Η Δημοκρατία της Εσθονίας (εσθονικά: Eesti Vabariik) είναι χώρα της βορειοανατολικής Ευρώπης και μία από τις τρεις βαλτικές χώρες. Συνορεύει με τη Λετονία και τη Ρωσία. Έχει έκταση 45.339 τ.χλμ. και πληθυσμό 1.374.687[1] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024.
Πρωτεύουσα της Εσθονίας είναι το Τάλιν (461.346 κατ. το 2024). Η Εσθονία διαθέτει περισσότερες από 1400 λίμνες (οι περισσότερες πολύ μικρές). Περίπου το 70% του πληθυσμού είναι Εσθονοί, ενώ υπάρχει σημαντική ρωσική μειονότητα. Επίσημη γλώσσα είναι η εσθονική, η οποία είναι συγγενής με τη φινλανδική και την ουγγρική. Επίσημο νόμισμα είναι από την 1η Ιανουαρίου 2011 το ευρώ, το οποίο αντικατέστησε την εσθονική κορώνα.
Το έδαφος της Εσθονίας κατοικείται τουλάχιστον από το 6500 π.Χ., από ομάδες που μιλούσαν Φιννοουγγρικές γλώσσες, οι οποίοι ήταν γλωσσικοί πρόγονοι των σύγχρονων Εσθονών που δεν έφτασαν αργότερα από το 1800 π.Χ..[5][6] Μετά από αιώνες διαδοχικής γερμανικής, δανικής, σουηδικής και ρωσικής κυριαρχίας, οι Εσθονοί πραγματοποίησαν μια εθνική αφύπνιση, με αποκορύφωμα την ανεξαρτησία της από τη Ρωσική Αυτοκρατορία προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου του 1918. Μετά από μια επιτυχημένη δημοκρατική περίοδο, η Εποχή της Σιωπής έκανε την Εσθονία όλο και περισσότερο αυταρχική. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Εσθονία κατελήφθη από τη Σοβιετική Ένωση το 1940, μετά από τη Ναζιστική Γερμανία ένα χρόνο αργότερα και πάλι καταλήφθηκε από τους Σοβιετικούς το 1944, μετά την οποία ανασυγκροτήθηκε η Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Μετά την απώλεια της ντε φάκτο ανεξαρτησίας, λειτούργησε μια εξόριστη κυβέρνηση. Το 1988, κατά τη διάρκεια της Τραγουδιστής Επανάστασης, το Εσθονικό Ανώτατο Σοβιέτ εξέδωσε την Εσθονική Ανακήρυξη Κυριαρχίας αψηφώντας τη Σοβιετική κυριαρχία,[7] και η ανεξαρτησία αποκαταστάθηκε στις 20 Αυγούστου του 1991. Από την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της, η Εσθονία είναι μια δημοκρατική ενιαία κοινοβουλευτική δημοκρατία που διαιρείται σε δεκαπέντε επαρχίες. Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη είναι το Τάλιν. Με πληθυσμό 1,3 εκατομμυρίων κατοίκων, είναι ένα από τα λιγότερο πυκνοκατοικημένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωζώνης, του ΝΑΤΟ, του ΟΟΣΑ και της Ζώνης Σένγκεν.
Η Εσθονία είναι μια ανεπτυγμένη χώρα με προηγμένη οικονομία υψηλού εισοδήματος και το 2011 ήταν μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων στην ΕΕ.[8] Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, και κατατάσσεται υψηλά σε μετρήσεις οικονομικής ελευθερίας, πολιτικών ελευθεριών και ελευθερίας του τύπου (3η παγκοσμίως το 2012 και το 2007).[9] Το τεστ PISA κατατάσσει τους Εσθονούς μαθητές γυμνασίου τρίτους παγκοσμίως, πίσω από τη Σιγκαπούρη και την Ιαπωνία.[10] Οι πολίτες της Εσθονίας λαμβάνουν καθολική φροντίδα υγείας,[11] δωρεάν εκπαίδευση,[12] και τη μεγαλύτερη πληρωμένη άδεια μητρότητας στις χώρες του ΟΟΣΑ.[13] Από την ανεξαρτησία η χώρα έχει αναπτύξει τον τομέα πληροφορικής της και έχει γίνει μια από τις πιο προχωρημένες ψηφιακά κοινωνίες παγκοσμίως.[14] Το 2005, η Εσθονία έγινε το πρώτο έθνος που διεξήγαγε εκλογές και μέσω ίντερνετ, και το 2014 ήταν το πρώτο έθνος που παρείχε τη δυνατότητα να μπορεί οποιοδήποτε πολίτης του κόσμου ( που η χώρα του αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ) να γίνει ηλεκτρονικός κάτοικος της Εσθονίας, και ως εκ τούτου να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης της χώρας, χωρίς αυτό να έχει ισχύει διαβατηρίου.
Μέχρι το 2021, η χώρα υπήρξε η μοναδική στον κόσμο που διοικείτο από γυναίκες, καθώς τόσο η αρχηγός κράτους όσο και η αρχηγός κυβέρνησης ήταν γυναίκες.[15]
Ιστορία
Ο λαός της Εσθονίας είναι φιννικής καταγωγής και αναφέρεται για πρώτη φορά σε κείμενα του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου. Το 1219 οι βόρειες περιοχές της χώρας κατακτήθηκαν από τους Δανούς. Έπειτα από πολλές εξεγέρσεις των κατοίκων της πουλήθηκε το 1345 στους Γερμανούς Τεύτονες ιππότες, οι οποίοι κυριάρχησαν στη χώρα μέχρι το 1561. Στη συνέχεια η περιοχή κατακτήθηκε από τους Πολωνούς και τους Σουηδούς μέχρι το 1721 που παραχωρήθηκε στους Ρώσους. Το 1918, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Λένιν αναγκάστηκε να παραχωρήσει, με τη Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ την Εσθονία στους Γερμανούς, όμως μετά την κατάρρευση της Γερμανίας η Εσθονία αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία (1921).
Τον Ιούνιο του 1940, η Σοβιετική Ένωση παραβιάζοντας την από το 1938 Διακήρυξη περί Εσθονικής Ουδετερότητας και το δεκαετές, από το 1939, Σύμφωνο Μη Επιθέσεως των σταθμευμένων στην Εσθονία σοβιετικών στρατευμάτων, πραγματοποίησε εισβολή και ακολούθως κατοχή της χώρας. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους η Εσθονία προσαρτήθηκε τυπικά στη Σοβιετική Ένωση ως Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας.
Κατά τη μετέπειτα Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα του γερμανικού στρατού ενάντια στη Σοβιετική Ένωση υποχρεώθηκαν να στρατολογηθούν, ως Σοβιετικοί, περίπου 35.000 Εσθονοί. Αυτό οδήγησε σε γερμανική επίθεση κατά της Εσθονίας και κατάληψη της από τον Ιούλιο του 1941 ως τμήματος της Γερμανικής Διοίκησης της Οστλάνδης (Östland). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, δεκάδες χιλιάδες Εσθονοί πολέμησαν στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων, ενώ ο Κόκκινος Στρατός ανακατέλαβε τη χώρα το φθινόπωρο του 1944 ωθώντας πάνω από 120.000 Εσθονούς να εγκαταλείψουν τη χώρα ως πρόσφυγες κυρίως προς τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία. Με τη λήξη του πολέμου το 1945 η Εσθονία προσαρτήθηκε και πάλι ως σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία ενώ ένα τμήμα της προπολεμικής ανατολικής επικράτειάς της, προσαρτήθηκε στη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία και εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι και σήμερα μέρος της Ρωσίας.
