Ο Κυνγκ χειροτονήθηκε ιερέας το 1954, εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης το 1960 και διετέλεσε θεολογικός σύμβουλος στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού. Το 1978 απέρριψε το δόγμα του Αλάθητου του Πάπα και μετά από αυτό του απαγορεύθηκε να διδάσκει τη ρωμαιοκαθολική θεολογία, αλλά παρέμεινε στο πανεπιστήμιο ως καθηγητής της οικουμενικής θεολογίας μέχρι την αφυπηρέτησή του το 1996. Παρέμεινε ιερέας μέχρι τον θάνατό του. Υπεστήριζε την πνευματική διάσταση της θρησκείας, ενώ αμφισβήτησε παραδεδεγμένες παραδόσεις του Χριστιανισμού.[16] Σημαντικά έργα του θεωρούνται το Ο Χριστιανισμός και οι παγκόσμιες θρησκείες: μονοπάτια διαλόγου με το Ισλάμ, τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό (1986) και το Πεθαίνοντας με αξιοπρέπεια (με συν-συγγραφέα τον Βάλτερ Γενς, 1998). Υπέγραψε τη διακήρυξη Εκκλησία 2011, η ανάγκη για μια νέα αρχή.
Βίος και έργο
Σπουδές
Ο Κυνγκ γεννήθηκε στον δήμο Σούρζεε του Καντονίου της Λουκέρνης.[17][18] Ο Χανς ήταν το πρώτο από επτά αδέλφια και ο πατέρας του διεύθυνε ένα υποδηματοπωλείο.[19] Ο Χ. Κυνγκ σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο στη Ρώμη και λίγο μετά την αποφοίτησή του, το 1954, χειροτονήθηκε ιερέας.[20] Είχε πει ότι τέλεσε την πρώτη του Θεία Λειτουργία στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, με κήρυγμα προς την Ελβετική Φρουρά, αρκετά μέλη της οποίας τα γνώριζε προσωπικά.[19] Συνέχισε με σπουδές σε άλλα ευρωπαϊκά Α.Ε.Ι., όπως στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης[20] και στο Καθολικό Πανεπιστήμιο των Παρισίων[19], από όπου πήρε διδακτορικό στη Θεολογία[21] το 1957 με τίτλο διατριβής Justification. La doctrine de Karl Barth et une réflexion catholique (= «Δικαίωση: Η δογματική του Καρλ Μπαρτ και μία ρωμαιοκαθολική συζήτηση»). Στη συνέχεια διορίσθηκε εφημέριος στη Λουκέρνη και υπηρέτησε επί διετία. Μετά από πρόσκληση του κορυφαίου Προτεστάντη θεολόγου Καρλ Μπαρτ, ο Κυνγκ έδωσε μια διάλεξη με θέμα τις προοπτικές για μεταρρύθμιση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, για τις οποίες είπε ότι ήταν πολύ αισιόδοξος. Πράγματι, μόλις μια εβδομάδα αργότερα, τον Ιανουάριο του 1959, ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ ανεκοίνωσε τα σχέδιά του για τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού.[19]
Σταδιοδρομία
