Άμωσις Α΄

Άμωσις Α΄
Κεφάλι από άγαλμα του Αμώσιδος Α΄.
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1560 π.Χ. (περίπου)
Θάνατος1525 π.Χ. (περίπου)
Τόπος ταφήςDra' Abu el-Naga[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Αίγυπτος
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Περίοδος ακμής1580[2] - 1555 π.Χ.[2]
Οικογένεια
ΣύζυγοςAhmose-Nefertari[1]
Ahmose-Sitkamose[1]
Ahmose-Nebetta[1]
ΤέκναAhmose-Meritamun
Μουτνοφρέτ
Αμένωφις Α΄
Ahhotep II
Siamun
Ahmose-ankh
Ramose
Ahmose-Sitamun
ΓονείςΣεκενένρε Τάο[1] και Άαχ Χοτέπ Α΄[1]
ΑδέλφιαAhmose-Nefertari
Ahmose-Henuttamehu
Ahmose-Tumerisi
Κάμωθις[1]
Οικογένειαδέκατη όγδοη δυναστεία Φαραώ[1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΦαραώ[1]
18th dynasty pharaoh[1]
Saqqara king
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άμωσις Α΄ (αρχ. αιγυπτ. jꜥḥ ms(j.w), μέσα αιγυπτ. ʔaʀaħ'ma:sjə, προφ. Ahmose) ήταν ο ιδρυτής της 18ης δυναστείας φαραω της Αιγύπτου. Το όνομα του μεταφράζεται στην αιγυπτιακή γλώσσα ως "το φεγγάρι γεννήθηκε".[3][4] Η δυναστεία του ήταν η πρώτη του Νέου Βασιλείου, κατά την οποία η Αρχαία Αίγυπτος έφτασε στο μέγιστο της ισχύος της. Ο Άμωσις ήταν μέλος της Θηβαϊκής βασιλικής δυναστείας, γιος του Σεκενένρε Τάο και αδελφός του τελευταίου φαραώ της 17ης δυναστείας τού Κάμωθις. Κατά τη βασιλεία τού πατέρα του και του παππού του, οι Θήβες εξεγέρθηκαν εναντίον των Υξώς, που κατείχαν την Κάτω Αίγυπτο, η οποία αντιστοιχούσε γεωγραφικά στα βόρεια της Αιγύπτου. Όταν ήταν επτά ετών, ο πατέρας του σκοτώθηκε, και ήταν περίπου 10 όταν ο αδελφός του από άγνωστη αιτία απεβίωσε πρόωρα έπειτα από βασιλεία τριών μόνο ετών.[5][6] Έπειτα από αυτό ο Άμωσις Α΄ ανέλαβε τον θρόνο και από τη στέψη του έγινε γνωστός ως Ο Κύριος της δύναμης είναι ο Ρα (nb-pḥtj-rꜥ). Στη διάρκεια της βασιλείας του ολοκλήρωσε την κατάκτηση της περιοχής του Δέλτα του Νείλου επιδιώκοντας τους Υξώς, αποκατέστησε την κυριαρχία της θηβαϊκής δυναστείας σε ολόκληρη την Αίγυπτο και ανέκτησε τις περιοχές της Νουβίας και της Χαναάν.[6] Στη συνεχεια οργάνωσε διοικητικά τη χώρα, επαναλειτούργησε λατομεία, μεταλλεία και εμπορικούς δρόμους, ενώ ξεκίνησε και τεράστια κατασκευαστικά προγράμματα, που ανάλογά τους δεν υπήρχαν στο Μέσο Βασίλειο. Η οικοδομική αυτή δραστηριότητα έφτασε στο απόγειό της με την ανέγερση της τελευταίας πυραμίδας από Αιγύπτιους. Η βασιλεία του Αμώσιδος, που τοποθετείται χρονικά στα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ., έθεσε τις βάσεις του Νέου Βασιλείου, κατά τη διάρκεια του οποίου η δύναμη της Αιγύπτου έφτασε στο μέγιστο της ακμής της.