Το 1991, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Εσθονία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Το 1992 έγιναν οι πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές και το ίδιο έτος άλλαξε το νόμισμα της Εσθονίας από ρούβλι σε Κορόνα Εσθονίας. Το 1995 υποβλήθηκε αίτηση για να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Απρίλιο του 2003 υπογράφηκε στην Αθήνα η συμφωνία ένταξής της. Από τον Μάιο του 2004 η Εσθονία είναι επίσημα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ από 1 Ιανουαρίου 2011 αποτελεί μέρος της Ευρωζώνης.
Διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν στην Εσθονία και χρονολογούνται περίπου από το 2000 π.Χ., τα οποία εκτίθονται στο Μουσείο Εσθονικής Ιστορίας.
Στιγμιότυπο από την υπογραφή της Συνθήκης του Τάρτου μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Εσθονίας το 1920, κατά την οποία η Ρωσία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Εσθονίας και παραιτήθηκε από κάθε αξίωση στα εδάφη της. Η Εσθονία προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ρωσία 20 χρόνια αργότερα, το 1940, μαζί με τα άλλα βαλτικά κράτη.
Η Εσθονία βρίσκεται στη βορειοανατολική Ευρώπη. Βρέχεται δυτικά από τον κόλπο της Ρίγας, βορειοδυτικά από τη Βαλτική θάλασσα και βόρεια από τον κόλπο της Φινλανδίας και συνορεύει νότια με τη Λετονία και ανατολικά με τη Ρωσία. Το έδαφός της είναι πεδινό, κυρίως λόγω της διάβρωσης των παγετώνων του Τεταρτογενούς. Η μέση ανύψωση φτάνει μόνο τα 50 μέτρα, και το υψηλότερο σημείο της χώρας είναι το Σούουρ Μουναμέγκι με υψόμετρο 318 μ. Στην Εσθονία ανήκουν περίπου 1.500 νησιά που βρίσκονται στη Βαλτική θάλασσα, μεταξύ των οποίων το Σάαρεμαα και το Χιίουμαα που είναι και τα μεγαλύτερα και βρίσκονται στο άνοιγμα του κόλπου της Ρίγας. Επίσης, τα δύο τελευταία νησιά αποτελούν ξεχωριστές επαρχίες. Αν συμπεριληφθούν τα νησιά σε λίμνες, φτάνουν περίπου τα 2.355. Οι ποταμοί της είναι σχετικά μικροί. Ο μεγαλύτερος είναι ο Νάρβα στα σύνορα με τη Ρωσία που πηγάζει από τη λίμνη Πέιπους και χύνεται στον κόλπο της Φινλανδίας. Άλλοι μεγάλοι ποταμοί είναι ο Βιχάντου, ο οποίος διασχίζει 162 χλμ., ο Πάρνου, ο οποίος διασχίζει 144 χλμ. και ο Πιλτσαμάα ο οποίος διασχίζει 135 χλμ.[16] Η Εσθονία έχει πάνω από 1.400 λίμνες, από τις οποίες οι περισσότερες είναι πολύ μικρές. Η λίμνη Πέιπους (3.520 τ. χλμ.) βρίσκεται και αυτή στα σύνορα με τη Ρωσία. Είναι πλωτή, εκτός από τους χειμερινούς μήνες, οπότε παγώνει. Μέσω ενός καναλιού ενώνεται νότια με τη λίμνη Πσκοφ. Άλλη μεγάλη λίμνη είναι η Βόρτσγιαρβ (Võrtsjärv).
Το ένα τέταρτο του εδάφους της καλύπτεται από δάση, κυρίως κωνοφόρων, στα οποία ζουν ελάφια, αγριόχοιροι, κάστορες κ.ά. ζώα. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό με ήπια χαρακτηριστικά, λόγω της επίδρασης ρευμάτων της Βαλτικής.
Η Εσθονία βρίσκεται στις ανατολικές ακτές της Βαλτικής Θάλασσας αμέσως μετά από τον κόλπο της Φινλανδίας από τη Φινλανδία στο επίπεδο βορειοδυτικού τμήματος της ανερχόμενης ανατολικοευρωπαϊκής πλατφόρμας μεταξύ 57.3° και 59.5° Β και 21.5° και 28.1° Α. Υπάρχουν 3.794 χιλιόμετρα ακτογραμμής που χαρακτηρίζονται από πολυάριθμους κόλπους, στενά και εισόδους.[16][17] Ένα μικρό, πρόσφατο σύμπλεγμα από κρατήρες μετεωριτών, από τους οποίους ο μεγαλύτερος ονομάζεται Καάλι, βρίσκεται στη Σάαρεμαα της Εσθονίας.
Η Εσθονία βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της εύκρατης κλιματικής ζώνης και στη ζώνη μετάβασης μεταξύ του θαλάσσιου και του ηπειρωτικού κλίματος. Η Εσθονία έχει τέσσερις εποχές σχεδόν ισοδύναμου μήκους. Οι μέσες θερμοκρασίες κυμαίνονται από τους +16,3 °C στα νησιά έως τους +18,1 °C στην ενδοχώρα τον Ιούλιο, τον θερμότερο μήνα και από τους -3,5 °C στα νησιά έως τους -7,6 °C στην ενδοχώρα τον Φεβρουάριο, τον ψυχρότερο μήνα. Η μέση ετήσια θερμοκρασία στην Εσθονία είναι 5,2 °C.[18] Η μέση βροχόπτωση το 1961-1990 κυμάνθηκε από τα 535 έως τα 727 χιλιοστά.[19]
Το χιόνι, το οποίο είναι το μεγαλύτερο στο νοτιοανατολικό τμήμα της Εσθονίας, διαρκεί συνήθως από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Η Εσθονία έχει πάνω από 1.400 λίμνες. Η Εσθονία έχει πολυάριθμα πευκοδάση. Η δασική έκταση καλύπτει το 50% της Εσθονίας.[20] Τα πιο συνηθισμένα είδη δέντρων είναι τα πεύκα, η ερυθρελάτη και η σημύδα.[21]
Φυτογεωγραφικά, η Εσθονία μοιράζεται μεταξύ των περιφερειών της Κεντροευρωπαϊκής και της Ανατολικής Ευρώπης εντός του Βόρειου βασιλείου. Σύμφωνα με το WWF, το έδαφος της Εσθονίας ανήκει στην οικοπεριοχή των σαρματικών μικτών δασών.
Δορυφορική εικόνα της Εσθονίας
Το Όσμουσααρ είναι ένα από τα πολλά νησιά στα χωρικά ύδατα της Εσθονίας.
