Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1926 και ήταν γιος του Δημήτριου Στεφανόπουλου,[5] δικηγόρου και πολιτικού, και της Βρισηίδας Φιλοπούλου, κόρης του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φιλόπουλου.[6] Ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, καταγόταν από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλαιά πατρινή οικογένεια Πράτσικα και ήταν ανιψιός του Χρήστου και της Κούλας Πράτσικα, καθώς και του Διονυσίου Τσερώνη, δημάρχου Πατρέων. Στα νεανικά του χρόνια ήταν αθλητής της κολύμβησης και της υδατοσφαίρισης, αρχικά στον ανεξάρτητο σύλλογο Κολυμβητικό Όμιλο Γλυφάδας και από το 1949 στον Αχιλλέα Πατρών.[7]
Φοίτησε στο Γυμνάσιο Πατρών, στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1954 μέχρι το 1975 άσκησε ενεργό δικηγορία ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών.[8]
Ήταν έγγαμος, από το 1959 έως το θάνατό της το 1988, με την Ευγενία (Τζένη) Στουνοπούλου και απέκτησαν δύο γιους και μία κόρη.[9]
Στις εκλογές του 1977 επανεξελέγη βουλευτής Αχαΐας[11] και ανέλαβε Υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης από το 1977 έως το 1981, αρχικά υπό τον Καραμανλή[13] και στη συνέχεια υπό τον Γεώργιο Ράλλη.[14] Στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση του 1981, ο Στεφανόπουλος επανεξελέγη[11] βουλευτής Αχαΐας, αλλά το κόμμα του έχασε τις εκλογές από το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ.[15] Η ήττα οδήγησε στην παραίτηση του Ράλλη από την αρχηγία του κόμματος. Στη Βουλή που σχηματίστηκε από τις εκλογές διετέλεσε Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής ομάδας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος.[8] Ήταν υποψήφιος στις εσωκομματικές εκλογές για την προεδρία της ΝΔ αλλά ηττήθηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ.[16]
Ο Αβέρωφ παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1984, ως συνέπεια της ήττας της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1984,[17] και στις εσωκομματικές εκλογές που ακολούθησαν ο Στεφανόπουλος διεκδίκησε για άλλη μια φορά χωρίς επιτυχία την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ηττημένος αυτή τη φορά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές του 1985 και την επανεκλογή[11] του ως βουλευτής Αχαΐας αποχώρησε από το κόμμα μαζί με 9 άλλους βουλευτές[18] και στις 6 Σεπτεμβρίου 1985 ίδρυσε τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ). Ο Στεφανόπουλος εξελέγη βουλευτής Α΄ Αθηνών στις εκλογές του Ιουνίου 1989,[11] ενώ παρέμεινε πρόεδρος του κόμματος αυτού μέχρι τον Ιούνιο του 1994, όταν και η ΔΗΑΝΑ ανέστειλε τη δράση της καθώς δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.[19]
Προεδρία της Δημοκρατίας
Η ανάδειξή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τον τότε πρόεδρο της Πολιτικής Άνοιξης, Αντώνη Σαμαρά, για στήριξη κοινής υποψηφιότητας με στόχο την αποφυγή εκλογών, τις οποίες ζητούσε ο τότε πρόεδρος της ΝΔ, Μιλτιάδης Έβερτ.[20][21] Ο Στεφανόπουλος προτάθηκε αρχικά ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την Πολιτική Άνοιξη. Με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους.[22]
Ο Στεφανόπουλος διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 10 Μαρτίου 1995. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για δύο συνεχόμενες θητείες από το 1995 έως το 2005, οπότε και τον διαδέχθηκε ο Κάρολος Παπούλιας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατάφερε να προσδώσει νέα αίγλη στο θεσμό του Προέδρου και να συγκεντρώσει πολύ μεγάλη δημοτικότητα από τον ελληνικό λαό. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η πατριωτική στάση του και οι επικριτικές δηλώσεις στις οποίες προέβη έναντι του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Ελλάδα το 1999.[23]
Τον Σεπτέμβριο του 2000 η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου τη συλλογή υπογραφών, αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, καθώς η κυβέρνηση είχε αποφασίσει την αφαίρεσή του. Μετά από έναν περίπου χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Στεφανόπουλο, ο οποίος δεν έκανε δεκτό το αίτημα για δημοψήφισμα. Ο Πρόεδρος απάντησε στον Αρχιεπίσκοπο πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων και οι πάντες έχουν υποχρέωση συμμόρφωσης προς τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου.[24] Η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ακόμα και σε εθελοντική βάση, όπως ζήτησε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος, κρίθηκε αντισυνταγματική από τα ελληνικά δικαστήρια.[25]
Τον Ιανουάριο του 2001 επισκέφθηκε ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας το Βατικανό και προσκάλεσε επισήμως τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ να ανταποδώσει την επίσκεψη.[31] Στις 4 Μαΐου 2001 έλαβε χώρα η επίσημη επίσκεψη του Πάπα, που αποτέλεσε έτσι τον πρώτο Πάπα που επισκέφθηκε την Ελλάδα μετά το Σχίσμα του 1054. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευχήθηκε κατά την προσφώνησή του το πνεύμα αγάπης και χριστιανικής συνεννοήσεως να οδηγήσει και τις περαιτέρω προσπάθειες των δύο Εκκλησιών (Ορθόδοξης και Καθολικής).[32]
Έχαιρε υψηλής δημοφιλίας, απόρροια του τρόπου άσκησης των καθηκόντων του.[3][4] Έτυχε διαφόρων τιμητικών διακρίσεων και των ανωτάτων παρασήμων ξένων κρατών και ήταν επίτιμος δημότης πολλών Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδας.
Τελευταία χρόνια
Διατήρησε τον σεβασμό πολλών πολιτών και μετά το τέλος της Προεδρίας του.[33] Έκανε επανεμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο το Δεκέμβριο του 2011, ύστερα από πολλά έτη αποχής, με δηλώσεις στήριξης του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου, όταν υπεραμύνθηκε της ανάγκης εξάντλησης της τετραετίας και της μη διενέργειας εκλογών.[34]
Απεβίωσε λόγω επιπλοκών πνευμονίας στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν» στις 20 Νοεμβρίου 2016 σε ηλικία 90 ετών. Είχε εισαχθεί 3 μέρες νωρίτερα εμπύρετος και με σοβαρή αναπνευστική δυσχέρεια. Διαπιστώθηκε ότι έπασχε από «αμφοτερόπλευρη πνευμονία εξ εισροφήσεως» και παρά την εντατική θεραπευτική αγωγή, ο οργανισμός του δεν ανταποκρίθηκε παρουσιάζοντας ανεπάρκεια πολλαπλών οργανικών συστημάτων.[6]