Αυτό το λήμμα αφορά το υλικό γραφής. Για για το φυτό, δείτε: Πάπυρος (φυτό).
Ο πάπυρος (λατινικά: papyrus) είναι ένα υλικό γραφής με τη μορφή φύλλου ή ρολού (κυλίνδρου). Παραγόταν στην αρχαιότητα με την επεξεργασία του στελέχους του φυτού πάπυρος. Είναι ένα υλικό παρόμοιο με το χοντρό χαρτί. Ο όρος πάπυρος αναφέρεται επίσης σε ένα κείμενο που είναι γραμμένο επάνω σε φύλλα παπύρου, ενωμένα το ένα δίπλα στο άλλο και τυλιγμένα σε κύλινδρο, μια πρώιμη μορφή βιβλίου.
Τα αρχαιότερα δείγματα παπύρου, με ιερογλυφική γραφή, χρονολογούνται από το 3.000 π.Χ., εικονίζονται όμως κύλινδροι παπύρου σε παραστάσεις αιγυπτιακών ναών που είναι ακόμη παλαιότερες.
Οι Έλληνες εισήγαγαν τον πάπυρο από την Αίγυπτο, γιατί αφενός η καλλιέργειά του ήταν αδύνατη στις ελληνικές κλιματικές συνθήκες και αφετέρου δεν γνώριζαν τη μέθοδο της κατεργασίας. Ωστόσο η μέθοδος αυτή έγινε γνωστή στους ρωμαϊκούς χρόνους και στη Ρώμη υπήρχαν εργοστάσια για τον σκοπό αυτό. Για την επεξεργασία του παπύρου πληροφορίες αντλούνται από το έργο Φυσική Ιστορία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου.
Στην αρχαία ελληνική γραμματεία απαντάται η ονομασία πάπυρος για το φυτό και η ονομασία Βύβλος ή Βίβλος για το υλικό γραφής που παράγεται από αυτό. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τη Φοινικική πόλη Βύβλος (Gubal), με το λιμάνι της οποίας η Αίγυπτος είχε εμπορικές σχέσεις και αποτελούσε σημαντικό κέντρο εμπορίας παπύρου (βλ. περισσότερα στην επόμενη παράγραφο Ετυμολογία τού όρου).
Ετυμολογία του όρου
Η λέξη πάπυρος απαντάται στην ελληνική κατά την ελληνιστική εποχή, όπως φαίνεται από τα κείμενα του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη. Ο επεξεργασμένος για υλικό γραφής πάπυρος ονομαζόταν βύβλος ή βίβλος ή χάρτης και αργότερα βιβλίον. Ο τυλιγμένος σε κυλινδρικό σχήμα πάπυρος ονομαζόταν και ειλητάριον και σε μεταγενέστερους χρόνους κοντάκιον, απ' όπου πήραν την ονομασία τους οι εκκλησιαστικοί ύμνοι (κοντάκια). Εικονογράμματα σημιτικής προελεύσεως φαίνεται να δηλώνουν τόσο τη βύβλο όσο και τον πάπυρο.