Ο Κυνγκ δίδαξε επί ένα έτος στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ (Γερμανία)[21] και κατόπιν, το 1960, διορίσθηκε καθηγητής της Θεμελιώδους Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης.[20] Το ίδιο έτος άρχισε και η σταδιοδρομία του ως συγγραφέως με το έργο Η Σύνοδος, μεταρρύθμιση και επανένωση, στο οποίο έδωσε ένα περίγραμμα μεγάλου μέρους του προγράμματος της επερχόμενης Συνόδου. Το βιβλίο αυτό έκανε εκπληκτικά μεγάλες πωλήσεις σε αρκετές χώρες.[19] Το 1962 διορίσθηκε από τον Πάπα ως peritus, δηλαδή ειδικός θεολογικός σύμβουλος των συμμετεχόντων στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, ο νεότερος από όλους τους peritus για τη συγκεκριμένη σύνοδο, όντας τότε σε ηλικία 34 ετών. Με παρότρυνση του Κυνγκ, το σώμα των Ρωμαιοκαθολικών καθηγητών στην Τυβίγγη διόρισε έναν άλλον peritus, τον Γιόζεφ Ράτσινγκερ, τον μελλοντικό Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ως καθηγητή της Δογματικής Θεολογίας.[22]
Σε μία περιοδεία του στις ΗΠΑ το 1963, ο Κυνγκ έδωσε τη διάλεξη «Η Εκκλησία και η ελευθερία» σε ενθουσιώδη ακροατήρια άνω των 25.000 συνολικά σε αρκετά πανεπιστήμια ανά τη χώρα, αλλά δεν του επιτράπηκε να εμφανισθεί στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής.[23][19] Τον Απρίλιο του 1963 αποδέχθηκε μια πρόσκληση να επισκεφθεί τον Τζον Φιτζέραλντ Κέννεντυ (τον μόνο έως σήμερα Ρωμαιοκαθολικό Πρόεδρο των ΗΠΑ) στον Λευκό Οίκο[24] όπου ο Πρόεδρος τον σύστησε σε μια ομάδα πολιτικών λέγοντας: «ιδού αυτό που θα αποκαλούσα ένας νέος πρωτοπόρος άνδρας της Καθολικής Εκκλησίας».[19]
Στη διδακτορική διατριβή του ο Κυνγκ είχε ήδη προσδιορίσει μερικές περιοχές συμφωνίας ανάμεσα στη μπαρτιανή και τη ρωμαιοκαθολική θεολογία της αποκαταστάσεως, συμπεραίνοντας ότι οι διαφορές δεν ήταν θεμελιώδεις και δεν επαρκούσαν για να δικαιολογήσουν ένα Σχίσμα της Εκκλησίας. (Η διατριβή περιείχε μία επιστολή από τον Μπαρτ με την οποία αυτός δήλωνε ότι συμφωνούσε με την απόδοση της θεολογίας του από τον Κυνγκ, απλώς διαφωνούσε με το συμπέρασμα ότι η Μεταρρύθμιση ήταν μια υπερβολική αντίδραση.) Ο Κυνγκ ισχυριζόταν ότι ο Μπαρτ, όπως και ο Μαρτίνος Λούθηρος, υπεραντέδρασαν κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία, παρά τις ατέλειές της, υπήρξε και παραμένει το Σώμα του Χριστού.[25] Η έμπειρη δημοσιογράφος Πατρίτσια Λεφεβέρ[26] απεκάλυψε σε κείμενό της στην προοδευτική εφημερίδα National Catholic Reporter ότι από τότε το Βατικανό είχε «φακελώσει» τον Κυνγκ: «άνοιξε έναν μυστικό φάκελο (τον διαβόητο 399/57i) για τον Κυνγκ λίγο μετά τη δημοσίευση [της διατριβής του]».