Η ομοιοπαθητική, από τις λέξεις όμοιον και πάθος, είναι ένα ψευδοεπιστημονικό σύστημα εναλλακτικής ιατρικής, που επινοήθηκε το 1796 από τον Σάμουελ Χάνεμαν (Samuel Hahnemann), με βάση το αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur), σύμφωνα με το οποίο η θεραπεία μιας ασθένειας σωματικής ή πνευματικής[1], μπορεί να επιτευχθεί με χρήση φαρμακευτικών ουσιών που είναι ικανές να προκαλέσουν τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό.[2]. Τα ομοιοπαθητικά παρασκευάσματα δεν είναι αποτελεσματικά για τη θεραπεία καμίας νόσου.[3][4][5] Η χρήση των ομοιοπαθητικών θα λέγαμε ότι είναι κυρίως για ψυχολογικούς και ψυχιατρικούς λόγους. Έρευνες μεγάλης κλίμακας έχουν δείξει πως η ομοιοπαθητική δεν είναι περισσότερο αποτελεσματική από ένα εικονικό φάρμακο (placebo), υποδηλώνοντας ότι οποιαδήποτε θετικά αποτελέσματα από τη θεραπεία οφείλονται στο φαινόμενο placebo και τη φυσική ανάρρωση του ασθενούς.[6][7]
Ο Χάνεμαν πίστευε πως η υποκείμενη αιτία των ασθενειών ήταν τα φαινόμενα που εκείνος αποκαλούσε «μιάσματα», τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με ομοιοπαθητικά φάρμακα. Για την παρασκευή των φαρμάκων αυτών γίνεται σταδιακή αραίωση μιας δραστικής ουσίας σε οινόπνευμα ή απεσταγμένο νερό, την οποία ακολουθεί βίαη κρούση πάνω σε ένα ελαστικό σώμα.[8] Η αραίωση συνήθως συνεχίζεται ακόμα και όταν πλέον δεν απομένει ούτε ένα μόριο της αρχικής ουσίας.[9] Οι Ομοιοπαθητικοί επιλέγουν φάρμακα συμβουλευόμενοι καταλόγους, γνωστοί και ως «ευρετηριολόγια» (αγγλ. repertory), με βάση μια διάγνωση που λαμβάνει υπόψη τα συμπτώματα του ασθενούς, τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, τη φυσική και ψυχολογική του κατάσταση, και την ιστορία της ζωής του.[10]
Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Χάνεμαν, αναφέρονται συχνά ως «Κλασική Ομοιοπαθητική», στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο, και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο «ομοιοπαθητική» συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α. Σήμερα η ομοιοπαθητική ως διακριτό σύστημα ιατρικής αναγνωρίζεται από τον νόμο στο Βέλγιο (1999), τη Βουλγαρία (2005), τη Γερμανία (1998), την Ουγγαρία (1997), τη Λιθουανία (1997), την Πορτογαλία (2003), τη Ρουμανία (1981), τη Σλοβενία (2007) και το Ηνωμένο Βασίλειο (1950), σε ό,τι αφορά στην Ε.Ε..[11] Τα βασικά αξιώματα της ομοιοπαθητικής στερούνται επαλήθευσης από το πεδίο της βιολογίας[12] και έχουν διαψευστεί εδώ και αρκετό καιρό.[13] Οι προτεινόμενοι μηχανισμοί λειτουργίας των ομοιοπαθητικών φαρμάκων θεωρούνται επιστημονικά αβάσιμοι[14][15] και αδύνατοι.[16] Ενώ ορισμένες κλινικές δοκιμές παρουσιάζουν θετικά αποτελέσματα,[17][18] οι συστηματικές ανασκοπήσεις τους αποκαλύπτουν πως αυτό οφείλεται σε στατιστικές διακυμάνσεις, σε ελαττωματικές ερευνητικές μεθόδους και μεροληπτική αναφορά. Η πρακτική της ομοιοπαθητικής έχει χαρακτηριστεί ως ανήθικη, καθώς επιδεινώνει την ταλαιπωρία των ασθενών αποθαρρύνοντάς τους από τη χρήση αποτελεσματικών φαρμάκων.[19] Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποιεί κατά της χρήσης της ομοιοπαθητικής για τη θεραπεία σοβαρών νοσημάτων όπως το HIV και ελονοσία.[20] Η συνεχιζόμενη πρακτική, παρά την έλλειψη αποδείξεων για την αποτελεσματικότητά της,[21][14][22] οδήγησε στον χαρακτηρισμό της από τμήμα της επιστημονικής και ιατρικής κοινότητας ως ανοησίας,[23] ψευτοϊατρικής,[24][25][26] ή απάτης.
Έχουν πραγματοποιηθεί τέσσερεις ανεξάρτητες αναλύσεις σε μεγάλη κλίμακα για την αξιολόγηση της ομοιοπαθητικής από εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς: Το Αυστραλιανό Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας, την Επιτροπή Επιστήμης και Τεχνολογίας του Βρετανικού κοινοβουλίου, το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Ακαδημιών Επιστήμης και του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Υγείας. Όλες κατέληξαν στο ότι η ομοιοπαθητική είναι αναποτελεσματική και πρότειναν τη διακοπή περαιτέρω χρηματοδότησής της. To 2017 η Ρωσική Ακαδημία Επιστημών αποκάλεσε την ομοιοπαθητική ψευδοεπιστήμη. Ωστόσο, παρόλο που στερείται ιατρικής και βιολογικής βάσης, η ομοιοπαθητική θεωρείτο από πολλούς επιστήμη, βασιζόμενη στην επιστημονική μεθοδολογία.
Ιστορία
Ιστορικό πλαίσιο
Οι oμοιοπαθητικοί ισχυρίζονται πως ο Ιπποκράτης πιθανόν έχει θεμελιώσει την ομοιοπαθητική περίπου το 400 π.Χ., όταν υπαγόρευε τη χρήση μιας μικρής δόσης μανδραγόρα για θεραπεία μανίας, γνωρίζοντας πως αυτό προκαλεί μανία σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις.[27] Το 16ο αιώνα, ο πρωτοπόρος της φαρμακολογίας Παράκελσος υποστήριξε πως σε μικρές δόσεις «αυτό που προκαλεί αρρώστια στον άνθρωπο, επίσης τον θεραπεύει.»[28] Ο Σάμουελ Χάνεμαν (1755–1843) έδωσε στην ομοιοπαθητική το όνομά της και διεύρυνε τις αρχές της στα τέλη του 18ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, η κλασική ιατρική χρησιμοποιούσε μεθόδους όπως αφαίμαξη και κάθαρση, καθώς και πολύπλοκα μείγματα όπως η θερακή (ή θεριακή) Βενετίας, η οποία παρασκευαζόταν από 64 ουσίες, όπως όπιο, μύρο και σάρκα οχιάς.[29] Αυτές οι θεραπείες συχνά προκαλούσαν την επιδείνωση των συμπτωμάτων, με ενίοτε μοιραία αποτελέσματα.[30][31] Ο Χάνεμαν απέρριψε αυτές τις πρακτικές – οι οποίες εκθειάζονταν για πολλούς αιώνες[32] – ως παράλογες και μη συνιστώμενες.[33] Αντί για αυτές, υποστήριζε τη χρήση μεμονωμένων φαρμάκων σε μικρότερες δόσεις και προωθούσε μια άυλη, βιταλιστική προσέγγιση της λειτουργίας των ζωντανών οργανισμών, πιστεύοντας πως οι ασθένειες έχουν πνευματικά, όπως και φυσικά αίτια.[34]
Ο όρος «ομοιοπαθητική» επινοήθηκε από τον Χάνεμαν και για πρώτη φορά εμφανίστηκε στον τύπο το 1807.[35]
Ο Χάνεμαν επινόησε την ομοιοπαθητική ενώ μετέφραζε μια ιατρική διατριβή του Σκωτσέζου γιατρού και χημικού Ουίλιαμ Κάλλεν (William Cullen) στα Γερμανικά. Μιας και ήταν σκεπτικός απέναντι στη θεωρία του Κάλλεν, που αφορούσε τη χρήση της κιγχόνης για τη θεραπεία της ελονοσίας, ο Χάνεμαν κατάπιε μια ποσότητα του φλοιού της προκειμένου να ερευνήσει τι θα συνέβαινε. Ως αποτέλεσμα, εμφάνισε πυρετό, ρίγος και αρθραλγία: συμπτώματα παρόμοια με αυτά της ελονοσίας. Μετά από αυτό το πείραμα, ο Χάνεμαν έφτασε στην πεποίθηση πως όλα τα αποτελεσματικά φάρμακα προκαλούν συμπτώματα σε υγιείς οργανισμούς, όμοια με αυτά των ασθενειών που θεραπεύουν, σύμφωνα με το «νόμο των ομοίων» που είχαν προτείνει οι γιατροί της αρχαιότητας.[36] Μια καταγραφή των αποτελεσμάτων της κατάποσης φλοιού κιγχόνης από τον Όλιβερ Ουέντελ Χόλμς (Oliver Wendell Holmes, Sr.), που έχει δημοσιευτεί το 1861, απέτυχε να αναπαράγει τα συμπτώματα που ανέφερε ο Χάνεμαν.[37]:128 Ο νόμος των ομοίων του Χάνεμαν αποτελεί ένα αξίωμα, και όχι ένα φυσικό νόμο.[38]
Μεταγενέστερη επιστημονική έρευνα δείχνει πως η κιγχόνη θεραπεύει την ελονοσία επειδή περιέχει κινίνη, η οποία καταστρέφει το παράσιτο Plasmodium falciparum που προκαλεί τη νόσο, λειτουργία που δεν σχετίζεται με τα συμπτώματα του κιγχονισμού.[39]
Ομοιοπαθητική επαλήθευση
Ο Χάνεμαν άρχισε να ερευνά την επίδραση που έχουν διάφορες ουσίες στον ανθρώπινο οργανισμό, η διαδικασία που αργότερα έγινε γνωστή ως «ομοιοπαθητική επαλήθευση» (αγγλ. "homeopathic proving"). Σε αυτά τα πειράματα οι εθελοντές καλούνταν να ερευνούν τις ενέργειες που προκαλούνται από την κατάποση διαφόρων ουσιών, με ακριβή καταγραφή συμπτωμάτων καθώς και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτά εμφανίζονταν.[40] Μια συλλογή επαληθεύσεων δημοσιεύτηκε το 1805, και μια δεύτερη συλλογή των 65 φαρμάκων εμφανίστηκε στο βιβλίο του, Materia Medica Pura, το 1810.[41]
Ο Χάνεμαν είχε την πεποίθηση πως οι μεγάλες δόσεις φαρμάκων που προκαλούσαν όμοια συμπτώματα θα οδηγούσαν στην επιδείνωση της ασθένειας, και συνιστούσε την ισχυρή αραίωση αυτών των ουσιών. Πίστευε πως η τεχνική που επινόησε για την παρασκευή των διαλυμάτων θα μπορούσε να συντηρήσει τις θεραπευτικές ιδιότητες μιας ουσίας, αφαιρώντας ταυτόχρονα τις επιβλαβείς.[9] Κατά την άποψή του, αυτή η διαδικασία αφύπνιζε και ενίσχυε τις «πνευματοειδείς θεραπευτικές δυνάμεις των ακατέργαστων ουσιών».[42]
Το 1810 ο Χάνεμαν ολοκλήρωσε και δημοσίευσε μια πλήρη επισκόπηση του νέου ιατρικού συστήματός του στο σύγγραμμα Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης (Organon der rationellen Heikunst, 1810). Η 6η έκδοση του συγγράμματος, που δημοσιεύτηκε το 1921, χρησιμοποιείται από τους ομοιοπαθητικούς ακόμα και σήμερα.[43]
Μιάσματα και νοσήματα
Στο Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης, ο Χάνεμαν εισήγαγε την έννοια των «μιασμάτων» ως «μολυσματικών στοιχείων» που αποτελούν τη βάση των χρόνιων παθήσεων.[44] Ο Χάνεμαν είχε συνδέσει το κάθε μίασμα με συγκεκριμένα νοσήματα, και πίστευε πως η αρχική έκθεση στα μιάσματα προκαλεί τοπικά συμπτώματα, όπως δερματοπάθειες ή αφροδισιακά νοσήματα. Όταν όμως αυτά τα συμπτώματα καταπιέζονται με τη χρήση φαρμάκων, η πραγματική αιτία προχωρά πιο βαθιά και αρχίζει να εκδηλώνεται με τη μορφή παθήσεων των εσωτερικών οργάνων.[45] Σύμφωνα με τις αρχές της ομοιοπαθητικής, η θεραπεία των ασθενειών που γίνεται με την απευθείας αντιμετώπιση των συμπτωμάτων τους, όπως μερικές φορές συμβαίνει στη συμβατική ιατρική, δεν είναι αποτελεσματική επειδή όλα τα «νοσήματα συνήθως συνδέονται με κάποια κρυμμένη, βαθιά ριζωμένη, υποκείμενη χρόνια, ή κληρονομική τάση».[46] Το αντίστοιχο υποκείμενο μίασμα παραμένει, και τα βαθιά ριζωμένα νοσήματα μπορούν να θεραπευτούν μόνο με την αφαίρεση της βαθύτερης διατάραξης της ζωτικής δύναμης.[47]
Ο Χάνεμαν αρχικά παρουσίασε μόνο τρία μιάσματα, από τα οποία το πιο σημαντικό ήταν η ψώρα, την οποία ο Χάνεμαν συσχέτιζε με κάθε είδους δερματοπάθεια που εμπεριέχει το στοιχείο της φαγούρας. Σύμφωνα με τον Χάνεμαν, η ψώρα υποτίθεται ότι προέρχεται από την καταπιεσμένη ψωρίαση, και αποτελεί ένα θεμέλιο για πολύ περισσότερα νοσήματα. Ο ίδιος πίστευε πως η ψώρα ήταν η αιτία νοσημάτων όπως η επιληψία, ο καρκίνος, ο ίκτερος, η κώφωση και ο καταρράκτης.[48] Έκτοτε, έχουν προταθεί και άλλα μιάσματα, μερικά από τα οποία αντικαθιστούν μια ή παραπάνω από τις προτεινόμενες λειτουργίες της ψώρας, όπως μιάσματα φυματίωσης και καρκίνου.[45]
Ο νόμος της επιδεκτικότητας συνεπάγεται ότι η αρνητική κατάσταση του νου μπορεί να προσελκύσει υποθετικές οντότητες που ονομάζονται «μιάσματα», οι οποίες μπορούν να εισβάλλουν στο σώμα και να προκαλέσουν συμπτώματα ασθενειών.[49] Ο Χάνεμαν απέρριψε την ιδέα της αρρώστιας ως ξεχωριστής ή ξένης οντότητας, και επέμενε πως ήταν πάντα μέρος του «ζωτικού συνόλου».[50] Ο Χάνεμαν επινόησε την έκφραση «αλλοπαθητική ιατρική», η χρήση της οποίας αποτελούσε υποτιμητική αναφορά στην παραδοσιακή δυτική ιατρική.[51]
Η μιασματική θεωρία του Χάνεμαν παραμένει αντικείμενο διαμάχης στους κύκλους των ομοιοπαθητικών ακόμα και στη σύγχρονη εποχή. Η θεωρία των μιασμάτων έχει χαρακτηριστεί ως εξήγηση την οποία ο Χάνεμαν ανέπτυξε προκειμένου να προστατέψει το σύστημα της ομοιοπαθητικής όταν ήρθε αντιμέτωπος με τις αποτυχίες των θεραπειών του, καθώς και την αδυναμία του να καλύψει τους εκατοντάδες τύπους νοσημάτων, να εξηγήσει την προδιάθεση σε ασθένειες, τους γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, και το μοναδικο ιατρικό ιστορικό του κάθε ασθενή.[52]:148–9
19ος αιώνας: αύξηση της δημοτικότητας και πρώιμη κριτική
Τον 19ο αιώνα η ομοιοπαθητική έφτασε το αποκορύφωμα της δημοτικότητάς της. Η εισαγωγή της στις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε το 1825 χάρη στον Χανς Μπιρτς Γκραμ (Hans Birch Gram), μαθητή του Χάνεμαν.[53] Η πρώτη σχολή της ομοιοπαθητικής των Η.Π.Α. άνοιξε το 1835, ενώ το 1844 ιδρύθηκε η πρώτη εθνική ιατρική ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών, το Αμερικανικό Ινστιτούτο της Ομοιοπαθητικής (American Institute of Homeopathy). Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, δεκάδες ομοιοπαθητικά ιδρύματα εμφανίστηκαν στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.[54] Μέχρι το 1900, τα ομοιοπαθητικά κολλέγια στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασαν τον αριθμό των 22, με 15.000 να ασκούν την ομοιοπαθητική πρακτικής.[55] Καθώς η ιατρική πρακτική της εποχής βασιζόταν σε αναποτελεσματικές, και συχνά επικίνδυνες θεραπείες, οι πελάτες των ομοιοπαθητικών συχνά παρατηρούσαν καλύτερα αποτελέσματα από τους ασθενείς των γιατρών της εποχής.[56] Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, έστω και αναποτελεσματικά, ήταν σχεδόν απίθανο να προκαλέσουν ζημιά, με συνέπεια τη μικρότερη πιθανότητα θανάτου των ασθενών που τα χρησιμοποιούσαν.[43] Η σχετικά μεγάλη επιτυχία της ομοιοπαθητικής στη διάρκεια του 19ου αιώνα ίσως να οδήγησε στην εγκατάλειψη των αναποτελεσματικών και βλαβερών θεραπειών της αφαίμαξης και κάθαρσης, και στη μετάβαση σε πιο αποτελεσματική ιατρική που βασίζεται σε επιστημονικές αρχές.[31] Μία από τις αιτίες της αυξανόμενης δημοτικότητας της ομοιοπαθητική ήταν η φαινομενική της επιτυχία στη θεραπεία μολυσματικών επιδημικών νοσημάτων.[57] Κατά τη διάρκεια των επιδημικών ασθενειών του 19ου αιώνα, όπως της χολέρας, τα ομοιοπαθητικά νοσοκομεία συχνά παρουσίαζαν χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από τα συμβατικά νοσοκομεία, στα οποία χρησιμοποιούνταν θεραπείες που συχνά ήταν επιβλαβείς και είχαν ελάχιστη ή καμία αποτελεσματικότητα στην καταπολέμηση των ασθενειών.[58]
