Η οικονομία της Ουγγαρίας είναι μια μικτή οικονομία υψηλού εισοδήματος και η 10η πιο πολύπλοκη οικονομία χώρας στον κόσμο σύμφωνα με τον Δείκτη Οικονομικής Πολυπλοκότητας.[1] Η Ουγγαρία, μέλος του ΟΟΣΑ, είναι κράτος με πολύ υψηλό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Η Ουγγαρία έχει την 13η χαμηλότερη εισοδηματική ανισότητα στον κόσμο. Η ουγγρική οικονομία είναι η 57η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο (σύμφωνα με το ΔΝΤ) και το ΑΕΠ της φτάνει τα 265.037 δισεκατομμύρια δολάρια.[2] Επίσης η Ουγγαρία κατατάσσεται 49η στον κόσμο στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετρημένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Η Ουγγαρία έχει μια οικονομία της αγοράς επικεντρωμένη στις εξαγωγές και με βαριά έμφαση στο εξωτερικό εμπόριο. Η Ουγγαρία είναι η 35η μεγαλύτερη εξαγωγική οικονομία στον κόσμο. Το 2015 η Ουγγαρία εξήγαγε πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια εμπορευμάτων και είχε εμπορικό πλεόνασμα 9.003 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 79% του εμπορίου ήταν με μέλη της ΕΕ, ενώ το υπόλοιπο 21% ήταν με κράτη εκτός ΕΕ.[3] Η παραγωγική χωρητικότητα της Ουγγαρίας είναι πάνω από 80% ιδιόκτητη. Τα φορολογικά έσοδα της Ουγγαρίας ισοδυναμούν με το 39.1% του ΑΕΠ. Τα φορολογικά έσοδα τροφοδοτούν το ουγγρικό κράτος πρόνοιας. Από την πλευρά των δαπανών, η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι το κύριο συστατικό του ΑΕΠ και αποτελεί το 50% του συνολικού ΑΕΠ. Ο ακαθάριστος πάγιος σχηματισμός κεφαλαίου αποτελεί το 22% του ουγγρικού ΑΕΠ και οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν το 20% του ΑΕΠ.[4] Το 2009 η Ουγγαρία αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο ύψους περίπου 9 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ΔΝΤ, για να ξεπεράσει τις οικονομικές δυσκολίες.[5][6][7]
Η Ουγγαρία συνεχίζει να είναι ένα από τα κορυφαία κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων: το 2015 η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα ήταν 119.8 δισ. δολάρια, ενώ η Ουγγαρία επενδύει πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια στο εξωτερικό.[8] Από το 2015, οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της Ουγγαρίας ήταν η Γερμανία, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πολωνία και η Τσεχία.[9] Οι σημαντικότερες βιομηχανίες της Ουγγαρίας είναι η επεξεργασία τροφίμων, η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων, η παραγωγή αυτοκινήτων, η πληροφορική, τα χημικά, η μεταλλουργία, η παραγωγή μηχανημάτων, η παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών και ο τουρισμός. Το 2014 η Ουγγαρία καλωσόρισε 12.1 εκατομμύρια διεθνούς τουρίστες.[10] Η Ουγγαρία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρονικών συσκευών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η παραγωγή και έρευνα στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών είναι μια από τις κινητήριες δυνάμεις της καινοτομίας και της οικονομικής ανάπτυξης στην Ουγγαρία. Τα τελευταία 20 χρόνια η Ουγγαρία έχει γίνει σημαντικό κέντρο στους τομείς της κινητής τεχνολογίας και της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων[11]. Τον Ιανουάριο του 2017 το ποσοστό απασχόλησης στην οικονομία ήταν 68.7%.[12] Η κατανομή των θέσεων εργασίας εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της μεταβιομηχανικής οικονομίας: το 63.2% του εργατικού δυναμικού εργαζόταν στον τομέα των υπηρεσιών, το 29.7% του εργατικού δυναμικού εργαζόταν στην βιομηχανία και το 7.1% του εργατικού δυναμικού εργαζόταν στη γεωργία. Τον Σεπτέμβριο-Νοέμβριο του 2017 το ποσοστό ανεργίας στην Ουγγαρία ήταν 3.8%,[13] έχοντας υποχωρήσει από το 11% κατά την οικονομική κρίση 2007-08. Η Ουγγαρία μετέχει στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά, η οποία εξυπηρετεί πάνω από 508 εκατομμύρια καταναλωτές. Πολλές εγχώριες εμπορικές πολιτικές ορίζονται με συμφωνίες ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Στο Χρηματιστήριο της Βουδαπέστης είναι εισηγμένες μεγάλες ουγγρικές εταιρείες. Γνωστές ουγγρικές εταιρείες είναι οι εξής: MOL Group, OTP Bank, Gedeon Richter Plc., Magyar Telekom, CIG Pannonia, FHB Bank, Zwack Unicum. Στην Ουγγαρία εδρεύουν πολλές εξειδικευμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα προμηθευτές αυτοκινητοβιομηχανιών και νεοφυής επιχειρήσεις τεχνολογίας μεταξύ άλλων.[14]