[19]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Κυνγκ κατέστη ο πρώτος μείζων Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος μετά το σχίσμα των Παλαιοκαθολικών του ύστερου 19ου αιώνα ο οποίος απέρριψε δημοσίως το δόγμα του Αλάθητου του Πάπα. Αυτό το έπραξε με το βιβλίο του Unfehlbar? Eine Anfrage (1970). Αυτό έγινε δύο έτη μετά το πρώτο αίτημα του Βατικανού να απαντήσει ο Κυνγκ στις κατηγορίες εναντίον του προηγούμενου βιβλίου του (Η Εκκλησία). Μετά τη δημοσίευση του Infallible, οι αξιωματούχοι της Αγίας Έδρας απαίτησαν να παρουσιασθεί στο Βατικάνο προκείμενου να αντιμετωπίσει τις εναντίον του κατηγορίες. Ο Κυνγκ κράτησε τις θέσεις του, απαιτώντας να δει τον φάκελο και να μιλήσει με όποιον αξιολογούσε το έργο του.[19] Αλλά ο Κυνγκ είχε ήδη επικρίνει επίσης την αγαμία των κληρικών, ενώ είχε ταχθεί υπέρ της χειροτονίας γυναικών και είχε γράψει ότι οι τρέχουσες ρωμαιοκαθολικές πρακτικές «έρχονταν σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο και την αρχαία χριστιανική παράδοση, και θα πρέπει να καταργηθούν».[19] Ως αποτέλεσμα, στις 18 Δεκεμβρίου 1979 του αφαιρέθηκε η άδεια να διδάσκει ως Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος.[27] Εξήντα Αμερικανοί και Καναδοί θεολόγοι διαμαρτυρήθηκσν για την απόφαση αυτή του Βατικανού και εναντιώθηκαν σε αυτή δηλώνοντας: «Βεβαιώνουμε δημοσίως την αναγνώρισή μας ότι όντως είναι ένας Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος.»[28] Χίλιοι φοιτητές στην Τυβίγγη διαδήλωσαν τη διαμαρτυρία τους με βραδυνή συγκέντρωση με αναμμένα κεριά.[29] Αργότερα ο Κυνγκ χαρακτήρισε την απόφαση του Βατικανού ως «την προσωπική μου εμπειρία της Ιεράς Εξετάσεως».[30] Η Λεφεβέρ γράφει σχετικώς:[19]
«Στο Disputed Truth, τον δεύτερο από τους τρεις τόμους των απομνημονευμάτων του, ο Κυνγκ ξόδεψε 80 σελίδες εξετάζοντας τις εναντίον του κατηγορίες, τις μυστικές συναντήσεις από Γερμανούς επισκόπους και αξιωματούχους του Βατικανού εκτός Γερμανίας, την προδοσία εκ μέρους των επτά από τους 11 συναδέλφους του στην Τυβίγγη και μια σχεδόν σωματική και συναισθηματική του κατάρρευση από την εξάντληση από τις προσπάθειές του να απαντήσει στις κατηγορίες του Βατικανού εναντίον του, ενώ ταυτοχρόνως διατηρούσε τη θέση του σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο.»
Ο Κυνγκ παρέμεινε Ρωμαιοκαθολικός ιερέας. Επειδή δεν μπορούσε πλέον να διδάσκει στη Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης, το ίδρυμα μετακίνησε εκτός της δικαιοδοσίας αυτής της Σχολής το Ινστιτούτο Οικουμενικών Ερευνών που είχε ιδρύσει και διευθύνει ο Κυνγκ από τη δεκαετία του 1960, το ίδιο και την καθηγητική του ιδιότητα. Ο Κυνγκ συνέχισε να διδάσκει ως καθηγητής της Οικουμενικής Θεολογίας μέχρι τη συνταξιοδότησή του[29][31][16] το 1996.
