Το Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (τσέχικα: Ostře sledované vlaky, αγγλικά: Closely Watched Trains) είναι τσεχοσλοβάκικη ταινία του 1966, σε σκηνοθεσία και σενάριο Γίρι Μένζελ. Θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του Νέου Κύματος Τσεχοσλοβακίας. Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπόχουμιλ Χράμπαλ.[2] Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Βάτσλαβ Νέτσκαρ, ο Γιόζεφ Σομρ, ο Βλαστιμίλ Μπρόντσκι και ο Βλαντιμίρ Βαλέντα.[2]
Πρόκειται για μία δραματική-κωμική ταινία ενηλικίωσης, που επίκεντρό της είναι ένας έφηβος σταθμάρχης, κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής στην Τσεχοσλοβακία. Ο αθώος αυτός έφηβος ξεκινάει ένα ταξίδι σεξουαλικής αφύπνισης και ωρίμανσης, το οποίο εν τέλει θα τον οδηγήσει σε μία ηρωική πράξη κατά των Ναζί, απότοκο της οποίας θα είναι και ο θάνατός του.[3][4][5]
Η ταινία ξεκινά με τον Μίλος Χρμα, που ετοιμάζεται να δουλέψει ως υπάλληλος τοπικού σταθμού τρένου, εμφανιζόμενος αρκετά περήφανος με τη στολή του. Ο πρωταγωνιστής αφηγείται για το τι κάνει η οικογένειά του, με τον πατέρα του να κάθεται όλη μέρα, μετά από πρόωρη συνταξιοδότηση. Ο Μίλος συνδέεται με μία όμορφη κοπέλα, τη Μάσα, με την οποία όμως διατηρεί πλατωνική σχέση. Στο σταθμό αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με έναν συνάδελφό του, τον Χουμπίτσκα, ο οποίος χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα έχει μία εύκολη σεξουαλική ζωή, σε αντίθεση με τον Μίλος.[8]
Ένα βράδυ, ο Μίλος το περνάει με την αγαπημένη του Μάσα, όμως κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους συνεύρεσης εκσπερματώνει πρόωρα και στη συνέχεια αδυνατεί να ολοκληρώσει τη σεξουαλική πράξη. Απογοητευμένος, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του, κόβοντας τις φλέβες του σε ένα ξενοδοχείο. Τη ζωή του σώζει τελικά ένας υπάλληλος. Στο νοσοκομείο, ο Μίλος αποκαλύπτει στον γιατρό το πρόβλημα του και ο τελευταίος τον καθησυχάζει πως πρόκειται για κάτι συνηθισμένο και του προτείνει ως λύση να κάνει διάφορες άλλες σκέψεις κατά τη διάρκεια του σεξ (π.χ. το ποδόσφαιρο) καθώς και να συνευρεθεί με μία μεγαλύτερη και πιο έμπειρη γυναίκα από αυτόν.[8]
Ωστόσο, ένα άλλο περιστατικό αναστατώνει τον σταθμό: ο Χουμπίτσκα, κάνει σεξ με μία υπάλληλο του σταθμού, παίζοντας παράλληλα ένα παιχνίδι με σφραγίδες, γεμίζοντας το πόδι της και τους γλουτούς της με σφραγίδες. Αυτό, το βλέπει η μητέρα της και το θεωρεί μεγάλη προσβολή, αλλά δεν μπορεί να βρει πουθενά το δίκιο της. Παράλληλα, ο Μίλος, ψάχνει χωρίς επιτυχία μία γυναίκα πιο έμπειρη. Ένα βράδυ, φτάνει στο σταθμό μία ώριμη γυναίκα, η οποία ήταν μέρος της αντίστασης. Κατόπιν συνεννόησης με τον Χουμπίτσκα, ο οποίος γνωρίζει για το πρόβλημα του Μίλος και πως είναι παρθένος, η γυναίκα δέχεται να κάνει σεξ μαζί του. Μαζί της φέρει και έναν εκρηκτικό μηχανισμό, ώστε να ανατινάξουν ένα τρένο των Ναζί, που κουβαλούσε πολεμοφόδια.[8]
Την επόμενη μέρα ο Μίλος είναι χαρούμενος, καθότι πλέον δεν είναι παρθένος. Η μητέρα της υπαλλήλου προσπαθεί να βρει το δίκιο της με τη βοήθεια ενός συνεργάτη των Ναζί, τον Ζέντνιτσεκ, ο οποίος κατόπιν ανακρίσεως διαπιστώνει ότι η κοπέλα δεν εξαναγκάστηκε να κάνει σεξ, αλλά το ήθελε, και απλώς θα τιμωρούσε τον Χουμπίτσκα, για αλόγιστη χρήση ναζιστικών συμβόλων. Στο ενδιάμεσο, ο Μίλος αναλαμβάνει να κάνει εκείνος την ανατίναξη. Έτσι, ανεβαίνει κάπου ψηλά και ρίχνει τον μηχανισμό επάνω στο τρένο, όμως ένας Ναζί στρατιώτης τον βλέπει και τον πυροβολεί, και ο Μίλος πέφτει νεκρός επάνω στο τρένο, το οποίο μετά από σειρά εκρήξεων ανατινάζεται. Η τελευταία σκηνή της ταινίες δείχνει σοκαρισμένους τους ανθρώπους του σταθμού, με τον Χουμπίτσκα να ξεσπάει σε γέλια και το κύμα της έκρηξης να φέρνει πίσω στον σταθμό το καπέλο του Μίλος.[8]
Η παραγωγή της ταινίας έγινε από την Barrandov Studios και τη σκηνοθεσία υπέγραψε ο Γίρι Μένζελ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο, το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπόχουμιλ Χράμπαλ, του 1965.