Από τη στιγμή της δημιουργίας της, η ομοιοπαθητική ήταν στόχος κριτικής από την επιστημονική κοινότητα. Ο Τζον Φορμπς (Sir John Forbes), προσωπικός γιατρός της Βασίλισσας Βικτωρίας, το 1843 ανέφερε πως οι εξαιρετικά μικρές δόσεις της ομοιοπαθητικής συχνά χλευάζονταν ως άχρηστες και «προσβολή στην ανθρώπινη λογική».[59] Ο Τζέϊμς Γιανγκ Σίμσον (James Young Simpson) το 1853 είχε σχολιάσει τα φάρμακα υψηλής αραίωσης υποστηρίζοντας πως «ουδέν δηλητήριο, όσο ισχυρό και να είναι, το δισεκατομμυριοστό ή δεκάκις εκατομμυριοστό του οποίου θα επηρέαζε ελάχιστα τον άνθρωπο ή θα έβλαπτε μια μύγα.»[60] Ο Αμερικανός γιατρός και συγγραφέας του 19ου αιώνα Όλιβερ Ουέντελ Χολμς (Oliver Wendell Holmes, Sr.) υπήρξε επίσης έντονος κριτής της ομοιοπαθητικής και το 1842 δημοσίευσε μια έκθεση με τον τίτλο Η Ομοιοπαθητική και οι Συγγενικές της Αυταπάτες (Homœopathy and Its Kindred Delusions).[37] Τα μέλη του Γαλλικού Ομοιοπαθητικού Συλλόγου (French Homeopathic Society) το 1867 παρατήρησαν πως μερικοί από τους κυριότερους ομοιοπαθητικούς της Ευρώπης όχι μόνο εγκατέλειπαν την πρακτική της παροχής απειροελάχιστων δόσεων αλλά και πλέον δεν την υπερασπίζονταν.[61] Η τελευταία αμερικανική σχολή που δίδασκε αποκλειστικά ομοιοπαθητική έκλεισε το 1920.[43]
Σύμφωνα με τον Πολ Ούλριχ Ούνσουλντ (Paul Ulrich Unschuld), το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας ήταν γοητευμένο από την ομοιοπαθητική, και ξόδευε μεγάλα ποσά για την έρευνα των μηχανισμών λειτουργίας της, χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα. Ο Ούνσουλντ επίσης υποστηρίζει πως έκτοτε η ομοιοπαθητική δεν έχει ριζωθεί στις Ηνωμένες Πλιτείες, αλλά παρέμεινε εδραιωμένη στην Ευρωπαϊκή νοοτροπία.[62]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Κανονισμός Τροφίμων, Φαρμάκων και Καλλυντικών του 1938 (Food, Drug, and Cosmetic Act, το οποίο έχει προτείνει ο Ρόϋαλ Κόπλαντ (Royal Copeland), γερουσιαστής από τη Νέα Υόρκη και ομοιοπαθητικός γιατρός) αναγνώρισε τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα ως φάρμακα. Τη δεκαετία του 1950, μόνο 75 αποκλειστικοί ομοιοπαθητικοί εξασκούσαν την πρακτική στις Ηνωμένες Πολιτείες.[63] Αργότερα όμως, από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας των 1970, η ομοιοπαθητική επέστρεψε δυναμικά και οι πωλήσεις ορισμένων ομοιοπαθητικών εταιρειών δεκαπλασιάστηκαν.[64] Ορισμένοι ομοιοπαθητικοί αποδίδουν την αναβίωση στον Έλληνα ομοιοπαθητικό Γιώργο Βυθούλκα (George Vithoulkas), ο οποίος έχει διεξάγει «πλήθος ερευνών για την ενημέρωση των σεναρίων και τη βελτίωση των θεωριών και πρακτικής της ομοιοπαθητικής» ξεκινώντας τη δεκαετία των 1970,[65][66] όμως οι Έρνστ και Σινχ (Ernst and Singh) θεωρούν πως αυτή συνδέεται με την άνοδο του κινήματος New Age.[32] Όπως και να έχει, οι αλυσίδες φαρμακευτικών εταιρειών αναγνώρισαν την επιχειρηματική ευκαιρία της πώλησης των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.[67]
Ο Μπριούς Χούντ (Bruce Hood) διατύπωσε την άποψη πως η αύξηση της δημοτικότητας της ομοιοπαθητικής τον τελευταίο καιρό μπορεί να οφείλεται στις συγκριτικά μακρύτερες ιατρικές επισκέψεις, καθώς οι ομοιοπαθητικοί είναι πρόθυμοι να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στους ασθενείς τους, καθώς και στην παράλογη προτίμηση «βιολογικών» προϊόντων, τα οποία κατά την αντίληψη των καταναλωτών αποτελούν το θεμέλιο των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.[68]
Οι ομοιοπαθητικοί βασίζονται σε δυο ειδών καταλόγους όταν συνταγογραφούν φάρμακα: materia medica και ευρετηριολόγια (αγγλ. repertory). Το ομοιοπαθητικό materia medica είναι μια συλλογή από «εικόνες φαρμάκων», ταξινομημένα αλφαβητικά κατά «φάρμακο». Αυτές οι καταχωρήσεις περιγράφουν τα συμπτώματα που αντιστοιχούν σε κάθε φάρμακο. Ένα ομοιοπαθητικό ευρετηριολόγιο είναι ένας πίνακας συμπτωμάτων που περιλαμβάνει λίστες φαρμάκων που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα συμπτώματα.[69]
Στη διαδικασία παρασκευής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων χρησιμοποιούνται διάφορα ζωϊκά, φυτικά, ανόργανα και συνθετικά υλικά. Τα παραδείγματά τους περιλαμβάνουν τα arsenicum album (τριοξείδιο αρσενικού), natrum muriaticum (χλωριούχο νάτριο ή αλάτι), Lachesis muta (δηλητήριο ενός είδους κροταλία), όπιο και thyroidinum (ορμόνες θυρεοειδή αδένα). Οι ομοιοπαθητικοί επίσης χρησιμοποιούν φάρμακα που ονομάζονται «νοσώδη» (από το νόσος, ασθένεια) φτιαγμένα από μολυσμένα ή παθολογικά παράγωγα όπως κοπρικές, ουρητικές και αναπνευστικές εκκενώσεις, αίμα και ιστούς.[70] Ομοιοπαθητικά φάρμακα παρασκευασμένα από υγιή δείγματα ονομάζονται "σαρκώδη".
Μερικοί σύγχρονοι ομοιοπαθητικοί έχουν μελετήσει πιο αποκρυφιστικά θεμέλια φαρμάκων, γνωστά ως "imponderables" επειδή δεν προέρχονται από κάποια ουσία, αλλά από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία η οποία υποτίθεται πως «αιχμαλωτίζεται» στο οινόπνευμα ή λακτόζη, όπως οι Ακτίνες Χ[71] και το ηλιακό φως.[72] Ορισμένοι ομοιοπαθητικοί χρησιμοποιούν τεχνικές που οι συνάδελφοί τους θεωρούν αμφισβητήσιμες. Αυτές περιλαμβάνουν «χάρτινα φάρμακα», όπου η ουσία και η αραίωση σημειώνονται σε κομμάτια χαρτιού τα οποία είτε καρφιτσώνονται στα ρούχα του ασθενούς, ή τοποθετούνται στις τσέπες τους, ή βάζονται κάτω από ποτήρια με νερό τα οποία προσφέρονται στους ασθενείς, καθώς και την εφαρμογή της ραδιονικής στη διαδικασία παρασκευής των φαρμάκων. Τέτοιες πρακτικές έχουν αποδοκιμαστεί από τους κλασικούς ομοιοπαθητικούς ως αβάσιμες θεωρίες που αγγίζουν τα όρια της μαγείας και της δεισιδαιμονίας.[73][74]
Προετοιμασία
Στην παρασκευή φαρμάκων, οι ομοιοπαθητικοί εφαρμόζουν μια διαδικασία που ονομάζεται «δυναμοποίηση» (potentization ή dynamization), κατά την οποία ένα υλικό διαλύεται σε οινόπνευμα ή απεσταγμένο νερό και έπειτα αναταράσσεται βίαια με 10 απότομα χτυπήματα πάνω σε ένα ελαστικό σώμα ("succussion").[8][75] Ο Χάνεμαν προωθούσε τη χρήση ουσιών που προκαλούσαν συμπτώματα όμοια με αυτά της αρρώστιας από την οποία έπασχε ο ασθενής, όμως ανακάλυψε πως οι μη αραιωμένες δόσεις επιδείνωναν τα συμπτώματα και την κατάσταση του ασθενούς, μερικές φορές προκαλώντας επικίνδυνη τοξική αντίδραση. Γι'αυτό το λόγο πρότεινε την αραίωση αυτών των ουσιών, καθώς πίστευε πως η δυναμοποίηση ενεργοποιούσε τη «ζωτική ενέργεια» της αραιωμένης ουσίας[76] και την ενίσχυε. Προκειμένου να διευκολύνει τη διαδικασία, ο Χάνεμαν προσέλαβε έναν σελοποιό για να του κατασκευάσει μια ειδική ξύλινη σανίδα καλυμμένη με δέρμα σε μια της πλευρά, με γέμιση από τρίχες αλόγου.[77] Αδιάλυτα στερεά, όπως ο χαλαζίας και όστρακο των στρειδιών, διαλύονται με τη σύνθλιψή τους με λακτόζη (κονιορτοποίηση).
Στην ομοιοπαθητική τακτικά χρησιμοποιούνται τρείς λογαριθμικές κλίμακες ισχύος. Ο Χάνεμαν δημιούργησε την «εκατοστιαία», ή «C κλίμακα», αραιώνοντας μια ουσία με συντελεστή του 100 σε κάθε στάδιο. Ο Χάνεμαν προτιμούσε την εκατοστιαία κλίμακα για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ένα διάλυμα 2C απαιτεί την αραίωση μιας ουσίας σε αναλογία 1 προς 100, και ένα μέρος από το διάλυμα που προκύπτει αραιώνεται ξανά σε αναλογία 1 προς 100. Το τελικό διάλυμα περιέχει ένα μέρος της αρχικής ουσίας σε 10,000 μέρη του διαλύματος.[78] Η αραίωση 6C επαναλαμβάνει αυτή τη διαδικασία έξι φορές, καταλήγοντας στην αραίωση της αρχικής ουσίας με συντελεστή των 100−6=10−12 (ένα μέρος σε ένα τρισεκατομμύριο ή 1/1,000,000,000,000). Υψηλότερες αραιώσεις ακολουθούν την ίδια λογική. Σύμφωνα με τις αρχές της ομοιοπαθητικής, ένα διάλυμα υψηλότερης αραίωσης θεωρείται πως έχει μεγαλύτερη δραστικότητα, οπότε οι ομοιοπαθητικοι υποστηρίζουν πως τα φάρμακα που προκύπτουν από υψηλότερες αραιώσεις έχουν και πιο ισχυρή και βαθύτερη δράση.[79] Το τελικό προϊόν συχνά είναι τόσο αραιωμένο, που δεν διαφέρει σε τίποτα από τη διαλυτική ουσία (καθαρό νερό, ζάχαρη ή οινόπνευμα).[9][80][81] Υπάρχει επίσης και δεκαδική κλίμακα (η οποία αναγράφεται ως "X" ή "D") όπου το φάρμακο αραιώνεται με συντελεστή του 10 σε κάθε στάδιο.[82]
Ο Χάνεμαν συνιστούσε τη χρήση της αραίωσης 30C στις περισσότερες περιπτώσεις (δηλαδή, αραίωση με συντελεστή του 1060).[8] Στις μέρες του, δεν ήταν παράλογη η υπόθεση πως τα φάρμακα μπορούσαν να αραιωθούν επ'άπειρον, καθώς η έννοια του ατόμου ή του μορίου ως της μικρότερης δυνατής μονάδας χημικής ουσίας μόλις άρχιζε να αναγνωρίζεται. Η υψηλότερη αραίωση που έχει εύλογες πιθανότητες να περιέχει έστω και ένα μόριο της αρχικής ουσίας είναι 12C.
Οι επικριτές και υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής συχνά επιχειρούν να εξηγήσουν τις τυπικές αραιώσεις χρησιμοποιώντας αναλογίες.[83] Ο Χάνεμαν, σύμφωνα με μερικές αναφορές, αστιευόταν πως η πιο κατάλληλη μέθοδος αντιμεώπισης μιας επιδημίας θα ήταν το άδειασμα ενός μπουκαλιού με δηλητήριο στη Λίμνη της Γενεύης, εαν αυτή μπορούσε να αναταραχθεί 60 φορές.[84][85] Σύμφωνα με ένα άλλο παράδειγμα που έδωσε ένας επικριτής της ομοιοπαθητικής, ένα 12C διάλυμα ισοδυναμεί με «μια πρέζα αλάτι στο Βόρειο και Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό μαζί»,[84][85] σύγκριση που είναι σχετικά ακριβής.[86] Ένα τρίτο μιας σταγόνας κάποιας αρχικής ουσίας αραιωμένο σε όλο το νερό της Γης θα κατέληγε σε φάρμακο με συγκέντρωση των περίπου 13C.[87][83][88] Ένα δημοφιλές φάρμακο κατά της γρίπης είναι μια 200C αραίωση συκωτιού πάπιας, και προωθείται με το όνομα oscillococcinum. Καθώς ολόκληρο το παρατηρήσιμο σύμπαν περιέχει περίπου 1080 άτομα, η αραίωση ενός μορίου στο παρατηρήσιμο σύμπαν θα ήταν της τάξεως των 40C. Επομένως, το oscillococcinum θα απαιτούσε 10320 επιπλέον σύμπαντα απλά για να περιέχεται ένα μόριο στην τελική ουσία.[89] Οι χαρακτηριστικές υψηλές αραιώσεις συνήθως θεωρούνται ως το πιο επίμαχο και απίστευτο στοιχείο της ομοιοπαθητικής.[90]
Η αντιπαράθεση για τις αραιώσεις
Δεν συνιστούν όλοι οι ομοιοπαθητικοί εξαιρετικά υψηλές αραιώσεις. Φάρμακα με ισχύ κάτω του 4X θεωρούνται ένα σημαντικό τμήμα της ομοιοπαθητικής κληρονομιάς.[91]
Πολλοί από τους πρώιμους ομοιοπαθητικούς ήταν γιατροί και συνήθως χρησιμοποιούσαν χαμηλότερες αραιώσεις όπως "3X" ή "6X", σπάνια ξεπερνώντας την "12X". Το σχίσμα ανάμεσα στις χαμηλές και υψηλές αραιώσεις ήταν αποτέλεσμα ιδεολογικών διαφορών. Οι υποστηρικτές των χαμηλών αραιώσεων έδιναν έμφαση στην παθολογία και ισχυρότερους δεσμούς με τη συμβατική ιατρική, ενώ όσοι προτιμούσαν τις υψηλότερες αραιώσεις τόνιζαν τη ζωτική δύναμη, μιάσματα και πνευματική ερμηνεία της ασθένειας.[92][93] Ορισμένα προϊόντα με σχετικά χαμηλότερες αραιώσεις αυτού του είδους συνεχίζουν να πωλούνται, όπως όμως και τα ομόλογά τους, δεν έχει αποδειχθεί οριστικά πως λειτουργούν πιο αποτελεσματικά από τα εικονικά φάρμακα (placebo).[94][95]
Επαληθεύσεις
Η ομοιοπαθητική επαλήθευση είναι μια διαδικασία που προσδιορίζει το προφίλ ενός ομοιοπαθητικού φαρμάκου.[96]
Αρχικά ο Χάνεμαν χρησιμοποιούσε μη αραιωμένες ουσίες για την επαλήθευση, αργότερα όμως υποστήριζε επαληθεύσεις με φάρμακα αραίωσης της τάξεως των 30C,[8] και οι περισσότερες σύγχρονες επαληθεύσεις διεξάγονται με τη χρήση υπεραραιωμένων φαρμάκων στα οποία είναι απίθανο να παραμένουν μόρια των αρχικών ουσιών.[97] Στη διαδικασία της επαλήθευσης, ο Χάνεμαν χορηγούσε φάρμακα σε υγιείς εθελοντές, και τα συμπτώματα που προέκυπταν συγκεντρώνονταν από τους παρατηρητές σε μια «εικόνα φαρμάκου». Η παρακολούθηση των εθελοντών συνέχιζε για αρκετούς μήνες, ενώ αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν εκτενή ημερολόγια καταγράφοντας όλα τα συμπτώματά τους σε συγκεκριμένα σημεία της ημέρας. Κατά τη διάρκεια του πειράματος, δεν επιτρεπόταν η κατανάλωση του καφέ, τσαγιού, μπαχαρικών ή κρασιού. Το σκάκι ήταν επίσης απαγορευμένο καθός ο Χάνεμαν το έκρινε ως «υπερβολικά συναρπαστικό», όμως επιτρεπόταν η κατανάλωση μπύρας και μέτρια γυμναστική. Στο τέλος του πειράματος, ο Χάνεμαν τους ανάγκαζε να ορκιστούν πως οι αναφορές τους στα ημερολόγια ήταν αληθείς, και στο σημείο αυτό προχωρούσε σε λεπτομερή ανάκρισή τους σχετικά με τα συμπτώματά τους.
