Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) είναι η κεντρική τράπεζα της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1927 επί Προεδρίας της Δημοκρατίας του Παύλου Κουντουριώτη και Πρωθυπουργίας του Αλεξάνδρου Ζαΐμη με τον Νόμο 3423/7-12-1927/ΦΕΚ Α' 298 με βάση το άρθρο 4 του από 15/9/1927 Πρωτοκόλλου της Γενεύης, το οποίο υπεγράφη μεταξύ των Κυβερνήσεων Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και Ιταλίας αφ' ενός και της Κυβέρνησης της Ελλάδας αφ' ετέρου για την έγκριση δανείου 9.000.000 λιρών στερλινών και η λειτουργία της άρχισε τον Μάιο του 1928. Βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Είχε το αποκλειστικό εκδοτικό προνόμιο χαρτονομισμάτων στην Ελλάδα από το 1928 έως την εισαγωγή του ευρώ το 2002 και ήταν υπεύθυνη για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της χώρας. Η έδρα της βρίσκεται στην Αθήνα. Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης είναι οι αποκλειστικοί μέτοχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε 2,0564% των μετοχών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 1998, 1,8974% το 2004, 1,8168% το 2007 και 2,032% το 2014.[1]
Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι κρατική αλλά Ανώνυμη Εταιρεία. Έχει ειδικά προνόμια, ειδικές αρμοδιότητες αλλά και περιορισμούς,[2] όπως ότι δεν μπορεί να λειτουργεί ως εμπορική τράπεζα και το ποσοστό του ελληνικού κράτους στη μετοχική της σύνθεση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 35% όπως ορίζεται στο καταστατικό της[3] (αρχικώς το όριο αυτό ήταν 10%[4]). Διαφέρει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία διατηρούσε το προνόμιο έκδοσης χαρτονομισμάτων στην Ελλάδα ως το 1928.
Κατά τη διατύπωση του άρθρου 29 του καταστατικού, «Ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές διορίζονται για μία εξαετία, με Προεδρικό Διάταγμα, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας».[5] Το κύρος και η ισχύς της θέσης είναι τέτοια ώστε πολλοί πρώην Διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν μετέπειτα τοποθετηθεί ως Υπουργοί σε διάφορες Κυβερνήσεις, ενώ τέσσερις από αυτούς (Αλέξανδρος Διομήδης, Εμμανουήλ Τσουδερός, Ξενοφών Ζολώτας και Λουκάς Παπαδήμος) έχουν διατελέσει Πρωθυπουργοί της χώρας σε έκτακτες περιπτώσεις.
Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους η Τράπεζα της Ελλάδος και τα μέλη των οργάνων της δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από την Κυβέρνηση. Βάσει του καταστατικού κανείς αντιπρόσωπος του Δημοσίου δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει τα βιβλία της τράπεζας σε κανένα από τα καταστήματα της πλην του επιτρόπου του κράτους ο οποίος μπορεί να ζητήσει στοιχεία αλλά υποχρεούται να τηρεί αυστηρή εχεμύθεια.[6]
Το ανώτατο όργανο της Τράπεζας της Ελλάδος είναι η Γενική Συνέλευση των Μετόχων, όπου εκπροσωπείται το σύνολο των μετόχων. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑΑ: ΕΛΛ). Διοικητής της από το 2014 είναι ο Γιάννης Στουρνάρας.[7]
Αρμοδιότητες
Στο πλαίσιο του συστήματος κεντρικών τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμμετέχει στη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ και την εφαρμόζει στην Ελλάδα, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Διαχειρίζεται μέρος του συναλλαγματικού αποθέματος και χρυσού της Ελλάδας καθώς επίσης και την αγοραπωλησία τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στη δευτερογενή αγορά.
Συλλέγει στατιστικά στοιχεία από νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Καταρτίζει και δημοσιεύει τα νομισματικά και πιστωτικά μεγέθη και παρακολουθεί τις οικονομικές συγκυρίες κάθε εποχής και εκδίδει αναλύσεις σχετικά με αυτές.
Ιστορικό
Λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα περνούσε από βαθιά κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση. Η Κοινωνία των Εθνών, μέλος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, θεωρούσε ασύμβατο η τράπεζα μίας χώρας η οποία έχει το εκδοτικό προνόμιο (να τυπώνει δηλαδή χρήμα), να ασκεί ταυτόχρονα και εμπορική δραστηριότητα. Ζητήθηκε λοιπόν από την Ελληνική Κυβέρνηση να πάψει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία εκτύπωνε μέχρι τότε τα χαρτονομίσματα στην Ελλάδα, να είναι ταυτόχρονα και εμπορική. Η Ελληνική Κυβέρνηση τελικά αποφάσισε ακριβώς το αντίστροφο. Δηλαδή να ιδρυθεί μια νέα τράπεζα, στην οποία θα μεταφέρονταν τόσο το εκδοτικό προνόμιο όσο και όλες οι υπηρεσίες και τα λογιστικά μεγέθη που απέρρεαν από τη δραστηριότητα αυτή. Βάσει ενός Παραρτήματος του Πρωτοκόλλου της Γενεύης της 15ης Σεπτεμβρίου1927, ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εργασίες της ξεκίνησαν στις 14 Μαΐου1928, με πρώτο Διοικητή τον Αλέξανδρο Διομήδη. Από τότε έως και την αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος από το ευρώ το 2002 η Τράπεζα της Ελλάδος είχε το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων.
