Αυτό το λήμμα δεν ανήκει σε καμία κατηγορία. Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας μία ή περισσότερες κατηγορίες σε αυτό. Αφαιρέστε αυτό το πρότυπο μόλις προσθέσετε κατηγορίες στη σελίδα.
Η Κρίση του 3ου αιώνα, γνωστή και ως Στρατιωτική Αναρχία ή Αυτοκρατορική Κρίση (235–284), ήταν μία περίοδος, κατά την οποία η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παραλίγο να καταρρεύσει. Τελείωσε λόγω των στρατιωτικών νικών του Αυρηλιανού και με την ανάληψη του Διοκλητιανού και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων το 284, συμπεριλαμβανομένης της Τετραρχίας.
Υπήρχαν τουλάχιστον 26 διεκδικητές του τίτλου του αυτοκράτορα, κυρίως εξέχοντες στρατηγοί του Ρωμαϊκού στρατού, οι οποίοι ανέλαβαν την αυτοκρατορική εξουσία σε ολόκληρη ή σε μέρος της Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι διεκδικητές έγιναν δεκτοί από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο ως αυτοκράτορες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και έτσι έγιναν νόμιμοι αυτοκράτορες. Αργότερα, ο Αυρηλιανός (270–275) επανένωσε την Αυτοκρατορία στρατιωτικά. Η κρίση έληξε με τον Διοκλητιανό και την αναδιάρθρωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής κυβέρνησης το 284 Αυτό βοήθησε να σταθεροποιηθεί η Αυτοκρατορία οικονομικά και στρατιωτικά για άλλα 150 χρόνια.
Η κρίση οδήγησε σε τόσο βαθιές αλλαγές στους θεσμούς, την κοινωνία, την οικονομική ζωή και τη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, που θεωρείται όλο και περισσότερο από τους περισσότερους ιστορικούς ως το όριο της μετάβασης μεταξύ των ιστορικών περιόδων της κλασικής αρχαιότητας και της ύστερης αρχαιότητας.[1]
Ο στρατός απαιτούσε όλο και μεγαλύτερες αμοιβές, για να παραμείνει πιστός.[2] Ο Σεπτίμιος Σεβήρος αύξησε τις αμοιβές των λεγεωναρίων και έδωσε σημαντική δωρεά (donativum) στα στρατεύματα.[3][4] Η μεγάλη και συνεχής αύξηση των στρατιωτικών δαπανών προκάλεσε προβλήματα σε όλους τους διαδόχους του. Ο γιος του Καρακάλλας αύξησε τον ετήσιο μισθό και χάρισε πολλά οφέλη στον στρατό, σύμφωνα με τη συμβουλή τού πατέρα του, ώστε να διατηρήσει την πίστη του [5][6][7]. Σκέφτηκε να χωρίσει την Αυτοκρατορία σε ανατολικό και δυτικό τομέα με τον αδελφό του Γέτα, για να περιορίσουν τη σύγκρουση στη συγκυβέρνησή τους. Αλλά με τη μεγάλη επιρροή της μητέρας τους Ιουλίας Δόμνας αυτή η διαίρεση της Αυτοκρατορίας δεν έγινε δυνατή.[8]
Αντί να πολεμά σε ξένες χώρες, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ετίθετο όλο και περισσότερο σε άμυνα από επιδρομείς εχθρούς και εμφύλιους πολέμους. Αυτό έκοψε την ουσιαστική πηγή εισοδήματος, που αποκτάτο από τη λεηλασία των εχθρικών χωρών, ενώ άνοιξε τη Ρωμαϊκή ύπαιθρο στην οικονομική καταστροφή από τις λεηλασίες τόσο ξένων, όσο και εγχώριων. Οι συχνοί εμφύλιοι πόλεμοι συνέβαλαν στην εξάντληση του ανθρώπινου δυναμικού του στρατού και η στρατολόγηση στρατιωτών αντικατάστασης μείωσε περαιτέρω