Το τελευταίο μέρος αυτής της περιόδου, υπό την 19η και 20η Δυναστεία (1292–1069 π.Χ.), είναι γνωστό ως η περίοδος των Ραμεσσίδων, που πήρε το όνομα αυτό από τους 11 φαραώ με το όνομα Ραμσής, αρχίζοντας με τον ιδρυτη της 19ης Δυναστείας Ραμσή Α΄[2].
Ίσως ως αποτέλεσμα της ξένης κυριαρχίας των Υξώς κατά τη Δεύτερη μεταβατική περίοδο, κατά την περίοδο του Νέου βασιλείου η Αίγυπτος προσπάθησε να δημιουργήσει μια ζώνη προστασίας μεταξύ του Λεβάντε και της Αιγύπτου, και είναι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής που η Αίγυπτος γνώρισε τη μεγαλύτερη εδαφική της επέκταση. Παρομοίως, σε απάντηση στις πολύ επιτυχημένες επιθέσεις το 17ο αιώνα κατά τη Δεύτερη μεταβατική περίοδο από το Βασίλειο του Κους[3], οι ηγεμόνες του Νέου βασιλείου αναγκάστηκαν να επεκταθούν νότια, στην περιοχή της Νουβίας και να κατέχουν μεγάλες περιοχές στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Στο Βορά, οι αιγυπτιακές στρατιές πολέμησαν εκείνες των Χετταίων για τον έλεγχο της περιοχής της σημερινής Συρίας.
Ο Τούθμωσις Γεπέκτεινε το στρατό της Αιγύπτου και τον χρησιμοποίησε με μεγάλη επιτυχία για να σταθεροποιήσει την αυτοκρατορία που δημιούργησαν οι προκάτοχοί του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κορύφωση της δύναμης και του πλούτου της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αμένωφι Γ΄. Κατά τη διάρκεια της φασιλίας του Τούθμωσι Γ΄ (περ. 1479–1425 π.Χ.), ο όρος Φαραώ, που αρχικά αναφερόταν στο παλάτι του βασιλιά, έγινε τύπος για την αναφορά σε όποιον ήταν βασιλιάς[4].
Ένας από τους πιο γνωστούς φαραώ της 18ης Δυναστείας ήταν ο Αμένωφις Δ΄, που άλλαξε το όνομά του σε Ακενατόν προς τιμή του θεού Ατέν, μια άλλη αναπαράσταση του θεού ήλιου Ρα. Η αποκλειστική λατρεία του προς τον Ατέν συχνά ερμηνεύεται ως η πρώτη περίπτωση μονοθεϊσμού στην ιστορία. Η σύζυγος του Ακενατόν Νεφερτίτη, συνέβαλε πολύ στην διαμόρφωση του της νέας θρησκείας. Η Νεφερτίτη ήταν αρκετά τολμηρή ώστε να πραγματοποιεί τελετουργικά προς τον Ατέν. Ο ζήλος του Ακενατόν και της γυναίκας του για τη νέα θρησκεία αναφέρεται ως ο λόγος για τον οποίο κατόπιν και οι δύο διαγράφηκαν από τους διαδόχους τους από την αιγυπτιακή ιστορία[5]. Υπό τη βασιλεία του, κατά το 14ο αιώνα π.Χ., η αιγυπτιακή τέχνη άνθισε, με ένα νέο ξεχωριστό στιλ (βλ. Περίοδος της Αμάρνα).
Μέχρι το τέλος της 18ης Δυναστείας, το στάτους της Αιγύπτου άλλαξε δραστικά. Βοηθούμενοι από την προφανή έλλειψη του Ακενατόν για τις εξωτερικές υποθέσεις, οι Χετταίοι επέκτειναν σταδιακά την επιρροή τους στην Φοινίκη και την Χαναάν καταλήγοντας μεγάλη δύναμη στη διεθνή πολιτική — μια δύναμη με την οποία και ο Σέτι Α΄ και ο γιος αυτού Ραμσής Β΄ θα έρχονταν αντιμέτωποι κατά τη διάρκεια της 19ης Δυναστείας.