Η ετυμολογική υπόθεση που έχει διατυπωθεί είναι η αναγωγή της λέξης σε αρχ. αιγυπτ. φρ. pa-pu-ro, η οποία κατά βάσιν σημαίνει «βασιλικός, αυτός που ανήκει στο βασιλικό μονοπώλιο» και δηλώνει ότι το φυτό ανήκε στα προϊόντα μονοπωλίου του Φαραώ[1]. Ωστόσο, μολονότι η εν λόγω εκδοχή παρατίθεται στα εγκυρότερα λεξικά της αρχαίας ελληνικής, εξακολουθεί να μην είναι καθολικώς αποδεκτή από τους γλωσσολόγους.[2]
Παραγωγή γραφικής ύλης
Για να κατασκευαστεί η γραφική ύλη από πάπυρο, έπαιρναν την ψίχα του κατώτερου τμήματος του στελέχους του φυτού. Σε γενικές γραμμές η διαδικασία ήταν η εξής:
Το στέλεχος, ενώ ήταν ακόμη φρέσκο, το έκοβαν σε τμήματα και το αποφλοίωναν, για να ελευθερώσουν την ψίχα. Αυτήν την έκοβαν σε λεπτές, αλλά όσο ήταν δυνατόν πλατιές λωρίδες, τις οποίες επάνω σε μια σανίδα βρεγμένη στο νερό τις έβαζαν οριζόντια τη μια πλάι στην άλλη, ώστε να επικαλύπτονται λίγο οι άκρες τους. Κατόπιν, επάνω σε αυτό το πρώτο στρώμα έμπαινε ένα δεύτερο στρώμα από λωρίδες τοποθετημένες κάθετα. Σχηματιζόταν έτσι ένα πλέγμα, που το πίεζαν με μια μεγάλη, πλατιά πέτρα. Με την πίεση έβγαινε από τις χλωρές ίνες του φυτού μια κολλώδης ουσία και έτσι τα δύο στρώματα ενώνονταν μεταξύ τους.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργούσαν ένα "φύλλο" παπύρου που στη συνέχεια ξηραινόταν στον ήλιο και τέλος απλωνόταν επάνω του ένα μείγμα αλευρόκολλας, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν πιο λεία η επιφάνεια.
Κατόπιν, με τη βοήθεια κάποιας κολλητικής ουσίας ένωναν μεταξύ τους πολλά φύλλα (τουλάχιστον 20), τα οποία δημιουργούσαν έναν ρολό (κύλινδρο), όπου οι ίνες του φυτού στη μια πλευρά πήγαιναν πάντοτε στην ίδια κατεύθυνση. Στην εξωτερική πλευρά του ρολού πήγαιναν κάθετα (verso) και, επομένως, στην εσωτερική πλευρά πήγαιναν οριζόντια (recto).
Ο πάπυρος έφθανε στο εμπόριο με τη μορφή τέτοιων ρολών οι οποίοι τυλίγονταν σε ένα ξύλινο κοντάρι, καθώς είχαν την ελαστικότητα που ήταν αναγκαία για ένα αρχαίο βιβλίο, το οποίο έπρεπε συχνά να ξετυλίγεται και να τυλίγεται.
Ένας από τους μεγαλύτερους παπύρους που σώζονται (P. Oxy. 843) περιείχε, όταν ήταν ακέραιος, ολόκληρο το Συμπόσιο του Πλάτωνα και πρέπει να είχε μήκος 6,5 περίπου μέτρα. Βέβαια, όταν έπρεπε να γραφτούν κομμάτια μικρότερου μεγέθους (π.χ. μια επιστολή), τότε έκοβαν από τους ρολούς αυτούς το αναγκαίο μέγεθος.
Σταδιακά, η χρήση των κυλινδρικών παπύρων μειώθηκε και ο παπύρινος κώδικας, ένας τύπος βιβλίου από ενωμένα φύλλα παπύρου, άρχισε να επικρατεί από τον 2ο αιώνα για τα χριστιανικά κυρίως κείμενα.
Επάνω στον πάπυρο έγραφαν κατά στήλες με ένα μυτερό καλάμι βουτηγμένο σε μελάνι, τις περισσότερες φορές μόνο από την εσωτερική όψη και σπανιότερα στις δύο όψεις.
Μειονεκτήματα του παπύρου ως υλικού γραφής
Ένας ρολός από πάπυρο μπορούσε να διατηρηθεί ακόμη και τριακόσια χρόνια, συνήθως όμως η ζωή του ήταν βραχύτερη. Το μεγάλο πρόβλημα του παπύρου ήταν πως έσπαγε εύκολα και η συχνή χρήση των μεγάλων σε μέγεθος ρολών (κυλίνδρων) προκαλούσε πολλές βλάβες από το διαρκές δίπλωμα και ξεδίπλωμα.