Τον Οκτώβριο του 1986 ο Κυνγκ συμμετέσχε στην Τρίτη Θεολογική Συνάντηση Βουδιστών-Χριστιανών, που διεξάχθηκε στο Πανεπιστήμιο Πέρντιου των ΗΠΑ.[32] Ο Κυνγκ ανέφερε ότι οι διαθρησκειακές μελέτες του «εδραίωσαν τις δικές του ρίζες σε μια ζώσα πίστη στον Χριστό», η οποία διάρκεσε σε όλη του τη σταδιοδρομία. «Πράγματι,ο Κυνγκ είχε τη γνώμη ότι η σταθερότητα στη θρησκευτική πίστη του καθενός και η ικανότητα διαλόγου με ετερόθρησκους ανθρώπους αποτελούν συμπληρωματικές αρετές».[19]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κυνγκ ξεκίνησε ένα πρόγραμμα υπό την επωνυμία Weltethos (= «Παγκόσμια ηθική»), μια απόπειρα περιγραφής των όσων έχουν κοινά οι θρησκείες του κόσμου (αντί των όσων τις χωρίζουν) και την κατάρτιση ενός ελάχιστου κώδικα κανόνων συμπεριφοράς που μπορεί να γίνει αποδεκτός από όλους. Το όραμα του Κυνγκ για μια παγκόσμια ηθική ενσωματώθηκε στο κείμενό του Προς μία παγκόσμια ηθική: Μια αρχική διακήρυξη. Αυτή η διακήρυξη υπογράφηκε από θρησκευτικούς και πνευματικούς ηγέτες από όλο τον κόσμο το 1993 στη Συνέλευση των Θρησκειών του Κόσμου (Parliament of the World's Religions). Αργότερα, το εγχείρημα του Κυνγκς κορυφώθηκε με το «`Ετος Διαλόγου ανάμεσα στους Πολιτισμούς» του ΟΗΕ (2001), στο οποίο ο Κυνγκ διορίσθηκε ως μία από 19 «εξέχουσες προσωπικότητες». Οι σχετικές συζητήσεις ολοκληρώθηκαν λίγο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και δεν καλύφθηκαν από τα αμερικανικά ΜΜΕ, κάτι για το οποίο ο Κυνγκ εξέφρασε το παράπονό του.[33][34][35]
Ο Κυνγκ είχε εκφράσει τη συμπαράστασή του στους συναδέλφους του θεολόγους Τσαρλς Κάραν (Charles Curran, Αμερικανός) και Έουγκεν Ντρέβερμαν (Γερμανός) τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 αντιστοίχως, οι οποίοι αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα (απαγόρευση διδασκαλίας της καθολικής θεολογίας). Ο Κυνγκ εξεφώνησε τον λόγο κατά την απονομή του «Βραβείου Herbert-Haag-Prize για την Ελευθερία στην Εκκλησία» στον Ντρέβερμαν το 1992 στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης.[36]
Ως προς την επαφή του με την ηγεσία της Εκκλησίας, ο Κυνγκ είχε προσπαθήσει περισσότερες από 12 φορές να συναντηθεί με τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο Β΄ χωρίς επιτυχία[29], ενώ αντιθέτως στις 26 Σεπτεμβρίου 2005, είχε μια φιλική συζήτηση σε γεύμα στο Καστέλ Γκαντόλφο με τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, αποφεύγοντας τα θέματα προφανούς διαφωνίας και εστιάζοντας πάνω στο διαθρησκειακό και πολιτιστικό έργο του Κυνγκ.[37] Ο Πάπας ανεγνώρισε τις προσπάθειες του Ελβετού θεολόγου να συνεισφέρει σε μια ανανεωμένη αναγνώριση κρίσιμων πανανθρώπινων ηθικών αξιών σε διάλογο με τις άλλες θρησκείες και με τον κοσμικό ορθολογισμό.[16] Ο Κύνγκ ανέφερε ότι ο ίδιος ο Βενέδικτος συνέταξε τη δήλωση που εξέδωσε το Βατικανό σχετικώς με τη συνάντησή τους και προσέθεσε: «Εγκρίνω την κάθε λέξη».[38]
