Η οικονομία της Ελλάδας, κατά την τελευταία διαθέσιμη χρονιά, κατέχει την 52η θέση παγκοσμίως από πλευράς ονομαστικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) με 252.732δις δολλάρια, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το 2024. Σε όρους αγοραστικής δύναμης, η ελληνική οικονομία καταλαμβάνει την 54η θέση παγκοσμίως, με ΑΕΠ στα 416.969 δισ. δολάρια. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα ήταν η 16η μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ το 2022. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2023 εκτιμάται στα 23.173 δολάρια σε ονομαστική αξία και 39.864 δολάρια στην αγοραστική δύναμη.
Η ελληνική οικονομία είχε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανόδου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο, κατά κύριο λόγο όμως επειδή ξεκινούσε από, πολύ χαμηλή βάση.[9] Η συνεχής σύγκλιση με τις αναπτυγμένες δυτικές χώρες διακόπηκε απότομα το 1973 λόγω της πρώτης μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης, κάτι που συνετέλεσε και στην πτώση της χούντας. Ακόμη χειρότερη έγινε η κατάσταση το 1979, με το ξέσπασμα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης.[9]
Την 1 Ιανουαρίου 2002 η Ελλάδα, και οι άλλες έντεκα τότε χώρες της ευρωζώνης απέκτησαν κοινό νόμισμα, το ευρώ. Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ έγινε το 2001 μετά την επιτυχή πορεία σύγκλισης των δημοσιονομικών μεγεθών και την ικανοποίηση κατά τη διάρκεια του 2000 των (τεσσάρων εκ των πέντε) κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ (πληθωρισμός, έλλειμμα γενικής κυβέρνησης, δημόσιο χρέος, μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, μακροπρόθεσμο επιτόκιο δανεισμού). Το ακαθάριστο προϊόν συνέχισε να αυξάνεται με ρυθμούς άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου εν μέρει λόγω των επενδύσεων σε υποδομές σχετιζόμενες με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αλλά και λόγω της ευκολίας πρόσβασης σε πιστώσεις για καταναλωτικές δαπάνες. Ωστόσο η Ελλάδα από το 2001 έως και το 2005 βρέθηκε να παραβιάζει το κριτήριο για έλλειμμα κάτω από 3% του Συμφώνου Σταθερότητας (το οποίο έχει σκοπό να διασφαλίζει ότι τα κράτη μετά την ένταξη στην ευρωζώνη και την ικανοποίηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, συνεχίζουν να τα τηρούν).
Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα με οικονομία βασιζόμενη στις υπηρεσίες (80%) και στη βιομηχανία (16%) και στη γεωργία το 2017. Σημαντική βιομηχανία της χώρας είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία. Με 18 εκατομμύρια διεθνείς τουρίστες το 2013, η Ελλάδα ήταν η 7η πιο επισκεπτόμενη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η 16η στον κόσμο. Το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, ενώ τα πλοία που ανήκουν στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 15% της παγκοσμίως το 2013. Η αυξημένη ζήτηση για διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ Ελλάδας και Ασίας οδήγησε σε πρωτοφανείς επενδύσεις στον ναυτιλιακό κλάδο.[18] Η αυξημένη ζήτηση για διεθνείς ναυτιλιακές μεταφορές μεταξύ Ελλάδας και Ασίας έχει οδηγήσει σε μια χωρίς προηγούμενο επένδυση στην βιομηχανία της ναυτιλίας.[19]
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στα Βαλκάνια και αποτελεί σημαντικό επενδυτή. [20][21]Η Ελλάδα υπήρξε ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Αλβανία το 2013, ο τρίτος στη Βουλγαρία[22] , στους τρεις πρώτους στη Ρουμανία και τη Σερβία και ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος και ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Βόρεια Μακεδονία. [23][24]. Ο ΟΤΕ έχει γίνει ισχυρός επενδυτής σε ορισμένες βαλκανικές χώρες.
