Η Ιερά Μητρόπολις Αγχιάλου ήταν μια μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία υπήρχε από τον 8ο αιώνα έως το 1923, με έδρα την πόλη της Αγχιάλου, το σημερινό Πομόριε της Βουλγαρίας[1][2].
Ιστορία
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αγχίαλο στις αρχές του 2ου αιώνα. Στον βίο της αγίας Σεβαστιανής της Μαρκιανούπολης λέγεται ότι η αγία έφτασε στην Αγχίαλο και βρήκε εκεί έναν από τους μαθητές του Αποστόλου Παύλου, τον Θεοφάνη, ο οποίος προφανώς κήρυττε για πολύ καιρό, γιατί είχε ήδη μαθητές: «ἐξελθοῦσα ἡ ἁγία Σεβαστιανὴ εἰς Ἀγχίαλον καὶ εὑροῦσα μαθητὴν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὀνόματι Θεοφάνιον, ἠσπάσατο αὐτὸν σὺν τοῖς ἀδελφοῖς»[1][2]. Ήδη από τα μέσα του δεύτερου αιώνα αναφέρεται οργανωμένη εκκλησία στην Αγχίαλο, με επίσκοπο τον Σωτά, ο οποίος αναφέρεται ότι πολέμησε κατά της αίρεσης του Μοντανισμού[1].
Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της επισκοπής Αγχιάλου. Επίσκοπός της συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 και στη Β' στην Κωνσταντινούπολη το 381. Τον 7ο αιώνα αναγράφεται ως ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή της Διοικήσεως Ροδόπης, υπαγόμενη απευθείας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[1]. Η Αρχιεπισκοπή Αγχιάλου λείπει από τους επισκοπικούς καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταξύ 9ου και 11ου αιώνα, οπότε προφανώς με τη βουλγαρική εισβολή και την ένταξη της πόλης στο βουλγαρικό κράτος άλλαξε και το εκκλησιαστικό της καθεστώς και πιθανώς από τον εποχή του Τσάρου Συμεών Α' ( 893 - 927) υπήχθη στον Βούλγαρο αρχιεπίσκοπο (πατριάρχη). Τον 11ο αιώνα η πόλη έγινε ξανά βυζαντινή και αυτό αποτυπώνεται στους επισκοπικούς καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου αναφέρονται αρκετά συγκεκριμένα ονόματα επισκόπων της[2].
Επί Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282 - 1328), η επισκοπή Αγχιάλου ανυψώθηκε σε Μητρόπολη, τίτλο που διατήρησε μέχρι την καταστροφή της το 1906[1]. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, η Αγχίαλος παρέμεινε αρχιεπισκοπή μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα και μόνο από τις αρχές του 15ου αιώνα ανυψώθηκε σε Μητρόπολη[2]. Ο πρώτος γνωστός Μητροπολίτης ήταν ο Σωφρόνιος[2], ο οποίος συμμετείχε στην βυζαντινή αντιπροσωπεία στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας του 1438-1439 και υποστήριξε την ανθενωτική παράταξη του Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου του Ευγενικού, αν και αναγκάστηκε τελικά να υπογράψει τους όρους της Ένωσης[1].
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, πολλές αριστοκρατικές οικογένειες της πρωτεύουσας εγκαταστάθηκαν στην Αγχίαλο και ο μητροπολιτικός θρόνος απέκτησε ακόμη μεγαλύτερο κύρος. Από την Αγχίαλο ήταν ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β' ο Τρανός (1572 - 1595), εξέχων θεολόγος που αλληλογραφούσε με Γερμανούς θεολόγους στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, και ο οποίος συγκάλεσε μεγάλη τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 1593 για την ίδρυση και συντήρηση σχολείων και την εν γένει υποστήριξη της παιδείας. Ο Μητροπολίτης Αγχιάλου Παρθένιος (1609-1623) έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης το 1639 σε μια περίοδο αναταράξεων για την Εκκλησία. Τον 17ο αιώνα η Μητρόπολη Αγχιάλου περιλάμβανε και την πόλη του Πύργου, καθώς και 54 κωμοπόλεις και χωριά. Επί Μητροπολίτη Μητροφάνη τον 17ο αιώνα, επιλύθηκε μια μακροχρόνια διαμάχη με την επισκοπή Πρεσλάβας και έτσι περιήλθαν στη δικαιοδοσία της τα χωριά Τσαλή Καβάκ, Σεμέντοβο και Κλίνοβο[1].
Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος δίδαξε στη Σχολή Αγχιάλου μέχρι το 1807, απαγχονίστηκε στις 10 Απριλίου 1821, μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε' και άλλους επισκόπους και κηρύχθηκε μάρτυρας[1].