Ωστόσο σε μια συνέντευξή του στον Le Monde το 2009 ο Κυνγκ επέκρινε με δριμύτητα τον Πάπα Βενέδικτο επειδή είχε άρει τους αφορισμούς 4 επισκόπων της Εταιρείας του Αγίου Πίου Ι΄ που είχαν κατηγορηθεί για αποπλάνηση ανηλίκων. Επέρριψε την ευθύνη για την παπική απόφαση στην «ισόβια απομόνωση του Πάπα από τη σύγχρονη κοινωνία» και προσέθεσε ότι ως συνέπεια της επιθυμίας του Βενεδίκτου για μια μικρότερη και αγνότερη Εκκλησία, αυτή «κινδυνεύει να γίνει μια σέχτα». Τα σχόλιά του προκάλεσαν μια αντίδραση από τον Καρδινάλιο Άντζελο Σοντάνo, κοσμήτορα του Κολλεγίου των Καρδιναλίων.[39]
Τον Απρίλιο του 2010 ο Κυνγκ δημοσίευσε μία ανοικτή επιστολή προς όλους τους Ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους, στην οποία επέκρινε τον χειρισμό λειτουργικών και διαθρησκειακών θεμάτων από τον Πάπα Βενέδικτο, αλλά και τα σκάνδαλα παιδεραστίας στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Επιπλέον καλούσε τους επικσόπους να μελετήσουν 6 προτάσεις του, από την εργασία για την εξεύρεση τοπικών λύσεων σε προβλήματα μέχρι την έκκληση για μία ακόμα Σύνοδο του Βατικανού.[40]
Ο Κυνγκ υπέγραψε την έκκληση Εκκλησία 2011, η ανάγκη για μια νέα αρχή (γερμ. Kirche 2011: Ein notwendiger Aufbruch)[41] μια γερμανόγλωσση διακήρυξη που ζητούσε μεταρρύθμιση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και υπογράφηκε από 307 Ρωμαιοκαθολικούς πανεπιστημιακούς καθηγητές της Θεολογίας από αρκετές καθολικές χώρες, αλλά κυρίως από τον γερμανόφωνο κόσμο.[42]
Ο Κυνγκ απεβίωσε στο σπίτι του στην Τυβίγγη[19] σε ηλικία 93 ετών. Η Ποντιφήκειος Ακαδημία για τη Ζωή έγραψε στο tweeter: «Εξαφανίζεται μία μεγάλη μορφή στη θεολογία του περασμένου αιώνα, του οποίου οι ιδέες και αναλύσεις πρέπει πάντοτε να μας προτρέπουν να σκεπτόμαστε για την Καθολική Εκκλησία, τις άλλες Εκκλησίες, την κοινωνία, τον πολιτισμό.»[43] Ο φίλος του θεολόγος Τσαρλς Κάραν περιέγραψε τον Κυνγκ ως «τη δυνατότερη φωνή υπέρ της μεταρρυθμίσεως στην Καθολική Εκκλησία κατά τα τελευταία 60 χρόνια» και έγραψε ότι ήταν τόσο παραγωγικός συγγραφέας, ώστε «δεν γνωρίζω κάποιον που μπόρεσε ποτέ να διαβάσει όλα όσα είχε γράψει».[44]
Τα έργα του
Στο Επί της ιδιότητος του Χριστιανού (1974), ο Κυνγκ ανιχνεύει τις ρίζες του Χριστιανισμού, χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη ερμηνευτική για να εξαγάγει από τα Ευαγγέλια ό,τι μπορεί να γίνει γνωστό για τον ιστορικό Ιησού. Αντί να αρχίσει με τη διδασκαλία των εκκλησιαστικών Συνόδων και τις ανεπτυγμένες θεολογικές προτάσεις που διατυπώθηκαν από ανθρώπινες πηγές, ερωτά εάν θα ήταν δυνατό εναλλακτικά «να αρχίζαμε όπως οι πρώτοι Απόστολοι από το πραγματικό πρόσωπο του Ιησού, το ιστορικό του μήνυμα, τη ζωή του και τη μοίρα του, την ιστορική του πραγματικότητα και δράση, και μετά να αναρωτηθούμε για τη σχέση αυτού του ανθρώπινου πλάσματος Ιησού με τον Θεό, για την ενότητά του με τον
Πατέρα;»[45] Πέρα από τη βασική αυτή εστίαση του βιβλίου, ο Κυνγκ περιγράφει το τι είναι κοινό ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές κοινότητες της οικουμένης και συζητεί τους λόγους για τους οποίους ένας άνθρωπος που δεν γεννήθηκε σε αυτές τις κοινότητες θα επέλεγε να ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Το 1998 ο Κυνγκ δημοσίευσε το Πεθαίνοντας με αξιοπρέπεια, που συνέγραψε μαζί με τον Βάλτερ Γενς στην οποία επιβεβαιώνει την αποδοχή της ευθανασίας από μέρους του ως μια χριστιανική άποψη.[46]