Το 2009, η Ελλάδα είχε την δεύτερη χαμηλότερη κατάταξη στην ΕΕ σύμφωνα με τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας (μετά την Πολωνία), ενώ κατατάσσεται 81η παγκοσμίως.[25] Η χώρα υποφέρει από υψηλά επίπεδα πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς και χαμηλή ανταγωνιστικότητα συγκριτικά με τους Ευρωπαίους εταίρους της.[26][27]
Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας γύρισε σε αρνητικό πρόσημο το 2009, για πρώτη φορά από το 1993.[28] Μια ένδειξη της τάσης υπερχρέωσης τα περασμένα χρόνια είναι το γεγονός ότι η αναλογία ιδιωτικών δανείων προς καταθέσεις ξεπέρασε τις 100 μονάδες (αναλογία δηλαδή μεγαλύτερη του 1 προς 1) κατά την διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους 2007.[29]
Μέχρι το τέλος του 2009, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της διεθνούς οικονομικής κρίσης και εσωτερικών παραγόντων (ανεξέλεγκτης σπατάλης λίγο πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009), η Ελληνική οικονομία αντιμετώπισε την πιο σοβαρή της κρίση από το 1993, με το υψηλότερο δημόσιο έλλειμμα (αν και κοντά σε αυτό της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου) καθώς και το δεύτερο υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ. Το δημόσιο έλλειμμα του 2009 έφτασε στο 15,4% του ΑΕΠ. Αυτό, και τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους (στο 127,1% του ΑΕΠ το 2009) οδήγησαν σε υψηλό κόστος δανεισμού, που προκάλεσε μια σοβαρή οικονομική κρίση.[30] Η Ελλάδα προσπαθεί να καλύψει το υπερβολικό δημόσιο έλλειμμα της στα ίχνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.[31]
Το εργατικό δυναμικό της Ελλάδος φτάνει συνολικά τα 4,9 εκαττομύρια, και είναι το δεύτερο πιο σκληρά εργαζόμενο αναμέσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, μετά την Νότιο Κορέα.[32] Το Κέντρο Ανάπτυξης του Γκρόνιγκεν δημοσίευσε μια έρευνα που αποκάλυπτε ότι μεταξύ του 1995 και του 2005, η Ελλάδα ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά έθνη. Οι Έλληνες εργάστηκαν κατά μέσον όρο 1.900 ώρες ανά έτος, ακολουθούμενοι από τους Ισπανούς (με μέσο όρο 1.800 ώρες ανά έτος).[33]
Μέχρι το τέλος του 2009, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε συνδυασμό υψηλού δημοσιονομικού ελλείματος και δημόσιου χρέους. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού για το 2009 αναθεωρήθηκε κρίσιμα προς το δυσμενέστερο και σε συνδυασμό με το ραγδαίως αυξανόμενο χρέους, οδήγησε την Ελλάδα σε αδυναμία δανεισμού με χαμηλά επιτόκια από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Τον Μάιο του 2010 υπεγράφη Μνημόνιο με το ΔΝΤ την ΕΕ και την ΕΚΤ ώστε να καλυφθούν οι δανειακές ανάγκες της χώρας.
Κάποιες Ευρωπαϊκές δεξαμενές σκέψης (think-tanks) στο Οικονομικό Συμβούλιο Καναδά-Ευρώπης ισχυρίστηκαν ότι η δυσχερής θέση μερικών χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην οποία περιήλθαν σήμερα ήταν αποτέλεσμα μιας 10ετιας Κεϋνσιανών πολιτικών δανεισμού που επιδίωξαν τοπικοί διαμορφωτές της πολιτικής από κοινού με αυτάρεσκους κεντρικούς τραπεζίτες της ΕΕ.[34]
Μερικοί υψηλόβαθμοι Γερμανοί πολιτικοί αξιωματούχοι έφτασαν έως το σημείο να πουν ότι τα επείγοντα μέτρα θα έπρεπε να επιφέρουν σκληρές ποινές στις χώρες που λαμβάνουν την Κοινοτική βοήθεια, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία. Εντούτοις, τέτοια σχέδια έχουν περιγραφεί ως απαράδεκτες παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών της ευρωζώνης [35] και απορρίφθηκαν από χώρες στυλοβάτες της ΕΕ όπως η Γαλλία.
Επίσης, ασκήθηκε σκληρή κριτική ενάντια στους κερδοσκόπους για χειραγώγηση των αγορών: η Άγγελλα Μέρκελ έχει δηλώσει ότι "οργανισμοί που στηρίχθηκαν με δημόσια κεφάλαια εκμεταλλεύονται την δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα και αλλού" [3].
Η πανδημία COVID-19 είχε σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία της Ελλάδας, ωθώντας την ξανά σε ύφεση το 2020.[38] Η πανδημία ανέκοψε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας που ξεκίνησε το 2018 και το 2019 μετά από χρόνια δυσκολιών που προκλήθηκαν από την ύφεση του 2008. Η Ελλάδα, η οποία βρισκόταν σε πορεία ανάκαμψης μετά από μια δεκαετή κρίση χρέους, βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με οικονομικές προκλήσεις λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας.