το εργατικό δυναμικό. Οι μάχες σε πολλαπλά μέτωπα, η αύξηση του μεγέθους και της αμοιβής του στρατού, η αύξηση του κόστους μεταφοράς, η λαϊκιστική πολιτική «άρτος και θεάματα» (panem et circenses), η αναποτελεσματική και διεφθαρμένη είσπραξη φόρων, ο ανοργάνωτος προϋπολογισμός και η πληρωμή ξένων εθνών για την ειρήνη, όλα αυτά συνέβαλαν στην οικονομική κρίση. Οι Αυτοκράτορες έκαναν με κατάσχεση περιουσιών και προμηθειών, για να καταπολεμήσουν το έλλειμμα.[9]
Η κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έγινε δεινή το 235. Πολλές Ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν ηττηθεί κατά τη διάρκεια μίας προηγούμενης εκστρατείας κατά των Γερμανικών λαών, που έκαναν επιδρομές πέρα από τα σύνορα, ενώ ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σαβήρος είχε επικεντρωθεί κυρίως στους κινδύνους από την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Καθοδηγώντας τα στρατεύματά του προσωπικά, ο Αυτοκράτορας κατέφυγε στη διπλωματία και δέχθηκε να πληρώνει φόρο για να ειρηνεύσει γρήγορα τους Γερμανούς οπλαρχηγούς, αντί να τους κατακτήσει στρατιωτικά. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρωδιανό, αυτό στοίχισε στον Αλέξανδρο Σεβήρο τον σεβασμό των στρατευμάτων του, τα οποία ίσως θεώρησαν ότι απαιτείτο αυστηρότερη τιμωρία για τις φυλές, που είχαν εισβάλει στη βόρεια επικράτεια της Ρώμης.[10] Τα στρατεύματα δολοφόνησαν τον Αλέξανδρο Σεβήρο και ανακήρυξαν νέον Αυτοκράτορα τον Μαξιμίνο Θράκα, διοικητή μίας λεγεώνας από αυτές που ήταν παρούσες.
Ο Μαξιμίνος ήταν ο πρώτος από τους Αυτοκράτορες των στρατώνων, ηγεμόνων που ανυψώθηκαν από τα στρατεύματα χωρίς να έχουν καμία πολιτική εμπειρία, μία υποστηρικτική παράταξη, διακεκριμένους προγόνους ή κληρονομική αξίωση για τον Αυτοκρατορικό θρόνο. Καθώς η κυριαρχία τους βασιζόταν στη στρατιωτική ισχύ και την αρχηγία, λειτουργούσαν ως πολέμαρχοι, που βασίζοντο στον στρατό για να διατηρήσουν την εξουσία. Ο Μαξιμίνος συνέχισε τις εκστρατείες στη Γερμανία, αλλά αγωνίστηκε να ασκήσει την εξουσία του σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Η Σύγκλητος ήταν δυσαρεστημένη, που έπρεπε να δεχτεί έναν χωρικό ως Αυτοκράτορα.[11] Αυτό επιτάχυνε το χαοτικό Έτος των έξι Αυτοκρατόρων κατά το οποίο σκοτώθηκαν όλοι οι αρχικοί διεκδικητές: το 238 ξέσπασε μία εξέγερση στην Αφρική με επικεφαλής τον Γορδιανό Α΄ και τον Γορδιανό Β΄,[12] που σύντομα υποστηρίχθηκε από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο,[13] αλλά αυτή γρήγορα ηττήθηκε με τον Γορδιανό Β΄ να σκοτώνεται και τον Γορδιανό Α΄ να αυτοκτονεί. Η Σύγκλητος, φοβούμενη την Αυτοκρατορική οργή,[14] ανέδειξε δύο δικούς της ως συναυτοκράτορες, τον Πουπιηνό και τον Βαλβίνο με τον εγγονό του Γορδιανού Α΄, τον Γορδιανό Γ΄ ως Καίσαρα.[15] Ο Μαξιμίνος βάδισε στη Ρώμη, αλλά δολοφονήθηκε από τη Λεγεώνα ΙΙ Παρθική, και στη συνέχεια ο Πουπιηνός και ο Βαλβίνος δολοφονήθηκαν από την πραιτωριανή φρουρά.