Ένας άλλος μεγάλος εχθρός του παπύρου ήταν η υγρασία. Με την έκθεσή του σε αυτήν, γινόταν εύθρυπτος και το χρώμα του σκούραινε. Ένας πάπυρος που είχε βραχεί και στεγνώσει επανειλημμένα το πιο πιθανό ήταν να διαλυθεί μόλις κάποιος τον άγγιζε. Για το λόγο αυτόν τα πλουσιότερα αρχαιολογικά παπυρικά ευρήματα σώθηκαν σε ξηρά εδάφη, σε περιοχές με ξηρό κλίμα.
Γενικά η φύλαξη και η διατήρησή τους έπρεπε να γίνει με προσοχή, καθώς ο σκόρος ή και τα ποντίκια μπορούσαν να προξενήσουν εξίσου μεγάλη ζημιά με την υγρασία. Στις αρχαίες βιβλιοθήκες οι κύλινδροι από πάπυρο ήταν τοποθετημένοι μέσα σε κυλινδρικές θήκες και φυλάσσονταν σε ξύλινα ράφια. Για τη μόνωση της βιβλιοθήκης από την υγρασία, ένας δεύτερος τοίχος περιέβαλλε τους εσωτερικούς τοίχους του κτιρίου αφήνοντας ένα κενό διάστημα ανάμεσά τους.
Καθώς ο πάπυρος παρουσίαζε αυτά τα πρακτικά μειονεκτήματα, στο βασίλειο της Περγάμου χρησιμοποιήθηκε εναλλακτικά ως γραφική ύλη το δέρμα ζώου, η περγαμηνή. Το νέο υλικό ήταν μια επανάσταση που οδήγησε στη δημιουργία του κώδικα, δηλαδή μιας αρχικής μορφής του βιβλίου που ξέρουμε σήμερα.
Πολλά γλωσσολογικά και ιστορικά στοιχεία έχουν αντληθεί από τους παπύρους που έχουν βρεθεί και που συντηρούνται σε καλή κατάσταση σε διάφορες βιβλιοθήκες αλλά και ιδιωτικές συλλογές στον κόσμο. Μεταξύ αυτών και οι εξής:
Ο πάπυρος του Δερβενίου, από τον 5ο π.Χ. αιώνα, που διαβάστηκε μόλις το 2006 και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης -αφορά καταγραφή θεογονίας.
Οι Πάπυροι Άμχερστ
Οι Πάπυροι Άμχερστ, μια ιδιαίτερα σημαντική συλλογή παπύρων, ανήκαν στον Βρετανό βαρώνο Τύσσεν-Άμχερστ που ήταν πολιτικός και συλλέκτης. Το 1906 άρχισε να πουλά κομμάτια της συλλογής του γιατί χρεωκόπησε εξαιτίας του ατόμου στο οποίο είχε εμπιστευθεί την οικονομική διαχείριση της περιουσίας του. Πέθανε το 1909, λίγες εβδομάδες μετά την πλήρη εκποίηση της περιουσίας του. Τα περισσότερα κομμάτια της συλλογής του φυλάσονται στο Μουσείο Μόργκαν (Morgan Library and Museum), στη Νέα Υόρκη.
Ο Πάπυρος Άμχερστ 3α' είναι κομμάτι επιστολής γραμμένης στα ελληνικά από κάποιον κάτοικο της Ρώμης (άγνωστο ποιόν) γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά ντοκουμέντα. Το ότι είναι γραμμένο στην ελληνική δεν σημαίνει ότι ήταν Έλληνας ο αποστολέας, μια που τότε τα ελληνικά ήταν η lingua franca της Μεσογείου, δηλαδή κάτι σαν τα αγγλικά του 21ου αιώνα. Ο πάπυρος ήταν γραμμένος με μορφή που να διαβάζεται καθως τον ανοίγεις, άρα τυλιγόταν. Στο κείμενο αναφέρεται κάποιος Μάξιμος ως πάπας και οι ειδικοί εικάζουν ότι επρόκειτο είτε για κάποιον πατριάρχη στην Αλεξάνδρεια είτε για τον Πάπα της Ρώμης
Ο "Πάπυρος 12" ή "Πάπυρος 'Άμχερστ 3β" ή Πάπυρος "α 1033" ανακαλύφθηκε το 1897 από τους Grenfell και Hunt και βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Μόργκαν. Στο κείμενο διαβάζονται τα εξης:
Το ιερό όνομα του θεού αναγράφεται συμβολικά (θς).