Το δημόσιο έλλειμμα αυξήθηκε κατά 8% το 2020, αντανακλώντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία εν μέσω των σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 34,1%, φθάνοντας το 205,6% του ΑΕΠ, αντανακλώντας την υψηλή δανειακή επιβάρυνση της χώρας. Παρά ταύτα, η Ελλάδα κατάφερε να λάβει δάνεια με χαμηλό κόστος δανεισμού, με διπλάσια δάνεια σε σχέση με το 2010, λόγω της βελτιωμένης οικονομικής της σταθερότητας και της στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πανδημία δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου επιβάρυνση στο εθνικό σύστημα υγείας, με τις απαιτούμενες δαπάνες να ξεπερνούν το 11% του ΑΕΠ, ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός για το εθνικό σύστημα υγείας ήταν μόλις 4,2%. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να περικόψει δαπάνες από άλλες υπηρεσίες για να στηρίξει το σύστημα υγείας, το οποίο αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Τα λουκέτα προκάλεσαν σημαντική διακοπή της εμπορικής κίνησης για επτά μήνες, οδηγώντας στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων τουριστικών εγκαταστάσεων αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Ο τουρισμός, ο οποίος αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς της ελληνικής οικονομίας, επηρεάστηκε σοβαρά από την πανδημία. Η τουριστική κίνηση μειώθηκε κατά 73%, οδηγώντας σε σημαντικές απώλειες εσόδων και θέσεων εργασίας στον τομέα. Για να στηρίξει τις εναπομείνασες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, η κυβέρνηση παρείχε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των επικουρικών και κύριων συντάξεων. Ωστόσο, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 55 δισεκατομμύρια ευρώ, λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στις τράπεζες της χώρας, και η ανεργία αυξήθηκε από 17,2% σε 20%.
Ως απάντηση στις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, η κυβέρνηση εφάρμοσε μια σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένου ενός πακέτου στήριξης ύψους 41 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Το πακέτο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, επιδοτήσεις μισθών, φορολογικές ελαφρύνσεις και στήριξη της ρευστότητας. Η κυβέρνηση εφάρμοσε επίσης μια σειρά δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων αναστολών χρεών, εγγυήσεων δανείων και χρηματικής χαλάρωσης.
Παρά τον σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αναμένεται να συνεχιστεί το 2021, χάρη στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης και την εξάπλωση του εμβολίου. Ωστόσο, η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη, με αβεβαιότητες σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία.
Το 2021 το 85,3% (42,2% γυναίκες και 57,8% άνδρες) του πληθυσμού απασχολείτο από κάποια δραστηριότητα ενώ το 14,7% (57,1% και 42,9% άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα) ευρίσκετο στην ανεργία. Το 74,2 των γυναικών και το 63,8% των ανδρών βρίσκονταν σε μισθωτή εργασία, το 16,3% και 24,3% αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό, το 5,3% και 9,8% αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό και το 4,2% και 2,2% σε οικογενειακή επιχείρηση. Συνολικά, 3.928.εκ απασχολούμενοι, το 696.9χιλ απασχολούμενοι στο εμπόριο, 560.000 στο δημόσιο, 446.000 στον πρωτογενή τομέα, 390.000 στη μεταποίηση, 324.500 στον τουρισμό, 283.000 στην υγεία, 141.800 σε κατασκευές. Οι άνεργοι ανήρχοντο στους 678.000 με 48.704 κενές θέσεις. Ο μέσος εργαζόμενος εργάστηκε 37,5 ώρες την εβδομάδα.
Μεταξύ 2005 και 2011, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005 από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αύξηση 6%. Στατιστικά στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι ο βιομηχανικός τομέας επλήγη από την ελληνική κρίση καθ 'όλη τη διάρκεια του 2009 και του 2010, ενώ η εγχώρια παραγωγή μειώθηκε κατά 5,8% και η βιομηχανική παραγωγή γενικά κατά 13,4%. Επί του παρόντος, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην παραγωγή μαρμάρου (άνω των 920.000 τόνων), μετά την Ιταλία και την Ισπανία.
Μεταξύ 1999 και 2008, ο όγκος του λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4,4% ετησίως (συνολική αύξηση 44%), ενώ μειώθηκε κατά 11,3% το 2009. Ο μόνος τομέας που δεν είδε αρνητική ανάπτυξη το 2009 ήταν η διοίκηση και οι υπηρεσίες, με οριακή αύξηση 2,0%.
Το 2009, η παρα γωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ήταν 98% εκείνη του μέσου όρου της ΕΕ, αλλά η παραγωγικότητα της ανά ώρα εργασίας ήταν 74% από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο μεγαλύτερος βιομηχανικός εργοδότης στη χώρα (το 2007) ήταν η μεταποιητική βιομηχανία (407.000 άτομα), ακολουθούμενη από την κατασκευαστική βιομηχανία (305.000) και η εξόρυξη (14.000).