Η Δέκατη ένατη Δυναστεία ιδρύθηκε από το Βεζίρη Ραμσή Α΄, που είχε διαλέξει για διάδοχό του ο τελευταίος ηγεμόνας της 18ης Δυναστείας Χορεμχέμπ. Η σύντομη περίοδος της βασιλείας του σηματοδότησε μια μεταβατική περίοδο μεταξύ της βασιλείας του Χορεμχέμπ και των ισχυρών φαραώ της δικιάς του δυναστείας, και συγκεκριμένα το γιο του Σέτι Α΄ και του εγγονού του Ραμσή Β΄, οι οποίοι θα έφερναν την Αίγυπτο σε νέα ύψη αυτοκρατορικής εξουσίας.
Ο Ραμσής Β’, ("ο Μέγας") επεδίωξε να ξανακερδίσει τις περιοχές στο Λεβάντε που κατείχε η 18η Δυναστεία. Οι εκστρατείες του κορυφώθηκαν με τη Μάχη του Καντές, όπου οδήγησε τις Αιγυπτιακές στρατιές εναντίον εκείνων του βασιλιά των ΧετταίωνΜουβατάλι Β΄. Ο Ραμσής πιάστηκε στην πρώτη καταγεγραμμένη ενέδρα της ιστορίας, αν και μπόρεσε να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του και να γυρίσει τη μάχη υπέρ του χάρη στην άφιξη των Νεαρίν (ίσως μισθοφόροι στην υπηρεσία των Αιγυπτίων). Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο, και με τα δύο μέρη ισχυρίζονται νίκη στο εσωτερικό της χώρας τους, και καταλήγοντας τελικά σε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο εθνών. Η Αίγυπτος υπό την εξουσία του Ραμσή μπόρεσε να κατακτήσει ευημερία και σταθερότητα για πάνω από μισό αιώνα[6]. Οι άμεσοι διάδοχοί του συνέχισαν τις στρατιωτικές εκστρατείες, αν και μια όλο και αυξανόμενα ανήσυχη Αυλή —η οποία σε κάποιο σημείο μέχρι που ανέβασε στο θρόνο έναν σφετεριστή, τον Αμενμνέσι — έκανε δύσκολο για το φαραώ να διατηρήσει αποτελεσματικό έλεγχο των περιοχών.
Ο Ραμσής Β΄ είχε επίσης τη φήμη ότι απέκτησε τεράστιο αριθμό τέκνων που απέκτησε από τις συζύγους και τις παλλακίδες του. Ο τάφος που έχτισε για τους γιους του (τάφος KV5), μερικοί από τους οποίους έζησε περισσότερο, στην Κοιλάδα των Βασιλέων αποδείχτηκε ότι είναι το μεγαλύτερο ταφικό συγκρότημα στην Αίγυπτο.
Οι Αιγυπτιακή και η Αυτοκρατορία των Χετταίων, περίπου την εποχή της Μάχης του Καντές.
Ο τελευταίος "μεγάλος" φαραώ του Νέου Βασιλείου θεωρείται γενικά ότι είναι ο Ραμσής Γ΄, φαραώ της Εικοστής Δυναστείας που βασίλευσε αρκετές δεκαετίες μετά το Ραμσή Β΄[7].
Κατά τον όγδοο χρόνο της βασιλείας του οι Λαοί της Θάλασσας εισέβαλαν στην Αίγυπτο από ξηράς και θαλάσσης. Ο Ραμσής Γ΄ τους νίκησε σε δύο μεγάλες μάχες στην ξηρά και τη θάλασσα. Τους ενσωμάτωσε ως υποδουλωμένους λαούς και τους εγκατέστησε στην Νότια Χαναάν αν και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι εισέβαλαν με βία εκεί. Οι παρουσία τους εκεί μπορεί να συνέβαλε στην δημιουργία νέων κρατών σε εκείνη την περιοχή, όπως η Φιλισταία, μετά την κατάρρευση της Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας. Ο Ραμσής Γ΄ επίσης υποχρεώθηκε να πολεμήσει Λίβυους φυλάρχους σε δύο μεγάλες εκστρατείες στο Δυτικό Δέλτα του Νείλου κατά τον έκτο και 11ο χρόνο της βασιλείας του[8].