Τα μίρε της χώρας καλύπτουν έκταση 2.549 τ.χλμ. στην Εσθονία και καλύπτουν το 5,6% της επικράτειας της Εσθονίας.[22]
Το 50% της επικράτειας της Εσθονίας καλύπτεται από δασική έκταση.
Ένα μονοπάτι πεζοπορίας στο Εθνικό Πάρκο Λαχεμάα. Το μεγαλύτερο μονοπάτι πεζοπορίας είναι 627 χιλιόμετρα μακρύ.[23]
Στον αγροτικό τομέα είναι αναπτυγμένη η μηχανική καλλιέργεια. Σημαντική είναι η παραγωγή δημητριακών και πατάτας. Η κτηνοτροφία είναι επίσης σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας με εντατική εκμετάλλευση και παραγωγή κρέατος, γάλακτος κ.ά. προϊόντων. Ο κυριότερος πλούτος του υπεδάφους είναι οι βιτουμενιούχοι σχιστόλιθοι και οι φωσφορίτες, που βρίσκονται στο ΒΑ τμήμα της χώρας. Τα δάση της χώρας προσφέρουν ξυλεία, κυρίως για την κατασκευή χαρτιού και επίπλων. Η εκτεταμένη παράκτια περιοχή παρέχει ικανούς αλιευτικούς πόρους, που τροφοδοτούν μια καλά οργανωμένη σχετική βιομηχανία. Η βιομηχανία άρχισε να αναπτύσσεται από τη σταλινική περίοδο και πλέον αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομική πηγή της χώρας. Οι κυριότεροι κλάδοι της οικονομίας της χώρας είναι ο ενεργειακός, οι τηλεπικοινωνίες, οι κλωστοϋφαντουργίες, τα χημικά προϊόντα, οι τράπεζες και τα τρόφιμα, ενώ ο τουρισμός και το διαμετακομιστικό εμπόριο συνεισφέρουν επίσης σημαντικά. Οι εξαγωγές γίνονται κυρίως με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΕ.
Την 1η Ιανουαρίου2011 η Εσθονία έγινε η 17η χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, ένταξη που συνέπεσε με τη μεγαλύτερη μέχρι τότε κρίση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος της χώρας κινούταν στο 7,2% του ΑΕΠ, αποτελώντας το μικρότερο ποσοστό σε όλη την Ευρώπη.[24]
Η εσθονία είναι οικονομικά ενταγμένη με τις οικονομίες των βορείων γειτόνων της, τη Σουηδία και τη Φινλανδία.[25][26] Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εσθονία θεωρείται οικονομία υψηλού εισοδήματος οικονομία από την Παγκόσμια Τράπεζα. Το ΑΕΠ (σε ΜΑΔ) ανά κάτοικο της χώρας ήταν $29,312 το 2016, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Λόγω της ταχείας ανάπτυξης, η Εσθονία έχει συχνά περιγραφεί ως μια Βαλτική Τίγρη δίπλα με τη Λιθουανία και τη Λετονία.[27]
Σύμφωνα με την Eurostat, η Εσθονία είχε το χαμηλότερο ποσοστό δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της ΕΕ, και κινούταν στο 6,7% στο τέλος του 2010.[28]
Ένας ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο χρέος, φόρος εισοδήματος κατ΄αποκοπήν, ελεύθερο εμπορικό καθεστώς, ανταγωνιστικός τραπεζικός τομέας, οι καινοτόμες ηλεκτρονικές υπηρεσίες, και ακόμη υπηρεσίες βασισμένες στα κινητά είναι όλα τα χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς της Εσθονίας.
Η Εσθονία παράγει περίπου το 75% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει.[29] Το 2011, περίπου το 85% δημιουργήθηκε με εξόρυξη τοπικού σχιστόλιθου πετρελαίου.[30] Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως το ξύλο, η τύρφη, και η βιομάζα αποτελούν περίπου το 9% της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας. Οι ανανεώσιμες πηγές αιολικής ενέργειας αποτελούσαν περίπου το 6% της συνολικής κατανάλωσης το 2009.[31] Η Εσθονία εισάγει προϊόντα πετρελαίου από τη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία. Η ενέργεια από σχιστόλιθο πετρελαίου, οι τηλεπικοινωνίες, η κλωστοϋφαντουργία, τα χημικά προϊόντα, οι τράπεζες, οι υπηρεσίες, τα τρόφιμα και η αλιεία, η ξυλεία, η ναυπηγική, η ηλεκτρονική και οι μεταφορές αποτελούν τους βασικούς τομείς της οικονομίας.[32] Το λιμάνι ελεύθερο από πάγοΜούουγκα, κοντά στο Τάλιν, είναι μια σύγχρονη μονάδα με καλή ικανότητα μεταφόρτωσης, και επίσης έχει ασανσέρ σιτηρών υψηλής χωρητικότητας, δυνατότητες αποθήκευσης σε κατάψυξη, και νέες εγκαταστάσεις εκφόρτωσης για πετρελαιοφόρα. Ο σιδηρόδρομος χρησιμεύει ως αγωγός μεταξύ της Δύσης, της Ρωσίας, και άλλων σημείων της Ανατολής.
Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που ξεκίνησε το 2007, το ΑΕΠ της Εσθονίας μειώθηκε κατά 1,4% κατά το 2ο τρίμηνο του 2008, πάνω από το 3% στο 3ο τρίμηνο του 2008, και πάνω από το 9% στο 4ο τρίμηνο του 2008. Η εσθονική κυβέρνηση έκανε ένα συμπληρωματικό αρνητικό προϋπολογισμό, που εγκρίθηκε από το Ριιγκικόγκου. Τα έσοδα του προϋπολογισμού μειώθηκε το 2008 κατά 6,1 δισεκατομμύρια εσθονικές κορώνες και οι δαπάνες κατά 3,2 δισεκατομμύρια εσθονικές κορώνες.[33] Το 2010, η οικονομική κατάσταση σταθεροποιήθηκε και ξεκίνησε μια ανάπτυξη που θα στηρίζεται σε ισχυρές εξαγωγές. Κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2010, εσθονική βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 23% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η χώρα βιώνει μια οικονομική ανάπτυξη από τότε.[34]
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΜΑΔ της Εσθονίας ανήλθε στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ το 2008.[35] Τον Μάρτιο του 2016, ο μέσος μηνιαίος ακαθάριστος μισθός στην Εσθονία ήταν ανερχόταν στα €1105.[36]
Ωστόσο, υπάρχουν τεράστιες ανισότητες στο ΑΕΠ μεταξύ των διαφόρων περιοχών της Εσθονίας και επί του παρόντος, πάνω από το ήμισυ του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από το Τάλιν.[37] Το 2008, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Τάλιν ανήλθε στο 172% του εσθονικού μέσου όρου,[38] και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Τάλιν ανήλθε στο 115% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υπερβαίνει τον μέσο όρο των άλλων επαρχιών.