Η Ελλάδα διαθέτει σημαντική βιομηχανία ναυπηγικής και συντήρησης πλοίων. Τα έξι ναυπηγεία γύρω από το λιμάνι του Πειραιά είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει γίνει ηγέτης στην κατασκευή και συντήρηση πολυτελών σκαφών αναψυχής.
Η ναυτιλία είναι παραδοσιακά ένας βασικός τομέας της ελληνικής οικονομίας από την αρχαιότητα. Το 1813, το ελληνικό εμπορικό ναυτικό αποτελείτο από 615 πλοία. Η συνολική χωρητικότητά του ήταν 153.580 τόνοι και ήταν επανδρωμένη με 37.526 μέλη του πληρώματος και 5.878 κανόνια. Το 1914 οι αριθμοί ανήλθαν σε 449.430 τόνους και 1.322 πλοία (από τα οποία 287 ήταν ατμοκίνητα).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 το μέγεθος του ελληνικού στόλου σχεδόν διπλασιάστηκε, κυρίως μέσω της επένδυσης των ναυτικών μεγιστάνων Ωνάση, Βαρδινογιάννη, Λιβάνου και Νιάρχου. Η βάση της νεοελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας δημιουργήθηκε μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Έλληνες ναυτιλιακοί επιχειρηματίες μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τα πλεονάζοντα πλοία που τους πωλούσε η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω του Νόμου περί Πωλήσεων Πλοίων της δεκαετίας του 1940.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση στον κόσμο σε αριθμό πλοίων (3.695), πίσω από την Κίνα (5.313), την Ιαπωνία (3.991) και τη Γερμανία (3.833). Μια έκθεση των εφοπλιστών για την περίοδο 2011-2012 αποκαλύπτει ότι η ελληνική σημαία είναι η έβδομη που χρησιμοποιείται περισσότερο διεθνώς για τη ναυτιλία, ενώ κατέχει την δεύτερη θέση στην ΕΕ.
Όσον αφορά τις κατηγορίες πλοίων, οι ελληνικές εταιρείες κατέχουν το 22,6% των δεξαμενόπλοιων παγκοσμίως και το 16,1% των φορτηγών πλοίων στον κόσμο. Ένα επιπλέον ισοδύναμο 27,45% του παγκόσμιου δεξαμενόπλοιου είναι επί παραγγελία, με άλλα 12,7% των πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην επίσης κατόπιν παραγγελίας. Τα έσοδα από τη ναυτιλία ανήλθαν σε 14,1 δισ. ευρώ το 2011, ενώ μεταξύ του 2000 και του 2010 η ελληνική ναυτιλία συνεισέφερε συνολικά 140 δισ. ευρώ (το ήμισυ του δημόσιου χρέους της χώρας το 2009 και 3,5 φορές τα έσοδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση την περίοδο 2000-2013). Η έκθεση του ECSA για το 2011 έδειξε ότι υπάρχουν περίπου 750 ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών δείχνουν ότι ο ελληνικός ιδιόκτητος στόλος αποτελείται από 3.428 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 245 εκατομμυρίων τόνων νεκρού βάρους, που αντιστοιχούν στο 15,6% της φέρουσας ικανότητας ολόκληρου του παγκόσμιου στόλου, συμπεριλαμβανομένων των 23,6 τοις εκατό του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων και 17,2% ξηρού φορτίου.
Με τη μέτρηση της ναυτιλίας ως οιονεί εξαγωγών και από άποψη νομισματικής αξίας, η Ελλάδα κατέλαβε την 4η θέση παγκοσμίως το 2011 έχοντας εξάγει ναυτιλιακές υπηρεσίες αξίας 17.704.132 εκατομμυρίων δολαρίων. Μόνον η Δανία, η Γερμανία και η Νότια Κορέα κατέγραψαν υψηλότερα κατά τη διάρκεια αυτού του έτους. Παρομοίως, η κατανομή των ναυτιλιακών υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στην Ελλάδα από άλλες χώρες ως οιονεί εισαγωγές και η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών ως εμπορικού ισοζυγίου.