Οι επαληθεύσεις πιθανότατα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της κλινικής δοκιμής, εξαιτίας της πρώιμης χρήσης απλών ομάδων ελέγχου, συστηματικών και ποσοτικών διαδικασιών, και μιας από τις πρώτες εφαρμογές της στατιστικής στην ιατρική.[98] Τα εκτενή αρχεία που περιγράφουν τον αυτοπειραματισμό των ομοιοπαθητικών έχουν σε κάποιες περιπτώσεις αποδειχθεί χρήσιμα στην ανάπτυξη σύγχονων φαρμάκων: για παράδειγμα, η απόδειξη της χρησιμότητας της νιτρογλυκερίνης ως θεραπείας της στηθάγχης ανακαλύφθηκε κατά την ανάγνωση των ομοιοπαθητικών επαληθεύσεων, όμως οι ίδιοι οι ομοιοπαθητικοί εκείνη την εποχή δεν τη χρησιμοποιούσαν ποτέ για αυτό το σκοπό.[99] Οι πρώτες καταγεγραμμένες επαληθεύσεις δημοσιεύτηκαν στην έκθεση του Χάνεμαν το 1796, Έκθεση περί Νέας Αρχής (Essay on a New Principle).[100] Το σύγγραμμα Fragmenta de Viribus (1805)[101] περιείχε αποτελέσματα των 27 επαληθεύσεων, ενώ το Materia Medica Pura (1810) περιείχε 65.[102] Για το Διαλέξεις περί Ομοιοπαθητικών Materia Medica (Lectures on Homoeopathic Materia Medica) του Τζέϊμς Ταϊλερ Κεντ (James Tyler Kent) το 1905, 217 φάρμακα είχαν υποστεί επαλήθευση και νέες ουσίες προστίθενται τακτικά στις σύγχρονες εκδοχές τις.
Ενώ η διαδικασία της επαλήθευσης φέρει επιφανειακές ομοιότητες με τις κλινικές δοκιμές, είναι εντελώς διαφορετική στο ότι η διαδικασία είναι υποκειμενική και όχι τυφλή, ενώ οι σύγχρονες επαληθεύσεις είναι απίθανο να χρησιμοποιούν φαρμακολογικά ενεργά επίπεδα της ουσίας που επαληθεύεται.[103] Ακόμα και το 1842, ο Όλιβερ Ουέντελ Χόλμς (Oliver Wendell Holmes, Sr.) παρατήρησε πως οι επαληθεύσεις ήταν απίστευτα αόριστες, και η υποτιθέμενη δράση τους δεν μπορούσε να επαναληφθεί μεταξύ διαφορετικών ασθενών.[37]
Εξετάσεις φυσικής, ψυχικής και συναισθηματικής κατάστασης, ευρετηριολόγια
Η ομοιοπαθητική θεραπεία συνήθως ξεκινάει από μια λεπτομερή εξέταση του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς, η οποία περιλαμβάνει ερωτήσεις που αφορούν τη φυσική, ψυχική και τη συναισθηματική του κατάσταση, γεγονότα από τη ζωή του και φυσικές ή συναισθηματικές ασθένειες. Έπειτα ο ομοιοπαθητικός προσπαθεί να μετατρέψει αυτές τις πληροφορίες σε μια πολύπλοκη συνάρτηση φυσικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων, περιλαμβάνοντας συμπάθειες και αντιπάθειες, έμφυτες προδιαθέσεις, ακόμα και το σωματότυπο.[104]
Με βάση αυτά τα συμπτώματα, ο ομοιοπαθητικός επιλέγει τον τρόπο περιποίησης του ασθενούς. Μια συλλογή αναφορών από πολλές ομοιοπαθητικές επαληθεύσεις, εμπλουτισμένο με κλινικά δεδομένα, είναι γνωστό ως "ομοιοπαθητικό materia medica". Καθώς όμως ο στόχος είναι η αναζήτηση των φαρμάκων που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα συμπτώματα, και όχι το ανάποδο, χρησιμοποιούνται και τα «ομοιοπαθητικά ευρετηριολόγια», δηλαδή λίστες συμπτωμάτων, τα οποία αναγράφουν το κάθε σύμπτωμα και τα φάρμακα που αντιστοιχούν σε αυτό. Οι εκτενείς πληροφορίες που αποτελούν τα ευρετηριολόγια συχνά προέρχονται από πολλές εκδόσεις των materia medica. Συχνά γίνονται έντονες συζητήσεις ανάμεσα στους συγγραφείς των ευρετηριολογίων και των ομοιοπαθητκών, με θέμα την ακρίβεια κάποιας προσθήκης.
Το πρώτο συμπτωματικό ευρετήριο των ομοιοπαθητικών materia medica είχε γραφτεί από τον Χάνεμαν. Αργότερα, ένας από τους μαθητές του, ο Κλέμενς βον Μπονινγκάουσεν (Clemens Maria Franz von Bönninghausen), δημιούργησε το Θεραπευτικό Βιβλίο Τσέπης (Therapeutic Pocket Book), άλλο ένα ομοιοπαθητικό ευρετηριολόγιο.[105]
Το πρώτο τέτοιο ομοιοπαθητικό ευρετηριολόγιο ήταν το Symptomenkodex του Γκεόργκ Τζαρ (Georg Jahr), δημοσιευμένο στα Γερμανικά (1835), το οποίο ο Κονσταντίν Χέρινγκ (Constantine Hering) αργότερα μετέφρασε στα Αγγλικά ως Ευρετηριολόγιο στα πιο Χαρακτηριστικά Συμπτώματα των Materia Medica (Repertory to the more Characteristic Symptoms of Materia Medica) (1838). Αυτή η έκδοση εστιαζόταν λιγότερο σε κατηγορίες ασθενειών και αποτελούνταν από τρία μεγάλα τεύχη, ενώ θεωρείται προκάτοχος για τα μεταγενέστερα έργα του Κεντ.[70][106] Με τον καιρό, τέτοια ευρετηριολόγια γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, και περιλάμβαναν περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο τρόπος προσέγγισης της κάθε θεραπείας από τους ομοιοπαθητικούς ποικίλλει. Η «κλασική ομοιοπαθητική» συνήθως περιλαμβάνει λεπτομερείς εξετάσεις του ιστορικού του ασθενούς, και σπάνιες δόσεις ενός μόνο φαρμάκου ενώ ο ασθενής παρακολουθείται μέχρι να παρατηρηθούν βελτιώσεις των συμπτωμάτων. Η «κλινική ομοιοπαθητική» περιλαμβάνει συνδυασμούς φαρμάκων προκειμένου να αντιμετωπίσει τα διαφορετικά συμπτώματα μιας ασθένειας.[65]
Χάπια
Τα ομοιοπαθητικά χάπια αποτελούνται από μια αδρανή ουσία (συνήθως ζάχαρη ή λακτόζη), στα οποία προστίθεται μια σταγόνα υγρού ομοιοπαθητικού παρασκευάσματος.[107][108]
«Ενεργά» συστατικά
Η λίστα των συστατικών που αναγράφεται στις συσκευασίες φαρμάκων είναι ικανή να προκαλέσει σύγχυση, καθώς οι καταναλωτές μπορούν να πιστέψουν ότι το προϊόν όντως περιέχει αυτά τα συστατικά. Σύμφωνα με την τυπική ομοιοπαθητική πρακτική, τα φάρμακα παρασκευάζονται ξεκινώντας με ενεργά συστατικά τα οποία αραιώνονται σταδιακά σε σημείο που το τελικό προϊόν πλέον δεν περιέχει καμία ποσότητα βιολογικά «ενεργών συστατικών».
Ο Τζέϊμς Ράντι (James Randi) και οι ομάδες της "10:23 campaign" έχουν κάνει επιδείξεις αυτής της απουσίας ενεργών συστατικών, καταναλώνοντας υπερβολικές δόσεις ομοιοπαθητικών φαρμάκων.[109] Κανείς από τους εκατοντάδες ακτιβιστές στο Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδά και ΗΠΑ τραυματίστηκε και «ούτε θεραπεύτηκε από τίποτα».[110]
Ενώ η απουσία ενεργών ενώσεων αναγράφεται στα περισσότερα ομοιοπαθητικά προϊόντα, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις όπως το Zicam Cold Remedy, το οποίο προωθείται ως «μη εγκεκριμένο ομοιοπαθητικό» προϊόν,[111] και περιέχει μια ποσότητα ιδιαίτερα αραιωμένων συστατικών τα οποία αναγράφονται ως «μη ενεργά συστατικά» στην ετικέτα. Μερικά από τα συστατικά που χρησιμοποιούνται στην προετοιμασία του Zicam είναι τα galphimia glauca,[112] διυδροχλωρίδιο ισταμίνης (histamine dihydrochloride, ομοιοπαθητική ονομασία histaminum hydrochloricum),[113] luffa operculata,[114] και θείο. Παρ'όλο που το προϊόν είναι επισημασμένο ως «ομοιοπαθητικό», περιλαμβάνει δυο συστατικά που είναι «ελάχιστα» αραιωμένα: οξικό ψευδάργυρο (2X = 1/100 αραίωση) και γλυκονικό ψευδάργυρο (1X = 1/10 αραίωση),[111] που σημαίνει πως το φάρμακο περιέχει και τα δυο συστατικά σε βιολογικά ενεργή συγκέντρωση. Είναι μάλιστα τόσο ισχυρά, που έχουν προκαλέσει την απώλεια οσμής σε μερικά άτομα,[115] μια ασθένεια που ονομάζεται ανοσμία. Αυτό το γεγονός δείχνει πως η κατάποση ενός προϊόντος ακόμα και όταν είναι επισημασμένο ως «ομοιοπαθητικό», ειδικά μια υπερβολική δόση,[109] μπορεί να είναι επικίνδυνη επειδή είναι πιθανό να περιέχει βιολογικά ενεργά συστατικά, παρ'όλο που αυτό δεν συνηθίζεται για τα περισσότερα ομοιοπαθητικά προϊόντα. Επειδή οι κατασκευαστές του Zicam το επισημαίνουν ως ομοιοπαθητικό προϊόν (παρά τις σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις ενεργών συστατικών), το Zicam εξαιρείται από τον Κανονισμό των Συμπληρωμάτων Διατροφής, Υγείας και Παιδείας του 1994 (Dietary Supplement Health and Education Act (DSHEA)), του Οργανισμού Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA).
Παρεμφερείς θεραπείες και πρακτικές
Ισοπαθητική
Η ισοπαθητική είναι μια θεραπεία που βασίζεται στην ομοιοπαθητική, την οποία επινόησε ο Γιόχαν Τζόζεφ Ουίλχελμ Λαξ (Johann Joseph Wilhelm Lux) τη δεκαετία του 1830. Η διαφορά της από την ομοιοπαθητική βρίσκεται στην παρασκευασία φαρμάκων, τα οποία είναι γνωστά ως «νοσώδη», και αποτελούνται είτε από στοιχεία που προκαλούν μια ασθένεια, είτε από παράγωγα της ασθένειας, όπως το πύο.[70][116] Πολλά από τα λεγόμενα «ομοιοπαθητικά εμβόλια» είναι κάποια μορφή ισοπαθητικής.[117]
Ανθοθεραπεία
Η παρασκευασία φαρμάκων ανθοθεραπείας περιλαμβάνει την τοποθέτησή των λουλουδιών σε νερό, το οποίο εκτίθεται στο ηλιακό φως. Η πιο διάσημη από αυτά είναι η Ανθοθεραπεία του Μπάχ, η οποία αναπτύχθηκε από τον γιατρό και ομοιοπαθητικό Εδουάρδο Μπαχ (Edward Bach). Ενώ οι υποστηρικτές αυτών των φαρμάκων μοιράζονται τη βιταλιστική κοσμοθεωρία της ομοιοπαθητικής, και ισχυρίζονται πως τα φάρμακα λειτουργούν με βάση την ίδια υποθετική «ζωτική δύναμη», η μέθοδος παρασκευής είναι διαφορετικός. Τα φάρμακα της θεραπείας του Μπαχ παρασκευάζονται με πιο «ήπιο» τρόπο, όπως η τοποθέτηση των λουλουδιών σε λεκάνες που εκτίθενται στο ηλιακό φως, και τα φάρμακα δεν αναταράσσονται.[118] Δεν υπάρχουν πειστικές επιστημονικές ή κλινικές αποδείξεις της αποτελεσματικότητας της ανθοθεραπείας.[119]
Χρήση στην κτηνιατρική
Η ιδέα της χρήσης της ομοιοπαθητικής ως θεραπείας των ζώων, που ονομάστηκε «κτηνιατρική ομοιοπαθητική», εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την εφεύρεση της ομοιοπαθητικής. Ο ίδιος ο Χάνεμαν ανέφερε την εφαρμογή της ομοιοπαθητικής στα ζώα πέρα από τον άνθρωπο.[120] Ο Οργανισμός Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) δεν έχει εγκρίνει τα ομοιοπαθητικά προϊόντα ως κτηνιατρικά φάρμακα στις ΗΠΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι κτηνίατροι χειρουργοί που χρησιμοποιούν την ομοιοπαθητική μπορεί να είναι μέλη του Σώματος της Ομοιοπαθητικής (Faculty of Homeopathy) ή/και στη Βρετανική Ένωση των Ομοιοπαθητικών Κτηνιάτρων Χειρουργών. Τα ζώα μποούν να περιποιούνται μόνο από τους πτυχιούχους κτηνιάτρους χειρουργούς στο Ηνωμένο Βασίλειο και ορισμένες άλλες χώρες. Σε διεθνή επίπεδο, η αρχή που υποστηρίζει και αντιπροσωπεύει τους ομοιοπαθητικούς κτηνιάτρους είναι η Διεθνής Ένωση της Κτηνιατρικής Ομοιοπαθητικής (International Association for Veterinary Homeopathy). Η χρήση της ομοιοπαθητικής στην κτηνιατρική είναι ένα αντικείμενο διαμάχης. Οι ελάχιστες έρευνες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα δεν βασίζονται σε αρκετά υψηλά επιστημονικά πρότυπα, και επομένως δεν παρέχουν αξιόπιστα δεδομένα που αφορούν την αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής κτηνιατρικής.[121] Σύμφωνα με άλλες έρευνες, η χορήγηση των εικονικών φαρμάκων στα ζώα μπορεί να ασκήσει ισχυρή επηρροή στους ιδιοκτήτες τους, οδηγώντας τους στην πεποίθηση για την αποτελεσματικότητά τους όπου αυτή δεν υπάρχει.[121]
Η Υπηρεσία του Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων (Department of Environment, Food and Rural Affairs (DeFRA)) του Ηνωμένου Βασιλείου έχει υιοθετήσει μια ισχυρή θέση κατά της χρήσης «εναλλακτικών» φαρμάκων για τα κατοικίδια ζώα, στα οποία περιλαμβάνεται και η ομοιοπαθητική.[122]
Η ηλεκτροομοιοπαθητική είναι μια θεραπεία που εφευρέθηκε από τον Κόμη Σεζάρε Ματέϊ (Count Cesare Mattei (1809–1896)), ο οποίος πρότεινε πως τα διαφορετικά «χρώματα» του ηλεκτρισμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη θεραπεία καρκίνου. Ενώ ήταν δημοφιλής στα τέλη του 19ου αιώνα, η ηλεκτροομοιοπαθητική έχει χαρακτηριστεί ως «απόλυτη σαχλαμάρα».[123]
Αποδείξεις και αποτελεσματικότητα
Η χαμηλή συγκέντρωση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, στα οποία συνήθως δεν υπάρχει ούτε ένα μόριο της αραιωμένης ουσίας,[107] από το 19ο αιώνα έχει αποτελέσει τη βάση για προβληματισμούς που αφορούν την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Οι σύγχρονοι υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής έχουν προτείνει την έννοια της «μνήμης του νερού», σύμφωνα με την οποία το νερό «θυμάται» τις ουσίες που έχουν διαλυθεί σε αυτό, και μεταβιβάζει τη δράση αυτών των ουσιών όταν καταναλώνεται. Αυτή η έννοια δεν συμβαδίζει με τη σύγχρονη αντίληψη της ύλης, και δεν υπήρξε ποτέ κάποια επίδειξη οποιουδήποτε ανιχνεύσιμου αποτελέσματος, βιολογικού ή μη, που να σχετίζεται με τη μνήμη του νερού.[124][125] Αντίθετα, φαρμακολογικές έρευνες έδειξαν πως ισχυρότερα αποτελέσματα ενός ενεργού συστατικού οφείλονται σε υψηλότερες δόσεις, και όχι σε χαμηλότερες.
