός στην Ιταλία δεν ήταν πρόθυμος να χρηματοδοτήσει μια ταινία στην οποία οι κεντρικές ηρωίδες θα ήταν πόρνες. Τελικά, τα κεφάλαια για το γύρισμα της ταινίας δέχτηκε να χορηγήσει ο Ντίνο ντε Λαουρέντις, που είχε κάνει την παραγωγή και στην προηγούμενη ταινία του Φελίνι, Λα Στράντα.
Ο Φελίνι βάσισε ορισμένους από τους χαρακτήρες σε μια πραγματική πόρνη που είχε συναντήσει όταν γύριζε την ταινία Σκιές του υποκόσμου. Για να προσδώσει ρεαλισμό στο σενάριο, ζήτησε από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, διαβόητο για την εξοικείωσή του με τον εγκληματικό υπόκοσμο της Ρώμης, να βοηθήσει στους διαλόγους.[5]
Η ταινία γυρίστηκε στα στούντιο της Τσινετσιτά αλλά και σε πολλές ακόμη περιοχές της Ιταλίας, που περιλαμβάνουν τις πόλεις Ατσίλια και Καστέλ Γκαντόλφο, το Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας της Αγάπης του Θεού, καθώς και τον ποταμό Τίβερη.[6]
Υποδοχή
Το 1957, όταν κυκλοφόρησε η Καμπίρια, ο Φρανσουά Τριφό τη θεώρησε την καλύτερη ταινία του Φελίνι έως τότε.[7]
Την εποχή που η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Αμερική, ο κριτικός Μπόσλεϊ Κράουθερ των New York Times έδωσε μεικτές κριτικές, αφενός θεωρώντας θετικό το ότι πρόκειται για μια χαρακτηριστικά νεορεαλιστική ταινία, που όμως επικεντρώνεται στο θέμα και όχι στην πλοκή και εξετάζει το ανθρώπινο πάθος, αφετέρου βρίσκοντας την ατμόσφαιρα δυσάρεστη και την ανάπτυξη του χαρακτήρα της ηρωίδας ελλειματική.[8] Ωστόσο, σαράντα χρόνια αργότερα, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας σε αποκατεστημένη έκδοση, η διάδοχος του Κράουθερ στην εφημερίδα, Τζάνετ Μάσλιν, αποκάλεσε την ταινία "κινηματογραφικό αριστούργημα", προσθέτοντας ότι "το τελικό πλάνο της Καμπίρια αξίζει περισσότερο από όλα τα θεαματικά μπλοκ-μπάστερ που μπορεί να προσφέρει το Χόλιγουντ."[9]
Ο κριτικός Ρότζερ Έμπερτ εξέτασε κυρίως την πλοκή, καθώς και το υπόβαθρο που καθόρισε τις επιλογές του Φελίνι: "Οι ρίζες του Φελίνι ως κινηματογραφιστή βρίσκονται στο μεταπολεμικό κίνημα του Ιταλικού νεορεαλισμού (είχε εργαστεί για τον Ροσελίνι στην ταινία Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη το 1945), και οι πρώιμες ταινίες του χαρακτηρίζονται από μια τραχύτητα που βαθμιαία αντικαθίσταται από τα εκπληκτικά οράματα των μετέπειτα ταινιών του. Οι Νύχτες της Καμπίρια αποτελούν μεταβατικό σημείο: η ταινία προδικάζει την οπτική ελευθερία του Γλυκιά ζωή, παραμένοντας ωστόσο προσηλωμένη στην πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ρώμης. Η σκηνή του "καλού σαμαρείτη" παρέχει το κοινωνικό πλαίσιο απεικονίζοντας ανθρώπους που ζουν στις σπηλιές και γέφυρες της πόλης, όμως μια ακόμη πιο συγκλονιστική σκηνή είναι εκείνη στην οποία η Καμπίρια δίνει τα κλειδιά του σπιτιού της στην πολυμελή και απελπιστικά φτωχή οικογένεια που το έχει αγοράσει."[10]
Το 1998 η ταινία επανακυκλοφόρησε σε νέα, αποκατεστημένη κόπια, που τώρα συμπεριελάμβανε μια κρίσιμη επτάλεπτη σεκάνς, εκείνη του άνδρα που μοιράζει τρόφιμα στους ανθρώπους που ζουν στις σπηλιές, και η οποία είχε κοπεί από τη λογοκρισία μετά την πρεμιέρα της ταινίας.[11]
Ο ιστότοπος συγκεντρωτικής παρουσίασης κριτικών Rotten Tomatoes ανέφερε ότι 97% των συντακτών είχαν δώσει θετική αξιολόγηση για την ταινία, με βάση 36 κριτικές.[12]