Η γραφή ειναι μάλλον αντιπροσωπευτική της ελληνιστικής κοινής αλλά είναι τόσο μικρό το κομμάτι, που δεν μπορουν να εξαχθούν σπουδαία συμπεράσματα. Θεωρείται χειρόγραφο σχετικό με την Καινή Διαθήκη
Ο "Πάπυρος Άμχερστ" ή "Πάπυρος του Λεοπόλδου Β΄ και του Άμχερστ" βρέθηκε κατά τα τμήματα. Το μισό (έλειπε η αρχή) είχε βρεθεί στα χέρια του Άμχερστ και μετά στα χέρια του δαιμόνιου επιχειρηματία και συλλέκτη Τζον Μόργκαν (John Pierpont Morgan). Το πρώτο μισό βρέθηκε αργότερα μέσα σε ένα ξύλινο αγαλματίδιο που είχε στην κατοχή του ο τότε πρίγκιπας του Βελγίου Λεοπόλδος Β΄ και ο οποίος εικάζεται ότι το είχε αγοράσει σε ένα από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο το 1854 ή το 1862. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δικαστικό ντοκουμέντο και αφορά στις ομολογίες 8 πολιτών που ειχαν συλήσει αρχαίους τάφους. Χρονολογείται περί το 1129-1111 π.Χ., επί Ραμσή θ΄
Ο πάπυρος Uncial 076 ή "πάπυρος α1008" είναι χειρόγραφο στα ελληνικά, αφορά σε περιεχόμενο σχετικό με την Καινή Διαθήκη και χρονολογείται στον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ.
το δε παντες
και διηπορου
το αλλος προς
τον αλλον λε
γοντες τι θε
[λει] τουτο ει
[ναι ε]τεροι
δ[ε εχ]λευαζο
λε[γο]ντες ο
τι [γλευκους
με[μεστω]με
νοι ε[ι]σιν [
[σ]ταθεις δε ο
πετρος συν
τοις ενδεκα
επηρεν τη
γωνην [α]υτου
και απεφθεγ
ξατο α[υ]τοις [
ανδρε[ς] ιου
δαιο[ι κ]αι οι
κατοικουν
τες [ι]λημ παν
τες του[το
γνωστ[ον υμι
εστω [και ενω
τις[ασθε τα
ρη[ματα μου
ο[υ γαρ ως υ
μ[εις υπολα]μ
βαν[ετε ου]τ[οι
μεθυ[ουσι]ν
εστι[ν γαρ] ωρα
τριτ[η τη]ς η
μερα[ς αλλα
τουτ[ο ε]στι
το [ειρημε]υο
δια του [π]ρο
φητου [ι]ωηλ
και εστα[ι] με
τα ταυτα λεγει
ο θς εκχεω
απο του πνς
μου επι
πασα[ν σαρκα
Και αυτός ο πάπυρος ανήκε στον Άμχερστ και στη συνέχεια πουλήθηκε στον Μόργκαν.