Το ποσοστό ανεργίας τον Μάρτιο του 2016 ήταν 6,4%, που είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ,[36] ενώ η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2011 ήταν 8,0%,[39] πέντε φορές το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το 2012, η Εσθονία παρέμεινε ως το μόνο μέλος της Ευρωζώνης με πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, και με ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 6%, είναι μία από τις λιγότερο χρεωμένες χώρες της Ευρώπης.[40]
Ιστορική ανάπτυξη
Το 1929, δημιουργήθηκε σταθερό νόμισμα, η κορώνα. Εκδιδόταν από την Τράπεζα της Εσθονίας, την κεντρική τράπεζα της χώρας. Η λέξη κορώνα σχετίζεται με τα άλλα ομώνυμα σκανδιναβικά νομίσματα (όπως η σουηδική κορώνα, η δανική και η νορβηγική κορώνα). Η κορώνα διαδέχθηκε το μάρκο το 1928 και χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1940. Μετά την ανεξαρτησία της Εσθονίας, η κορώνα ξαναέγινε το νόμισμα της χώρας το 1992.
Από την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, η Εσθονία έχει αυτοοριστεί ως πύλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης και επιδιώκει επιθετικά την οικονομική μεταρρύθμιση και την ένταξη με τη Δύση. Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς της Εσθονίας την κατέστησαν μεταξύ των οικονομικών ηγετών της πρώην περιοχής του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το 1994, με βάση τις οικονομικές θεωρίες του Μίλτον Φρίντμαν, η Εσθονία έγινε μια από τις πρώτες χώρες που υιοθέτησαν έναν ενιαίο φόρο, με ενιαίο συντελεστή 26% ανεξάρτητα από το προσωπικό εισόδημα. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε από τρεις φορές, σε 24% τον Ιανουάριο του 2005, 23% τον Ιανουάριο του 2006 και τελικά σε 21% τον Ιανουάριο του 2008.[41] Η κυβέρνηση της Εσθονίας ολοκλήρωσε τον σχεδιασμό των εσθονικών κερμάτων ευρώ στα τέλη του 2004 και ενέκρινε το ευρώ ως νόμισμα της χώρας την 1η Ιανουαρίου 2011, αργότερα από ότι προβλεπόταν λόγω του συνεχούς υψηλού πληθωρισμού.[42] Ο φόρος Αξίας της Γης καταβάλλεται για τη χρηματοδότηση τοπικών δήμων. Πρόκειται για φόρο κρατικού επιπέδου, ωστόσο το 100% των εσόδων χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση των τοπικών συμβουλίων. Το ποσοστό καθορίζεται από το Τοπικό Συμβούλιο εντός των ορίων του 0,1-2,5%. Είναι μία από τις σημαντικότερες πηγές χρηματοδότησης για τους δήμους.[43] Ο Φόρος Αξίας της Γης εισπράττεται από την αξία της γης μόνο με βελτιώσεις και τα κτίρια δεν λαμβάνονται υπόψη. Πολύ λίγες εξαιρέσεις εξετάζονται στον φόρο ακίνητης περιουσίας και ακόμη και οι δημόσιοι οργανισμοί υπόκεινται στον φόρο.[43] Ο φόρος συνέβαλε σε υψηλό ποσοστό (περίπου στο 90%)[43] των κατοικιών που κατείχαν ιδιοκτήτες στην Εσθονία, έναντι ποσοστού 67,4% στις Ηνωμένες Πολιτείες.[44]
Το 1999, η Εσθονία αντιμετώπισε οικονομικά το χειρότερο έτος από την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της το 1991, κυρίως λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στη Ρωσία το 1998. Η Εσθονία προσχώρησε στον ΠΟΕ τον Νοέμβριο του 1999. Με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Σκανδιναβικής Τράπεζας Επενδύσεων, η Εσθονία ολοκλήρωσε τις περισσότερες από τις προετοιμασίες της για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τα τέλη του 2002 και έχει πλέον μία από τις ισχυρότερες οικονομίες των νέων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εσθονία προσχώρησε στον ΟΟΣΑ το 2010.[45]
Πολιτική εξέταση
Οι Εσθονοί ανήκουν στη Φινοουγγρική ομοεθνία. Η μετανάστευση μεγάλου αριθμού Ρώσων εργατών (από τη σταλινική περίοδο και μετά) στην Εσθονία αλλοίωσε την εθνική σύσταση του πληθυσμού της, περιορίζοντας το ποσοστό των Εσθονών από 95% (1940) στο 65%. Είναι μια αραιοκατοικημένη χώρα με 29 κατοίκους ανά τ. χλμ. Το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού της είναι συγκεντρωμένο στην πόλη Τάλιν (437.619 κατ. το 2020), πρωτεύουσα της χώρας και μεγαλύτερο λιμάνι. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Τάρτου (96.123 κατ. το 2020) και η Νάρβα (54.409 κατ. το 2020), όπου ζουν αποκλειστικά Ρώσοι.[46]
Η Εσθονία είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Ο πρωθυπουργός ορίζεται από τον πρόεδρο και το κοινοβούλιο καλείται να εγκρίνει ή όχι τον διορισμό του. Ο πρόεδρος έχει πενταετή θητεία και περιορισμένες αρμοδιότητες (επικεφαλής του κράτους και των ενόπλων δυνάμεων). Το νέο σύνταγμα της χώρας ψηφίστηκε το 1992. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι Εσθονοί υπήκοοι ηλικίας 18 ετών και άνω, ενώ στις τοπικές εκλογές δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι και όσες είναι Εσθονοί υπήκοοι ηλικίας 16 ετών και άνω.
Η Εσθονία διαιρείται σε 15 επαρχίες και 6 αστικές περιοχές.
Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Εσθονοί αποτελούσαν το 88% του πληθυσμού, και οι εθνικές μειονότητες αποτελούσαν το υπόλοιπο 12%.[49] Οι μεγαλύτερες μειονοτικές ομάδες το 1934 ήταν Ρώσοι, Γερμανοί, Σουηδοί, Λετονοί, Εβραίοι, Πολωνοί, Φινλανδοί και Ίνγκριοι.
Το μερίδιο των Γερμανών της Βαλτικής στην Εσθονία μειώθηκε από το 5,3% (~ 46,700) το 1881 σε 1,3% (16,346) το 1934,[49][50] και η μείωση οφειλόταν κυρίως στη μετανάστευση στη Γερμανία υπό το πρίσμα της γενικής Ρωσοποίησης στα τέλη του 19ου αιώνα και της ανεξαρτησίας της Εσθονίας τον 20ό αιώνα.