Χρονολόγηση

Η βασιλεία του Αμώσιδος Α΄ μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τον ηλιακό κύκλο του Συρίου στη βασιλεία του διαδόχου του, έχουν ξεσπάσει διαφωνίες σχετικά με τη χρονολόγηση, άλλοι την τοποθετούν μεταξύ 1570-1546 π.Χ. ή 1560-1537 π.Χ. ή 1539-1514 π.Χ.[7][8][9] Ο Μανέθων καταγράφει την περίοδο της βασιλείας του Αμώσιδος Α΄ σε 25 χρόνια και 4 μήνες.[7] Μια επιγραφή με τη φράση "Έτος 22" που βρέθηκε στην Τούρα προσδιορίζει ότι κυβέρνησε περισσότερο από 22 χρόνια.[10] Η ιατρική εξέταση στη Μούμια του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πέθανε σε ηλικία 35 ετών, προφανώς ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 10 ετών.[7] Η Ραδιοχρονολόγηση άνθρακα-14 στη μούμια του προσδιόρισε την περίοδο βασιλείας του μεταξύ 1570-1544 π.Χ. με κεντρικό σημείο στο 1557 π.Χ.[11] Οι εναλλακτικές χρονολογήσεις που πρότεινε ο Ντέιβιντ Ρολ την περίοδο 1194-1170 π.Χ. απορρίφτηκαν από τους περισσότερους Αιγυπτιολόγους, η απόρριψη επιβεβαιώθηκε με νέα ραδιοχρονολόγηση (2010).[11][12][13]

Η κατάκτηση των Υξώς

Ο Άμωσις Α΄ ξεκίνησε την κατάκτηση της Κάτω Αιγύπτου το 11ο έτος της βασιλείας του Χαμούντι, γιου του Άποφις αλλά το ιστορικό δεν είναι καθολικά αποδεκτό.[14] Η ανάλυση των γεγονότων της κατάκτησης της πρωτεύουσας των Υξώς Άβαρις ήταν εξαιρετικά δύσκολη, τα γεγονότα είναι γνωστά μόνο από ένα απόσπασμα στον Μαθηματικό Πάπυρο του Ριντ.[15][16] Το 11ο έτος εισήχθη στην Ηλιούπολη ο μήνας του Σόμου, τον πρώτο μήνα της εποχής του "βουνού με τον Ανατέλλοντα Ήλιο", την 23η μέρα ο πρίγκιπας του νότου επιτέθηκε στο Τιαρού.[16] Οι ιστορικοί πίστευαν ότι τα προηγούμενα γεγονότα του έτους αναφέρονταν στον Αμώσιδα Α΄, οι σύγχρονοι ιστορικοί κατέληξαν ωστόσο στο συμπέρασμα ότι αναφέρονταν στον Υξώς αντίπαλο του Χαμούντι. Ο πάπυρος καταγράφει τον Αμώσιδα Α΄ σαν "πρίγκιπα του νότου", αρχικά πίστευαν ότι τον είχε γράψει κάποιος οπαδός του από τις Θήβες.[17] Ο Άνθονι Τζον Σπάλινγκερ (2001) στηρίχτηκε στο βιβλίο του Κιμ Ράιχολτ "Η πολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο τη δεύτερη Μεσοβασιλεία " (1997) στην οποία μεταφράζει το απόσπασμα του Παπύρου. Σύμφωνα με τον Σπάλινγκερ ο Ράιχολτ τοποθετεί την επίθεση του Άμωσις στην Τιαμού τον πρώτο μήνα του "βουνού του ανατέλλοντος ηλίου" και την 23η μέρα.[18] Δεν αμφισβητεί τη μετάφραση του Ράιχολντ αλλά τον ρωτάει :

"Είναι δυνατό ένα κείμενο που γράφτηκε από Θηβαίο οπαδό του Αμώσιδος να αναφέρεται στον βασιλιά με αυτόν τον τρόπο; Το κείμενο δεν το έγραψε οπαδός του Αμώσιδος αλλά οπαδός της δυναστείας των Υξώς, η χρονολόγηση έχει σχέση με τον μονάρχη των Υξώς και όχι με τον Αμώσιδα που ήταν μέχρι τότε τοπικός μονάρχης της Θήβας". [19]

