The Guardian είναι η ονομασία μιας ημερήσιας βρετανικής ειδησεογραφικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε το 1821 στο Μάντσεστερ με το όνομα The Manchester Guardian. Ανήκει στην Guardian Media Group, μαζί με τις αδελφικές της εφημερίδες The Observer (κυριακάτικη έκδοση) και The Guardian Weekly (διεθνής εβδομαδιαία έκδοση). Η εφημερίδα διατηρεί επίσης ξεχωριστές ιστοσελίσες για τις λοιπές αγγλόφωνες χώρες, τις ΗΠΑ (από το 2011), την Αυστραλία (από το 2013), τον Καναδά (απο το 2015) και τη Νέα Ζηλανδία (από το 2019).
Αρχικά η εφημερίδα, την εποχή της ίδρυσης της, υποστήριζε φιλελεύθερες θέσεις και συχνά ερχόταν σε αντίθεση με τα αιτήματα των εργατικών τάξεων της περιοχής. Σταδιακά, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και μετά, η πολιτική θέση της εφημερίδας άλλαξε και σήμερα θεωρείται ως εκπρόσωπος της μεσαίας αστικής τάξης της Βρετανίας, εκφραστής κεντροαριστερών απόψεων (στη Βρετανία οι πολίτες που ανταποκρίνονται σε αυτά τα χαρακτηριστικά αποκαλούνται συχνά με τον χαρακτηρισμό «Guardian readers»).Η εφημερίδα στηρίζει μέσω των ισοτόπων της το Εργατικό κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου,το Δημοκρατικό κόμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Εργατικό κόμμα στην Αυστραλία, το Φιλελεύθερο κόμμα στον Καναδά και το Εργατικό κόμμα στη Νέα Ζηλανδία.
Η εφημερίδα ιδρύθηκε στο Μάντσεστερ το 1821 με τον τίτλο The Manchester Guardian από τον έμπορο βάμβακος Τζον Έντουαρντ Τέιλορ. Ο Τέιλορ ήταν μέλος μιας αντικομφορμιστικής φιλελεύθερης πολιτικής ομάδας επιχειρηματιών του Μάντσεστερ, που έφερε το όνομα «Little Circle».[4] Η δημιουργία του The Manchester Guardian έγινε με την υποστήριξη 11 μελών του Little Circle.
Η ίδρυσή της έγινε δυνατή μετά το προσωρινό κλείσιμο των γραφείων της ριζοσπαστικής εφημερίδας του Μάντσεστερ, Manchester Observer και τη φυλάκιση του εκδότη της.[5][6] Ο Manchester Observer είχε υπερασπιστεί τους διαδηλωτές κατά τα επεισόδια της 16ης Αυγούστου του 1918, τα οποία έμειναν γνωστά ως «Σφαγή του Πετερλόου».[5] Το προσωρινό κλείσιμο του Manchester Observer άνοιξε τον δρόμο για την έκδοση της εφημερίδας του Τέιλορ, η θέση του οποίου πάνω στο θέμα ήταν λιγότερο θετική για τους διαδηλωτές και κυρίως για τους ηγέτες τους, θεωρώντας πως εκμεταλλεύτηκαν τη μάζα για προσωπικά οφέλη.[7][8]
Το πρώτο φύλλο της νέας εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 5 Μαΐου του 1821 και κόστιζε 7d (παλιές πένες), από τις οποίες οι 4d αφορούσαν τον φόρο χαρτοσήμου.[6][9] Η εφημερίδα ήταν εβδομαδιαία και κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο. To 1836, με τη μείωση της τιμής του τέλους χαρτοσήμου για τις εφημερίδες, έγινε δυνατή η έκδοση και δεύτερου φύλλου, κάθε Τετάρτη, ενώ η πλήρης κατάργησή του το 1855 τη μετέτρεψε σε καθημερινή έκδοση.
