Η ρωμαϊκή κατοχή δεν επεκτάθηκε πολύ μακριά στην ήπειρο. Στα δυτικά, το νότιο όριο της αυτοκρατορικής κυριαρχίας ήταν το Βολούμπιλις, το οποίο ήταν περικυκλωμένο με στρατιωτικά στρατόπεδα, όπως το Tocolosida στα νοτιοανατολικά και το Ain Chkour στα βορειοδυτικά, και ένα fossatum ή αμυντική τάφρο. Στην ακτή του Ατλαντικού, η Sala Colonia προστατεύονταν από μία άλλη τάφρο και έναν προμαχώνα και μία σειρά από παρατηρητήρια.
Αυτή δεν ήταν μία συνεχής γραμμή οχυρώσεων: δεν υπάρχουν στοιχεία για ένα αμυντικό τείχος, σαν αυτό που προστάτευε τα ταραγμένα σύνορα στη Βρετανία, στο άλλο άκρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μάλλον ήταν ένα δίκτυο οχυρών και αυλακιών, που φαίνεται να λειτουργούσε ως φίλτρο. Τα σύνορα (limes, πρβλ. το αγγλ.:limits, όρια) προστάτευαν τις περιοχές, που βρίσκονταν υπό άμεσο ρωμαϊκό έλεγχο, διοχετεύοντας επαφές με το εσωτερικό μέσω των μεγάλων οικισμών, ρυθμίζοντας τους δεσμούς μεταξύ των νομάδων και των μεταναστών με τις πόλεις και τα αγροκτήματά τους στις κατεχόμενες περιοχές.
Οι ίδιοι άνθρωποι ζούσαν και στις δύο πλευρές αυτών των συνόρων, αν και ο πληθυσμός ήταν αρκετά μικρός. Η πόλη Βολούμπιλις είχε ίσως το πολύ 20.000 κατοίκους τον 2ο αι. Σύμφωνα με τα στοιχεία των επιγραφών, μόνο το 10 - 20 % περίπου από αυτούς ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής, κυρίως ισπανικής. οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι.
Οι Ρωμαίοι ιστορικοί (όπως ο Πτολεμαίος) θεωρούσαν όλο το Μαρόκο, το βόρεια των βουνών του Άτλαντα, ως μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επειδή την εποχή του Αυγούστου, η Μαυριτανία ήταν υποτελές κράτος και οι ηγεμόνες της (όπως ο Ιόβας Β΄) έλεγχαν όλες τις περιοχές νότια της Βολούμπιλις. Ο αποτελεσματικός έλεγχος των Ρωμαίων λεγεωνάριων, ωστόσο, ήταν μέχρι την περιοχή Sala Colonia (το στρατόπεδο [castrum] "Exploratio Ad Mercurios", νότια της Sala Colonia, είναι ο νοτιότερος ρωμαϊκός οικισμός που έχει ανακαλυφθεί μέχρι τώρα). Μερικοί ιστορικοί, όπως ο Λέων Αφρικανός, πιστεύουν ότι τα ρωμαϊκά σύνορα έφτασαν στην περιοχή της Καζαμπλάνκα, που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους ως λιμάνι με το όνομα "Anfa". Πράγματι, η σύγχρονη πόλη Αζεμούρ (Azemmour) στο κεντρικό Μαρόκο βρίσκεται στην αρχαία Azama, ένα εμπορικό λιμάνι φοινικικής, και αργότερα ρωμαϊκής, προέλευσης. Ακόμη και σήμερα φαίνονται τα ερείπια μίας ρωμαϊκής στέρνας για σιτηρά στις λεγόμενες «πορτογαλικές κιστέρνες». [5]
Suetonius Paulinus, whom we have seen Consul in our own time, was the first Roman general who advanced a distance of some miles beyond Mount Atlas. He has given us the same information as we have received from other sources with reference to the extraordinary height of this mountain, and at the same time he has stated that all the lower parts about the foot of it are covered with dense and lofty forests composed of trees of species hitherto unknown. The height of these trees, he says, is remarkable; the trunks are without knots, and of a smooth and glossy surface; the foliage is like that of the cypress, and besides sending forth a powerful odour, they are covered with a flossy down, from which, by the aid of art, a fine cloth might easily be manufactured, similar to the textures made from the produce of the silk-worm. He informs us that the summit of this mountain is covered with snow even in summer, and says that having arrived there after a march of ten days, he proceeded some distance beyond it as far as a river which bears the name of Ger (a northern affluent of the Niger river?); the road being through deserts covered with a black sand, from which rocks that bore the appearance of having been exposed to the action of fire, projected every here and there; localities rendered quite uninhabitable by the intensity of the heat, as he himself experienced, although it was in the winter season that he visited them.[6]
Αυτό το δυτικό τμήμα της Μαυριτανίας επρόκειτο να γίνει η επαρχία που ονομαζόταν Mauretania Tingitana λίγο αργότερα. Η περιοχή παρέμεινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι το 429, όταν οι Βάνδαλοι κατέλαβαν την περιοχή και η ρωμαϊκή διοικητική παρουσία έλαβε τέλος.