Με εξαίρεση την κοινότητα της συμπληρωματικής και εναλλακτικής ιατρικής, οι επιστήμονες από παλιά χαρακτήριζαν την ομοιοπαθητική ως απάτη[126] ή ψευδοεπιστήμη,[127][128][24] ενώ η επικρατούσα ιατρική κοινότητα την αντιλαμβάνεται ως ψευτοϊατρική.[24] Παρατηρείται η πλήρης απουσία αξιόπιστων στατιστικών αποδείξεων της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας ομοιοπαθητικών φαρμάκων, πράγμα που συμφωνεί με την έλλειψη οποιουδήποτε βιολογικά αληθοφανή φαρμακολογικού δραστικού συστατικού ή μηχανισμού.[21] Οι υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής επικαλούνται αφηρημένες έννοιες της θεωρητικής φυσικής προκειμένου να εξηγήσουν το πως ή γιατί αυτά τα φάρμακα μπορεί να λειτουργούν, όπως η κβαντική διεμπλοκή,[129] η κβαντική μη τοπικότητα,[130] η θεωρία της σχετικότητας και η θεωρία του χάους. Όμως, οι εξηγήσεις αυτές προέρχονται από μη ειδικούς εντός του πεδίου, και συχνά περιλαμβάνουν εικασίες που δεν εφαρμόζουν σωστά τις αντίστοιχες θεωρίες και δεν υποστηρίζονται από πειράματα.[52]:255–6 Μερικές από τις κεντρικές ιδέες της ομοιοπαθητικής έρχονται σε σύγκρουση με τις θεμελιώδεις αρχές της φυσικής και της χημείας.[131] Η επίκληση της κβαντικής διεμπλοκής για την εξήγηση της υποτιθέμενης δράσης της ομοιοπαθητικής αποτελεί «ολοφάνερη ανοησία», καθώς η διεμπλοκή είναι μια λεπτή κατάσταση που σπάνια διαρκεί παραπάνω από ένα κλάσμα δευτερολέπτου.[132] Ενώ η διεμπλοκή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση συνδεδεμένων κβαντικών καταστάσεων από ορισμένες μορφές ξεχωριστών υποατομικών σωματιδίων, αυτό δεν σημαίνει πως τα σωματίδια θα αντικατοπτρίζουν ή θα αντιγράφουν ο ένας τον άλλο, ούτε πως θα προκαλέσουν θεραπευτικούς μετασχηματισμούς.[132]
Αληθοφάνεια
Η λειτουργία των προτεινόμενων μηχανισμών της ομοιοπαθητικής αποκλείεται από τους νόμους της φυσικής και της χημείας.[133]
Οι ακραίες αραιώσεις που χρησμοποιούνται στην παρασκευασία των ομοιοπαθητικών φαρμάκων συχνά δεν αφήνουν καμία ποσότητα από την αρχική ουσία στο τελικό προϊόν. Ο σύγχρονος μηχανισμός που προτείνουν οι ομοιοπαθητικοί, η μνήμη του νερού, θεωρείται λανθασμένος καθώς η βραχυπρόθεσμη διάταξη του νερού διατηρείται μόνο για 1 πικοδευτερόλεπτο.[134] Η ύπαρξη κάποιας φαρμακολογικής επίδρασης ενώ λείπει οποιοδήποτε πραγματικά ενεργό συστατικό, δεν συμβαδίζει με τις παρατηρούμενες ιδιότητες της σχέσης δόσης-απόκρισης των θεραπευτικών φαρμάκων[135] (ενώ η επίδραση των εικονικών φαρμάκων placebo είναι γενική και δεν έχει σχέση με τη φαρμακολογική δραστικότητα[136]). Η προτεινόμενη αιτιολογία για αυτές τις ακραίες αραιώσεις – ότι το νερό διατηρεί μια «μνήμη» ή «δόνηση» από το αραιωμένο συστατικό – παραβιάζει τους νόμους της χημείας και της φυσικής, όπως το νόμο χημικής ισορροπίας.[134]
Υψηλές αραιώσεις
Οι ιδιαίτερα υψηλές αραιώσεις στην ομοιοπαθητική αποκλείουν οποιοδήποτε βιολογικά εύλογο μηχανισμό λειτουργίας. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα συχνά αραιώνονται σε σημείο που δεν απομένει ούτε ένα μόριο της αρχικής ουσίας σε μια δόση του τελικού προϊόντος.[137] Οι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν πως η σταδιακή αραίωση μιας ουσίας, ξεκινώντας με διάλυμα περιεκτικότητας 10% ή λιγότερο και αναταράσσοντάς το μετά από κάθε αραίωση, παράγει ένα θεραπευτικά ενεργό φάρμακο, σε αντίθεση με το θεραπευτικά αδρανές νερό. Επειδή ακόμα και οι πιο μακρόβιοι μη-ομοιοπολικοί δεσμοί σε υγρό νερό θερμοκρασίας δωματίου είναι σταθεροί μόνο για λίγα πικοδευτερόλεπτα,[138] οι επικριτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε επίδραση που θα μπορούσε να έχει η αρχική ουσία πλέον δεν μπορεί να υπάρχει.[139] Δεν έχει βρεθεί καμία απόδειξη σταθερών συμπλεγμάτων των μορίων του νερού όταν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα μελετήθηκαν με τη βοήθεια του Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (Nuclear Magnetic Resonance, NMR).[140]
Επιπλέον, εφόσον το νερό έχει έρθει σε επαφή με εκατομμύρια διαφορετικές ουσίες κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, οι επικριτές επισημαίνουν πως το νερό ήδη αποτελεί μια ακραία αραίωση σχεδόν οποιασδήποτε ουσίας. Όποιος πίνει νερό, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, λαμβάνει θεραπεία για κάθε νοητό νόσημα.[141] Ως μέτρο σύγκρισης, το ISO 3696: 1987 ορίζεται ως πρότυπο για νερό που χρησιμοποιείται στην εργαστηριακή ανάλυση. Αυτό επιτρέπει τον περιορισμό του επιπέδου προσμίξεων σε δέκα μέρη στο δισεκατομμύριο, 4C με ομοιοπαθητικό συμβολισμό. Δεν επιτρέπεται η αποθήκευση αυτού του νερού σε γυάλινα δοχεία, επειδή οι προσμίξεις θα μολύνουν το νερό.[142]
Οι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν πως υψηλότερες αραιώσεις — τα οποία περιγράφονται ως πιο δραστικά[143] — έχουν πιο ισχυρή φαρμακευτική δράση.[144] Αυτή η ιδέα δεν συμβαδίζει με τις παρατηρούμενες σχέσεις δόσης-απόκρισης των συμβατικών φαρμάκων, η δραστικότητα των οποίων εξαρτάται από τη συγκέντρωση του ενεργού συστατικού στο σώμα.[135] Αυτή η σχέση δόσης-απόκρισης έχει επιβεβαιωθεί σε μια πληθώρα πειραμάτων πάνω σε ποικίλους οργανισμούς όπως νηματώδεις,[145] ποντίκια,[146] και ανθρώπους.[147]
Ο φυσικός Ρόμπερτ Παρκ (Robert L. Park), πρώην εκτελεστικός διευθυντής του Αμερικανικού Συλλόγου Φυσικής (American Physical Society), αναφέρεται πως δήλωσε:
"εφόσον η ελάχιστη ποσότητα μιας ουσίας σε ένα διάλυμα είναι ένα μόριο, η 30C αραίωση θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον ένα μόριο της αρχικής ουσίας διαλυμένο σε τουλάχιστον 1,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000,000 [ή 1060] μόρια του νερού. Αυτό θα απαιτούσε ένα δοχείο πάνω από 30,000,000,000 φορές μεγαλύτερο από το μέγεθος της Γής."[148]
Ο Παρκ επίσης δήλωσε ότι, «για να περιμένει κανείς να πετύχει έστω και ένα μόριο της 'φαρμακευτικής' ουσίας που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς υπάρχει στα χάπια 30X, θα ήταν απαραίτητο να καταπιεί γύρω στα δυο δισεκατομμύρια από αυτά, τα οποία θα ανέρχονταν σε περίπου χίλιους τόνους λακτόζης συν τις ακαθαρσίες που περιέχει η λακτόζη».[148]
Σύμφωνα με τους νόμους της χημείας, υπάρχει ένα όριο στην αραίωση που μπορεί να γίνει, χωρίς να χαθεί τελείως η αρχική ουσία.[107] Αυτό το όριο, που έχει σχέση με τον Αριθμό Αβογκάντρο, ισοδυναμεί περίπου με τις ομοιοπαθητικές δραστικότητες των 12C ή 24X (1 μέρος σε 1024).[83][148][149]
Επιστημονικά πειράματα που είχαν οργανώσει τα προγράμματα Horizon του BBC και 20/20 του ABC απέτυχαν να διακρίνουν ομοιοπαθητικά διαλύματα από το νερό, ακόμα και στις εξετάσεις που είχαν προτείνει οι ίδιοι οι ομοιοπαθητικοί.[150][151]
Αποτελεσματικότητα
Μία από τις πρώτες διπλές-τυφλές μελέτες της ομοιοπαθητικής είχε διεξαχθεί με τη χορηγία της Βρετανικής κυβέρνησης κατα τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στις οποίες εθελοντές εξέταζαν την αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων στη θεραπεία εγκαυμάτων από αραιωμένο αέριο μουστάρδας.[152]
Δεν υπήρξε ούτε ένα παρασκεύασμα που να έχει παρουσιάσει ξεκάθαρες διαφορές από τα εικονικά φάρμακα (placebo) σε επιστημονικές έρευνες.[21][153] Η μεθοδολογική ποιότητα της πρωτογενούς έρευνας ήταν αρχικά χαμηλή, και έπασχε από προβλήματα όπως αδυναμίες στο σχεδιασμό μελέτης και αναφοράς, μικρά δείγματα, και μεροληπτικότητα. Από τη στιγμή που έγιναν εφικτές οι ποιοτικότερες διαδικασίες έρευνας, οι ενδείξεις υπέρ της αποτελεσματικότητας των ομοιοπαθητικών φαρμάκων άρχισαν να λιγοστεύουν. Οι πιο ποιοτικές έρευνες δείχνουν πως τα ίδια τα φάρμακα δεν ασκούν καμία εγγενή δράση.[18][52]:206[154] Μια αξιολόγηση όλων των σχετικών «καλύτερων αποδείξεων», που εχει διεξάγει το Cochrane Collaboration, έφτασε στο συμπέρασμα πως "οι πιο αξιόπιστες αποδείξεις – δηλαδή αυτές που παρουσίασαν οι αξιολογήσεις Cochrane – αποτυγχάνουν να δείξουν ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα έχουν επίδραση πέρα από το φαινόμενο placebo."[155]
Μεροληψία δημοσίευσης και άλλα μεθοδολογικά ζητήματα
Το γεγονός ότι μερικές μεμονωμένες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές έχουν δώσει θετικά αποτελέσματα, δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνολική έλλειψη στατιστικών αποδείξεων αποτελεσματικότητας. Ένα μικρό ποσοστό τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών αναπόφευκτα παρουσιάζει ψευδώς θετικά αποτελέσματα που οφείλονται στον παράγοντα της τύχης: ένα «στατιστικά σημαντικό» θετικό αποτέλεσμα κρίνεται αποδεκτό όταν η πιθανότητά του να οφείλεται στην τύχη αντί για πραγματικό φαινόμενο δεν ξεπερνάει τα 5%— επίπεδο στο οποίο περίπου 1 στα 20 πειράματα αναμένεται να παρουσιάσει θετικό αποτέλεσμα παρ'όλο που δεν παρατηρείται καμία θεραπευτική επίδραση.[156] Επιπλέον, δοκιμές χαμηλής μεθοδολογικής ποιότητας (δηλαδή αυτές που δεν σχεδιάστηκαν, διεξήχθησαν ή αναφέρθηκαν με τον κατάλληλο τρόπο) τείνουν να παρουσιάζουν παραπλανητικά αποτελέσματα. Σε μια συστηματική ανασκόπηση της μεθοδολογικής ποιότητας τυχαιοποιημένων δοκιμών σε τρεις κλάδους της εναλλακτικής ιατρικής, ο Λιντ (Linde, K) και άλλοι συγγραφείς υπογράμμισαν τις σοβαρές αδυναμίες στον τομέα της ομοιοπαθητικής, όπως η ανεπαρκής τυχαιοποίηση.[157]
Ένα σχετικό ζήτημα είναι και η μεροληψία δημοσίευσης, όπου οι ερευνητές πιθανότατα υποβάλλουν θετικά ευρήματα επηρεασμένα από τη δυνατότητα δημοσίευσής τους, καθώς τα περιοδικά προτιμούν να δημοσιεύουν θετικά αποτελέσματα.[158][159][160][161] Η μεροληψία δημοσίευσης έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα στα περιοδικά που αφορούν την συμπληρωματική και εναλλακτική ιατρική, όπου ελάχιστα από τα δημοσιευμένα άρθρα (μόλις 5% το έτος 2000) τείνουν να αναφέρουν μηδενικά αποτελέσματα.[162] Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ομοιοπαθητική παρουσιάζεται στην ιατρική βιβλιογραφία, μια συστηματική ανασκόπηση βρήκε ενδείξεις μεροληψίας στις δημοσιεύσεις των κλινικών δοκιμών (αρνητική παρουσίαση στα επικρατούμενα ιατρικά περιοδικά, και αντίστροφα στα περιοδικά της συμπληρωματικής και εναλλακτικής ιατρικής), αλλά όχι στις ανασκοπήσεις.[18]
Στα σωστά σχεδιασμένα πειράματα ελέγχου της ομοιοπαθητικής θεραπευτικότητας ο ασθενής πρέπει να πιστέψει ότι θα του χορηγηθεί συγκεκριμένου τύπου φάρμακο (είτε βασικής ιατρικής είτε ομοιοπαθητικό, ένα σαφές απ' τα δυο όχι αόριστα κάποιο απ' τα δυο) ειδάλλως θα παρουσιάσει άγχος άγνοιας και το άγχος του κακοσχεδιασμένου πειράματος θα οδηγήσει σε χειρότερα αποτελέσματα εσφαλμένης, όμως, συσχέτισης. Στους μισούς συμμετέχοντες στην έρευνα χορηγείται ομοιοπαθητικό φάρμακο και στους άλλους μισούς εικονικό, ασχέτως με το τι τους είχε δηλωθεί. Η κάθε ομάδα αποτελείται από υποομάδες πιστευόντων και μη στην ομοιοπαθητική. Όταν τελειώσει το πείραμα αποκαλύπτονται τυχών ψέματα που ειπώθηκαν κατά το πείραμα. Η νομοθεσία επιτρέπει αναγκαία ψέματα εφ' όσον η αλήθεια θα κατέστρεφε την πίστη στο φάρμακο και η επίγνωση του ανταγωνισμού ομάδων θα μετατόπιζε τα θεραπευτικά οφέλη σε ανταγωνιστικά (άρα εκτός θέματος), όμως υπό τον όρο ότι μετά το πέρας του πειράματος θα αποκαλυφθεί πάσα αλήθεια. Αν ένα στατιστικό πείραμα σχεδιαστεί αμερόληπτα προκύπτει μηδενική ομοιοπαθητική θεραπευτικότητα.