Το 1959 αφαίρεσε από τον τίτλο της έκδοσης τη λέξη «Manchester», μετατρέποντάς τον στο σημερινό, «The Guardian». Το 1964 η διεύθυνση της εφημερίδας μετακόμισε από το Μάντσεστερ στο Λονδίνο. Η περίοδος της δεκαετίας του 1970 υπήρξε οικονομικά κακή για την εφημερίδα, αναγκάζοντας τους υπεύθυνους να συζητούν μια πιθανή συγχώνευση με την εφημερίδα The Times. Όμως, η ίδρυση της εφημερίδας The Independent το 1986 προκάλεσε μια άνθηση στο αναγνωστικό κοινό του ημερήσιου Τύπου και δημιούργησε έναν αγώνα για τη μεγαλύτερη κυκλοφορία.
To 1992 παρουσίασε μια καθημερινή συνοδευτική της έκδοση, με τη μορφή tabloid, το οποίο ονομάστηκε G2. Η ιδέα υιοθετήθηκε και από άλλες μεγάλες «ποιοτικές» εφημερίδες και το κύριο φύλλο πέρασε στη μορφή Berliner (315 mm × 470 mm), ενώ από το 2005 υιοθέτησε μια μορφή λίγο μεγαλύτερη από αυτή της tabloid, την οποία χρησιμοποιούσε ήδη η γαλλική Le Monde και η γερμανική Die Tageszeitung.
Το 1993 αγόρασε τον The Observer και τον μετέτρεψε σε Κυριακάτικη εφημερίδα. Η διεθνής εβδομαδιαία της έκδοση είναι η The Guardian Weekly, ενώ έχει δημιουργήσει και μια ηλεκτρονική έκδοση, την G24, που είναι διαθέσιμη ελεύθερα και περιέχει άρθρα από τον The Guardian και τον The Observer. Το 1999 δημιούργησε την ηλεκτρονική της έκδοση, guardian.co.uk.
Κυκλοφορία
Η καθημερινή έκδοση της κυκλοφορίας είχε κυκλοφορία 185.429 φύλλων τον Ιανουάριο του 2015.[10] Σύμφωνα με τον ανεξάρτητο πάροχο στοιχείων διαδικτυακής επισκεψιμότητας Similar Web, η ιστοσελίδα του The Guardian ήταν η 30ή σε επισκεψιμότητα ιστοσελίδα στο Ηνωμένο Βασίλειο και 1η μεταξύ των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων, προσελκύοντας περισσότερο από 135 εκατομμύρια επισκέπτες σε μηνιαία βάση.[11][12][13]
Θέσεις της σε διάφορα ιστορικά ζητήματα
Πρώτα χρόνια
Το 1821, η νέα εφημερίδα δήλωνε πως «...θα εφαρμόσει με ζήλο τις αρχές της πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας...»[14] Συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση της εργατικής τάξης του Μάντσεστερ, που χαρακτήριζε τον Manchester Guardian σαν «παράνομη πόρνη και βρομερό παράσιτο του χειρότερου μέρους των ιδιοκτητών μύλων»[15], καθώς η νέα εφημερίδα ήταν συχνά εχθρική προς τα αιτήματα των εργατών και ασκούσε κριτική στις κινητοποιήσεις τους.[16][17]
Τον Φεβρουάριο του 1871 στη δημοσιογραφική ομάδα του The Manchester Guardian προστέθηκε ο Τσαρλς Πρέστγουιτς Σκοτ (C. P. Scott), ανιψιός του ιδρυτή της εφημερίδας Τζον Έντουαρντ Τέιλορ και γιος του συνεκδότη της (μεταξύ 1847–1848), Ρουσέλ Σκοτ. Από την 1η Ιανουαρίου του 1872 έγινε εκδότης της και παρέμεινε στη θέση για 57 χρόνια, ενώ από το 1907 έγινε και ιδιοκτήτης της.