Ο αυστριακός θησαυρός
Στο Εθνικό Μουσείο της Αυστρίας υπάρχει τεράστια συλλογή από παπύρους (180.000 κομμάτια) οι περισσότεροι από τους οποίους δωρήθηκαν σε αυτό από τον αρχιδούκα της Αυστρίας Rainer Ferdinand
το 1899. Οι πάπυροι χρονολογούνται από τον 15ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 16ο μ.Χ. Κάποια από τα 180.000 κομμάτια δεν είναι πάπυροι, αλλά πήλινα τεμάχια, έγγραφα σε χαρτί, επιγραφές σε ξύλο, κερί, πέτρα, δέρματα και κόκκαλα, όπως και σε χρυσό, ασήμι και μπρούτζο. Αυτή η πολύτιμη συλλογή προστατεύεται και από την UNESCO. Από αυτό τον θησαυρό εκτίθενται μόνον 200 αντικείμενα, τα οποία μπορεί να δει κανείς στην πτέρυγα Neue Burg. Ανάμεσά τους και ένα χορικό κομμάτι από έργο του Ευριπίδη.[5]
Ο γερμανικός θησαυρός
Στο Κρατικό Αιγυπτιακό Μουσείο του Βερολίνου [6] υπάρχει εντυπωσιακή συλλογή πάνω από 6.000 παπύρων και οι υπεύθυνοί του υποσχέθηκαν να εκθέσουν ενα τμήμα της online μέχρι το φθινόπωρο του 2013.
Πάπυροι Bodmer
Πρόκειται για συλλογή 22 παπύρων που βρέθηκαν στην Αίγυπτο το 1952 και έχουν το όνομα του Μάρτιν Μπόντμερ ( Martin Bodmer), του βαθύπλουτου (απο κληρονομιά του πατέρα του) Ελβετού που τις αγόρασε. Ο ίδιος είχε πάθος με τα βιβλία και είχε αγοράσει και το μοναδικό αντίτυπο της Βίβλου του Γουτεμβέργιου που κυκλοφορούσε τότε στην Ευρώπη -πρέπει να υπήρχαν 48 σε όλο τον κόσμο. Οι πάπυροι περιέχουν αποσπάσματα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, πρώιμη χριστιανική φιλολογία καθώς και αποσπάσματα ομηρικού έπους και ένα ολόκληρο έργο του Μενάνδρου, τον Δύσκολο. Οι πάπυροι φυλάσσονται στην ελβετική βιβλιοθήκη "Bibliotheca Bodmeriana", έξω από τη Γενεύη. Το 2007 το Βατικανό κατάφερε να αποκτήσει δύο από τους 22 παπύρους, τον P74 και P75 που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού. Στη συλλογή των Ελβετών παραμένουν τα ελληνικά γραπτά και μπορεί κάποιος να δει ένα από αυτά επισκεπτόμενος τη γαλλόφωνη ιστοσελίδα του μουσείου, στο τμήμα "το ελληνικό θαύμα"[7], μία ξύλινη πινακίδα στην οποία είναι χαραγμένοι στίχοι της Ιλιάδας από την Ε Ραψωδία -χρονολογείται στα τέλη του 3ου και αρχές 4ου αιώνα μ.Χ. Οι περισσότεροι πάπυροι είναι κείμενα της Καινής Διαθήκης γραμμένης στα ελληνικά.
Πάπυροι Τσέστερ Μπίτι
Ο εκατομμυριούχος "βασιλιάς του χαλκού" και συλλέκτης Τσέστερ Μπίτι (Chester Beatty), απέκτησε μια σειρά από πολύτιμους παπύρους, κάποιοι από τους οποίους ήταν ιατρικού περιεχομένου και κάποιοι θρησκευτικού, που τους δώρισε στο Βρετανικό Μουσείο. Οι ιατρικοί προέρχονταν από την αρχαία Αίγυπτο και αφορούσαν θεραπείες για πονοκεφάλους με μαγικές επικλήσεις και χρονολογουνται γύρω στο 1200 π.Χ. Οι άλλοι πάπυροι περιείχαν σημαντικά χριστιανικά κείμενα στην ελληνική.