Τα θετικά αποτελέσματα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι ψευδή, όταν ο ελεγχόμενος ισχυρισμός είναι εξαρχής απίθανος.[161]
Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις της αποτελεσματικότητας
Και οι μετα-αναλύσεις, οι οποίες συνδυάζουν στατιστικά δεδομένα μερικών τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών, και άλλου είδους συστηματικές ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας, είναι απαραίτητα εργαλεία για τη σύνοψη των αποδείξεων της φαρμακευτικής αποτελεσματικότητας.[163] Οι πρώιμες συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις των δοκιμών, που εξέταζαν την αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων σε σύγκριση με τα εικονικά φάρμακα (placebo), συχνά είχαν την τάση να παρουσιάζουν θετικά αποτελέσματα, αν και γενικότερα δεν ήταν πειστικές.[164] Συγκεκριμένα, οι αναφορές τριών μεγάλων μετα-αναλύσεων προειδοποιούσαν τους αναγνώστες πως δεν ήταν επαρκείς για να προκύψουν οριστικά συμπεράσματα, κυρίως εξαιτίας των μεθοδολογικών ελαττωμάτων στις πρωτογενείς μελέτες και της δυσκολίας του ελέγχου για τη μεροληψία δημοσίευσης.[17][22][165] Ένα θετικό εύρημα μιας από τις πιο επιφανείς πρώιμες μετα-αναλύσεις, δημοσιευμένης στο περιοδικό The Lancet το 1997 από τον Λιντ και άλλους συγγραφείς,[165] αργότερα επαναδιατυπώθηκε από την ίδια ερευνητική ομάδα, η οποία έγραψε:
Η απόδειξη της μεροληψίας [στις πρωτογενείς μελέτες] αποδυναμώνει τα ευρήματα των αρχικών μετα-αναλύσεών μας. Από τότε που ολοκληρώσαμε την αναζήτηση βιβλιογραφίας το 1995, έχουν δημοσιευτεί αρκετές νέες δοκιμές της ομοιοπαθητικής. Το γεγονός ότι ένας αριθμός των νέων ποιοτικών δοκιμών ... παρουσιάζει αρνητικά αποτελέσματα, καθώς και η πρόσφατη ενημέρωση της ανασκόπησής μας για το πιο «προτότυπο» είδος της ομοιοπαθητικής (κλασικής ή εξατομικευμένης ομοιοπαθητικής), φαίνεται να επιβεβαιώνουν το εύρημα ότι πιο αυστηρές δοκιμές έχουν λιγότερο υποσχόμενα αποτελέσματα. Επομένως, είναι πολύ πιθανόν ότι η μετα-ανάλυσή μας τουλάχιστον υπερεκτίμησε τα αποτελέσματα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.[154]
Το 2002, μια συστηματική ανασκόπηση των διαθέσιμων συστηματικών ανασκοπήσεων επιβεβαίωσε πως ποιοτικότερες δοκιμές έτειναν να έχουν λιγότερο θετικά αποτελέσματα, και δεν βρήκε πειστικές αποδείξεις για τη δυνατότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων να ασκούν επίδραση διαφορετική των εικονικών φαρμάκων (placebo).[21]
Το 2005, το ιατρικό περιοδικό The Lancet έχει δημοσιεύσει μια μετα-ανάλυση των 110 ομοιοπαθητικών δοκιμών ελεγχόμενων με εικονικά φάρμακα, και των 110 αντίστοιχων ιατρικών δοκιμών βασισμένων στο Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση της Συμπληρωματικής Ιατρικής της κυβέρνησης της Ελβετίας. Η μελέτη έφτασε στο συμπέρασμα πως τα ευρήματά της συμφωνούσαν με την ιδέα ότι η κλινική επίδραση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων είναι επίδραση placebo.[14]
Το 2006, μια μετα-ανάλυση των έξι δοκιμών, οι οποίες αξιολογούσαν ομοιοπαθητικά φάρμακα για τη μείωση των ογκολογικών παρενεργειών της ραδιοθεραπείας και της χημειοθεραπείας, βρήκε πως «δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις που υποστηρίζουν την κλινική αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής θεραπείας στη φροντίδα για τον καρκίνο».[166]
Μια συστηματική ανασκόπηση του 2007, με αντικείμενο τη χρήση της ομοιοπαθητικής για τα παιδιά και τους εφήβους βρήκε πως οι αποδείξεις που αφορούν την ελλειμματική προσοχή/υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ/ADHD) και την παιδική διάρροια ήταν ανάμεικτες. Δεν βρέθηκαν διαφορές από τα εικονικά φάρμακα στη θεραπεία της αδενοειδής εκβλάστησης, άσθματος, ή της λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού. Οι αποδείξεις δεν ήταν αρκτές για να συνιστάται κάποια θεραπευτική ή προληπτική παρέμβαση, ενώ η καθυστέρηση της ιατρικής περίθαλψης μπορεί να προκαλέσει ζημιά στον ασθενή.[167]
Το 2012, μια συστηματική ανασκόπηση που είχε σκοπό την αξιολόγηση των πιθανών δυσμενών επιπτώσεων της ομοιοπαθητικής, συμπέρανε πως «η ομοιοπαθητική έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει ζημιά στους ασθενείς και καταναλωτές με άμεσους και έμμεσους τρόπους».[168] Ένας από τους αξιολογητές, ο Έντζαρντ Έρνστ (Edzard Ernst), συμπλήρωσε το άρθρο στο blog του, γράφοντας: «Το έχω πει συχνά, και θα το ξαναπώ: όταν χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση αντί μιας αποτελεσματικής θεραπείας, ακόμα και η πιο 'ακίνδυνη' θεραπεία μπορεί να γίνει απειλητική για τη ζωή.»[169]
Η Βιβλιοθήκη του Κόχρεϊν (Cochrane Library) βρήκε πως οι κλινικές αποδείξεις είναι ανεπαρκείς για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των ομοιοπαθητικών φαρμάκων στη θεραπεία του άσθματος,[170] άνοιας,[171] ή στη χρήση της ομοιοπαθητικής στην πρόκληση τοκετού.[172] Άλλοι ερευνητές δεν βρήκαν καμία απόδειξη για τη χρησιμότητα της ομοιοπαθητικής για την οστεοαρθρίτιδα,[173]ημικρανία[174][175][176] ή τον καθυστερημένο μυϊκό πόνο.[65]
Ιατρικοί οργανισμοί όπως η Εθνική Υπηρεσία Υγείας (National Health Service) του Ηνωμένου Βασιλείου,[177] ο Αμερικάνικη Ιατρική Ένωση (American Medical Association),[178] και η Ομοσπονδία των Αμερικανικών Συλλόγων για την Πειραματική Βιολογία (FASEB)[139] έχουν ανακοινώσει τα συμπεράσματά τους, σύμφωνα με τα οποία «δεν υπάρχουν ποιοτικές αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής στην αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος υγείας.»[177]
Οι κλινικές δοκιμές της ιατρικής αποτελεσματικότητας της ομοιοπαθητικής έχουν χαρακτηριστεί από ορισμένους ομοιοπαθητικούς ως ασήμαντες επειδή δεν εξετάζουν την «κλασική ομοιοπαθητική».[179] Αντιθέτως όμως, έχουν διεξαχθεί μερικές κλινικές δοκιμές που είχαν στόχο τον έλεγχο της εξατομικευμένης ομοιοπαθητικής. Μια αξιολόγηση του 1998[180] ανακάλυψε 32 δοκιμές που πληρούσαν τα κριτήρια της ένταξής τους, 19 από τις οποίες ήταν ελεγχόμενες με εικονικά φάρμακα και έχουν προμηθεύσει αρκετά δεδομένα για μετα-ανάλυση. Αυτές οι 19 μελέτες παρουσίασαν έναν συγκεντρωτικό λόγο πιθανοτήτων του 1.17 έως 2.23 υπέρ της εξατομικευμένης ομοιοπαθητικής σε σχέση με τα εικονικά φάρμακα (placebo), όμως δεν παρατηρήθηκαν διαφορές όταν η ανάλυση περιορίστηκε σε μεθοδολογικά καλύτερες δοκιμές. Οι συγγραφείς συμπέραναν πως «τα αποτελέσματα των διαθέσιμων τυχαιοποιημένων δοκιμών δείχνουν πως η εξατομικευμένη ομοιοπαθητική παρουσιάζει επίδραση που διαφέρει από το φαινόμενο placebo. Αυτές οι αποδείξεις, όμως, δεν είναι πειστικές εξαιτίας της μεθοδολογικής ατέλειας και ασυνέπειας.» Ο Τζέϊ Σέλτον (Jay Shelton), συγγραφέας ενός βιβλίου με αντικείμενο την ομοιοπαθητική, έχει δηλώσει πως αυτός ο ισχυρισμός υποθέτει χωρίς να υπάρχει απόδειξη ότι η κλασική, εξατομικευμένη ομοιοπαθητική λειτουργεί καλύτερα από τις μη κλασικές εκδοχές.[52]:209
Σε ένα άρθρο, δημοσιευμένο το 2012 στο Skeptical Inquirer,[181] ο Έντζαρντ Ερνστ αξιολόγησε τις δημοσιεύσεις μιας ομάδας ερευνητών η οποία έχει δημοσιεύσει τις περισσότερες κλινικές δοκιμές από το 2005 έως το 2010. Συνολικά 11 άρθρα, που δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα στα περιοδικά της συμβατικής και εναλλακτικής ιατρικής, περιέγραφαν τρεις τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές (ένα άρθρο), προοπτικές μελέτες χωρίς ομάδες ελέγχου (επτά άρθρα) και μελέτες κοορτής με ομάδες ελέγχου (τρία άρθρα). Τα νοσήματα περιλάμβαναν ένα μεγάλο εύρος προβλημάτων υγείας, από χειρουργική επέμβαση στο γόνατο, έκζεμα, ημικρανία, αϋπνία έως «οποιαδήποτε προβλήματα ασθενών μεγάλης ηλικίας». Η αξιολόγηση του Ερνστ αποκάλυψε πολλαπλά ελαττώματα στο σχεδιασμό, διεξαγωγή και αναφορά αυτών των κλινικών δοκιμών. Τα παραδείγματά τους περιλαμβάνουν: ελάχιστες λεπτομέρειες για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν, παραπλανητική παρουσίαση του ελέγχου (σύγκριση ενός συνδυασμού της ομοιοπαθητικής και της συμβατικής θεραπείας με τη συμβατική θεραπεία, η οποία όμως παρουσιάστηκε ως ομοιοπαθητική εναντίον συμβατικής θεραπείας), και παρόμοιες πληροφορίες σε πολλά από τα άρθρα. Ο Ερνστ συμπέρανε πως χάρη στα παρεξηγημένα αδύναμα δεδομένα η ομοιοπαθητική έμοιαζε να παρουσιάζει κλινική δράση η οποία μπορεί να αποδοθεί στη μεροληψία ή σύγχυση, και πως ο «τυχαίος αναγνώστης μπορεί να παραπλανηθεί σημαντικά».[181]
Εξηγήσεις για την αντιληπτή επίδραση
Η επιστήμη προσφέρει μια πληθώρα εξηγήσεων για το πως η ομοιοπαθητική μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι θεραπεύει ασθένειες ή ελαττώνει τα συμπτώματά τους ενώ τα ίδια τα φάρμακα είναι αδρανή:[52]:155–167
Το φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου (placebo) — η παροχή συμβουλών κατά την ιατρική επίσκεψη και η προσδοκία των ομοιοπαθητικών φαρμάκων μπορεί να ασκήσει την επίδραση
Θεραπευτική επίδραση της ιατρικής επίσκεψης — η φροντίδα, το ενδιαφέρον και η καθησύχαση που αισθάνεται ο ασθενής όταν ανοίγεται προς τον συμπονετικό θεραπευτή μπορεί να επηρεάσει θετικά την κατάστασή του
Φυσιολογική ανάρρωση — ο χρόνος και η δυνατότητα του σώματος να αναρρώνει χωρίς βοήθεια μπορούν να εξαλείψουν πολλές ασθένειες
Άγνωστοι θεραπευτικοί παράγοντες — επηρροή από τη διατροφή, γυμναστική, περιβαλλοντικούς παράγοντες ή φάρμακα για διαφορετική ασθένεια
Παλινδρόμηση — καθώς πολλές ασθένειες και προβλήματα υγείας έχουν περιοδικό χαρακτήρα, τα συμπτώματά τους μπορεί να διαφέρουν με την πάροδο του χρόνου, ενώ οι ασθενείς τείνουν να επιδιώκουν περίθαλψη όταν η δυσφορία φτάνει το μέγιστο σημείο της. Μπορεί να αισθανθούν καλύτερα ούτως ή άλλως, όμως λόγω της ταυτόχρονης επίσκεψης του ομοιοπαθητικού προσδίδουν τη βελτίωση στο φάρμακο που τους χορηγήθηκε
Μη ομοιοπαθητική θεραπεία — η συμβατική περίθαλψη που οι ασθενείς μπορεί να λαμβάνουν ταυτόχρονα με την ομοιοπαθητική θεραπεία είναι πιθανό να ευθύνεται για τη βελτίωση
Παύση μιας δυσάρεστης θεραπείας — συχνά οι ομοιοπαθητικοί προτρέπουν τους ασθενείς να σταματήσουν τη συμβατική θεραπεία όπως χειρουργικές επεμβάσεις ή φαρμακευτική αγωγή, οι οποίες μπορούν να προκαλούν δυσάρεστες παρενέργειες. Οι βελτιώσεις που παρατηρούνται αποδίδονται στην ομοιοπαθητική, ενώ η πραγματική αιτία τους είναι η παύση της θεραπείας που προκαλούσε τις παρενέργειες, όμως η υποκείμενη ασθένεια παραμένει αθεράπευτη και αποτελεί κίνδυνο για τον ασθενή.