Το 2005 ο Κυνγκ δημοσίευσε ένα κριτικό άρθρο στην Ιταλία και τη Γερμανία με τίτλο «Τα λάθη του Πάπα Βοϊτύλα», όπου υπεστήριζε ότι ο κόσμος ανέμενε μια περίοδο μεταστροφών, μεταρρυθμίσεων και διαλόγου, αλλά αντί για αυτό ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ έφερε μια αναστήλωση της προ της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου καταστάσεως, μπλοκάροντας τις μεταρρυθμίσεις και τον διεκκλησιαστικό διάλογο, ενώ επαναβεβαίωσε την απόλυτη κυριαρχία της Ρώμης.[47]
Στο Der Anfang aller Dinge (= «Η αρχή των πάντων»), βασισμένο σε διαλέξεις του στην Τυβίγγη, ο Κυνγκ εξέτασε τη σχέση θρησκείας και επιστήμης. Σε μία ανάλυση που εκτείνεται από την κβαντική μηχανική μέχρι τη νευροεπιστήμη, σχολίασε τη διαμάχη περί της θεωρίας της εξελίξεως στις ΗΠΑ, απορρίπτοντας τις απόψεις όσων αντιτίθενται στη διδασκαλία της στα σχολεία ως «αφελείς και σκοταδιστικές».[48][49] Από την άλλη, στο βιβλίο Was ich glaube (2010) περιγράφει τη δική του προσωπική σχέση με τη φύση και το πώς έμαθε να την παρατηρεί σωστά, κάτι που σήμαινε για εκείνον το να αντλεί δύναμη από τη Δημιουργία του Θεού χωρίς να πέφτει θύμα μιας ψεύτικης και φανατικής «αγάπης» για τη φύση.[50]
Το 2013 ο Κυνγκ έγραψε στο Erlebte Menschlichkeit (= «Η έμπειρη Ανθρωπότητα») ότι πίστευε πως οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να θέτουν τέρμα στη δική τους ζωή εάν ασθένεια, πόνος ή άνοια καθιστούν τον βίο αφόρητο. Υπέδειξε ως παράδειγμα τον ίδιο τον εαυτό του, γράφοντας ότι εξέταζε την επιλογή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας επειδή υπέφερε από τη νόσο του Πάρκινσον και έχανε την ικανότητά του να γράφει, καθώς εξασθενούσε και η όρασή του. Προσέθεσε ότι δεν ήθελε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄.[51]
2007: Απονομή του τίτλου του «επίτιμου δημότη» της Τυβίγγης[53]
2008: Μετάλλιο Ειρήνης Ότο Χαν σε χρυσό, από τον Σύνδεσμο Ηνωμένων Εθνών της Γερμανίας (DGVN) στο Βερολίνο, για «εξέχουσες υπηρεσίες προς την ειρήνη και τη διεθνή κατανόηση, και ιδιαιτέρως για την υποδειγματική του δράση υπέρ της ανθρωπιάς, της ανεκτικότητας και του διαλόγου ανάμεσα στις μεγάλες θρησκείες του κόσμου»[31]
↑Ratzinger, Georg (2011). My Brother the Pope. Ignatius Press. σελ. 201. the University of Tubingen offered him (Joseph Ratzinger) in 1966 a newly created chair in dogmatic theology. One theologian in Tubingen who had strongly advocated recruiting Ratzinger was Hans Kung.
↑«Emptiness, Kenosis, History, and Dialogue: The Christian Response to Masao Abe's Notion of 'Dynamic Sunyata' in the Early Years of the Abe–Cobb Buddhist–Christian Dialogue», Buddhist-Christian Studies, τόμ. 24, 2004
↑«Unterzeichner». Kirche 2011: Ein notwendiger Aufbruch (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2021.