Το βαρύ κόστος όλων αυτών των πολεμικών συγκρούσεων άδειασε σιγά-σιγά τα χρηματικά αποθέματα της Αιγύπτου και συνέβαλε στην σταδιακή παρακμή της Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας στην Ασία. Η σοβαρότητα των δυσκολιών υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι η πρώτη καταγεγραμμένη απεργία στην ιστορία συνέβη κατά το 29ο έτος της βασιλείας του Ραμσή Γ΄, όταν δεν μπόρεσαν να δοθούν οι μερίδες φαγητού στους κατασκευαστές των τάφων και τους καλλιτέχνες του χωριού του Ντέιρ ελ Μεντίνα[9].
Το θάνατο του Ραμσή Γ΄ ακολούθησαν χρόνια διαμάχης μεταξύ των διαδόχων του. Τρεις από τους γιους του ανέβηκαν διαδοχικά στο θρόνο, οι Ραμσής Δ΄, Ραμσής ΣΤ΄, και Ραμσής Η΄. Στην Αίγυπτο επήρθαν όλο και περισσότερο ξηρασίες, κάτω από το κανονικό πλημμύρες του Νείλου, λιμός, κοινωνικές αναταραχές και διαφθορά στη διοίκηση. Η εξουσία του τελευταίου φαραώ της Δυναστείας Ραμσή ΙΑ΄ έγινε τόσο αδύναμη που στα νότιο οι Αρχιερείς του Άμμωνα στις Θήβες έγιναν οι ντε φάκτο ηγεμόνες της Άνω Αιγύπτου, ενώ ο Σμένδις Α΄ έλεγχε την Κάτω Αίγυπτο ακόμα και πριν από το θάνατο του Ραμσή ΙΑ΄. Τελικά ο Σμένδις ίδρυσε την Εικοστή πρώτη Δυναστεία στην Τάνιδα.
↑Redmount, Carol A. "Bitter Lives: Israel in and out of Egypt." p. 89-90. The Oxford History of the Biblical World. Michael D. Coogan, ed. Oxford University Press. 1998.
↑Eric H. Cline and David O'Connor, eds. Ramesses III: The Life and Times of Egypt's Last Hero (University of Michigan Press; 2012)
↑Nicolas Grimal, A History of Ancient Egypt, Blackwell Books, 1992. p.271
↑William F. Edgerton, "The Strikes in Ramses III's Twenty-Ninth Year", JNES 10, no. 3 (July 1951), pp. 137–145.
Βιβλιογραφία
Bierbrier, M. L. The Late New Kingdom In Egypt, C. 1300-664 B.C.: A Genealogical and Chronological Investigation. Warminster, England: Aris & Phillips, 1975.
Freed, Rita A., Yvonne Markowitz, and Sue H. d’Auria, eds. Pharaohs of the Sun: Akhenaten, Nefertiti, Tutankhamun. London: Thames & Hudson, 1999.
Freed, Rita E. Egypt's Golden Age: The Art of Living In the New Kingdom, 1558-1085 B.C. Boston: Museum of Fine Arts, 1981.
Kemp, Barry J. The City of Akhenaten and Nefertiti: Amarna and Its People. London: Thames & Hudson, 2012.
Morkot, Robert. A Short History of New Kingdom Egypt. London: Tauris, 2015.
Radner, Karen. State Correspondence In the Ancient World: From New Kingdom Egypt to the Roman Empire. New York: Oxford University Press, 2014.
Redford, Donald B. Egypt and Canaan In the New Kingdom. Beʾer Sheva: Ben Gurion University of the Negev Press, 1990.
Sadek, Ashraf I. Popular Religion In Egypt During the New Kingdom. Hildesheim: Gerstenberg, 1987.
Spalinger, Anthony John. War In Ancient Egypt: The New Kingdom. Malden, MA: Blackwell Pub., 2005.