Το 1987, ο Γάλλος ανοσολόγος Ζακ Μπενβενίστ (Jacques Benveniste) υπέβαλλε ένα έγγραφο στο περιοδικό Nature ενώ εργαζόταν στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (INSERM). Στο έγγραφο υποστήριζε πως είχε ανακαλύψει την ικανότητα των βασεοφίλων, ενός είδους λευκοκυττάρων, να παράγουν ισταμίνη όταν εκτίθενται σε ομοιοπαθητικό διάλυμα αντισώματος ανοσοσφαιρίνης E. Οι συντάκτες του περιοδικού, καθώς είχαν αμφιβολίες για αυτά τα αποτελέσματα, ζήτησαν την επανάληψη της μελέτης σε ξεχωριστά εργαστήρια. Μετά την αναπαραγωγή των αποτελεσμάτων σε τέσσερα διαφορετικά εργαστήρια, η μελέτη δημοσιεύτηκε. Το Nature όμως δεν πείστηκε, και συγκάλεσε μια ανεξάρτητη ερευνητική ομάδα προκειμένου να προσδιορίσει την ακρίβεια της έρευνας. Την ομάδα αποτελούσαν οι Τζον Μάντοξ (Sir John Maddox, συντάκτης του Nature και φυσικός), Ουόλτερ Στιούαρτ (Walter Stewart, Αμερικανός χημικός και ερευνητής της επιστημονικής απάτης), και ο σκεπτικός Τζέϊμς Ράντι (James Randi). Μετά από τον έλεγχο των ευρημάτων και της μεθοδολογίας του πειράματος, η ομάδα βρήκε πως τα πειράματα αυτά χαρακτηρίζονταν από «κακό στατιστικό έλεγχο», «η ερμηνεία τους θολωμένη από τον αποκλεισμό των μετρήσεων που έρχονταν σε σύγκρουση με τον ισχυρισμό», και δήλωσε, «Πιστεύουμε πως τα πειραματικά δεδομένα αξιολογήθηκαν επιπόλαια και τα ελαττώματά τους δεν αναφέρθηκαν επαρκώς.»[125][189][190] Ο Τζέϊμς Ράντι δήλωσε πως πίστευε ότι τα θετικά αποτελέσματα δεν οφείλονταν σε κάποια συνειδητή απάτη, αλλά στο ότι οι ερευνητές είχαν επιτρέψει τους «ευσεβείς πόθους» τους να επηρεάσουν την ερμηνεία των δεδομένων.[189]
Ηθική και ασφάλεια
Η παροχή των ομοιοπαθητικών φαρμάκων έχει χαρακτηριστεί ως ανήθικη.[19] Ο Μηχαήλ Μπάουμ (Michael Baum), Ομότιμος Καθηγητής Χειρουργικής και Επισκέπτης Καθηγητής Ιατρικών Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου (UCL), έχει περιγράψει την ομοιοπαθητική ως μια «απάνθρωπη εξαπάτηση».[191]
Ο Έντζαρντ Ερνστ (Edzard Ernst), ο πρώτος Καθηγητής της Συμπληρωματικής Ιατρικής στο Ηνωμένο Βασίλειο και πρώην ομοιοπαθητικός,[192][193][194] έχει εκφράσει τις ανησυχίες του για τους φαρμακοποιούς που παραβιάζουν τον κώδικα δεοντολογίας τους όταν παραλείπουν να δίνουν στους πελάτες τους τις «απαραίτηες και σχετικές πληροφορίες» που αφορούν την πραγματική φύση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων που προωθούν και πωλούν:
«Κάνω έκκληση στην τιμιότητα. Αφήστε τον κόσμο να αγοράζει αυτό που θέλει, αλλά πείτε του την αλήθεια γι'αυτό που αγοράζει. Αυτά τα φάρμακα δεν είναι βιολογικά αληθοφανή και οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι δεν έχουν εντελώς καμία επίδραση στον ανθρώπινο οργανισμό. Το επιχείρημα ότι αυτές οι πληροφορίες είναι άσχετες και ασήμαντες για τους πελάτες είναι απλά γελοίο.»[195]
Οι ασθενείς που επιλέγουν να κάνουν τη χρήση της ομοιοπαθητικής αντί για την ιατρική που βασίζεται στις αποδείξεις, κινδυνέυουν να χάσουν τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης και αποτελεσματικής θεραπείας σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως του καρκίνου.[167][196]
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ορισμένα ομοιοπαθητικά φάρμακα περιέχουν δηλητήρια όπως στρύχνος (belladonna), αρσενικό, και δηλητηριώδης κισσός (Toxicodendron radicans), τα οποία είναι ιδιαίτερα αραιωμένα στα ομοιοπαθητικά φάρμακα, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις τα αρχικά συστατικά παραμένουν σε ανιχνεύσιμα επίπεδα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε λάθος παρασκευασία ή σκόπιμα χαμηλή αραίωση. Έχουν αναφερθεί σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως επιληπτικές κρίσεις ή θάνατος, που συνδέονταν με τη χρήση ορισμένων ομοιοπαθητικών φαρμάκων.[168][197] Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις δηλητηρίασης από αρσενικό μετά από τη χρήση ομοιοπαθητικών παρασκευασμάτων που το περιείχαν.[198] Το φάρμακο Zicam Cold Nasal Gel, που περιέχει 2X (1:100) γλυκονικό ψευδάργυρο, σύμφωνα με πληροφορίες προκάλεσε την απώλεια οσμής σε ένα μικρό ποσοστό των χρηστών του,[199] από το οποίο οι 340 υποθέσεις κατέληξαν σε εξωδικαστικό διακανονισμό το 2006 για 12 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.[200] Το 2009, ο Οργανισμός Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) προειδοποίησε τους καταναλωτές κατά της χρήσης τριών φαρμάκων της Zicam (η κυκλοφορία των οποίων πλέον έχει διακοπεί) επειδή αυτά μπορούσαν να προκαλέσουν μόνιμη βλάβη της αίσθησης της οσμής τους.[201] Το Zicam κυκλοφόρησε χωρίς να γίνει Αίτηση Νέου Φαρμάκου (New Drug Application, NDA) υπό τον ορισμό των «Συνθηκών που επιτρέπουν την προώθηση ομοιοπαθητικών φαρμάκων» του Οδηγού Πολιτικής Συμμόρφωσης του FDA (CPG 7132.15), αλλά το FDA προειδοποίησε τη Zicam ότι αυτή η πολιτική δεν ισχύει όταν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία των καταναλωτών.[202]
Έλλειψη αποτελεσματικότητας
Η έλλειψη υποστήριξης της αποτελεσματικότητας της ομοιοπαθητικής από πειστικές επιστημονικές αποδείξεις,[203] και η χρήση φαρμάκων χωρίς ενεργά συστατικά οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της ως ψευδοεπιστήμης και ψευτοϊατρικής,[204][205][206][207] ή, σύμφωνα με μια ιατρική αξιολόγηση του 1998, «θεραπεία με εικονικά φάρμακα (placebo) στην καλύτερη περίπτωση, και ψευτοϊατρική στην χειρότερη.»[208] Η Σάλλυ Ντέϊβις (Sally Davies, Αρχίατρος του Ηνωμένου βασιλείου), έχει δηλώσει πως τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι «ανοησία» και δεν χρησιμεύουν σε τίποτα παραπάνω από τα εικονικά φάρμακα (placebo).[209] Ο Τζακ Κίλλεν, αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού Κέντρου της Συμπληρωματικής και Εναλλακτικής Ιατρικής των ΗΠΑ (National Center for Complementary and Alternative Medicine), δήλωσε πως η ομοιοπαθητική «προχωράει πέρα από την σημερινή αντίληψη της χημείας και της φυσικής.» Έχει προσθέσει: «Δεν υπάρχει πρόβλημα υγείας, απ'ότι γνωρίζω, για το οποίο η ομοιοπαθητική είναι αποδεδειγμένα αποτελεσματική.»[203] Ο Μπεν Γκόλντεϊκρ (Ben Goldacre) έχει δηλώσει πως οι ομοιοπαθητικοί που διαστρεβλώνουν τις επιστημονικές αποδείξεις μπροστά στο επιστημονικά αγράμματο κοινό, έχουν «...περιτειχίσει τον εαυτό τους από την ακαδημαϊκή ιατρική, και συναντάνε την κριτική πιο συχνά με αποφυγή αντί για επιχειρήματα.»[162] Οι ομοιοπαθητικοί συχνά προτιμούν να αγνοήσουν τις μετα-αναλύσεις, υπέρ των μεμονωμένων θετικών αποτελεσμάτων, όπως η προώθηση κάποιας συγκεκριμένης μελέτης παρατήρησης (τις οποίες ο Γκόλντεϊκρ περιγράφει ως «ελάχιστα καλύτερες από έρευνες ικανοποίησης πελατών») δίνοντας την λανθασμένη εντύπωση πως είναι πιο κατατοπιστική από μια σειρά τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών.[162]
Κατά την άποψή μας, οι συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις οριστικά δείχνουν πως τα ομοιοπαθητικά προϊόντα δεν λειτουργούν πιο αποτελεσματικά από τα εικονικά φάρμακα. Η Κυβέρνηση συμφωνεί με τη δική μας ερμηνεία των αποδείξεων.[210]
Κατά την άποψη της Επιτροπής, η ομοιοπαθητική είναι ένα είδος θεραπείας με εικονικά φάρμακα και η Κυβέρνηση θα πρέπει να έχει μια πολιτική χορήγησης εικονικών φαρμάκων. Η Κυβέρνηση δεν είναι πρόθυμη να πάρει θέση όσον αφορά την ορθότητα και ηθική της χορήγησης εικονικών φαρμάκων στους ασθενείς, η οποία συνήθως βασίζεται σε κάποιο βαθμό παραπλάνησης του ασθενούς. Η χορήγηση εικονικών φαρμάκων δεν συμβαδίζει με τις αρχές της συνειδητής επιλογής - η οποία σύμφωνα με την Κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα σημαντική - καθώς σημαίνει πως οι ασθενείς δεν έχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που δίνουν νόημα στην επιλογή τους.
Πέρα από τα ηθικά ζητήματα και την ακεραιότητα της σχέσης γιατρού-ασθενή, η αποκλειστική χορήγηση των εικονικών φαρμάκων είναι κακή ιατρική πρακτική. Η επίδρασή τους είναι αναξιόπιστη και απρόβλεπτη και δεν μπορεί να διαμορφώσει την αποκλειστική βάση καμιάς θεραπείας του NHS.[15]
Το Εθνικό Κέντρο της Συμπληρωματικής και Εναλλακτικής Ιατρικής (NCCAM), των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (National Institutes of Health) των ΗΠΑ δηλώνει:
Η ομοιοπαθητική είναι ένα επίμαχο θέμα στην έρευνα της συμπληρωματικής ιατρικής. Μερικές από τις κυριότερες έννοιες της ομοιοπαθητικής δεν συμβαδίζουν με τις θεμελιώδεις έννοιες της χημείας και της φυσικής. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί με επιστημονικούς όρους το πως ένα φάρμακο που περιέχει ελάχιστο ή κανένα ενεργό συστατικό θα μπορούσε να έχει κάποια επίδραση. Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί μεγάλες προκλήσεις για την αυστηρή κλινική έρευνα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει ότι ένα ιδιαίτερα αραιωμένο φάρμακο περιέχει αυτό που αναγράφεται στη συσκευασία, ή να αναπτύξει αντικειμενικές μετρήσεις που δείχνουν την επίδραση των ιδιαίτερα αραιωμένων φαρμάκων στο ανθρώπινο σώμα.[211]
Ως αντικατάσταση της κανονικής φαρμακευτικής αγωγής
Οι ασθενείς που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν την ομοιοπαθητική ως αντικατάσταση της συμβατικής ιατρικής κινδυνεύουν να χάσουν τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης και αποτελεσματικής θεραπείας, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης σοβαρών προβλημάτων υγείας.[167][196][212][213] Οι επικριτές της ομοιοπαθητικής έχουν αναφέρει μεμονωμένες περιπτώσεις ασθενών που δεν έλαβαν κατάλληλη αγωγή για ασθένειες, όπου η διάγνωση και αντιμετώπιση θα ήταν εύκολη με τις συμβατικές μεθόδους θεραπείας, και οι οποίοι πεθαναν ως αποτέλεσμα.[214][215] Επίσης επισημαίνουν τη «διαφημιστική πρακτική» της κριτικής και υποτίμησης προς την αποτελεσματικότητα της επικρατούσας ιατρικής.[162][215] Οι ομοιοπαθητικοί ισχυρίζονται πως η χρήση των συμβατικών φαρμάκων θα «ωθήσει τη νόσο πιο βαθιά» και θα προκαλέσει πιο σοβαρά προβλήματα υγείας, σε μια διαδικασία που ονομάζουν «καταπίεση».[216] Ορισμένοι ομοιοπαθητικοί (ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν ιατρικό πτυχίο) προτρέπουν τους ασθενείς να αποφύγουν τον εμβολιασμό.[212][217][218] Μερικοί ομοιοπαθητικοί προτείνουν την αντικατάσταση των εμβολίων με ομοιοπαθητικά «νοσώδη», φτιαγμένα από βιολογικά υλικά όπως το πυο, μολυσμένο ιστό, βακτήρια από το πτύελο, ή (στην περίπτωση των «νοσώδων εντέρου») κόπρανα.[219] Ενώ ο Χάνεμαν ήταν αντίθετος στη χρήση τέτοιων παρασκευασμάτων, οι σύγχρονοι ομοιοπαθητικοί τα χρησιμοποιούν συχνά, αν και δεν υπάρχει απόδειξη που δείχνει ότι έχουν οποιαδήποτε ευεργετική επίδραση.[220][221] Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ομοιοπαθητικών που έδιναν συμβουλές ενάντια στη χρήση φαρμάκων κατά της ελονοσίας.[213][222][223] Αυτό βάζει τους επισκέπτες των τροπικών χωρών σε σοβαρό κίνδυνο όταν ακολουθούν αυτή τη συμβουλή, καθώς τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι τελείως αναποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του παράσιτου της ελονοσίας.[213][222][223][224] Επίσης, σε μια υπόθεση του 2004, ένας ομοιοπαθητικός έπεισε μια από τις ασθενείς του να σταματήσει τη χρήση των συμβατικών φαρμάκων για μια καρδιακή πάθηση, συμβουλεύοντάς την στις 22 Ιουνίου 2004 να «Σταματήσει ΌΛΑ τα φάρμακα συμπεριλαμβανομένων και των ομοιοπαθητικών», συμβουλεύοντάς την στις περίπου 20 Αυγούστου πως πλέον δεν χρειαζόταν να παίρνει τα φάρμακα για την καρδιά, και προσθέτοντας στις 23 Αυγούστου, «Απλά δεν μπορεί να παίρνει ΟΠΟΙΑΔΉΠΟΤΕ φάρμακα – της έχω προτείνει μερικές ομοιοπαθητικές θεραπείες ... Είμαι σίγουρος πως, εφόσον ακολουθήσει αυτή τη συμβουλή, θα ανακτήσει την υγεία της.» Η ασθενής είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα, και πέθανε οκτώ μέρες αργότερα, με τελική διάγνωση την «οξεία καρδιακή ανεπάρκεια λόγω διακοπής θεραπείας».[225][226]
Το 1978, ο Αίνθονυ Κάμπμπελ (Anthony Campbell), τότε σύμβουλος γιατρός στο Βασιλικό Ομοιοπαθητικό Νοσοκομείο του Λονδίνου, άσκησε κριτική σε δηλώσεις του Γιώργου Βυθούλκα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η σύφιλη, όταν αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά, αναπτύσσεται σε δευτερογενή ή τριτογενή σύφιλη με συμμετοχή του κεντρικού νευρικού συστήματος, λέγοντας πως «Ο άτυχος μη γνώστης μπορεί κάλλιστα να παρασυρθεί από τη ρητορική του Βυθούλκα στην άρνηση της ορθόδοξης θεραπείας».[227] Οι ισχυρισμοί του Βυθούλκα απηχούν την ιδέα πως η αντιμετώπιση μιας ασθένειας με εξωτερικά φάρμακα που στοχεύουν τα συμπτώματα καταφέρνει μόνο να την ωθήσει πιο βαθιά στο σώμα, και έρχονται σε αντίθεση με επιστημονικές μελέτες, οι οποίες δείχνουν πως η αγωγή της πενικιλίνης θεραπεύει πλήρως τη σύφιλη σε πάνω από 90% των περιπτώσεων.[228]
Το 2006 η αξιολόγηση του Στίβεν Πρέυ (W. Steven Pray), του Κολλεγίου Φαρμακολογίας στο Νοτιοδυτικό Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα (Southwestern Oklahoma State University), προτείνει την περίληψη ενός υποχρεωτικού μαθήματος που αφορά τις αναπόδεικτες θεραπείες και φάρμακα στα κολλέγια φαρμακολογίας. Ετσι, μπορεί να γίνει συζήτηση για τα ηθικά διλήμματα, που εμπεριέχονται στην προώθηση προϊόντων χωρίς αποδεδειγμένα δεδομένα που αφορούν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους. Οι φοιτητές πρέπει να διδάσκονται σε ποιο σημείο τα αναπόδεικτα συστήματα όπως η ομοιοπαθητική αποκλίνουν από την ιατρική που βασίζεται στις αποδείξεις.[229]
Στο άρθρο «Είναι ανάγκη να διατηρούμε ανοιχτόμυαλη αντιμετώπιση της ομοιοπαθητικής;»[230] δημοσιευμένο στο Αμερικανικό Περιοδικό Ιατρικής, οι Μηχαήλ Μπάουμ (Michael Baum) και Έντζαρντ Ερνστ (Edzard Ernst) – γράφοντας στους άλλους γιατρούς – έγραψαν πως η «Ομοιοπαθητική είναι ένα από τα χειρότερα παραδείγματα της ιατρικής που βασίζεται στην πίστη... Αυτά τα αξιώματα [της ομοιοπαθητικής] όχι μόνο αποκλίνουν από τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά και πλήρως αντιτίθενται σε αυτά. Αν η ομοιοπαθητική ισχύει, τότε το μεγαλύτερο μέρος της φυσικής, χημείας και φαρμακολογίας δεν μπορεί να ισχύει...».
