Ο Λουκίνο Βισκόντι ντι Μοντρόνε, Κόμης του Λονάτε Ποτσόλο (ιταλικά: Luchino Visconti di Modrone, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1906 – Ρώμη, 17 Μαρτίου 1976), γνωστός απλώς ως Λουκίνο Βισκόντι ήταν Ιταλόςσκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας. Υπήρξε θεμελιωτής και βασικός εκφραστής του ρεύματος του ιταλικού νεορεαλισμού.[1] Η θεματολογία του έργου είναι επηρεασμένη σημαντικά από προσωπικά βιώματα και επιμέρους πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως η αριστοκρατική του καταγωγή, η μαρξιστική ιδεολογία του και οι ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις.
Ο Βισκόντι ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης του Μιλάνου. Ο πατέρας του, Τζουζέπε Βισκόντι, καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βισκόντι του Μοντρόνε.[2]
Η μητέρα του, Κάρλα Έρμπα, ήταν αστή κόρη αυτοδημιούργητων βιομηχάνων.[3] Ο νεαρός Βισκόντι μεγαλώνει σε καλλιτεχνικό περιβάλλον και από μικρό παιδί παρακολουθεί παραστάσεις λυρικού θεάτρου στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου,[4] ενώ στην οικογενειακή οικία παίζει μαζί με τα αδέλφια του σαιξπηρικά έργα.[5]
Ξεχωριστό θαυμασμό εκδηλώνει για τον συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, τον μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι και τον συγγραφέα Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, με τους οποίους έχει την τύχη να συναναστραφεί, γεγονός που συμβάλλει στην απόφασή του να σπουδάσει μουσική και φιλοσοφία.[6]
Το 1926 υπηρετεί στο Ιταλικό Ιππικό και από το 1928 ασχολείται με την οργάνωση ιπποδρομιών.[7]
Τα χρόνια στο Παρίσι
Το 1933 ο Βισκόντι ταξιδεύει στη Γερμανία και ζει από κοντά την άνοδο του ναζισμού. Στη συνέχεια, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου γνωρίζει και συναναστρέφεται με τον Ζαν Κοκτώ και την Κοκό Σανέλ. Παράλληλα, εργάζεται ως βοηθός του σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ στις ταινίες Toni (1935) και Γεύμα στην Εξοχή (Une Partie de Campagne) (1936).[4]
Στο Παρίσι η συναναστροφή του με μαρξιστικούς κύκλους και ο ενθουσιασμός του Λαϊκού Μετώπου τον ωθούν, σε πρώτη φάση, να ασπαστεί τον μαρξισμό και, ακολούθως, να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.[4] Το 1937 ταξιδεύει στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ όπου επισκέπτεται το Χόλυγουντ.
Έργο
Κινηματογράφος
Νεορεαλισμός
Το 1939, μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Βισκόντι μετακομίζει από το Μιλάνο στη Ρώμη.[4] Εκεί γνωρίζει ορισμένους νεαρούς διανοούμενους, μανιώδεις με τον κινηματογράφο και μαρξιστές.[8] Πρόκειται για τον Μάριο Αλικάτα, τον Τζουζέπε Ντε Σάντις, τον Τζιάνι Πουτσίνι και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, μαζί με τους οποίους γράφει στο περιοδικό "Cinema", που διευθύνει ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο Μουσολίνι. Με τα άτομα της ομάδας αυτής ο Βισκόντι θα γυρίσει την πρώτη του ταινία, Διαβολικοί εραστές (Ossessione) (1943). Βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές, αποτελεί τη γενέθλια ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, ενός όρου που καθιερώθηκε χάρη στον μοντέρ της ταινίας, τον Μάριο Σεραντρέι.[2][9] Τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα οι συντελεστές της ταινίας να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες: όλο το υλικό ελέγχεται από τη λογοκρισία του φασιστικού καθεστώτος, ενώ για να καλυφθούν τα έξοδα της ταινίας ο ίδιος ο Βισκόντι αναγκάζεται να διαθέσει ένα μέρος της οικογενειακής του περιουσίας.[9][10] Το Ossessione ταράζει τα νερά στον ιταλικό κινηματογράφο και γρήγορα απαγορεύεται από τη λογοκρισία.[11]
Με την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Βισκόντι αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην αντίσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ναζί. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώνονται στο ντοκιμαντέρ του Μέρες Δόξας (1945). Το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του αναθέτει να γυρίσει μια τριλογία με θέμα τη ζωή των ψαράδων της Σικελίας, των ανθρακωρύχων και των αγροτών. Τελικά, μόνο το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται· πρόκειται για την ταινία Η Γη Τρέμει, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλιε. Γυρισμένη στο χωρίο Άτσι Τρέτσα της νότιας Σικελίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς, κατοίκους του χωριού, θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Παρά τις αντιδράσεις που προκαλεί, η ταινία βραβεύεται με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας 1948.[2] Ακολουθεί το Μπελίσιμα (1951) στο οποίο ξεχωρίζει η ερμηνεία της Άννας Μανιάνι.