Πάπυροι του Ηρακλείου
Οι πάπυροι του Ηρακλείου Καμπανίας (σημερινό Ερκολάνο) είναι 1826 και έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί διαφωτίζουν το έργο του επικούρειου φιλόσοφου Φιλοδήμου. Βρέθηκαν στα μέσα του 18ου αιώνα σε σχεδόν απανθρακωμένη μορφή λόγω της έκρηξης του Βεζούβιου. Τους ανακάλυψαν εργάτες στην Έπαυλη των Παπύρων. Πολλοί πάπυροι καταστράφηκαν είτε από τους εργάτες, που δεν είχαν καταλάβει αμέσως περί τίνος επρόκειτο, είτε από ερασιτέχνες αρχαιολόγους που δεν τους ανέσυραν σωστά μέσα από την τέφρα, και άλλοι απλώς χάθηκαν. Είναι άγνωστο πόσοι ήταν αρχικά. Το 1806 δωρήθηκαν έξι πάπυροι στον Ναπολέοντα Α΄, και το 1810 δωρήθηκαν άλλοι 18 στον Γεώργιο Δ΄ της Βρετανίας και οι περισσότεροι κατέληξαν σήμερα να στεγάζονται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Οι υπόλοιποι στεγάζονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Νάπολης και στο Ινστιτούτο της Γαλλίας.
Για την ανάγνωσή τους δόθηκε μεγάλος αγώνας επί πολλές δεκαετίες και μέχρι πρόσφατα προσπαθούν με ειδικές μαγνητικές τομογραφίες, αλλά η έλλειψη αντίθεσης ανάμεσα στα γράμματα και τον πάπυρο δυσχεραίνει το έργο. Οι ειδικοί τελικά κατάφεραν με ειδική επεξεργασία να ανοίξουν πολλούς από αυτούς και έτσι γνωρίζουμε πια σημαντικά κομμάτια από το έργο του Φιλόδημου, πλην όμως το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί. Επισήμως αναφέρονται 1826 από τους οποίους οι 340 είναι σχεδόν πλήρεις.
Οι πάπυροι φαίνεται να προέρχονταν από μια και μοναδική βιβλιοθήκη σχετική με τη φιλοσοφία των Επικουρίων και συγγραφέας 44 εξ αυτών φέρεται να είναι ο Φιλόδημος.
Το σχέδιο Φιλόδημος
Οι Πάπυροι της Οξυρύγχου
Οι Πάπυροι της Οξυρύγχου αποτελούν σπουδαία συλλογή παπύρων που ανακλύφθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου με πολλά ελληνικά και λατινικά ντοκουμέντα, καθώς και αραβικά σε χαρτί. Χάρη σε αυτους έχουν διασωθεί κομμάτια πολλών και σημαντικών έργων της αρχαιότητας, όπως και χριστιανικών.
Οι Αμερικανικοί online
Μια σπουδαία συλλογή της βιβλιοθήκης Houghton του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (και στην οποία περιλαμβάνεται πάπυρος με ποίημα του Αλκμάνος, άλλοι με στίχους από την Οδύσσεια, αποσπάσματα από την Ιλιάδα, από την Πολιτεία του Πλάτωνα) έχει τους παπύρους στο διαδίκτυο και μπορειτε να τους δείτε[8] Η συλλογή είναι γνωστή ως πάπυροι του Houghton και αποκτήθηκαν κυρίως απο τις ανασκαφές της Egypt Exploration Society όπως αναφέρει η αγγλόφωνη Wikipedia.