Το 2013, ο Μαρκ Ουόλπορτ (Sir Mark Walport), ο νέος Επικεφαλής Επιστημονικός Κυβερνητικός Σύμβουλος του Ηνωμένου Βασιλείου, και αρχηγός της Κυβερνητικής Υπηρεσίας για την Επιστήμη, δήλωσε: «Η επιστημονική μου άποψη είναι πεντακάθαρη: η ομοιοπαθητική είναι ανοησία, είναι μη-επιστήμη. Η συμβουλή μου προς τους υπουργούς είναι ξεκάθαρη: δεν υπάρχει επιστήμη στην ομοιοπαθητική. Το περισσότερο που μπορεί να περιέχει είναι το φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου – και τότε είναι θέμα πολιτικής απόφασης το αν θα ξοδέψουν χρήματα σε αυτήν ή όχι.»[231] Ο προκάτοχός του, καθηγητής Τζον Μπέντινγκτον (Sir John Beddington), αναφέροντας στις απόψεις του για την ομοιοπαθητική, τις οποίες η Κυβέρνηση «αγνοούσε θεμελιωδώς», δήλωσε: «Η μόνη [άποψη που αγνοήθηκε] που θα μπορούσα να φανταστώ ήταν η ομοιοπαθητική, η οποία είναι παλαβή. Δεν έχει κανένα θεμέλιο στις επιστημονικές αρχές. Αντίθετα ολόκληρη η επιστήμη δείχνει προς το γεγονός ότι δεν είναι καθόλου λογική. Οι ξεκάθαρες αποδείξεις λένε πως είναι λάθος, και όμως η ομοιοπαθητική ακόμα χρησιμοποιείται στο NHS.»[232]
Η διάδοση της ομοιοπαθητικής, όπως και η ρύθμισή της, διαφέρει από χώρα σε χώρα. Η πρακτική της ομοιοπαθητικής ασκείται σε παγκόσμιο επίπεδο, και στις περισσότερες χώρες απαιτεί σχετικά επαγγελματικά προσόντα και άδειες.[233] Η κανονισμοί στην Ευρώπη ποικίλλουν ανάλογα με τη χώρα. Σε κάποιες χώρες δεν υπάρχουν συγκεκριμένες νομικές ρυθμίσεις που αφορούν την ομοιοπαθητική, ενώ σε άλλες απαιτούνται άδειες ή πτυχία συμβατικής ιατρικής από αναγνωρισμένα πανεπιστήμια. Στη Γερμανία απαιτείται η παρακολούθηση ενός τριετούς εκπαιδευτικού προγράμματος, ενώ η Γαλλία, Αυστρία και Δανία εκδίδουν άδειες για τη διάγνωση ασθενειών ή τη χορήγηση προϊόντων που έχουν σκοπό τη θεραπεία ασθενειών.[233] Σε μερικές Ευρωπαϊκές χώρες η ομοιοπαθητική θεραπεία καλύπτεται από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, όπως στη Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία και Λουξεμβούργο. Σε άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, η ομοιοπαθητική δεν καλύπτεται. Στην Αυστρία, η δημόσια υπηρεσία υγείας απαιτεί την επιστημονική απόδειξη αποτελεσματικότητας προκειμένου να γίνει αποζημίωση μιας θεραπείας, και η ομοιοπαθητική δεν αποζημιώνεται,[234] αν και μπορούν να γίνουν εξαιρέσεις,[235] ενώ τα ιδιωτικά ασφαλιστικά συμβόλαια μερικές φορές περιλαμβάνουν ομοιοπαθητικές θεραπείες.[233] Η κυβέρνηση της Ελβετίας, μετά από μια 5-ετή δοκιμή, απέσυρε την ομοιοπαθητική και τέσσερις άλλες συμπληρωματικές θεραπείες το 2005, δηλώνοντας πως αυτές δεν πληρούν τις προυποθέσεις αποτελεσματικότητας και κόστους-αποτελεσματικότητας,[236] όμως μετά από ένα δημοψήφισμα του 2009 και οι πέντε θεραπείες θα αποκατασταθούν για μια επιπλέον 6-ετή δοκιμαστική περίοδο από το 2012.[237]
Η κυβέρνηση της Ινδίας αναγνωρίζει την ομοιοπαθητική ως ένα από τα εθνικά της συστήματα ιατρικής,[238] και έχει ιδρύσει την Υπηρεσία της Αγιουρβέδας, Γιόγκας και Φυσιοπαθητικής, Ουνάνι, Σίδχας και Ομοιοπαθητικής (AYUSH), παράρτημα του Υπουργείου Υγείας και Οικογενειακής Ευημερίας.[239] Το Κεντρικό Συμβούλιο της Ομοιοπαθητικής ιδρύθηκε το 1973 με σκοπό την επιμέλεια ανώτερης ομοιοπαθητικής παιδείας, και το Εθνικό Ινστιτούτο της Ομοιοπαθητικής το 1975.[240] Απαιτείται τουλάχιστον ένα αναγνωρισμένο πτυχίο στην ομοιοπαθητική και εγγραφή στο εθνικό μητρώο ή το Κεντρικό Μητρώο της Ομοιοπαθητικής για την άσκηση της ομοιοπαθητικής στιν Ινδία.[241]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι βουλευτές εξέτασαν την ομοιοπαθητική για να αξιολογήσουν την πολιτική της Κυβέρνησης πάνω στο θέμα, στην οποία περιλαμβάνεται η χρηματοδότηση της ομοιοπαθητικής υπό την πολιτική της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (NHS) και της κυβέρνησης για την αδειοδότηση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Η απόφαση της Επιστημονικής και Τεχνολογικής Επιτροπής της Βουλής των Κοινοτήτων ακολουθεί μια γραπτή αιτιολογία από την Κυβέρνηση, η οποία ενημέρωσε την επιτροπή πως το σύστημα αδειοδότησης δεν διαμορφώνεται με βάση τις επιστημονικές αποδείξεις. «Τα τρία στοιχεία του συστήματος αδειοδότησης (για ομοιοπαθητικά προϊόντα) μάλλον δεν αφορούν την ... εξέταση της επιτροπής, καθώς η κυβερνητική θεώρηση των επιστημονικών αποδείξεων δεν αποτελούσε τη βάση για την καθιέρωσή τους,» δήλωσε η Επιτροπή. Η εξέταση αναζήτησε γραπτές αποδείξεις και υποβολή εγγράφων από ενδιαφερόμενα μέρη.[242][243]
Το Φεβρουάριο του 2010 η Επιστημονική και Τεχνολογική Επιτροπή συμπέρανε πως:
... το NHS θα πρέπει να παψει τη χρηματοδότηση της ομοιοπαθητικής. Επίσης συμπέρανε πως η Υπηρεσία Ελέγχου Φαρμάκων και Περίθαλψης (Medicines and Healthcare products Regulatory Agency) είναι ανάγκη να μην επιτρέπει ετικέτες ομοιοπαθητικών φαρμάκων, που υπόσχονται θεραπευτικά οφέλη χωρίς αποδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους. Εφόσον δεν είναι φάρμακα, τα ομοιοπαθητικά προϊόντα πρέπει να πάψουν να αδειοδοτούνται από το MHRA.
Η Επιτροπή συμφώνησε με την Κυβέρνηση, στο ότι η αποδεικτική βάση δείχνει πως η ομοιοπαθητική δεν είναι αποτελεσματική (δηλαδή δεν λειτουργεί διαφορετικά από το φαινόμενο εκονικών φαρμάκων), και ότι οι εξηγήσεις για το πως θα μπορούσε να λειτουργεί δεν είναι επιστημονικά αληθοφανή.
Η Επιτροπή επίσης συμπέρανε – επειδή η διαθέσιμη επιστημονική βιβλιογραφία δεν ανέδειξε σοβαρές αποδείξεις για την αποτελεσματικότητά της – πως δεν δικαιολογείται η διεξαγωγή πρόσθετων κλινικών δοκιμών της ομοιοπαθητικής.
Κατά την άποψη της Επιτροπής, η ομοιοπαθητική είναι ένα είδος θεραπείας με εικονικά φάρμακα και η Κυβέρνηση θα πρέπει να έχει μια πολιτική χορήγησης εικονικών φαρμάκων. Η Κυβέρνηση δεν είναι πρόθυμη να πάρει θέση όσον αφορά την ορθότητα και ηθική της χορήγησης εικονικών φαρμάκων στους ασθενείς, η οποία συνήθως βασίζεται σε κάποιο βαθμό παραπλάνησης του ασθενούς. Η χορήγηση εικονικών φαρμάκων δεν συμβαδίζει με τις αρχές της συνειδητής επιλογής - η οποία σύμφωνα με την Κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα σημαντική - καθώς σημαίνει πως οι ασθενείς δεν έχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που δίνουν νόημα στην επιλογή τους.
Πέρα από τα ηθικά ζητήματα και την ακεραιότητα της σχέσης γιατρού-ασθενή, η αποκλειστική χορήγηση των εικονικών φαρμάκων είναι κακή ιατρική πρακτική. Η επίδρασή τους είναι αναξιόπιστη και απρόβλεπτη και δεν μπορεί να διαμορφώσει την αποκλειστική βάση καμιάς θεραπείας του NHS.[15]
Η Επιτροπή επίσης δήλωσε:
Φτάσαμε στο συμπέρασμα πως η χορήγηση εικονικών φαρμάκων από το NHS θα πρέπει να γίνεται λιγότερο συχνά. Η χρηματοδότηση των ομοιοπαθητικων νοσοκομείων – νοσοκομείων που ειδικεύονται στην παροχή των εικονικών φαρμάκων – δεν πρέπει να συνεχιστεί, και οι γιατροί του NHS να μην παραπέμπουν τους ασθενείς στους ομοιοπαθητικούς.[244]
Τον Ιούλιο του 2010 ο νεοδιορισμένος Γραμματέας για την Υγεία του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε τις τοπικές αποφάσεις της NHS για τη χρηματοδότηση της ομοιοπαθητικής. Η απάντηση της Κυβέρνησης αιτιολογήθηκε σε ένα έγγραφο των δεκαεννέα σελίδων, και δηλώνει πως «η θέση μας όσον αφορά τη χρήση της ομοιοπαθητικής εντός του NHS παραμένει, ότι τα τοπικά NHS και κλινικοί, και όχι το Whitehall, είναι ικανοί να παίρνουν καλύτερες αποφάσεις για το ποιο φάρμακο είναι κατάλληλο για τους ασθενείς τους - συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωματικών και εναλλακτικών θεραπειών όπως η ομοιοπαθητική - και να παρέχουν ανάλογες υπηρεσίες.» Η απάντηση επίσης δήλωσε πως «ο κυριότερος λόγος για την παροχή της ομοιοπαθητικής από το NHS είναι η δυνατότητα της επιλογής της από τον ασθενή».[245] Κατά το Φεβρουάριο του 2011 μόνο το ένα τρίτο των υπηρεσιών υγείας του NHS συνέχιζαν τη χρηματοδότηση της ομοιοπαθητικής.[246]
Το Πανεπιστήμιο Ντέρμπυ (Derby University) του Ηνωμένου Βασιλείου έχει καταργήσει το ομοιοπαθητικό του πρόγραμμα το 2012, ενώ το Πανεπιστήμιο του Ουέστμινστερ (University of Westminster) σταμάτησε να δέχεται εγγραφές νέων φοιτητών για την ομοιοπαθητική. Το Πανεπιστήμιο Σάλφορντ (Salford University) είχε καταργήσει το ομοιοπαθητικό του πρόγραμμα ένα χρόνο νωρίτερα.[247] Το 2013 η Αρχή των Διαφημιστικών Προτύπων του Ηνωμένου Βασιλείου συμπέρανε πως ο Σύλλογος των Ομοιοπαθητικών στόχευε ευάλωτους ασθενείς, και τους αποθάρρυνε από τη χρήση της απαραίτητης φαρμακευτικής αγωγής με παραπλανητικούς ισχυρισμούς για την αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.[248]
Δημόσιες αποδοκιμασίες
Από τότε που ο Τζέϊμς Ράντι (James Randi) ξεκίνησε να καταναλώνει ολόκληρα μπουκάλια από ομοιοπαθητικα υπνωτικά χάπια στις διαλέξεις του, η σατιρική «υπερδοσολογία» με ομοιοπαθητικά φάρμακα από άτομα ή ομάδες έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής, σε εκδηλώσεις «μαζικής αυτοκτονίας».[249][250][251][252] Το 2010 ο Σύλλογος των Σκεπτικών του Μέρσυσαϊντ (Merseyside Skeptics Society) από το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε την «καμπάνια 10:23», ενθαρρύνοντας διάφορες ομάδες να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις δημόσιας υπερδοσολογίας. Το 2011 η καμπάνια 10:23 επεκτάθηκε, με συμμετοχή από 69 ομάδες, 54 από τις οποίες κατέγραψαν τις εκδηλώσεις τους σε βίντεο.[253] Στη διάσκεψη Berkeley SkeptiCal τον Απρίλιο του 2012, πάνω από 100 άτομα συμμετείχαν σε μαζική υπερδοσολογία καταναλώνοντας caffea cruda, το οποίο υποτίθεται πως αντιμετωπίζει την αϋπνία.[254][255]
Οι μη-κερδοσκοπικοί, εκπαιδευτικοί οργανισμοί Κέντρο Ερευνών (Center for Inquiry, CFI) και η συνεργαζόμενη Επιτροπή για Σκεπτική Έρευνα (Committee for Skeptical Inquiry, CSI) έχουν υποβάλλει άιτηση στον Οργανισμο Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration, FDA), ασκώντας κριτική στην εταιρεία Boiron για παραπλανητική επισήμανση και διαφήμιση του Oscillococcinum. Το CFI του Canada καλεί άτομα, που αισθάνονται πως έχουν υποστεί ζημιά από ομοιοπαθητικά φάρμακα, να επικοινωνήσουν μαζί τους.[256]
Τον Αύγουστο του 2011,[257] κατατέθηκε ομαδική αγωγή[257] εναντίον της Boiron εκ μέρους «όλων των κατοίκων της Καλιφόρνια, οι οποίοι έχουν αγοράσει Oscillo μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια.» Η αγωγή υποστηρίζει πως «δεν είναι τίποτα άλλο από ένα χάπι ζάχαρης,» «παρά τη ψευδή διαφήμισή του, σύμφωνα με την οποία περιέχει κάποιο ενεργό συστατικό που αντιμετωπίζει τα συμπτώματα της γρίπης.»[258]
Η δημοσιογράφος Έρικα Τζόνσον (Erica Johnson) του CBC News, διεξήγαγε μια έρευνα για την εκπομπή Marketplace με αντικείμενο την ομοιοπαθητική βιομηχανία του Καναδά, και βρήκε πως «είναι βασισμένη σε ελαττωματική επιστήμη και ανόητους συλλογισμούς». Ο σκεπτικοί από το Κέντρο Ερευνών (CFI) του Βανκούβερ συμμετείχαν σε μαζική υπερδοσολογία έξω από μια αίθουσα επειγόντων περιστατικών, καταναλώνοντας ολόκληρα μπουκάλια «φαρμάκων», τα οποία υποτίθεται ότι μπορούσαν να προκαλέσουν τον ύπνο, εμετό ή θάνατο, αλλά μετά από 45 λεπτά παρακολούθησης κανείς δεν έχει νοιώσει ανεπιθύμητες ενέργειες. Η Τζόνσον έκανε ερωτήσεις σε ομοιοπαθητικούς και αντιπροσώπους εταιρειών για τις θεραπείες καρκίνου και υποτιθέμενα εμβόλια. Όλοι τους ανέφεραν θετικά αποτελέσματα, κανείς όμως δεν μπόρεσε να επιδείξει επιστημονικά δεδομένα που υποστηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς, παρά μόνο δηλώσεις τύπου «δουλεύει». Η Τζόνσον δεν μπόρεσε να βρεί καμία απόδειξη για την παρουσία ενεργών συστατικών σε ομοιοπαθητικά φάρμακα. Η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο τμήμα χημείας του Πανεπιστημίου του Τορόντο βρήκε πως η ποσότητα του ενεργού συστατικού είναι τόσο μικρή που «ισοδυναμεί με 5 δισεκατομμυριοστά της ποσότητας ασπιρίνης που περιέχει... ένα χάπι». Ο στρύχνος (belladonna) και το σιρώπι ipecac «σε τυφλό πείραμα δεν θα διέφεραν καθόλου.»[259][260]
Το Αμερικανικό Κολλέγιο της Ιατρικής Τοξικολογίας (American College of Medical Toxicology) και η Αμερικανική Ακαδημία Κλινικής Τοξικολογίας (American Academy of Clinical Toxicology) δεν συνιστούν σε κανένα τη χρήση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων για θεραπεία ή πρόληψη ασθενειών.[261] Οι οργανισμοί αυτοί αναφέρουν πως δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, ενώ υπάρχουν αποδείξεις για πιθανή ζημιά που η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει, καθώς και έμμεσο κίνδυνο για την υγεία που σχετίζεται με την καθυστέρηση της συμβατικής θεραπείας.[261]
↑Hahnemann, Samuel (1833). The Homœopathic Medical Doctrine, or "Organon of the Healing Art". Dublin: W.F. Wakeman. σελίδες iii, 48–49. Observation, reflection, and experience have unfolded to me that the best and true method of cure is founded on the principle, similia similibus curentur. To cure in a mild, prompt, safe, and durable manner, it is necessary to choose in each case a medicine that will excite an affection similar (ὅμοιος πάθος) to that against which it is employed. Translator: Charles H. Devrient, Esq.
↑ 17,017,1Cucherat, M; Haugh, MC; Gooch, M; Boissel, JP (2000), «Evidence of clinical efficacy of homeopathy. A meta-analysis of clinical trials. HMRAG. Homeopathic Medicines Research Advisory Group», European journal of clinical pharmacology56 (1): 27–33, PMID10853874
↑ 18,018,118,2Caulfield, Timothy; Debow, Suzanne (2005), «A systematic review of how homeopathy is represented in conventional and CAM peer reviewed journals», BMC Complementary and Alternative Medicine5: 12, doi:10.1186/1472-6882-5-12, PMID15955254
↑ 19,019,1Shaw, D. M. (2010). «Homeopathy is where the harm is: Five unethical effects of funding unscientific 'remedies'». Journal of Medical Ethics36 (3): 130–131. doi:10.1136/jme.2009.034959. PMID20211989.
↑Mashta, O. (2009-08-24). «WHO warns against using homoeopathy to treat serious diseases». BMJ339 (aug24 2): b3447–b3447. doi:10.1136/bmj.b3447.
↑Paul S. Boyer. The Oxford Companion to United States History. ISBN9780195082098. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2013. After 1847, when regular doctors organized the American Medical Association (AMA), that body led the war on "quackery," especially targeting dissenting medical groups such as homeopaths, who prescribed infinitesimally small doses of medicine. Ironically, even as the AMA attacked all homeopathy as quackery, educated homeopathic physicians were expelling untrained "quacks" from their ranks.