Ο Μητροπολίτης Σωφρόνιος Β' (1831-1847) ήταν τόσο αγαπητός στο ποίμνιό του, ώστε οι Αγχιαλείς κατάφεραν να εμποδίσουν μετάθεσή του σε άλλη επαρχία. Ο διάδοχός του, Σωφρόνιος Γ' (1847-1865), ήταν επίσης αγαπητός και, παρά την προχωρημένη ηλικία του, κανείς δεν ζήτησε την αντικατάστασή του. Μετά την οικειοθελή παραίτησή του το 1865, παρέμεινε στην Αγχίαλο μέχρι τον θάνατό του το 1867. Ο διάδοχός του Βασίλειος Β', καταγόμενος από το βουλγαρικό χωριό Ζαγοριχάνι, διακρινόταν για τη μόρφωσή του, καθώς και την εκπαιδευτική και φιλανθρωπική του δράση. Με πρωτοβουλία του ανεγέρθηκε νέο μητροπολιτικό κτίριο κοντά στον Καθεδρικό Ναό των Ταξιαρχών και θεμελιώθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Βασίλειος ίδρυσε τον «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγχιάλου», συνέβαλε στη βελτίωση των σχολείων της πόλης και ενθάρρυνε πολλούς πλούσιους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Το 1877, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Βασίλειος κατηγορήθηκε από τους μουσουλμάνους της πόλης ως φιλορώσος και απομακρύνθηκε από τις οθωμανικές αρχές. Μετά από τέσσερα χρόνια επέστρεψε στην πόλη και συνέχισε να φροντίζει για την πρόοδο της εκπαίδευσης μέχρι το 1884, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης. Φεύγοντας από την Αγχίαλο, ο Βασίλειος άφησε το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του στο «Φιλοπρόοδο Σύλλογο Αγχιάλου»[1].
Τον Βασίλειο διαδέχθηκε ο Γρηγόριος Δρακόπουλος από την Μεσημβρία, του οποίου ο αδελφός, Βλάσης, ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στην Αγχίαλο. Το 1888 μετατέθηκε στην Καστοριά και αυτό προκάλεσε μεγάλες διαμάχες στην πόλη. Ο διάδοχός του, Σωφρόνιος Δ' (1888-1889), κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, αλλά ο ίδιος απομακρύνθηκε μετά από επιμονή των βουλγαρικών αρχών[1].
Ο επόμενος Μητροπολίτης ήταν ο Βασίλειος Β' Γεωργιάδης (1889-1906), μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης (1925-1929). Ήταν λόγιος και εξαιρετικός ρήτορας, ένθερμος υποστηρικτής της ελληνορθόδοξης - πατριαρχικής πλευράς. Επί των ημερών του ανεγέρθηκε στην Αγχίαλο έχτισε το θαυμάσιο κτίριο του ελληνικού παρθεναγωγείου, που ανεγέρθηκε με το μεγάλο κληροδότημα της Φωτεινής Καρυάνδη, ενώ αποπερατώθηκε και ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας.. Ο Βασίλειος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις προσπάθειες, ακόμη και με προσωπική εργασία, αλλά δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ενότητα του ποιμνίου του, το πιο συντηρητικό τμήμα του οποίου ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του με επιστολές προς το Πατριαρχείο και δημοσιεύσεις στον Τύπο. Κατά τις ανθελληνικές αναταραχές στη Βουλγαρία και την πυρπόληση της Αγχιάλου τον Ιούλιο του 1906, ο Βασίλειος συνελήφθη από τις βουλγαρικές αρχές και φυλακίστηκε στη Σήλυμνο μέχρι τον Οκτώβριο. Μετά την απελευθέρωσή του αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη[1].
Ο τίτλος των μητροπολιτών στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν «ΜητροπολίτηςΑγχιάλου τε καὶ Πύργου, υπέρτιμος και έξαρχος Μαύρης Θαλάσσης[3]». Η Μητρόπολη περιελάμβανε τότε την Αγχίαλο, τον Πύργο (Μπουργκάς) και περίπου 80 χωριά και πόλεις όπως το Άιτος, το Καρνομπάτ, το Νταούτλι, η Γερά Καρία, η Ακρανία, το Ευσταθοχώρι και το Τας Τεπέ, όπου υπήρχαν ελληνικές εκκλησίες και σχολεία. Ο Καθεδρικός Ναός ήταν αφιερωμένος στους Ταξιάρχες. Όλες οι εκκλησίες, εκτός από αυτήν του Χριστού, κάηκαν κατά την καταστροφή της πόλης το καλοκαίρι του 1906 και οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν[1].
Από το 1906 η επαρχία περιήλθε στη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής Εξαρχίας[2]. Ο τελευταίος Μητροπολίτης Αγχιάλου, Κωνσταντίνος Χατζηαποστόλου, δεν έγινε δεκτός από τις βουλγαρικές αρχές και μετά τον θάνατό του στις 10 Ιουλίου 1923[4] δεν εξελέγησαν άλλοι μητροπολίτες.
Βαλαής, Δ. Δ (2006). Συμβολή στην ιστορία των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 17ο αιώνα: Αγχιάλου, Ίμβρου, Μελενίκου, Σωζοπόλεως. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς Π. Σ. ISBN9789602423455.