Αλλοι πάπυροι
Ο πάπυρος Leyden (ή της Στοκχόλμης παλιότερα επειδή οι δύο πάπυροι ήταν κομμάτια του ίδιου υλικού) είναι γραμμένος στα ελληνικά και χρονολογείται στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. -ίσως και στο 250 π.Χ. Ειχε ταφεί μαζί με τον κάτοχό του και σήμερα φυλάσσεται στο Λέιντεν της Ολλανδίας. Τον ανακάλυψαν στις αρχές του 19ου αιώνα στις Θήβες τις Αιγύπτου μαζί με τον πάπυρο της Στοκχόλμης και ήταν γραμμένοι και οι δύο κατά πάσα πιθανότητα από τον ίδιο γραφέα. Τους βρήκε μαζί με πολλούς ελληνικούς μαγικούς παπύρους ένας άνδρας με το όνομα Jean d' Anastasi[9] Το 1828 πούλησε έναν αριθμό παπύρων στην κυβέρνηση της Ολλανδίας, αν και απέκτησε εκατοντάδες που βρέθηκαν μετά στο Βρετανικό Μουσείο και αλλού -ή κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές και δεν γνωρίζουμε τίποτα για το περιεχόμενό τους. Ο συγκεκριμένος πάπυρος έχει 10 φύλλα διαστάσεων 30 x 34 εκατοστά -20 σελίδες από τις οποίες είναι γραμμένες οι 16. Αναφέρονται 111 οδηγίες για να βρεις χρυσό, να επεξεργαστείς μέταλλα ώστε να μοιάζουν με χρυσό και άλλες συμβουλές που όμως φαίνεται να μην ήταν γραμμένες ως εγχειρίδιο αλλά μάλλον ως σημειώσεις κάποιου που ήδη κατείχε το θέμα. Οι τελευταίες 11 οδηγίες ειναι κομμάτι από το έργο «Περί ύλης ιατρικής» (Materia Medica) του Πεδάνιου Διοσκουρίδη
Ο Πάπυρος της Στοκχόλμης ή "Πάπυρος Graecus Holmiensis" αναφέρεται επίσης σε τεχνικές επεξεργασίας μετάλλων (περίπου 150) και είναι γραμμένος στην ελληνιστική κοινή και ορισμένες μπορεί να αποδοθουν στον αλχημιστή Ζώσιμο[10] και αναφέρει μεταξύ άλλων "ανακάτεψε κυπριακό χαλκό που είναι καλοδουλεμένος, άστον τρεις μέρες, βάλε 6 δραχμές από αλάτι Καππαδοκίας για κάθε μνα χαλκού...βάλε ασήμι αξίας όχι παραπάνω από 20 δραχμές.."[11]:
χαλκόν τον κύπριον τον ήδη ειρκασμένον
και έκτασιν έχοντα τη χρήσει και τάβαψον όξει βαφικόν στυπτυρία τε
και τρισίν ημέραις έα βρέχεσθαι
Στην αμερικανική Βιβλιοθήκη Μόργκαν ανήκουν και οι πάπυροι Colt.
Μια άλλη συλλογή είναι αυτή του Νορβηγού επιχειρηματία και συλλέκτη Martin Schøyen με βιβλικά χειρόγραφα, αλλά και ένα ελληνικό μαγικό φυλαχτό του 6ου π.Χ. αιώνα με επίκληση στον Απόλλωνα -είναι το αντικείμενο "ΜS 5236" της συλλογής.
Σημαντική είναι και η συλλογή παπύρων του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, καθώς και οι πάπυροι του πανεπιστήμιου του Πρίνστον.