Στα καθήκοντά της είχε όμως μικρή ανεξαρτησία έως τη δεκαετία του 1990, γι' αυτό και η αποτελεσματικότητά της στην επίτευξη στόχων όπως χαμηλός πληθωρισμός και σταθερό νόμισμα ήταν χαμηλότερη του επιθυμητού.
Το κεντρικό κτίριο
Αρχικά, η Τράπεζα της Ελλάδος φιλοξενήθηκε στο κτίριο της Κτηματικής Τράπεζας στην οδό Πανεπιστημίου. Το 1929 προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή του κτιρίου, των κεντρικών της γραφείων, όμως τελικά καμία από τις υποψηφιότητες δεν επιλέχθηκε. Έτσι παρότι υπήρχαν πολλοί που υποστήριζαν την αναγκαιότητα της επανένωσης της Τράπεζας της Ελλάδος με την Εθνική Τράπεζα, μία δεκαετία αργότερα στις 4 Απριλίου1938, εγκαινιάζεται το κεντρικό της κτίριο, πάλι επί της οδού Πανεπιστημίου, το οποίο και διατηρεί μέχρι σήμερα. Το κτίριο αυτό επεκτεινόταν όσο οι ανάγκες της τράπεζας μεγάλωναν. Έτσι, έγιναν επεκτάσεις λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη δεκαετία του 1970 και τέλος το 1982. Το 1989 χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η κύρια είσοδος του κεντρικού κτηρίου της Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα
Εκτός από το κεντρικό κτίριο επί της οδού Ελ. Βενιζέλου 21, οι δραστηριότητες της Τράπεζας αναπτύσσονται σε νεότερα κτίρια στην Αθήνα, όπως επί της οδού Αμερικής 3 και στο Χαλάνδρι όπου στεγάζεται το Νομισματοκοπείο ή αλλιώς ΙΕΤΑ. Οι δραστηριότητες εκτός Αθηνών αναπτύσσονται σε κτίρια ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, όπως είναι τα 13 Υποκαταστήματα σε αντίστοιχες πρωτεύουσες νομών (ήταν 17 αλλά έκλεισαν 4 το 2023 σε Λαμία, Βόλο, Τρίπολη, Αλεξανδρούπολη). Επίσης υπάρχουν 32 Πρακτορεία της Τράπεζας που στεγάζονται στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες των πόλεων όπου λειτουργούν, καθώς και 2 Θυρίδες της Τράπεζας σε μεγάλες πόλεις.[8]
Σημείωση (*): Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση στο εξωτερικό. Στην κατεχόμενη Ελλάδα, οι συνεργαζόμενες με τους Γερμανούς Κυβερνήσεις απέλυσαν τον Βαρβαρέσο και στη θέση του τοποθέτησαν αρχικά τον Μιλτιάδη Νεγρεπόντη ως Διοικούντα Σύμβουλο (24 Απριλίου 1941-3 Ιουλίου 1941) και στη συνέχεια τους Δημήτριο Σάντη (3 Ιουλίου 1941-20 Ιανουαρίου 1943) και Θεόδωρο Τουρκοβασίλη (19 Απριλίου 1943-13 Απριλίου 1944) ως Διοικητές της Τράπεζας. Μετά τον πόλεμο, η απόλυση και οι διορισμοί αυτοί ακυρώθηκαν.[9]
Σημείωση (*): Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γεώργιος Μαντζαβίνος ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση στο εξωτερικό. Στην κατεχόμενη Ελλάδα, οι συνεργαζόμενες με τους Γερμανούς Κυβερνήσεις απέλυσαν τον Μαντζαβίνο και στη θέση του τοποθετήθηκε αρχικά ο Ανδρέας Παπαδημητρίου (3 Ιουλίου 1941-18 Νοεμβρίου 1941) και στη συνέχεια ο Σπυρίδων Χατζηκυριάκος (5 Απριλίου 1943-5 Οκτωβρίου 1944). Μετά τον πόλεμο, η απόλυση και οι διορισμοί αυτοί ακυρώθηκαν.[10]
Κοινωνική Ευθύνη
H Τράπεζα της Ελλάδος, στα πλαίσια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, υλοποιεί ένα σύνολο δράσεων, οι οποίες έχουν ουσιαστικό όφελος για την κοινωνία.[11] Συγκεκριμένα ασχολείται με τη:
Κλιματική αλλαγή και βιωσιμότητα. Από τις αρχές του 2009 συνέστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), η οποία δραστηριοποιείται στον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Προστασία περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική πολιτική υλοποιείται μέσω της εφαρμογής ενός Συστήματος Περιβαλλοντικής Διαχείρισης κατά ISO 14001:2015.[12]
Εκπαίδευση και πολιτισμός. Τον Μάρτιο του 2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ίδρυσε το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΠΟΕΤ).[13]
↑Αθανάσιος Κ. Μπούνταλης (2016). Το Χρήμα στην Ελλάδα, 1821-2001. Η ιστορία ενός θεσμού. MIG Publishing. σελ. 554-555, Πίνακες 25.75 & 25.76. ISBN978-9-60937-758-4.