Απομάκρυνση από τον νεορεαλισμό
To Senso (1954) αποτελεί σημείο καμπής[12] στο κινηματογραφικό έργο του Βισκόντι, ο οποίος, για πρώτη φορά, απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό και υιοθετεί νέα θεματολογία που θα γίνει σήμα κατατεθέν των ταινιών του. Η ερωτική ιστορία μιας κόμισσας και ενός Αυστριακού αξιωματικού γίνεται η αφορμή για μια βαθιά ανάλυση της ιταλικής Ιστορίας και σημαντικών γεγονότων, όπως η ιταλική ενοποίηση, ο καταστροφικός πόλεμος του 1866 και η επιρροή της παρηκμασμένης αριστοκρατικής τάξης στα γεγονότα αυτά. Το σενάριο βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, ενώ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Βισκόντι αρχικά ζητά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον Μάρλον Μπράντο, αίτημα που ο παραγωγός αρνείται.[13] Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Βισκόντι, την οποία οι κριτικοί έχουν επαινέσει για την πρωτότυπη φωτογραφία, την πλαστικότητα των εικόνων και την επιβλητική σκηνογραφία.[2]
Το 1956 ο Βισκόντι αντιτίθεται δημόσια στη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία[2] και το 1957 γυρίζει τις Λευκές Νύχτες, που αποτελούν διασκευή διηγήματος του Ντοστογιέφσκι και βραβεύονται με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1957. Η ταινία, όμως, που ο Βισκόντι αγαπούσε περισσότερο, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, είναι Ο Ρόκο και τα αδέρφια του (1960).[14] Με αυτή επιστρέφει στον νεορεαλισμό και καταπιάνεται, για δεύτερη φορά μετά το έργο Η γη τρέμει, με το θέμα του ιταλικού Νότου: Τα μέλη μιας οικογένειας του Νότου μεταναστεύουν στο Μιλάνο, ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Παρά, όμως, τις προσπάθειές τους, η βαθμιαία διάλυση της οικογένειας, η δυστυχία και η ηθική κατάπτωση είναι αναπόφευκτες.[15]
Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ο Βισκόντι βραβεύεται με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία Ο Γατόπαρδος, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης εστιάζει, για ακόμη μια φορά, σε ένα από τα αγαπημένα του θέματα: την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο της μεγαλοαστικής τάξης με φόντο τη Σικελία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.[16] Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά σκηνικά, καθώς ακόμη και τα συρτάρια ήταν γεμάτα με αυθεντικά αντικείμενα εποχής.[11] Ξεχωριστή η ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ που ενσαρκώνει τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο Σαλίνα.