Ο Σκοτ κατάφερε να κάνει την τοπική εφημερίδα του Μάντσεστερ αναγνωρίσιμη σε όλη τη Βρετανία. Κάτω από τη διεύθυνσή του, μετέτρεψε τη συντηρητική γραμμή της σε πιο ριζοσπαστική. Την περίοδο της διάσπασης του Φιλελεύθερου Κόμματος το 1886, η εφημερίδα τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος του Γουίλιαμ Γκλάντστοουν. Στην περίοδο του Δευτέρου Πολέμου τον Μπόερ εναντιώθηκε προς αυτόν, ερχόμενη σε αντίθεση με την κοινή γνώμη.[19] Υποστήριξε τον αγώνα του γυναικείου κινήματος των Σουφραζέτων, χωρίς να πάψει όμως να ασκεί κριτική σε ορισμένες τακτικές τους.[20]
Το 1936 η ιδιοκτησία της εφημερίδας πέρασε στη Scott Trust Limited.
Ισπανικός εμφύλιος και θέσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Την περίοδο του Ισπανικού Εμφυλίου, η εφημερίδα, η οποία είχε πάντα ένα κεντρώο και κεντροαριστερό ακροατήριο, υποστήριξε τη Δημοκρατική πλευρά, παράλληλα με την εργατική Daily Herald, τη φιλελεύθερη News Chronicle και την κομμουνιστική Daily Worker. Με τη θέση της αυτή κατάφερε να κερδίσει εθνική αναγνώριση και την υποστήριξη της Αριστεράς.
Στα γεγονότα της Ματωμένης Κυριακής το 1972 έριξε την ευθύνη στους διαδηλωτές, παίρνοντας το μέρος του Στρατού. Υποστήριξε πως οι διοργανωτές της διαμαρτυρίας έπρεπε να υπολογίσουν πως ο ΙΡΑ ήταν πιθανό να επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει τους διαδηλωτές ως ασπίδα και πως ο πετροπόλεμος δεν μπορούσε να αποτραπεί.[22] Επίσης στην επίσημη θέση της, η εφημερίδα υποστήριζε για την περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας τη μέθοδο της φυλάκισης χωρίς προηγουμένως τη διεξαγωγή δικής ως αναπόφευκτη και αναγκαία, παρόλο που τη χαρακτήριζε γενικά ως «απεχθές, καταπιεστική και αντιδημοκρατική» πρακτική, «...με την ελπίδα ότι η ατμόσφαιρα θα μπορούσε να ηρεμήσει...».[23]
Την περίοδο του Πολέμου του Κόλπου, η εφημερίδα εξέφρασε αρχικά τις αμφιβολίες της γύρω από την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στο Ιράκ.[24] Με την έναρξη του πολέμου, πάντως, υποστήριξε την ανάγκη μιας γρήγορης επέμβασης, με την υποστήριξη του βρετανικού στρατού, για την αντιμετώπιση ενός «κακού καθεστώτος», καθώς αυτή ήταν η απόφαση των Ηνωμένων Εθνών.[25] Αντίθετα, υποστήριξε το NATO στον Πόλεμο του Κοσόβου το 1999, παρά την αντίθετη γνώμη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.[26] Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, υπήρξε κατά του Πολέμου στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Τα τελευταία χρόνια η εφημερίδα έχει πραγματοποιήσει σημαντικές αποκαλύψεις που συζητήθηκαν σε όλο τον κόσμο και επηρέασαν τη διεθνή πολιτική σκηνή. Μεταξύ των σημαντικότερων από αυτές υπήρξε η δημοσίευση, τον Ιούνιο του 2013, της μεγάλης έρευνας γύρω από τα προγράμματα παρακολουθήσεων των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, βασισμένη σε πληροφορίες του πρώην τεχνικού της υπηρεσίας Έντουαρντ Σνόουντεν. Για την αποκάλυψη αυτή η αμερικανική έκδοση της εφημερίδας, μαζί με την εφημερίδα της Washington Post, βραβεύτηκαν το 2014 με το βραβείο Πούλιτζερ.
↑Manchester Gazette, 7 Αυγούστου 1819, από το βιβλίο: Ayerst, David (1971). 'Guardian' : biography of a newspaper. London: Collins. σελ. 20. ISBN0-00-211329-5.