Η παρακάτω περίληψη πλοκής του έργου που αφορά το λήμμα είναι ημιτελής.Μπορείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα ώστε να περιλαμβάνει την πλήρη πλοκή του έργου (συμπεριλαμβανομένου του τέλους) ώστε να δίνει εγκυκλοπαιδική αξία στο λήμμα. Η Βικιπαίδεια δεν είναι κατάλογος πωλήσεων ή ενοικιάσεων βιβλίων ή ταινιών ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις πληροφορίες από το οπισθόφυλλο ή τη συσκευασία ενός έργου.
Το Λούστρο Παπουτσιών (ιταλ.Sciuscià), γνωστή και ως Σουσιά[6], είναι ιταλική νεορεαλιστική ταινία παραγωγής 1946 σε σκηνοθεσία Βιττόριο ντε Σίκα. Η ταινία έλαβε τιμητικό βραβείο Όσκαρ για την ποιότητα της, το βραβείο αυτό αποτέλεσε προπομπό του Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, κατηγορία που καθιερώθηκε ένα χρόνο αργότερα.
Πλοκή
Οι ήρωες είναι δύο ανήλικα παιδιά ο Πασκουάλε (Φράνκο Ιντερλέγκι) κι ο Τζουζέπε (Ρινάλντο Σμολντόνι). Εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών και έχουν ως όνειρο να αποκτήσουν ένα άλογο. Η επιθυμία τους αγγίζει την πραγματικότητα, όταν ο αδερφός ενός εκ των δύο προσφέρει στα παιδιά εύκολα, αλλά μάλλον όχι και τόσο νόμιμα, χρήματα. Με αποτέλεσμα, οι δύο πρωταγωνιστές να οδηγηθούν σε φυλακές ανηλίκων, όπου οι συνθήκες και οι καταστάσεις αντιστρέφουν την προγενέστερη φιλία σε αντιπαλότητα και εχθρότητα.
Σημειώσεις
Τo "Λούστρο παπουτσιών" του Βιττόριο Ντε Σίκα γυρίστηκε σε μια περίοδο που ο ιταλικός λαός προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τις καταστροφές που επέφερε στη χώρα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος κι αυτή την προσπάθεια περιγράφει με εύστοχο τρόπο η κάμερα του. Ο σκηνοθέτης, ο οποίος είχε ήδη μια μεγάλη επιτυχία στο ενεργητικό του με την ταινία Κατηγορώ τους γονείς μου (I Bambini Ci Guardano, 1944), έλαβε διεθνή αναγνωρισιμότητα με το Λούστρο παπουτσιών το οποίο εκθειάστηκε από τους κριτικούς και έλαβε μια υποψηφιότητα για όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου συν ένα τιμητικό όσκαρ για την απεικόνιση των δεινών του πολέμου στη μεταπολεμική Ρώμη. Παρόλη την αναγνώριση η ταινία δεν ήταν μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στην Ιταλία, καθώς συνέπεσε με την επανεμφάνιση των χολυγουντιανών ταινιών στα ιταλικά σινεμά. Η ταινία αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα του ιταλικού νεορεαλισμού, πατέρας του οποίου θεωρείται ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε συγκλονίσει το κοινό σε παγκόσμιο επίπεδο με την ταινία σύμβολο του ιταλικού νεορεαλισμού Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη (Roma, Citta Aperta, 1945). Δυο χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης γύρισε την ταινία Κλέφτης ποδηλάτων (Ladri Di Biciclette, 1948), που, μαζί με το Roma, Citta Aperta, θεωρείται το σημαντικότερο δείγμα του νεορεαλιστικού ρεύματος. Ο Ντε Σίκα, όπως και ο Ροσελίνι, δε χρησιμοποίησε επαγγελματίες ηθοποιούς αλλά ως επί το πλείστον ερασιτέχνες. Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον άνθρωπο, ο οποίος έμελλε να γίνει μόνιμός του συνεργάτης, τον Τσέζαρε Τζαβατίνι κι ανακάλυψε το μικρό Φράνκο Ιντερλέγκι, ο οποίος συνέχισε να εργάζεται ως ηθοποιός τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετέχοντας ως ενήλικας πλέον στις ταινίες Οι Βιτελόνι (I Vitelloni, 1953) του Φεντερίκο Φελίνι και Ξυπόλυτη Κόμισσα (Barefoot Contessa, 1954) του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς.
Ο Όρσον Γουέλς εκφράστηκε με τα καλύτερα λόγια για το Λούστρο παπουτσιών λέγοντας το 1960: Είδα πρόσφατα το "Λούστρο παπουτσιών" και σε κάποια στιγμή η κάμερα κι η οθόνη εξαφανιζόταν, ήταν σα να ζούσα την πραγματικότητα...
Η λέξη Sciuscià (λούστρος) προέρχεται από ναπολιτάνικη συναίρεση της αγγλικής λέξης Shoe-shiner που σημαίνει λούστρος[7].