Το 1965 ο Βισκόντι βραβεύεται εκ νέου στο Φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα αυτήν τη φορά με την ταινία Μακρινά Αστέρια της Άρκτου. Ακολούθως, ο Βισκόντι αποφασίζει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη το βιβλίο του Αλμπέρ ΚαμύΟ Ξένος (1967), αλλά το αρχικό σενάριο συναντά την αντίδραση της χήρας του συγγραφέα, Φρανσίν Καμύ, που απαιτεί να τηρηθεί πιστά η πλοκή του μυθιστορήματος του συζύγου της. Τελικά, ο Βισκόντι αναγκάζεται να δεχθεί αλλαγές στο σενάριό του και να μην απομακρυνθεί από την αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος.[17]
Τα τελευταία χρόνια
Τα τελευταία έργα του Λουκίνο Βισκόντι διακρίνονται από έντονη εσωτερικότητα και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η παρακμή, η αποσύνθεση και τα ομοφυλοφιλικά ένστικτα χαρακτηρίζουν όλες τις δημιουργίες της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη. Με την ταινία Οι καταραμένοι (1969), που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, κατακρίνει τα εγκλήματα του ναζισμού μέσα από την αποσύνθεση μιας ισχυρής οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων τη δεκαετία του 1930. Η αίσθηση παρακμής, η οποία αναδεικνύεται και χάρη στη φωτογραφία της ταινίας, καθιστά το εν λόγω έργο χαρακτηριστικό δείγμα της κινηματογραφικής αισθητικής του Βισκόντι. Ο Θάνατος στη Βενετία (1971), που απέσπασε το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Εικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ των Καννών, αποτελεί μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας του Τόμας Μαν και μια από τις πιο διάσημες ταινίες του, ενώ η "γερμανική τριλογία" ολοκληρώνεται με Το λυκόφως των θεών (1972).[2]
Το 1974 ο Βισκόντι, παρά την ήδη κλονισμένη υγεία του ολοκληρώνει μια ακόμα ταινία, τη γοητεία της αμαρτίας, που αποτελεί ίσως την πιο αυτοβιογραφική δημιουργία του.[18] Οι παραγωγοί είχαν ορίσει ως "εφεδρικό" σκηνοθέτη τον πρωταγωνιστή Μπαρτ Λάνκαστερ, σε περίπτωση που η υγεία του Βισκόντι δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τα γυρίσματα.[19] Η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από έναν ηλικιωμένο και μοναχικό καθηγητή, ο οποίος αναστατώνεται όταν μια οικογένεια νεόπλουτων αστών και ένας διεφθαρμένος αλλά γοητευτικός νέος εισβάλλουν στη μονότονη ζωή του. Πρόκειται για μια σκληρή κριτική της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενώ σε δεύτερο επίπεδο η ταινία πραγματεύεται τον κρυφό ομοφυλοφιλικό ερωτισμό μεταξύ του καθηγητή και του νεαρού Κόνραντ.
Η τελευταία ταινία του Βισκόντι είναι Ο Αθώος (1976), που γυρίζεται ενώ ο σκηνοθέτης είναι πλέον σχεδόν παράλυτος. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο[20] αποτελεί μια σκληρή κριτική της αριστοκρατίας και της αλαζονείας της εξουσίας. Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας (Τούλιο και Τζουλιάνα) δεν αναπαριστούν απλώς την παρακμή της οικογένειας,[21] αλλά όπως ο ίδιος ο Βισκόντι δήλωσε: "αναπαριστούν μια συγκεκριμένη κοινωνία και μια συγκεκριμένη Ιταλία που ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη η οποία είναι υπεύθυνη για την έλευση του Φασισμού". [21]
Ενώ τα γυρίσματα για το Ο Αθώος έχουν ολοκληρωθεί και η ταινία βρίσκεται στη φάση του μοντάζ, ο Λουκίνο Βισκόντι πεθαίνει από θρομβωτικό επεισόδιο στις 17 Μαρτίου 1976 στη Ρώμη. Στο πλευρό του βρίσκεται η αδελφή του Ουμπέρτα, η οποία διηγήθηκε αργότερα τις τελευταίες στιγμές του: άκουσε τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπράμς, μετά γύρισε προς το μέρος της και και είπε «Αρκετά. Είμαι κουρασμένος».[22][23]
Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 19 Μαρτίου σε εκκλησία της Ρώμης παρουσία του τότε Προέδρου της Ιταλίας, Τζοβάνι Λεόνε, και πολλών ανθρώπων του πολιτισμού, όπως ο Μπαρτ Λάνκαστερ, η Κλάουντια Καρντινάλε, ο Βιτόριο Γκάσμαν κ.α. Η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του ενταφιάστηκαν σε έναν βράχο μαζί με εκείνες της αδελφής του, στο κήπο της βίλας του στο νησί Ίσκια στον κόλπο της Νάπολης.
Η τελευταία ταινία του ολοκληρώνεται από τους συνεργάτες του, με βάση τις δικές του υποδείξεις, και προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρονιάς ως φόρος τιμής στον σκηνοθέτη.[24]
Θέατρο
Εκτός από τον κινηματογράφο, σημαντική είναι η προσφορά του Βισκόντι και στο θέατρο. Η πρώτη θεατρική παράσταση που ανέβασε ως σκηνοθέτης είναι το έργο Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ, που ανεβαίνει στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης τον Ιανουάριο του 1945. Η επαναστατική σκηνοθεσία του έργου, βασισμένη στο μοντέλο του νεορεαλισμού του Ossessione, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση.[25] Ακολούθως, και ιδίως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Βισκόντι σκηνοθετεί αρκετές θεατρικές παραστάσεις, κυρίως έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Τενεσί Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ, ενώ το 1953 ανεβάζει τη Μήδεια του Ευριπίδη. Συνεργάζεται επίσης με το θίασο της Ρίνα Μορέλι και του Πάολο Στόππα αλλά και με τον διάσημο ηθοποιό Βιτόριο Γκάσμαν.