Ο Μαθηματικός Πάπυρος του Ριντ περιγράφει την πρώτη φάση της εκστρατείας του Αμώσιδος στο Δέλτα, εισήλθε τον Ιούλιο στην Ηλιούπολη και στη συνέχεια έσπευσε να καταλάβει την Τιαρού. Ο Άμωσις δεν διακινδύνευσε να επιτεθεί απ΄ευθείας στην Άβαρις από φόβο αποτυχίας, ήταν επαρκώς εξοπλισμένη. Με την κατάληψη της Τιαρού διακόπηκαν όλες οι επικοινωνίες των Υξώς της Άβαρις με τη Χαναάν, το αποτέλεσμα ήταν να εξαντληθούν σύντομα όλες οι προμήθειες τους.[16][20] Τα γεγονότα της τελευταίας επιχείρησης για την κατάληψη του βασιλείου των Υξώς βρέθηκαν στον τάφο ενός στρατιώτη που συμμετείχε σε αυτήν με το όνομα επίσης "Άμωσις", γιος του Εμπάνα. Ο Άμωσις Α΄ προχώρησε σε τρεις εκστρατείες πολιορκίας της Άβαρις χωρίς αποτέλεσμα, επέστρεψε κατόπιν νότια στη Θήβα για να καταπνίξει μια τοπική εξέγερση, με την επάνοδο του στην τέταρτη πολιορκία της Άβαρις κατέλαβε την πόλη.[21] Η νίκη του ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Χαναανίτικου οχυρού Σαρουχάν κοντά στη Γάζα ύστερα από πολιορκία τριών ετών.[22] Ο Άμωσις Α΄ κατέκτησε σύμφωνα με τα περισσότερα συμπεράσματα την πρωτεύουσα των Υξώς Άβαρις τον 18ο ή τον 19ο χρόνο της βασιλείας του στη Θήβα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από μια επιγραφή που βρέθηκε στα οχυρεία της Τιαρού, σύμφωνα με αυτή χρησιμοποιήθηκαν Χαναανίτικα βόδια για το άνοιγμα των ορυχείων το 22ο έτος της βασιλείας του Αμώσιδος Α΄.[23]

Οι τελευταίες εκστρατείες

Ο βασιλιάς Άμωσις Α΄ σκοτώνει έναν πιθανότατα Υξώς

Ο Άμωσις Α΄ χρησιμοποίησε τα βοοειδή στον στρατό του μετά την κατάκτηση του Χαναανίτικου οχυρού Σαρουχάν που ακολούθησε την κατάκτηση της Αβάριδος, το κράτος του Χαμούντι διαλύθηκε συνεπώς τον 18ο ή τον 19ο χρόνο της 25χρονης βασιλείας του Αμώσιδος.[23] Μετά την υποταγή των Υξώς ο Άμωσις Α΄ ξεκίνησε νέες εκστρατείες στη Συρία και τη Νουβία, σε μια εκστρατεία το 22ο έτος ακούγεται ότι έφτασε πέρα από τον Ευφράτη αλλά μόνο ο μεταγενέστερος του Φαραώ Τούθμωσις Α΄ πιστώνεται τέτοια επιτυχία. Ένα όστρακο που βρέθηκε στον τάφο της συζύγου του Αμώσιδος Νεφερτάρι δείχνει ότι έφτασε μέχρι τη Βύβλο.[24] Οι λεπτομέρειες για την εκστρατεία στη Χαναάν είναι ελάχιστες επειδή ο στρατιώτης Άμωσις που βρέθηκαν στον τάφο του οι λεπτομέρειες για την κατάκτηση της Άβαρις δεν συμμετείχε σε αυτήν. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της Χαναάν του 16ου αιώνα π.Χ. δείχνουν ότι ο Άμωσις Α΄ και οι διάδοχοι του δεν ήθελαν να κατακτήσουν τη Χαναάν αλλά να καταστρέψουν όλα τα τοπικά κέντρα των Υξώς, για αυτό αδιαφόρησαν πλήρως για την ανακατασκευή τους.[25] Οι εκστρατείες του Αμώσιδος Α΄ στη Νουβία είναι γνωστές με περισσότερες λεπτομέρειες, δύο τοπικοί Νούβιοι εξεγέρθηκαν αλλά συνετρίβησαν, έγινε ανεξάρτητο διοικητικό κέντρο του Αιγυπτιακού βασιλείου.[26] Μετά την ολοκλήρωση των κατακτήσεων του ο Άμωσις Α΄ ασχολήθηκε κυρίως με τις ανταμοιβές και τις παροχές αξιωμάτων σε τοπικούς πρίγκιπες που τον είχαν βοηθήσει.[27]