Μεταξύ του 1945 και του 1989, το μερίδιο των Εσθονών στον πληθυσμό που κατοικούσε εντός των σημερινών ορίων της Εσθονίας μειώθηκε στο 61%, κυρίως λόγω του σοβιετικού προγράμματος προώθησης της μαζικής μετανάστευσης αστικών βιομηχανικών εργατών από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, καθώς και από τη μετανάστευση κατά τη διάρκεια του πολέμου και τις μαζικές απελάσεις και εκτελέσεις του Ιωσήφ Στάλιν. Μέχρι το 1989, οι μειονότητες αποτελούσαν το ένα τρίτο του πληθυσμού, καθώς ο αριθμός των μη Εσθονών είχε σχεδόν πενταπλασιαστεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Εσθονοί αντιλήφθηκαν τη δημογραφική τους αλλαγή ως εθνική καταστροφή. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των μεταναστευτικών πολιτικών που ήταν απαραίτητες για το Σοβιετικό Πρόγραμμα Εθνικοποίησης με στόχο την εξουσία της Εσθονίας, μέσω της διοικητικής και στρατιωτικής μετανάστευσης μη Εσθονών στην ΕΣΣΔ σε συνδυασμό με την απέλαση Εσθονών στην ΕΣΣΔ. Στη δεκαετία που ακολούθησε την ανασυγκρότηση της ανεξαρτησίας, η μετανάστευση μεγάλης κλίμακας από τους εθνοτικούς Ρώσους και η απομάκρυνση των ρωσικών στρατιωτικών βάσεων το 1994, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των Εσθονών από το 61% στο 69% το 2006.
Η σύγχρονη Εσθονία είναι μια αρκετά εθνοτικά ετερογενής χώρα, αλλά αυτή η ετερογένεια δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μεγάλου μέρους της χώρας, καθώς ο μη Εσθονικός πληθυσμός συγκεντρώνεται σε δύο επαρχίας της Εσθονίας. Στις 13 από τις 15 επαρχίες οι Εσθονοί αποτελούσαν πάνω από το 80% του πληθυσμού, με πιο ομοιογενή την επαρχία Χιίουμαα, όπου οι Εσθονοί αντιπροσωπεύουν το 98,4% του πληθυσμού. Στις κομητείες Χάργιου (συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας, του Τάλιν) και Ίντα-Βίρου ωστόσο οι Εσθονιοί αποτελούν το 60% και το 20% του πληθυσμού, αντίστοιχα. Οι Ρώσοι αποτελούν το 25,6% του συνολικού πληθυσμού, αλλά αντιπροσωπεύουν το 36% του πληθυσμού στην επαρχία Χάργιου και το 70% του πληθυσμού της επαρχίας Ίντα-Βίρου.
Ο Εσθονικός Νόμος Πολιτιστικής Αυτονομίας που ψηφίστηκε το 1925 ήταν τότε μοναδικός στην Ευρώπη.[51] Οι πολιτιστικές αυτονομίες μπορούν να χορηγηθούν σε μειονότητες που αριθμούν περισσότερους από 3.000 ανθρώπους με μακροχρόνιους δεσμούς με τη Δημοκρατία της Εσθονίας. Πριν από τη σοβιετική κατοχή, οι Γερμανοί και οι εβραϊκές μειονότητες κατάφεραν να εκλέξουν ένα πολιτιστικό συμβούλιο. Ο νόμος για την πολιτιστική αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων επανεντάχθηκε το 1993. Ιστορικά, μεγάλα τμήματα της βορειοδυτικής ακτής της Εσθονίας και των νησιών της περιοχής έχουν κατοικηθεί από τους αυτόχθονες εθνοτικά Ραναροοτσλασέντ (Παράκτιοι Σουηδοί).
Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των Παράκτιων Σουηδών αυξήθηκε και πάλι, αριθμώντας το 2008 σχεδόν 500 άτομα, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της περιουσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το 2005, η φινλανδική μειοψηφία των Ίνγκριων στην Εσθονία εξέλεξε πολιτιστικό συμβούλιο και της χορηγήθηκε πολιτιστική αυτονομία. Η εσθονική σουηδική μειονότητα έλαβε επίσης πολιτιστική αυτονομία το 2007.
Κοινωνία
Η εσθονική κοινωνία έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μια από τις πιο αξιοσημείωτες αλλαγές είναι το αυξανόμενο επίπεδο διαστρωμάτωσης και η κατανομή του οικογενειακού εισοδήματος. Ο συντελεστής Τζίνι ήταν σταθερά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (31 το 2009),[52] αν και έχει μειωθεί σαφώς. Το εγγεγραμμένο ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο του 2012 ήταν 7,7%.[53]
Η σύγχρονη Εσθονία είναι μια πολυεθνική χώρα στην οποία ομιλούνται 109 γλώσσες, σύμφωνα με μια απογραφή του 2000. Το 67,3% των Εσθονών πολιτών μιλούν τα εσθονικά ως μητρική τους γλώσσα, το 29,7% τα ρωσικά και το 3% μιλούν άλλες γλώσσες.[54] Στις 2 Ιουλίου 2010, το 84,1% των κατοίκων της Εσθονίας είναι πολίτες της Εσθονίας, το 8,6% είναι πολίτες άλλων χωρών και το 7,3% είναι «πολίτες με απροσδιόριστη ιθαγένεια».[55] Από το 1992 περίπου 140.000 άνθρωποι έχουν αποκτήσει την εσθονική ιθαγένεια με τη διενέργεια εξετάσεων πολιτογράφησης.[56]
Η εθνοτική κατανομή στην Εσθονία είναι πολύ ομοιογενής, όπου στις περισσότερες επαρχίες πάνω από το 90% του πληθυσμού είναι Εσθονοί. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Τάλιν, όπου οι Εσθονοί αντιπροσωπεύουν το 60% του πληθυσμού και το υπόλοιπο αποτελείται κυρίως από Ρώσους και άλλους Σλαβικούς κατοίκους που έφθασαν στην Εσθονία κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου.