Όπερα
Η αγάπη του Βισκόντι για την όπερα είναι εμφανής από την ταινία του 1954 Έτσι τελείωσε μια μεγάλη αγάπη, η οποία ξεκινά με την τέταρτη πράξη του Τροβατόρε, γυρισμένη στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας. Η πρώτη όπερα που σκηνοθέτησε ήταν η Βεστάλε του Gaspare Spontini που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1954. Ακολούθησαν δύο όπερες που άφησαν εποχή στη Σκάλα του Μιλάνου.[26] Η Τραβιάτα το 1955 και η Άννα Μπολένα το 1957, με πρωταγωνίστρια και στις δύο τη Μαρία Κάλλας. Ο Βισκόντι, άλλωστε, επηρέασε βαθύτατα την καριέρα της μεγάλης ντίβας, αφού μέσα από τη συνεργασία τους τη βοήθησε να τελειοποιήσει το υποκριτικό της ταλέντο.[26][27] Μετά την Ελβίρα ντε Ιδάλγο, πρώτη δασκάλα της Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών, και τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, κανένας άλλος δεν επηρέασε τόσο την καλλιτεχνική εξέλιξη της Κάλλας όσο ο Βισκόντι.[28]
Το 1958 ακολούθησαν ο Ντον Κάρλος του Βέρντι από τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, ο Μάκβεθ του Βέρντι στο Σπολέτο και ο Τροβατόρε στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1964. Το 1966 ο Φάλσταφ του Βέρντι στην Κρατική όπερα της Βιέννης απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς, ενώ αντίθετα η όπερα του ΒέρντιΣιμόν Μποκανέγκρα το 1969 με τους ηθοποιούς ντυμένους με γεωμετρικού τύπου κοστούμια προκάλεσε έντονες συζητήσεις.
Προσωπική ζωή
Ο Λουκίνο Βισκόντι δεν έκρυψε ποτέ πως είναι ομοφυλόφιλος.[7][29] Η ομοφυλοφιλία του εκφράζεται ανοιχτά για πρώτη φορά την περίοδο που ζει στο Παρίσι,[7] ενώ σύντροφοι του υπήρξαν ο σκηνοθέτης και συνεργάτης του Φράνκο Τζεφφιρέλλι[30] και ο Αυστριακός ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ[29] που πρωταγωνιστεί στις ταινίες Οι Καταραμένοι, Το Λυκόφως των Θεών και Η Γοητεία της Αμαρτίας. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα που απαντά σε αρκετές ταινίες του Βισκόντι, κυρίως σε αυτές της τελευταίας περιόδου. Πάντως, σε κανένα έργο του δεν πρωταγωνιστεί κάποιος ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας, αλλά συχνά παρατηρείται ένας υφέρπων ομοφυλοφιλικός ερωτισμός και ανεκδήλωτα ομοφυλοφιλικά ένστικτα μεταξύ των ηρώων.[29]
Από την οικογένεια του, ιδιαίτερη αδυναμία είχε στη μητέρα του, Κάρλα, αλλά και στην αδελφή του Ουμπέρτα.[31] Η βίλα του στη νήσο Ίσκια λειτουργεί πλέον ως πολιτιστικό ίδρυμα και μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν.[32]
↑Laurence, Schifano (1990). Luchino Visconti, The Flames of passion. UK: HarperCollins Publishers Ltd. σελ. 286. ISBN978-0002154789.
↑Stirling, Monica (1979). A screen of time: A study of Luchino Visconti. ΗΠΑ: Harcourt Brace Jovanovich; 1st edition. σελ. 74. ISBN978-0151796847.
↑ 29,029,129,2Schifano, Laurence (1990). Luchino Visconti: The Flames of Passion. UK: HarperCollins Publishers Ltd; 1st UK ed edition. σελ. 404. ISBN978-0002154789.
↑Schifano, Laurence (1990). Luchino Visconti: The Flames of Passion. UK: HarperCollins Publishers Ltd; 1st UK ed edition. σελ. 431. ISBN978-0002154789.