Η σημαντικότερη πόλη της Μαυριτανίας Tιγγιτανής ήταν η Βολούμπιλις. Αυτή η πόλη ήταν το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της επαρχίας στη δυτική ρωμαϊκή Αφρική. Τα εύφορα εδάφη της επαρχίας παρήγαγαν πολλά εμπορεύματα, όπως σιτηρά και ελαιόλαδο, τα οποία εξάγονταν στη Ρώμη, συμβάλλοντας στον πλούτο και την ευημερία της επαρχίας. Η αρχαιολογία έχει τεκμηριώσει την παρουσία μίας εβραϊκής κοινότητας στη ρωμαϊκή περίοδο. [7]
Οι κύριες εξαγωγές από τη Mαυριτανία Τιγγιτανή ήταν μωβ βαφές και πολύτιμη ξυλεία. Η Τιγγιτανή προμήθευε επίσης τη Ρώμη με γεωργικά αγαθά και ζώα, όπως λιοντάρια και λεοπαρδάλεις. Οι γηγενείς Μαυριτανοί (Mauri) είχαν μεγάλη εκτίμηση και στρατολογούνταν από τους Ρωμαίους ως στρατιώτες, ειδικά ως ελαφρύ ιππικό. Ο Κλημέντιος Βαλέριος Μαρκελίνος καταγράφεται ως κυβερνήτης (praeses) μεταξύ 24 Οκτωβρίου 277 και 13 Απριλίου 280 [8]
Σύμφωνα με την παράδοση, το μαρτύριο του Αγίου Μάρκελλου έγινε στις 28 Ιουλίου 298 στην Tιγγίδα (Ταγγέρη). Κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας (μεταρρύθμιση των ρωμαϊκών κυβερνητικών δομών από τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό το 297), η Μαυριτανία Tιγγιτανή έγινε μέρος της διοίκησης της Hispania, δηλ. της Ιβηρικής, και, κατ' επέκταση, τμήμα της πραιτωριανής επαρχίας της Γαλατίας, επομένως βρισκόταν σε όλη την θάλασσα από την ευρωπαϊκή επικράτεια της διοίκησης και της επαρχίας, που ανήκε. Η Mauretania Caesariensis βρισκόταν στη διοίκηση Αφρικής. Ο Λουκίλιος Κωνστάντιος καταγράφεται ως κυβερνήτης (praeses) στα τέλη του 4ου αι.
Το Notitia Dignitatum δείχνει επίσης, στη στρατιωτική του οργάνωση, έναν κόμη Τιγγιτανίας (comes Tingitaniae) με ένα πεζικό, που αποτελείται από δύο λεγεώνες, τρεις vexillation και δύο auxilia palatina. Ο Φλάβιος Μεμόριος κατείχε αυτό το αξίωμα (τού κόμη) κάποια στιγμή στα μέσα του 4ου αι. Ωστόσο, υπονοείται στο υλικό πηγής, ότι υπήρχε μία ενιαία στρατιωτική διοίκηση και για τις δύο επαρχίες της Μαυριτανίας, με έναν δούκα ΜΑυριτανίας (dux Mauretaniae) (κατώτερη βαθμίδα) να ελέγχει επτά κοόρτες και μία πτέρυγα (ala).
Οι Γερμανοί Βάνδαλοι εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Βαιτική (Baetica) το 422 υπό τον βασιλιά τους, Γουνδέριχ, και, από εκεί, πραγματοποίησαν επιδρομές στη Mαυριτανία Τιγγιτανή. Το 427 ο comes Africae Bονιφάκιος απέρριψε εντολή ανάκλησής του από τον Αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Γ', και νίκησε έναν στρατό, που στάλθηκε εναντίον του. Ήταν λιγότερο τυχερός, όταν στάλθηκε δεύτερη δύναμη το 428 Εκείνο το έτος, τον Γουνδέριχ διαδέχθηκε ο Γιζέριχ και ο Βονιφάκιος κάλεσε τον Γιζέριχ στην Αφρική, παρέχοντάς του έναν στόλο, για να επιτρέψει το πέρασμα των Βανδάλων στην Τιγγίδα και το Σέπτεμ (Ceuta, Θέουτα). Ο Βονιφάκιος σκόπευε να περιορίσει τους Βανδάλους στη Μαυριτανία, αλλά, αφού πέρασαν τα στενά, απέρριψαν κάθε έλεγχο και βάδισαν στην Καρχηδόνα.
Οι Ρωμαίοι της Ανατολής (Βυζαντινοί)
Το 533 ο Βυζαντινός στρατηγός Βελισάριοςανακατέλαβε την πρώην διοίκηση της Αφρικής από τους Βανδάλους για λογαριασμό τού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α'. Όλη η επικράτεια δυτικά της Καισάρειας είχε ήδη χαθεί από τους Βάνδαλους από τους Βέρβερους «Μαυριτανούς», αλλά ένας ανασυσταθείς dux Mauretaniae διατήρησε μία στρατιωτική μονάδα στο Σέπτεμ. Αυτό ήταν το τελευταίο βυζαντινό φυλάκιο στη Μαυριτανία Tιγγιτανή. Η υπόλοιπη ρωμαϊκή επαρχία ενώθηκε με το βυζαντινό τμήμα της Ανδαλουσίας με την ονομασία Υπαρχία της Αφρικής, με διοικητική πρωτεύουσα το Σέπτεμ.
Το μεγαλύτερο μέρος της ακτής του Μαγκρέμπ οργανώθηκε αργότερα ως Εξαρχάτο της Αφρικής, ένα ειδικό καθεστώς ενόψει των αμυντικών αναγκών του φυλακίου.