Παραπομπές

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 Darrell D. Baker: «The Encyclopaedia of the Pharaohs, Volume I: Predynastic to the Twentieth Dynasty (3300-1069 BC)» (Αγγλικά) Stacey International. Λονδίνο. 2008. σελ. 9. ISBN-13 978-1-905299-37-9. ISBN-10 1-905299-37-0.
  2. 2,0 2,1 2,2 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn20030320006. Ανακτήθηκε στις 8  Ιουνίου 2022.
  3. Ranke, Hermann (1935) Die ägyptischen Personennamen, Glückstadt: Verlag von J. J. Augustin, Τομ. 1, σσ. 12.19
  4. Leprohon, Ronald (2013), Denise Doxey, editor, The Great Name: Ancient Egyptian Royal Titulary, Atlanta: Society of Biblical Literature, σ. 96
  5. Shaw. (2000) σ. 199
  6. 6,0 6,1 Grimal. (1988) σ. 192
  7. 7,0 7,1 7,2 Grimal. (1988) σ. 193
  8. Helk, Wolfgang. Schwachstellen der Chronologie-Diskussion σσ. 47–49. Göttinger Miszellen, Göttingen, 1983
  9. https://www.britannica.com/biography/Ahmose-I
  10. Breasted, James Henry. Ancient Records of Egypt, Τομ. 2, σ. 12
  11. 11,0 11,1 Christopher Bronk Ramsey et al., Radiocarbon-Based Chronology for Dynastic Egypt Archived January 26, 2021, at the Wayback Machine, Science June 18, 2010: Τομ. 328. Νο. 5985, σσ. 1554–1557
  12. David Rohl, Pharaohs and Kings (1995)
  13. Bennett, Chris. Temporal Fugues. Journal of Ancient and Medieval Studies. Τομ. 13. 1996
  14. Shaw. (2000) σ. 203
  15. Spalinger, Anthony J. War in Ancient Egypt: The New Kingdom, σ. 23
  16. 16,0 16,1 16,2 Redford. (1992), p. 71
  17. Erik Hornung, Rolf Krauss & David Warburton (editors), Ancient Egyptian Chronology (Handbook of Oriental Studies), Brill: 2006, σ. 195
  18. Anthony Spalinger, book review, Vol.60, No.4. October 2001, σ. 299
  19. Spalinger. JNES 60, op. cit., σ. 299
  20. Ahram (2005) Accessed August 23, 2006
  21. Breasted, James Henry. Ancient Records of Egypt, Τομ. 2, σσ. 7–8
  22. Redford. (1967) σσ. 46–49
  23. 23,0 23,1 Redford. (1992), σ. 195
  24. Weinstein, James M. The Egyptian Empire in Palestine, A Reassessment, σ. 6
  25. Weinstein, James M. The Egyptian Empire in Palestine, A Reassessment, σ. 7
  26. Grimal. (1988) σ. 190
  27. Shaw and Nicholson. (1995)

Πηγές

  • "Amasis I". The Columbia Encyclopedia, Sixth Edition. 2008. Retrieved 2010-08-13.
  • Clayton, Peter (2006). Chronicle of the Pharaohs. Thames and Hudson Ltd. ISBN 978-0-500-28628-9.
  • Dodson, Aidan (1990). "Crown Prince Djhutmose and the Royal Sons of the Eighteenth Dynasty". The Journal of Egyptian Archaeology. 76: 87–96. doi:10.2307/3822009. JSTOR 3822009.
  • El-Aref, Nevine. "King of the Wild Frontier". Al-Ahram. Archived from the original on 31 July 2010. Retrieved 2010-08-13.