Η έκθεση του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 2008 χαρακτήρισε «εξαιρετικά αξιόπιστη» την περιγραφή της πολιτικής της Εσθονίας για τη «διακριτική μεταχείριση».[57] Σύμφωνα με έρευνες, μόνο το 5% της ρωσικής κοινότητας σκέφτηκε να επιστρέψει στη Ρωσία στο εγγύς μέλλον. Οι Ρώσοι της Εσθονίας έχουν αναπτύξει τη δική τους ταυτότητα και περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες αναγνώρισαν ότι οι Ρώσοι της Εσθονίας διαφέρουν αισθητά από τους Ρώσους στη Ρωσία. Σε σύγκριση με το αποτέλεσμα μιας παρόμοιας έρευνας το 2000, η στάση των Ρώσων απέναντι στο μέλλον είναι πολύ πιο θετική.[58]
Η Εσθονία ήταν η πρώτη μετασοβιετική δημοκρατία που νομιμοποίησε τις πολιτικές ενώσεις ζευγαριών του ιδίου φύλου. Ο νόμος εγκρίθηκε τον Οκτώβριο του 2014 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016.[59]
Το 53,3% των Εσθονών εφήβων θεωρούν ότι το ότι ανήκουν στην ομάδα της σκανδιναβικής ταυτότητας είναι σημαντικό ή πολύ σημαντικό για αυτούς. Το 52,2% έχει την ίδια στάση για τη «βαλτική» ομάδα ταυτότητας, σύμφωνα με μια ερευνητική μελέτη το 2013.[60]
Η εικόνα που έχουν οι Εσθονοί νέοι για την ταυτότητά τους είναι μάλλον παρόμοια με την εικόνα των Φινλανδών όσον αφορά την ταυτότητα του πολίτη της χώρας του, ενός φινο-ουγγρικού προσώπου ή ενός σκανδιναβικού ατόμου, ενώ η ταυτότητά μας ως πολίτη της Ευρώπης είναι κοινό έδαφος μεταξύ μας και των Λετονών - και εδώ είναι ισχυρότερη σε σύγκριση μεταξύ των νέων της Φινλανδίας και της Σουηδίας.[60]
Γλώσσες
Η επίσημη γλώσσα, εσθονική, ανήκει στον Φιννικό κλάδο των ουραλικών γλωσσών. Η εσθονική είναι στενά συνδεδεμένη με τη φινλανδική, ομιλείται στη Φινλανδία, στην άλλη πλευρά του Κόλπου της Φινλανδίας και είναι μία από τις ελάχιστες γλώσσες της Ευρώπης που δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Παρά τις επικαλύψεις του λεξιλογίου λόγω δανεισμού, από την άποψη της προέλευσής του, η εσθονική και η φινλανδική δεν σχετίζονται με τους πλησιέστερους γεωγραφικούς γείτονές τους, τα σουηδικά, τα λετονικά και τα ρωσικά, οι οποίες είναι όλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
Αν και οι εσθονικές και γερμανικές γλώσσες έχουν πολύ διαφορετικές προελεύσεις, μπορεί κανείς να εντοπίσει πολλές παρόμοιες λέξεις στα εσθονικά και τα γερμανικά, για παράδειγμα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η εσθονική γλώσσα έχει δανειστεί σχεδόν το ένα τρίτο του λεξιλογίου της από γερμανικές γλώσσες, κυρίως από την Κάτω Σαξονία κατά την περίοδο της γερμανικής κυριαρχίας και από την Άνω Γερμανική γλώσσα. Το ποσοστό των δανείων των κάτω Σαξονικών και των Άνω Γερμανικών μπορεί να εκτιμηθεί στο 22 με 25 τοις εκατό, και τα Κάτω Σαξονικά αποτελούν περίπου το 15 τοις εκατό.
Τα Νότια Εσθονικά (συμπεριλαμβανομένων των ποικιλιών Βόρο και Σέτο), που ομιλούνται στη νοτιοανατολική Εσθονία, είναι γενεαλογικά ξεχωριστές από τα Βόρεια Εσθονικά αλλά παραδοσιακά και επισήμως θεωρούνται ως διάλεκτοι και "περιφερειακές μορφές της εσθονικής γλώσσας".[61]
Τα ρωσικά εξακολουθούν να ομιλούνται ως δευτερεύουσα γλώσσα από εθνοτικούς Εσθονούς σαράντα έως εβδομήντα ετών, επειδή η ρωσική ήταν η ανεπίσημη γλώσσα της Εσθονικής ΣΣΔ από το 1944 έως το 1991 και διδασκόταν ως υποχρεωτική δεύτερη γλώσσα κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής. Το 1998 οι περισσότεροι βιομηχανικοί μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς από την πρώην Σοβιετική Ένωση (κυρίως από τη Ρωσική ΣΟΣΔ) δεν μιλούσαν εσθονικά.[62] Ωστόσο, το 2010, το 64,1% των μη εθνοτικών Εσθονών μιλούσε εσθονικά.[63] Οι τελευταίες, κυρίως ρωσόφωνες εθνικές μειονότητες, κατοικούν κυρίως στην πρωτεύουσα Τάλιν και στις βιομηχανικές αστικές περιοχές στην Ίντα-Βιρουμάα.
Από τον 13ο έως τον 20ό αιώνα, υπήρχαν σουηδόφωνες κοινότητες στην Εσθονία, ιδιαίτερα στις παράκτιες περιοχές και στα νησιά (π.χ. Χίιουμαα, Βόρμσι, Ρούχνου, αντιστοίχως γνωστά ως Νταγκέ, Ορμσέ και Ρουνέ στα Σουηδικά) κατά μήκος της Βαλτικής Θάλασσας, κοινότητες που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. Η σουηδόφωνη μειονότητα εκπροσωπήθηκε στο κοινοβούλιο και είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη μητρική της γλώσσα στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις.
Από το 1918 έως το 1940, όταν η Εσθονία ήταν ανεξάρτητη, η μικρή σουηδική κοινότητα αντιμετωπίστηκε καλά. Οι δήμοι με σουηδική πλειοψηφία, κυρίως κατά μήκος της ακτής, χρησιμοποίησαν τη σουηδική ως διοικητική γλώσσα και ο σουηδοεσθονικός πολιτισμός είδε μια ανάκαμψη. Ωστόσο, οι περισσότεροι Σουηδόφωνοι έφυγαν στη Σουηδία πριν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή πριν από την εισβολή του σοβιετικού στρατού στην Εσθονία το 1944. Μόνο μια χούφτα παλαιότερων ομιλητών παραμένει. Εκτός από πολλές άλλες περιοχές, η επιρροή των Σουηδικών είναι ιδιαιτέρως διακριτή στην ενορία Νοαρόοτσι στην επαρχία Λέενε όπου υπάρχουν πολλά χωριά με δίγλωσσα εσθονικά ή και σουηδικά ονόματα και πινακίδες.[64][65]
Οι πιο συνηθισμένες ξένες γλώσσες που μαθαίνουν οι Εσθονοί μαθητές είναι τα αγγλικά, τα ρωσικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά. Στις άλλες δημοφιλείς γλώσσες περιλαμβάνονται τα φινλανδικά, ισπανικά και σουηδικά.[66]
Μεταφορές
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Πολιτισμός
Η κουλτούρα της Εσθονίας ενσωματώνει αυτόχθονες κληρονομιές, όπως αντιπροσωπεύεται από την εσθονική γλώσσα και τη σάουνα, με τις επικρατούσες Σκανδιναβικές και Ευρωπαϊκές πολιτιστικές πτυχές. Λόγω της ιστορίας και της γεωγραφίας, η εσθονική κουλτούρα έχει επηρεαστεί από τις παραδόσεις Φιννικών, Βαλτικών, Σλαβικών και Γερμανικών λαών, καθώς και από τις πολιτιστικές εξελίξεις στις πρώην κυρίαρχες δυνάμεις, τη Σουηδία και τη Ρωσία.
Σήμερα, η εσθονική κοινωνία ενθαρρύνει την ελευθερία και τον φιλελευθερισμό, με δημοφιλή δέσμευση για τα ιδανικά της περιορισμένης κυβέρνησης, την αποθάρρυνση της κεντρικής εξουσίας και της διαφθοράς. Η Προτεσταντική ηθική της εργασίας παραμένει ένα σημαντικό πολιτιστικό συνεχές και η δωρεάν εκπαίδευση είναι ένα πολύτιμο όργανο. Όπως και στις κυρίαρχες κουλτούρες και στις άλλες Σκανδιναβικές χώρες, ο εσθονικός πολιτισμός μπορεί να δει και να αξιοποιεί τις ασκητικές περιβαλλοντικές πραγματικότητες και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, μια κληρονομιά της συγκριτικά διαδεδομένης ισοπολιτείας από πρακτικούς λόγους, και τα ιδανικά της εγγύτητας προς τη φύση και την αυτάρκεια.