Σενάριο
Ο Μένζελ είχε ήδη αρχίζει να διασκευάζει το το μυθιστόρημα από το 1965, και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε στη μικρή μήκους ταινία Smrt pana Baltazara, η οποία αποτέλεσε μέρος του συνεργατικού έργου Perličky na dně.[9] Εν τω μεταξύ, η παραγωγή αναζητούσε έναν σκηνοθέτη πιο έμπειρο από τον Μένζελ, και αρχικά πρότειναν την Βέρα Χιτίλοβα και τον Έβαλντ Σορμ, όμως κανείς από τους δύο δεν πίστευε πως το βιβλίο του Χράμπαλ μπορούσε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο.[10] Τελικά, ανέλαβε ο Μένζελ, ο οποίος έκανε και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, ο Μένζελ συνεργαζόταν με τον ίδιο τον Χράμπολ, πραγματοποιώντας αρκετές αλλαγές τελικά.[10] Η συνεργασία αυτή, ωστόσο, συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμα.
Κάστινγκ
Πρώτη επιλογή για τον πρωταγωνιστή ήταν ο Βλάντιμιρ Πούτσολτ, ο οποίος όμως γύριζε ήδη άλλη ταινία εκείνη την περίοδο. Υπήρξε και η σκέψη να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος ο Μένζελ στον ρόλο του Μίλος, όμως ήταν ήδη 28 χρόνων, ενώ ο χαρακτήρας ήταν σε εφηβική ηλικία. Περάσαν οντισιόν περί τους 50 μη επαγγελματίες ηθοποιούς, όμως τελικά τη λύση έδωσε η σύζυγος του Λάντισλαβ Φίκαρ, προτείνοντας τον Βάκλαβ Νέκαρ.[10] Τον ρόλο του ιατρού τον ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, καθότι ο ηθοποιός που θα υποδυόταν τον χαρακτήρα δεν εμφανίστηκε στα γυρίσματα.
Γυρίσματα
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τέλη Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκαν στα τέλη Απριλίου του ίδιου χρόνου (1966). Έλαβαν χώρα στην περιοχή Λοντένιτσε, στον σταιδηροδρομικό σθμό και στα πέριξ αυτού.[11]
Αρθρογράφος του Variety έγραψε: «Ο 28χρονος Γίρι Μένζελ, κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο. Η αίσθηση του για τις πνευματικές καταστάσεις είναι άριστη, όπως άριστη είναι και η ερμηνεία των ηθοποιών. Μνεία πρέπει να γίνει και στον Μπόχουμιλ Χράμπαλ, συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου, του όποιου είναι δικά του, τόσο τα ευφάνταστα αστεία όσο και οι ευρηματικές καταστάσεις, που εμπλέκονται οι ήρωες».[13]
Κριτική της ταινίας στον Ριζοσπάστη, το 2005, ανέφερε: «Η αξία της ταινίας έχει να κάνει, ανάμεσα στα άλλα, και με το μινιμαλισμό της. Δεν είναι «φορτωμένη». Περιορίζεται στα απαραίτητα. Και μέσα από αυτά, και με αυτά, γίνεται οικουμενική».[2]