↑Hemenway, Henry Bixby (1894), «Modern Homeopathy and Medical Science», JAMA: the Journal of the American Medical Association (11): 367, doi:10.1001/jama.1894.02420900001001
Hodgson B (2001), In the Arms of Morpheus: The Tragic History of Morphine, Laudanum and Patent Medicines, Firefly Books, σελ. 18, ISBN1-55297-540-1
Griffin, J. P. (2004), «Venetian treacle and the foundation of medicines regulation», British Journal of Clinical Pharmacology58 (3): 317–25, doi:10.1111/j.1365-2125.2004.02147.x, PMID15327592
↑Hahnemann S (1833), The Organon of the Healing Art (5th έκδοση), aphorism 269, ISBN0-87983-228-2.
Hahnemann S (1842), The Organon of the Healing Art (6th έκδοση) (δημοσιεύθηκε 1921), aphorism 270, ISBN0-87983-228-2
↑J. H. Clarke· John Henry Clarke (1 Ιανουαρίου 2001). Homeopathy Explained. Nanopathy. σελίδες 22–. GGKEY:JWCD56EF80T. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2013.
↑Death rates in conventional hospitals were typically two- to eight-fold higher than in homeopathic hospitals for patients with these infectious diseases; see
Bradford TL (2007), The logic of figures or comparative results of homeopathic and other treatments, Kessinger, ISBN1-4304-8892-1[Χρειάζεται σελίδα]
↑Forbes J (1846), Homeopathy, allopathy and young physic, London
↑Simpson JY (1853), Homoeopathy, its tenets and tendencies, theoretical, theological and therapeutical, Edinburgh: Sutherland & Knox, σελ. 11
↑ 70,070,170,2Bellavite, Paolo; Conforti, Anita; Piasere, Valeria; Ortolani, Riccardo (2005), «Immunology and Homeopathy. 1. Historical Background», Evidence-Based Complementary and Alternative Medicine2 (4): 441–52, doi:10.1093/ecam/neh141, PMID16322800
↑Lee J, Thompson E (2007), «X-ray drug picture», The Homeopath (Northampton: Society of Homeopaths) 26 (2): 43–48, ISSN0263-3256
↑Lee J, Thompson E (2007), «Postironium - the vastness of the universe knocks me off my feet», The Homeopath (Society of Homeopaths) 26 (2): 49–54, ISSN0263-3256
↑van Haselen, R. (Nov 2005). «To which extent should potency choice in homeopathy be "regulated": has European legislation gone too far?». Wien Med Wochenschr.155 (21-22): 479–81. doi:10.1007/s10354-005-0231-z. PMID16425107.
↑Wheeler CE (1941), Dr. Hughes: Recollections of some masters of homeopathy, Health through homeopathy
↑Bodman F (1970), The Richard Hughes memorial lecture, BHJ, σελ. 179–193
↑Hahnemann S (1796), «Versuch über ein neues Prinzip zur Auffindung der Heilkräfte der Arzneisubstanzen, nebst einigen Blicken auf die bisherigen», Hufelands JournalII (3)
↑Hahnemann S (1805), Fragmenta de Viribus medicamentorum Positivis, Leipzig
↑Hahnemann S, Stapf E, Gross G, de Brunnow EG (1826–1828), Materia medica pura; sive, Doctrina de medicamentorum viribus in corpore humano sano observatis; e Germanico sermone in Latinum conversa, Dresden: Arnold, OCLC14840659
↑Boger CM, von Bönninghausen CMF, Bradford TL (1999), Boenninghausen's characteristics, materia medica & repertory : with word index (reprint έκδοση), New Delhi: B. Jain, ISBN81-7021-207-3, OCLC46785916
↑Mathur KN (2003), Prinzipien der homöopathischen Verschreibung: Synopsis weltweiter klinischer Erfahrungen, Georg Thieme Verlag, σελ. 122–123, ISBN3-8304-9021-6, OCLC76518035
↑Vanhaselen, R (1999), «The relationship between homeopathy and the Dr Bach system of flower remedies: A critical appraisal», British Homoeopathic journal88 (3): 121–7, doi:10.1054/homp.1999.0308, PMID10449052
↑Ernst, E (2002), «"Flower remedies": a systematic review of the clinical evidence», Wiener klinische Wochenschrift114 (23–24): 963–6, PMID12635462
↑ 121,0121,1Hektoen, L (2005), «Review of the current involvement of homeopathy in veterinary practice and research», Veterinary Record157 (8): 224–9, PMID16113167
↑Tuomela R (1987). «Chapter 4: Science, Protoscience, and Pseudoscience». Στο: Pitt JC· Marcello P. Science, Protoscience, and Pseudoscience. Rational Changes in Science: Essays on Scientific Reasoning. Boston Studies in the Philosophy of Science. 98. Springer. σελίδες 83–101. doi:10.1007/978-94-009-3779-6_4. ISBN978-94-010-8181-8.
↑Grimes, D. R. (2012). «Proposed mechanisms for homeopathy are physically impossible». Focus on Alternative and Complementary Therapies17 (3): 149–155. doi:10.1111/j.2042-7166.2012.01162.x.
↑Milgrom, L (2007), «Conspicuous by its absence: the Memory of Water, macro-entanglement, and the possibility of homeopathy», Homeopathy96 (3): 209–19, doi:10.1016/j.homp.2007.05.002, PMID17678819
↑Teixeira, José; Luzar, Alenka; Longeville, Stéphane (2006), «Dynamics of hydrogen bonds: how to probe their role in the unusual properties of liquid water», Journal of Physics: Condensed Matter18 (36): S2353–62, doi:10.1088/0953-8984/18/36/S09
↑Anick, David J (2004), «High sensitivity 1H-NMR spectroscopy of homeopathic remedies made in water», BMC Complementary and Alternative Medicine4: 15, doi:10.1186/1472-6882-4-15, PMID15518588
↑e.g.Dana Ullman, MPH. Essential Homeopathy: What It Is and What It Can Do for You. New World Library, Novato. California, January 2002. ISBN 1-57731-206-6. p. 41: "Classical homeopaths usually use high-potency medicines (200, 1M, 10M, 50M, and higher; "M" refers to the Roman numeral for one thousand, meaning that they were diluted either 1:10 or 1:100 one thousand times) more than low-potency remedies (3, 6, or 12)."
↑e.g.Dana Ullman, MPH. Essential Homeopathy: What It Is and What It Can Do for You. New World Library, Novato. California, January 2002. ISBN 1-57731-206-6. p. 62: "Homeopaths often simply prescribe one dose of one high-potency remedy, and these more powerful remedies tend to be more susceptible to being neutralized than lower-potency medicines."
↑Boyd, Windy A; Williams, Phillip L (2003), «Comparison of the sensitivity of three nematode species to copper and their utility in aquatic and soil toxicity test», Environmental Toxicology and Chemistry22 (11): 2768–74, doi:10.1897/02-573, PMID14587920
↑Goldoni, Matteo; Vittoria Vettori, Maria; Alinovi, Rossella; Caglieri, Andrea; Ceccatelli, Sandra; Mutti, Antonio (2003), «Models of Neurotoxicity: Extrapolation of Benchmark Doses in Vitro», Risk Analysis23 (3): 505–14, doi:10.1111/1539-6924.00331, PMID12836843
↑Yu, Hsin-Su; Liao, Wei-Ting; Chai, Chee-Yin (2006), «Arsenic Carcinogenesis in the Skin», Journal of Biomedical Science13 (5): 657–66, doi:10.1007/s11373-006-9092-8, PMID16807664
↑ 154,0154,1Linde, K; Scholz, M; Ramirez, G; Clausius, N; Melchart, D; Jonas, WB (1999), «Impact of Study Quality on Outcome in Placebo-Controlled Trials of Homeopathy», Journal of Clinical Epidemiology52 (7): 631–6, doi:10.1016/S0895-4356(99)00048-7, PMID10391656
↑Sterne, J. A C; Davey Smith, G (2001), «Sifting the evidence---what's wrong with significance tests? Another comment on the role of statistical methods», BMJ322 (7280): 226–31, doi:10.1136/bmj.322.7280.226, PMID11159626
↑Linde, K.; Jonas, WB; Melchart, D; Willich, S (2001), «The methodological quality of randomized controlled trials of homeopathy, herbal medicines and acupuncture», International Journal of Epidemiology30 (3): 526–31, doi:10.1093/ije/30.3.526, PMID11416076
↑Rosenthal, Robert (1979), «The file drawer problem and tolerance for null results», Psychological Bulletin86 (3): 638–41, doi:10.1037/0033-2909.86.3.638
↑ 165,0165,1Linde, K; Clausius, N; Ramirez, G; Melchart, D; Eitel, F; Hedges, L; Jonas, W (1997), «Are the clinical effects of homoeopathy placebo effects? A meta-analysis of placebo-controlled trials», The Lancet350 (9081): 834–43, doi:10.1016/S0140-6736(97)02293-9, PMID9310601
↑Milazzo, S; Russell, N; Ernst, E (2006), «Efficacy of homeopathic therapy in cancer treatment», European Journal of Cancer42 (3): 282–9, doi:10.1016/j.ejca.2005.09.025, PMID16376071
↑ 167,0167,1167,2Altunc, U.; Pittler, M. H.; Ernst, E. (2007), «Homeopathy for Childhood and Adolescence Ailments: Systematic Review of Randomized Clinical Trials», Mayo Clinic Proceedings82 (1): 69–75, doi:10.4065/82.1.69, PMID17285788
↑ 168,0168,1Posadzki, P.; Alotaibi, A.; Ernst, E. (2012). «Adverse effects of homeopathy: A systematic review of published case reports and case series». International Journal of Clinical Practice66 (12): 1178–1188. doi:10.1111/ijcp.12026. PMID23163497.
↑McCarney, Robert W; Linde, Klaus; Lasserson, Toby J (2004), McCarney, Robert W, επιμ., «Homeopathy for chronic asthma», Cochrane database of systematic reviews (Online) (1): CD000353, doi:10.1002/14651858.CD000353.pub2, PMID14973954
↑McCarney, Robert W; Warner, James; Fisher, Peter; Van Haselen, Robbert (2003), McCarney, Robert W, επιμ., «Homeopathy for dementia», Cochrane database of systematic reviews (Online) (1): CD003803, doi:10.1002/14651858.CD003803, PMID12535487
↑Smith, Caroline A (2003), Smith, Caroline A, επιμ., «Homoeopathy for induction of labour», Cochrane database of systematic reviews (Online) (4): CD003399, doi:10.1002/14651858.CD003399, PMID14583972
↑Long, L; Ernst, E (2001), «Homeopathic remedies for the treatment of osteoarthritis: a systematic review», British Homoeopathic journal90 (1): 37–43, doi:10.1054/homp.1999.0449, PMID11212088
↑Ernst, E (1999), «Homeopathic prophylaxis of headaches and migraine? A systematic review», Journal of pain and symptom management18 (5): 353–7, doi:10.1016/S0885-3924(99)00095-0, PMID10584459
↑Walach, Η; Lowes, T; Mussbach, D; Schamell, U; Springer, W; Stritzl, G; Haag, G (2001), «The long-term effects of homeopathic treatment of chronic headaches: one year follow-up and single case time series analysis», The British homoeopathic journal90 (2): 63–72, doi:10.1054/homp.1999.0473, PMID11341459
↑Whitmarsh, TE; Coleston-Shields, DM; Steiner, TJ (1997), «Double-blind randomized placebo-controlled study of homoeopathic prophylaxis of migraine», Cephalalgia17 (5): 600–4, doi:10.1046/j.1468-2982.1997.1705600.x, PMID9251877
↑Linde, Klaus; Melchart, Dieter (1998), «Randomized Controlled Trials of Individualized Homeopathy: A State-of-the-Art Review», The Journal of Alternative and Complementary Medicine4 (4): 371–88, doi:10.1089/acm.1998.4.371, PMID9884175
↑ 181,0181,1Ernst, Edzard (2012). «Homeopathy: A Critique of Current Clinical Research». Skeptical Inquirer (Center for Inquiry) 36 (November/December): 39–42.
↑Kolisko L (1959), Physiologischer und physikalischer Nachweis der Wirksamkeit kleinster Entitäten, Stuttgart
↑Walchli, Chantal; Baumgartner, Stephan; Bastide, Madeleine (2006), «Effect of Low Doses and High Homeopathic Potencies in Normal and Cancerous Human Lymphocytes: An In Vitro Isopathic Study», Journal of Alternative and Complementary Medicine12 (5): 421–7, doi:10.1089/acm.2006.12.421
↑Walach, Η; Köster, Η; Hennig, T; Haag, G (2001), «The effects of homeopathic belladonna 30CH in healthy volunteers — a randomized, double-blind experiment», Journal of Psychosomatic Research50 (3): 155–60, doi:10.1016/S0022-3999(00)00224-5, PMID11316508
↑Hirst, S. J.; Hayes, N. A.; Burridge, J.; Pearce, F. L.; Foreman, J. C. (1993), «Human basophil degranulation is not triggered by very dilute antiserum against human IgE», Nature366 (6455): 525–7, doi:10.1038/366525a0, PMID8255290
↑Ovelgönne, J. H.; Bol, A. W. J. M.; Hop, W. C. J.; Wijk, R. (1992), «Mechanical agitation of very dilute antiserum against IgE has no effect on basophil staining properties», Experientia48 (5): 504–8, doi:10.1007/BF01928175, PMID1376282
↑Witt, Claudia M.; Bluth, Michael; Hinderlich, Stephan; Albrecht, Henning; Ludtke, Rainer; Weisshuhn, Thorolf E.R.; Willich, Stefan N. (2006), «Does Potentized HgCl2 (Mercurius corrosivus) Affect the Activity of Diastase and -Amylase?», Journal of Alternative and Complementary Medicine12 (4): 359–65, doi:10.1089/acm.2006.12.359
↑Guggisberg, A; Baumgartner, S; Tschopp, C; Heusser, P (2005), «Replication study concerning the effects of homeopathic dilutions of histamine on human basophil degranulation in vitro», Complementary Therapies in Medicine13 (2): 91–100, doi:10.1016/j.ctim.2005.04.003, PMID16036166
↑Benveniste defended his results by comparing the inquiry to the Salem witch hunts and asserting that "It may be that all of us are wrong in good faith. This is no crime but science as usual and only the future knows."
↑ 196,0196,1Malik, Imtiaz A.; Gopalan, Sethuraman (2002), «Use of CAM results in delay in seeking medical advice for breast cancer», European Journal of Epidemiology18 (8): 817–22, doi:10.1023/A:1025343720564, PMID12974558
↑Atwood, K. C. (2003), «"Neurocranial Restructuring" and Homeopathy, Neither Complementary nor Alternative», Archives of Otolaryngology - Head and Neck Surgery129 (12): 1356–7, doi:10.1001/archotol.129.12.1356, PMID14676179
↑Ndububa, VI (2007), «Medical quackery in Nigeria; why the silence?», Nigerian journal of medicine16 (4): 312–7, PMID18080586
↑Ernst, E.; Pittler, MH (1998), «Efficacy of Homeopathic Arnica: A Systematic Review of Placebo-Controlled Clinical Trials», Archives of Surgery133 (11): 1187–90, doi:10.1001/archsurg.133.11.1187, PMID9820349
↑Ernst, E. (1997), «The attitude against immunisation within some branches of complementary medicine», European Journal of Pediatrics156 (7): 513–5, doi:10.1007/s004310050650, PMID9243229
↑Ernst, E (2001), «Rise in popularity of complementary and alternative medicine: reasons and consequences for vaccination», Vaccine20: S90–3; discussion S89, doi:10.1016/S0264-410X(01)00290-0, PMID11587822
↑Pray WS (1996), «The Challenge to Professionalism Presented by Homeopathy», American Journal of Pharmaceutical Education60: 198–204
↑Pray WS (1992), «A challenge to the credibility of homeopathy», Am J Pain Management (2): 63–71
↑Pray WS (2006), «Ethical, scientific, and educational concerns with unproven medications», Am J Pharm Educ70 (6): 141, PMID17332867
↑Baum, Michael; Ernst, Edzard (2009), «Should We Maintain an Open Mind about Homeopathy?», The American Journal of Medicine122 (11): 973–4, doi:10.1016/j.amjmed.2009.03.038, PMID19854319
G. Bornhöft, P. F. Matthiessen (eds), Homeopathy in Healthcare – Effectiveness, Appropriateness, Safety, Costs, DOI 10.1007/978-3-642-20638-2_1, Springer-Verlag Berlin Heidelberg 2011
Anthony Campbell, Homeopathy in Perspective, Lulu, 2008
Michael Carlston, Classical Homeopathy, Churchill Livingstone, 2003
George Vithoulkas, Shashi Kant Tiwari, The Science of Homoeopathy, B. Jain Publishers, 2002
Σακελλαρόπουλος, Αντώνης: «Ομοιοπαθητική: Υποκειμενική υπερεκτίμηση ή δύσπιστη αντιμετώπιση;», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 217 (Μάιος 1998), σσ. 28-35