Εξαιρετικοί είναι και οι Παπυροι Rylands που συντηρούνται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου John Rylands. Αποκτήθηκαν από τη Βόρειο Αφρική και την Ελλάδα. Η συλλογή περιλαμβάνει παπύρους με ιερογλυφικά και ιερατική γραφή που ειναι ως επι το πλειστον σχετικοί με θανάτους και ως συλλογή έχει παπύρους από τον 14ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ. Περιλαμβάνει επίσης 166 παπύρους από τον πτολεμαϊκή περίοδο και του Δαρείου του Α' της Περσίας. Επισης έχει 500 παπύρους στην κοπτική και 800 αραβικούς παπύρους (οι τελευταίοι είναι επιστολές και κατάστιχα εμπόρων)
Αλλη συλλογή είναι οι Tebtunis Papyri, στη βιβλιοθήκη Μπάνκροφτ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, με πάνω από 30.000 τεμάχια από τον 3ο αιώνα μ.Χ. που βρέθηκαν το 1900 στην Αίγυπτο. Επίσης σημαντική είναι η συλλογή του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον με 445 χειρόγραφα από τον 1ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 8ο αιώνα μ.Χ. καθώς και η συλλογή που στεγάζεται στο Γιέηλ και στην οποία που διατίθεται online πρόσβαση[12]
Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι και οι "πάπυροι της Ελεφαντίνης" σε ιερογλυφική, εβραϊκή, αραμαϊκή (που ήταν η lingua franca της περιοχής στη διάρκεια της περσικής κυριαρχίας κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα), κοπτική και ελληνική γραφή από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 5ο μ.Χ. Περιλαμβάνουν νομικά έγγραφα και επιστολές που πήραν τον δρόμο κατά δεκάδες για ιδιωτικές συλλογές στα τέλη του 19ου αιώνα. Πάπυροι της Ελεφαντίνης βρίσκονται στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Βερολίνου, στο Μουσείο του Μπρούκλιν και αλλού.
Βιβλιογραφία
B. L. Ullman, Ancient Writing and Its Influence, Longmans, Green, 1932
E. G. Turner, Ελληνικοί πάπυροι-Εισαγωγή στη μελέτη και τη χρήση των παπυρικών κειμένων, ΜΙΕΤ, 1981
Elpidio Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, ΜΙΕΤ, 1985
Heinz-Gunther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία-Τόμος Α', Παπαδήμας, 1997
Horst Blanck, Το βιβλίο στην αρχαιότητα, Παπαδήμας, 1994
L.D.Reynolds & N.G.Wilson, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, ΜΙΕΤ, 1981
Paul Harvey, The Oxford Companion to Classical Literature, Clarendon Press, 1937
Βασίλειος Μανδηλαράς, Πάπυροι και Παπυρολογία, Αθήνα 1994, β΄ έκδ.
↑J. Knobloch, Lingua 26, 1971, σελ. 310
Το βασικό αντεπιχείρημα είναι η σύγχυση των εικονογραμμάτων «βύβλος» και «πάπυρος», τα οποία φαίνεται να αντιστοιχούν στην ίδια αιγυπτιακή φράση. Ο J. Knobloch υποστήριξε ότι το εικονόγραμμα αναφερόταν στην ποιότητα του υλικού πρώτα και κατόπιν καθιερώθηκε ως ονομασία του.
Απόσπασμα από το άρθρο τού Knobloch, σε περίπτωση που ο αναγνώστης θα ήθελε να διαβάσει αυτούσιο το επιχείρημά του:
«Christensens Deutung von πάπυρος als altägypt. p:pr:s “das Monopol des Pharao” darf wohl dahin abgeändert werden, dass mit der Markenbezeichnung (βύβλος) p:pr:s zunächst die Qualität des Exportartikels bezeichnet wurde, deren Name sich dann festgesetzt hat».
↑B. P. Grenfell & A. S. Hunt, The Amherst Papyri I, (Λονδίνο 1900), σελ. 30.
↑στο "The Greek Magical Papyri in Translation, Including the Demotic Spells" Τόμος 1, αναφέρεται ως τυχοδιώκτης που ελίχθηκε με πολιτικές διασυνδέσεις με τον πασά και κατάφερε να γίνει πρόξενος της Σουηδίας στην Αίγυπτο και η αγγλόφωνη βικιπαίδεια τον ταυτίζει με τον Giovanni Anastasi. Βρέθηκε στην Αίγυπτο στο πλαίσιο του πυρετού "διπλωματών" και στρατιωτικών που συνέρρεαν εκεί για να αρπάξουν αρχαιότητες. Γεννήθηκε στη Δαμασκό και ήταν μάλλον αρμενικής καταγωγής και κατάλαβε την αξία των παπύρων παρότι αυτοί μέχρι το 1850 θεωρούνταν ακόμα και στα μουσεία ως αναξιοποίητες παράδοξες αρχαιότητες