Κοινωνική κατάσταση
Το 71,6% των ελληνικών νοικοκυριών δεν οφείλει κανένα δάνειο με το 20,1% να οφείλει 1 και το υπόλοιπο 8,3% να οφείλει από 2 και άνω με κύριο τύπο δανείου να αποτελεί το στεγαστικό (55,1%) και το καταναλωτικό (45,8%), με το μέσο νοικοκυριό να δαπανά 295,8 ευρώ μηνιαίως σε τρόφιμα. [45] Το 25% του πληθυσμού κατέχει το 45,2% του εθνικού εισοδήματος και το 44,4% του εθνικού εισοδήματος, το 50%.[46] Μέσο διαθέσιμο εισόδημα, με έτος αναφοράς εισοδήματος το 2019, είναι 10.041 ευρώ με μία τετραμελή οικογένεια να αγγίζει το κατώφλι της φτώχειας από τα 11.064 και κάτω, 5.269 ατομικώς με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού να μειώνεται στο 17,7% και να αυξάνεται στο 18,9% το 2023.[47]
Έτος αναφοράς
2005
2008
2009
2010
2011
2012
2013
2014
2015
2016
2017
2018
2019
2020
2021
2022
2023
Ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας
19,6%
20%
19,7%
20,1%
21,3%
23,1%
23,1%
22,1%
21,4%
21,2%
20,2%
18,5%
17,9%
17,7%
19,6%
18,8%
18,9%
Μέσο διαθέσιμο εισόδημα
-
12.051
13.505
13.896
12.637
10.676
9.303
8.879
8.682
8.672
8.800
9.034
9.382
10.041
9.952
10.832
11.546
Εμπόριο και επενδύσεις
Επενδύσεις
Από την πτώση του κομμουνισμού, η Ελλάδα έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις γειτονικές χώρες. Μεταξύ του 1997 και του 2009, το 12,11% των ξένων κεφαλαίων άμεσης επένδυσης στη Βόρεια Μακεδονία ήταν ελληνικά, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση. Μόνο το 2009 οι Έλληνες επένδυσαν 380 εκατομμύρια ευρώ στη χώρα[48], με εταιρείες όπως τα Ελληνικά Πετρέλαια να έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές στρατηγικές επενδύσεις.
Η Ελλάδα επένδυσε 1,38 δισ. Ευρώ στη Βουλγαρία μεταξύ του 2005 και του 2007[49] και πολλές σημαντικές εταιρείες (συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρικής Ταχυδρομικής Τράπεζας της Βουλγαρικής Τράπεζας Coca-Cola Βουλγαρίας) ανήκουν σε ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Στη Σερβία δραστηριοποιούνται 250 ελληνικές επιχειρήσεις με συνολικό κεφάλαιο άνω των 2 δισ.[50] Οι ρουμανικές στατιστικές από το 2005 δείχνουν ότι οι ελληνικές επενδύσεις στη χώρα ξεπέρασαν τα € 3 δισ. Η Ελλάδα ήταν ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Αλβανία μετά την πτώση του κομμουνισμού, με το 25% των ξένων επενδύσεων το 2016 να προέρχεται από την Ελλάδα, επιπλέον οι επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ των δύο είναι εξαιρετικά ισχυρές και συνεχώς αυξάνονται.
Εμπόριο
Εισαγωγές και εξαγωγές το 2008; Αξία σε εκατομμύρια[51]
↑Υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα έτη 2007-2008 καθώς χρησιμοποιούνται διαφορετικές πηγές. Για τα έτη 1999-2007 ως πηγή χρησιμοποιείται ο Κρατικός προϋπολογισμός, το 2008-2009 το Κέντρο Μελετών Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών και από το 2010 εώς το 2018 τα αποτελέσματα των απογραφών του δημοσίου
↑Κερίδης, Δημήτρης (3 March 2006), Greece and the Balkans: From Stabilization to Growth, Montreal, QC, CA: Hellenic Studies Unit at Concordia University
↑Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Bell2002.
↑Mustafa Aydin· Κώστας Ιφαντής (28 Φεβρουαρίου 2004). Turkish-Greek Relations: The Security Dilemma in the Aegean. Taylor & Francis. σελίδες 266–267. ISBN978-0-203-50191-7. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2013. second largest investor of foreign capital in Albania, and the third largest foreign investor in Bulgaria. Greece is the most important trading partner of the Former Yugoslav Republic of Macedonia.
↑European Commission, Economic Forecast – Spring 2009, 65
↑«Ζούμε με δανεικά» (στα Greek). 16 Οκτωβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2010.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑Charter, David. Storm over bailout of Greece, EU's most ailing economy. Time Online: Brussels, 2010
1. Διηπειρωτικές χώρες με επικράτεια στην Ευρώπη και στην Ασία. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Κράτη που περιλαμβάνουν υπερπόντια εδάφη και σε άλλες ηπείρους με την μητροπολιτική περιοχή να βρίσκεται στην Ευρώπη.