Η Βουδαπέστη είναι η οικονομική και επιχειρηματική πρωτεύουσα της Ουγγαρίας. Η Βουδαπέστη είναι σημαντικός οικονομικός κόμβος και παγκόσμια πόλη σύμφωνα με το Δίκτυο Ερευνών για τη Παγκοσμιοποίηση και τις Παγκόσμιες Πόλεις. Είναι η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη αστική οικονομία στην Ευρώπη: το 2014 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της πόλης αυξήθηκε κατά 2.4% και το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 4.7%.[15][16] Η Βουδαπέστη είναι η κύρια πόλη της Ουγγαρίας όσον αφορά την επιχειρηματικότητα. Η Βουδαπέστη συνεισφέρει κατά 39% στο εθνικό εισόδημα. Το 2015, το ακαθάριστο μητροπολιτικό προϊόν της Βουδαπέστης ξεπέρασε τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Βουδαπέστη είναι μία από τις μεγαλύτερες περιφερειακές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[17][18] Η Βουδαπέστη είναι μια από τις 100 μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου όσον αφορά το ΑΕΠ, σύμφωνα με την PricewaterhouseCoopers. Σύμφωνα με την κατάταξη της ανταγωνιστικότητας των πόλεων ανά τον κόσμο της Μονάδας Πληροφοριών του Εκόνομιστ (Economist Intelligence Unit) η Βουδαπέστη κατατάσσεται υψηλότερα από πόλεις όπως το Τελ Αβίβ, η Λισαβόνα, η Μόσχα και το Γιοχάνεσμπουργκ.[19][20]
Νόμισμα της Ουγγαρίας είναι το φιορίνι (HUF), παρόλο που η χώρα πληρεί όλα τα κριτήρια του Μάαστριχτ εκτός από αυτό του δημοσίου χρέους. Ωστόσο η αναλογία του ουγγρικού δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ ήταν 66.4% το 2019 (αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ). Η Ουγγρική Εθνική Τράπεζα ιδρύθηκε το 1924, έξι χρόνια μετά την διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Η Ουγγρική Εθνική Τράπεζα επικεντρώνεται στην σταθερότητα των τιμών στοχεύοντας να κρατήσει τα επίπεδα του πληθωρισμού στο 3%.[21]
Ιστορία της ουγγρικής οικονομίας
Η ουγγρική οικονομία πριν από τη μετάβαση
Η ουγγρική οικονομία πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προσανατολίστηκε κυρίως στη γεωργία και στη βιομηχανία μικρής κλίμακας. Η στρατηγική θέση της Ουγγαρίας στην Ευρώπη και η σχετικά υψηλή έλλειψη φυσικών πόρων έχουν επίσης υπαγορεύσει την παραδοσιακή εξάρτηση από το εξωτερικό εμπόριο. Για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής αυτοκινήτων, Magomobil (κατασκευαστής του Magosix), παρήγαγε συνολικά μερικές χιλιάδες μονάδες.[22] Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας άρχισε να επεκτείνεται ραγδαία, μέχρι το 1928 έγινε η σημαντικότερη βιομηχανία στο εξωτερικό εμπόριο της Ουγγαρίας που εξήγαγε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αξίας άνω των 60 εκατομμυρίων φιορινιών εκείνο το έτος. Εταιρείες όπως η MÁVAG εξήγαγαν ατμομηχανές στην Ινδία και την Νότια Αμερική, όπως η ατμομηχανή αριθ. Το 601 που ήταν η μεγαλύτερη και ισχυρότερη στην Ευρώπη εκείνη την εποχή.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, η κομμουνιστική κυβέρνηση άρχισε να εθνικοποιεί τη βιομηχανία. Αρχικά, μόνο τα εργοστάσια με περισσότερους από 100 εργαζόμενους εθνικοποιήθηκαν, ενώ αργότερα, αυτό το όριο μειώθηκε σε μόνο 10. Στη γεωργία, η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα επιτυχημένο πρόγραμμα κολλεκτιβοποίησης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όλο και περισσότερα νέα εργοστάσια κατασκευάστηκαν. Αυτή η ταχεία και αναγκαστική εκβιομηχάνιση ακολούθησε το τυπικό σταλινικό πρότυπο σε μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί μια πιο αυτάρκης οικονομία. Η περισσότερη οικονομική δραστηριότητα διεξήχθη από κρατικές επιχειρήσεις ή συνεταιρισμούς και κρατικές εκμεταλλεύσεις. Το 1968, η σταλινική πολιτική αυτάρκειας αντικαταστάθηκε από τον Νέο Οικονομικό Μηχανισμό, που άνοιξε εκ νέου την Ουγγαρία στο εξωτερικό εμπόριο, έδωσε περιορισμένη ελευθερία στη λειτουργία της αγοράς και επέτρεψε σε έναν περιορισμένο αριθμό μικρών επιχειρήσεων να δραστηριοποιηθούν στον τομέα των υπηρεσιών.
Αν και η Ουγγαρία απολάμβανε μια από τις πιο φιλελεύθερες και οικονομικά προηγμένες οικονομίες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, τόσο η γεωργία όσο και η βιομηχανία άρχισαν να υποφέρουν από έλλειψη επενδύσεων στη δεκαετία του 1970 και το καθαρό εξωτερικό χρέος της Ουγγαρίας αυξήθηκε σημαντικά - από 1 δισεκατομμύριο δολάρια το 1973 σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια το 1993, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις των καταναλωτών και στις μη κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις. Ενόψει της οικονομικής στασιμότητας, η Ουγγαρία επέλεξε να ελευθερώσει την οικονομίας της περαιτέρω ψηφίζοντας έναν νόμο περί κοινοπραξιών, θεσπίζοντας φόρο εισοδήματος και προσχωρώντας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και στην Παγκόσμια Τράπεζα. Μέχρι το 1988, η Ουγγαρία είχε αναπτύξει ένα τραπεζικό σύστημα δύο επιπέδων και είχε θεσπίσει σημαντική εταιρική νομοθεσία που άνοιγε το δρόμο για φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις με γνώμονα την αγορά των μετα-κομμουνιστικών ετών.
1. Διηπειρωτικές χώρες με επικράτεια στην Ευρώπη και στην Ασία. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Κράτη που περιλαμβάνουν υπερπόντια εδάφη και σε άλλες ηπείρους με την μητροπολιτική περιοχή να βρίσκεται στην Ευρώπη.