Η Εσθονική Ακαδημία Τεχνών (εσθονικά: Eesti Kunstiakadeemia, EKA) είναι το ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης για την τέχνη, τον σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική, τα μέσα ενημέρωσης, την ιστορία της τέχνης και διατήρησης, ενώ η Ακαδημία Πολιτισμού του Βιλγιάντι του Πανεπιστημίου του Τάρτου έχει μια προσέγγιση να διαδώσει τον μητρικό πολιτισμό μέσω των προγραμμάτων για τη μητρική κατασκευή, τη μητρική σιδηρουργία, τον γηγενή κλωστοϋφαντουργικό σχεδιασμό, την παραδοσιακή βιοτεχνία και παραδοσιακή μουσική, αλλά και για τη μουσική τζαζ και η εκκλησία. Το 2010, υπήρχαν 245 μουσεία στην Εσθονία, των οποίων οι συλλογές τους περιείχαν περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντικείμενα.[67]
Η παλαιότερη αναφορά στο Εσθονικό τραγούδι χρονολογείται από το Gesta Danorum του Σάξονα του Γραμματικού, γύρω στο 1179.[68] Ο Σάξων μιλάει για Εσθονούς πολεμιστές που τραγουδούσαν το βράδυ, ενώ περιμένουν για μια μάχη. Τα παλαιότερα λαϊκά αναφέρονται επίσης ως ρεγκιλαουλούντ, τραγούδια στο ποιητικό μέτρο ρεγκιβέρς, παράδοση κοινή σε όλους τους Βαλτικούς Φίννους. Το ρουνικό τραγούδι ήταν διαδεδομένο μεταξύ των Εσθονών μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν τα ρυθμικά δημοτικά τραγούδια άρχισαν να τα αντικαθιστούν.
Τα παραδοσιακά πνευστά όργανα που προέρχονται από αυτά που χρησιμοποιούνταν από βοσκούς ήταν κάποτε ευρέως διαδεδομένα, αλλά τώρα παίζονται όλο και πιο συχνά. Άλλα όργανα, όπως το βιολί, το σαντούρι, η φυσαρμόνικα και το ακορντεόν χρησιμοποιούνται για το παίξιμο της πόλκας ή άλλης χορευτικής μουσικής. Το κάνελ είναι ένα εθνικό όργανο που γίνεται όλο και πιο δημοφιλές στην Εσθονία. Ένα Κέντρο Διατήρησης της Εθνικής Μουσικής άνοιξε το 2008 στο Βιλγιάντι.[69]
Η παράδοση του Εσθονικού Φεστιβάλ Τραγουδιού (Λαουλουπίντου) ξεκίνησε στο αποκορύφωμα της Εσθονικής εθνικής αφύπνισης το 1869. Σήμερα, είναι ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ ερασιτεχνών χορωδιών παγκοσμίως. Από το 1928, η εκδήλωση γίνεται στο Τάλιν κάθε πέντε χρόνια, τον Ιούλιο. Το τελευταίο φεστιβάλ έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2014. Επιπλέον, το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Νεολαίας διεξάγεται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, και το πιο πρόσφατο διεξήχθη το 2017.[70]
Επαγγελματίες Εσθονοί μουσικοί και συνθέτες όπως οι Ρούντολφ Τόμπιας, Μίινα Χέρμα, Μαρτ Σάαρ, Άρθουρ Καπ, Γιούχαν Άαβικ, Αλεξάντερ Κούνιλεϊντ, Άρτουρ Λέμπα και Χέινο Έλλερ εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα, οι πιο γνωστοί εσθονοί συνθέτες είναι ο Άρβο Περτ, ο Έντουαρντ Τούμπιν και ο Βέλιο Τόρμις. Το 2014 ο Άρβο Περτ ήταν ο πιο εκτελεσμένος ζωντανός συνθέτης παγκοσμίως για τέταρτη χρονιά.[71]
Στη δεκαετία του 1950 ο Εσθονός βαρύτονος Γκέοργκ Οτς ανήλθε στο παγκόσμιο προσκήνιο ως τραγουδιστής όπερας.
Στη λαϊκή μουσική η Εσθονή καλλιτέχνιδα Κέρλι Κόιβ έχει γίνει δημοφιλής στην Ευρώπη, και έχει αποκτήσει μέτρια δημοτικότητα στη Βόρεια Αμερική. Παρείχε μουσική για την ταινία η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων της Ντίσνεϊ και την τηλεοπτική σειρά Smallville στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η Εσθονία κέρδισε τον Διαγωνισμό Τραγουδιού Eurovision το 2001 με το τραγούδι «Everybody» το οποίο εκτελέστηκε από τον Τάνελ Πάνταρ και τον Ντέιβ Μπέντον. Το 2002 η Εσθονία φιλοξένησε την εκδήλωση. Η Μάαργια-Λίις Ίλους έχει εκπροσωπήσει την Εσθονία δύο φορές (1996 και 1997), ενώ οι Έντα-Ίνες Έτι, Κόιτ Τόομε και Έβελιν Σάμουελ οφείλουν τη δημοτικότητά τους εν μέρει στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision. Η Λένα Κουουρμάα είναι μια πολύ δημοφιλής τραγουδίστρια στην Ευρώπη με το συγκρότημα Vanilla Ninja. Το «Rändajad» από το συγκρότημα Urban Symphony, ήταν το πρώτο τραγούδι στην εσθονική γλώσσα που μπήκε στα τσαρτς του Ηνωμένου Βασιλείου, του Βελγίου και της Ελβετίας.
Λογοτεχνία
Η εσθονική λογοτεχνία αναφέρεται στη βιβλιογραφία στην εσθονική γλώσσα (με περίπου 1 εκατομμύρια ομιλητές).[72] Η κυριαρχία της Εσθονίας από τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη Ρωσία μετά τις Βόρειες Σταυροφορίες, από τον 13ο αιώνα έως το 1918, κατέληξε σε λίγα πρώιμα λογοτεχνικά έργα στην εσθονική γλώσσα. Οι παλαιότερες καταγραφές γραπτών εσθονικών χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα. Το Originates Livoniae στο Χρονικό του Ερρίκου της Λιβονίας περιέχει εσθονικά τοπωνύμια, λέξεις και μέρη προτάσεων. Το Liber Census Daniae (1241) περιέχει εσθονικά τοπωνύμια και οικογενειακά ονόματα.[73] Πολλά λαϊκά παραμύθια είναι γνωστά και σήμερα και μερικά έχουν γραφτεί και μεταφραστεί για να καταστούν προσβάσιμα σε ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό.[74]
Το πολιτιστικό στρώμα των Εσθονικών αρχικά χαρακτηριζόταν από ένα μεγάλο βαθμό λυρικής μορφής λαϊκής ποίησης με βάση τη συλλαβική ποσότητα. Εκτός από λίγες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, αυτή η αρχαϊκή μορφή δεν έχει απασχοληθεί πολύ σε μεταγενέστερους χρόνους. Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα στον τομέα αυτό αποτελεί το εθνικό έπος Καλεβιπόεγκ. Σε επαγγελματικό επίπεδο, το παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι έφθασε στη νέα ακμή κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, κυρίως χάρη στο έργο του συνθέτη Βέλιο Τόρμις.
