Ο Άγιος Ισίδωρος βρίσκεται βορειοδυτικά από την Κορώνη από την οποία απέχει 6 περίπου χιλιόμετρα και νοτιοανατολικά από την Πύλο από την οποία απέχει περίπου 34 χιλιόμετρα. Έχει υψόμετρο 119[1] μέτρα και απέχει από τον Μεσσηνιακό κόλπο περίπου 3,5 χιλιόμετρα. Κοντά στον Άγιο Ισίδωρο βρίσκονται, προς τα βορειοδυτικά του η Ποταμιά σε απόσταση 2,5 περίπου χιλιομέτρων, η Υάμεια σε απόσταση 7,5 χιλιομέτρων, προς τα βόρειά του το Χαρακοπιό σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και προς τα βορειοανατολικά του η Αγία Τριάδα σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα.
Ιστορία
Το χωριό, έχει μακρόχρονη ιστορία που ακολουθεί την ιστορία της Μεσσηνίας και της ευρύτερης περιοχής της Κορώνης και της Πυλίας. Η περιοχή του χωριού κατά την αρχαιότητα, ήταν υπό τον έλεγχο της Ασίνης, της αρχαίας πόλης, η οποία μεταγενέστερα αναπτύχθηκε ως η σύγχρονη Κορώνη. Το χωριό ονομαζόταν Μουσουλί ή Μουσουλή μέχρι το 1930, όταν και πήρε τη νεότερη ονομασία του ως ο Άγιος Ισίδωρος.
Την εποχή της Β΄ Ενετοκρατίας ο οικισμός αναφερόταν ως Μουσουλί Φανάρι (Mussuli Fanari[6]). Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Το χωριό Μουσουλί Φανάρι (Mussuli Fanari), ανήκε, στα τέλη του 17ου αιώνα, σύμφωνα με το Breve descrittione del Regno di Morea στην επαρχία της Κορώνης (Territorio di Coron).[6][7]
Διοικητική ιστορία
Το Μουσούλι ή Μουσουλί[8] προσαρτήθηκε, το 1835,[9] στον παλαιό Δήμο Κολωνίδων,[10] με έδρα την Κορώνη, όπου και παρέμεινε, ως το 1912, που ο δήμος αυτός καταργήθηκε. Τουλάχιστον από το 1844 ως το 1851 το χωριό αναφερόταν επίσημα ως το Μουσούλι, ενώ από το 1851 ως το 1879 ως το Μασούλι. Από το 1879 ως το 1889 αναφερόταν ως Μουσουλή και από το 1889 ως το 1912 και πάλι ως το Μουσουλί. Από το 1912 ως το 1928 αναφερόταν ξανά ως Μουσουλή. Το χωριό αναφέρεται, το 1853, επίσης σαν Μασούλι στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, ως χωριό του Δήμου Κολωνίδων της Επαρχίας Πυλίας με πληθυσμό 26 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[11] Το 1912[12] το χωριό προσαρτάται ως οικισμός στην Κοινότητα Χαροκοπιού,[13] Το 1927[14] με έδρα το Χαροκοπιόν. Στην ίδια κοινότητα είχαν προσαρτηθεί επίσης οι οικισμοί Αγία Τριάδα, Αϊδίνι (καταργήθηκε το 1920), Αρμενοί (καταργήθηκε το 1940), Κανδερόγλι (σήμερα η Ποταμιά), Κατηνιάδες (καταργήθηκε το 1940), Κόμποι και Πετριάδες (καταργήθηκε το 1971 και προσαρτήθηκε στο Χαρακοπιό). Το 1930[15] το Μουσουλί μετονομάζεται επίσημα ως ο Άγιος Ισίδωρος.[16] Το 1940[17] τα ονόματα του οικισμού Χαροκοπιόν και της Κοινότητας Χαροκοπιού διορθώνονται σε Χαροκοπειόν και Κοινότητα Χαροκοπειού. Το 1986[18] το Χαροκοπειόν και η Κοινότητα Χαροκοπειού μετονομάζονται σε Χαρακοπιό και Κοινότητα Χαρακοπιού αντίστοιχα. Ο Άγιος Ισίδωρος παρέμεινε ως οικισμός της Κοινότητας Χαρακοπίου, με τις αλλαγές σε ονομασίες, από το 1912 ως το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», ο Άγιος Ισίδωρος υπήχθη στον κατηργημένο Δήμο Κορώνης,[19][20] με έδρα την Κορώνη, ως το 2010. Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» ο Άγιος Ισίδωρος ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Πύλου - Νέστορος.[21][22] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Κορώνης, Μεθώνης, Παπαφλέσσα, Πύλου, Νέστορος και Χιλιοχωρίων. Ο Άγιος Ισίδωρος σήμερα είναι οικισμός της Κοινότητας Χαρακοπιού, του Δήμου Πύλου-Νέστορος,[4] στην οποία υπάγονται επίσης οι οικισμοί: Αγία Τριάδα, Άγιος Ιωάννης, Κοτρωνάκια, Μυρτιά, Ποταμιά και Χαρακοπιό (έδρα).
Κάτοικοι
Ο οικισμός, με βάση την απογραφή του 2011, έχει 17 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως σε διάφορες αγροτικές εργασίες.
Εκτός από τα παραδοσιακά σπίτια υπάρχει επίσης η ομώνυμη εκκλησία του χωριού, ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας.
Οι απογραφές των Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, Corner (1689), Grimani (1700) Angelo Emo (ίσως το 1708), η αχρονολόγητη απογραφή που αναφέρεται στο χειρόγραφο Querini-Stampalia (ίσως το 1711), είναι τέσσερις από τις διάφορες βενετσιάνικες απογραφές, οι οποίες επιχειρήθηκαν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Μέχρι σήμερα πλήρως έχει δημοσιευθεί μόνο η απογραφή Grimani, από τον ιστορικό και ομότιμο διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) Βασίλη Παναγιωτόπουλο, στο έργο του "Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος - 18ος αιώνας", (1985).