Ο Όσκαρ Λουτς ήταν ο πιο εξέχων πεζογράφος από τις αρχές της εσθονικής λογοτεχνίας, και διαβάζεται ευρέως ακόμη και σήμερα, ειδικά το μυθιστόρημα της λυρικής σχολής Κεβάντε (Άνοιξη).[75] Η κοινωνική επική και ψυχολογική ρεαλιστή πενταλογίαΑλήθεια και Δικαιοσύνη του Άντον Χάνσεν Ταμσάαρε κατέλαβε την εξέλιξη της εσθονικής κοινωνίας από αγροτική κοινότητα σε ανεξάρτητο έθνος.[76][77] Στη σύγχρονη εποχή, ο Γιάαν Κρος και Γιάαν Καπλίνσκι είναι οι πιο γνωστοί και μεταφρασμένοι συγγραφείς της χώρας.[78] Μερικοί από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα είναι ο Τόνου Ονεπάλου και ο Άντρου Κιβιρέχκ, που χρησιμοποιούν τα στοιχεία της Εσθονικής λαογραφίας και μυθολογίας, παραμορφώνοντας τους στο παράλογο και το γκροτέσκο.[79]
Μέσα ενημέρωσης
Ο κινηματογράφος της Εσθονίας ξεκίνησε το 1908 με την παραγωγή μιας επίκαιρης ταινίας για την επίσκεψη του Σουηδού βασιλιά Γουστάβου Ε΄ στο Τάλιν.[80] Η πρώτη δημόσια τηλεοπτική μετάδοση στην Εσθονία έγινε τον Ιούλιο του 1955. Οι τακτικές, ζωντανές ραδιοφωνικές μεταδόσεις ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 1926. Η απορρύθμιση στον τομέα των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης έχει φέρει ριζικές αλλαγές σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι πρώτες άδειες για ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς εκδόθηκαν το 1992. Ο πρώτος ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός βγήκε στον αέρα το 1990.
Σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ζωντανός και ανταγωνιστικός τομέας. Υπάρχει μια πληθώρα από εβδομαδιαίες εφημερίδες και περιοδικά, και οι Εσθονοί έχουν μια επιλογή από 9 εγχώρια τηλεοπτικά κανάλια και μια σειρά από ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία του λόγου, και η Εσθονία έχει αναγνωριστεί διεθνώς για το υψηλό ποσοστό της ελευθερίας του τύπου, αφού κατετάγη 3η στο 2012 Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα.[81]
Η Εσθονία έχει δύο πρακτορεία ειδήσεων. Η Βαλτική Υπηρεσία Ειδήσεων ιδρύθηκε το 1990 και είναι ένα ιδιωτικό πρακτορείο ειδήσεων που καλύπτει την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία. Το ETV24 είναι ένα πρακτορείο που ανήκει στην Εσθονική Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, ο οποίος είναι δημόσια χρηματοδοτούμενος οργανισμός ραδιόφωνου και τηλεόρασης που δημιουργήθηκε στις 30 Ιουνίου 2007 για να αναλάβει τις λειτουργίες των πρώην χωριστών φορέων Εσθονικό Ραδιόφωνο (Eesti Raadio) και Εσθονική Τηλεόραση (Eesti Televisioon), σύμφωνα με τους όρους του Εσθονικού Νόμου Εθνικών Μεταδόσεων.[82][83]
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική ιστορία της Εσθονίας αντικατοπτρίζει κυρίως τη σημερινή της ανάπτυξη στη βόρεια Ευρώπη. Αξίζει να αναφέρουμε ιδιαίτερα το αρχιτεκτονικό σύνολο που κάνει τη μεσαιωνική παλιά πόλη του Τάλιν, η οποία είναι στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Επιπλέον η χώρα διαθέτει πολλά μοναδικά -περισσότερο ή λιγότερο διατηρημένα- οχυρά λόφων που χρονολογούνται από τους προχριστιανικούς χρόνους, ένα μεγάλο αριθμό ανέπαφων μεσαιωνικών κάστρων και εκκλησιών, ενώ η ύπαιθρος διαμορφώνεται ακόμα από την παρουσία ενός μεγάλου αριθμού αρχοντικών από παλαιότερους αιώνες.
Αργίες
Η Εθνική Ημέρα της Εσθονίας είναι η Ημέρα της Ανεξαρτησίας που εορτάζεται στις 24 Φεβρουαρίου, την ημέρα της έκδοσης της Εσθονικής Διακήρυξης Ανεξαρτησίας. Το 2013, υπήρχαν 12 δημόσιες αργίες (που έρχονται με μια μέρα ελεύθερη) και 12 εθνικές αργίες γιορτάζονται ετησίως.[84][85]
Ιστορικά, η κουζίνα της Εσθονίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εποχές και τα απλά αγροτικά τρόφιμα, τα οποία σήμερα επηρεάζονται από πολλές χώρες. Σήμερα, περιλαμβάνει πολλά τυπικά διεθνή τρόφιμα. Τα πιο παραδοσιακά τρόφιμα στην Εσθονία είναι το μαύρο ψωμί, το χοιρινό κρέας, οι πατάτες και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.[86] Παραδοσιακά την άνοιξη και το καλοκαίρι, οι Εσθονοί προτιμούν να τρώνε τα πάντα φρέσκα - μούρα, βότανα, λαχανικά και οτιδήποτε άλλο έρχεται κατευθείαν από τον κήπο. Το κυνήγι και η αλιεία είναι επίσης πολύ συνηθισμένα, αν και σήμερα οι Εσθονοί απολαμβάνουν το κυνήγι και την αλιεία κυρίως ως χόμπι. Σήμερα, το ψήσιμο σε εξωτερικό χώρο είναι πολύ δημοφιλές το καλοκαίρι.
Παραδοσιακά τον χειμώνα, οι μαρμελάδες, οι κονσέρβες και τα τουρσί προσφέρονται στο τραπέζι. Η συλλογή και η διατήρηση φρούτων, μανιταριών και λαχανικών για τον χειμώνα ήταν πάντα δημοφιλής, αλλά σήμερα η συλλογή και η συντήρηση γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη, επειδή τα πάντα μπορούν να αγοραστούν από καταστήματα. Ωστόσο, η προετοιμασία των τροφίμων για τον χειμώνα εξακολουθεί να είναι πολύ δημοφιλής στην ύπαιθρο.
Παραπομπές
↑ 1,01,1«Population». Statistics Estonia. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2024.
↑For a legal evaluation of the incorporation of the three Baltic states into the Soviet Union, see K. Marek, Identity and Continuity of States in Public International Law (1968), 383–91
1. Διηπειρωτικές χώρες με επικράτεια στην Ευρώπη και στην Ασία. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Κράτη που περιλαμβάνουν υπερπόντια εδάφη και σε άλλες ηπείρους με την μητροπολιτική περιοχή να βρίσκεται στην Ευρώπη.