Τα επόμενα χρόνια, πολυάριθμοι στρατηγοί του Ρωμαϊκού στρατού πολέμησαν μεταξύ τους για τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας και παραμέλησαν τα καθήκοντά τους να την υπερασπιστούν από κάποια εισβολή. Υπήρχαν συχνές επιδρομές στα σύνορα του Ρήνου και του Δούναβη από ξένες φυλές, συμπεριλαμβανομένων των Καρπίων, των Γότθων, των Βανδάλων και των Αλαμαννών, και επιθέσεις από τους Σασσανίδες στα ανατολικά. Οι κλιματικές αλλαγές και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας διέκοψαν τη γεωργία των σημερινών Κάτω Χωρών, αναγκάζοντας τις φυλές που κατοικούν στην περιοχή να μεταναστεύσουν στα Ρωμαϊκά εδάφη. Περαιτέρω αναστάτωση προέκυψε το 251, όταν ξέσπασε η πανώλη του Κυπριανού (πιθανώς ευλογιά). Αυτή η πανώλη προκάλεσε θάνατο μεγάλης κλίμακας, αποδυναμώνοντας σοβαρά την Αυτοκρατορία.[16][17] Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 260, όταν ο Αυτοκράτορας Βαλεριανός συνελήφθη στη μάχη από τους Σασσανίδες (αργότερα απεβίωσε αιχμάλωτος).
Σε όλη την περίοδο, πολυάριθμοι σφετεριστές διεκδίκησαν τον Αυτοκρατορικό θρόνο. Ελλείψει ισχυρής κεντρικής εξουσίας, η Αυτοκρατορία διασπάστηκε σε τρία ανταγωνιστικά κράτη. Οι δυτικές Ρωμαϊκές επαρχίες της Γαλατίας, της Βρετανίας και της Ισπανίας αποσπάστηκαν, για να σχηματίσουν τη Γαλατική αυτοκρατορία το 260. Οι ανατολικές επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου έγιναν επίσης ανεξάρτητες ως αυτοκρατορία της Παλμύρας το 267. Οι υπόλοιπες επαρχίες, με επίκεντρο την Ιταλία, παρέμειναν κάτω από έναν μόνο άρχοντα, αλλά τώρα αντιμετώπιζαν απειλές από κάθε πλευρά.
Μία εισβολή στη Μακεδονία και την Ελλάδα από Γότθους, που είχαν εκτοπιστεί από τα εδάφη τους στη Μαύρη Θάλασσα, ηττήθηκε από τον Αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄Γοτθικό στη μάχη της Ναϊσσού το 268 ή το 269. Οι ιστορικοί βλέπουν αυτή τη νίκη ως το σημείο ανάκαμψης της κρίσης. Στη συνέχεια, μία σειρά από σκληρούς, ενεργητικούς Αυτοκράτορες στρατώνων μπόρεσαν να επαναβεβαιώσουν την κεντρική εξουσία. Περαιτέρω νίκες του Κλαυδίου Β΄ οδήγησαν πίσω τους Aλαμαννούς και ανέκτησαν την Ισπανία από τη Γαλατική αυτοκρατορία. Ο Αυτοκράτορας απεβίωσε από την πανώλη το 270 και τον διαδέχθηκε ο Αυρηλιανός, ο οποίος διοικούσε το ιππικό στη Ναϊσσό. Ο Αυρηλιανός βασίλευσε (270–275) στα χειρότερα της κρίσης, αποκαθιστώντας σταδιακά την Αυτοκρατορία. Νίκησε τους Βανδάλους, τους Βησιγότθους, την αυτοκρατορία της Παλμύρας και τελικά το υπόλοιπο της Γαλατικής αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 274, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επανενωθεί σε μία ενιαία οντότητα. Ωστόσο ο Αυρηλιανός δολοφονήθηκε το 275, πυροδοτώντας μία νέα σειρά ανταγωνιστών Αυτοκρατόρων με σύντομες βασιλείες. Η κατάσταση δεν σταθεροποιήθηκε, έως ότου ο Διοκλητιανός, επίσης Αυτοκράτορας των στρατώνων, ανέλαβε την εξουσία το 284.
Πάνω από ένας αιώνας θα περνούσε, μέχρι η Ρώμη να χάσει ξανά τη στρατιωτική υπεροχή έναντι των εξωτερικών εχθρών της. Ωστόσο, δεκάδες πρώην ακμάζουσες πόλεις, ειδικά στη Δυτική Αυτοκρατορία, είχαν καταστραφεί. Με τον πληθυσμό τους νεκρό ή διασκορπισμένο, αυτές οι πόλεις δεν μπορούσαν να ανοικοδομηθούν, λόγω της οικονομικής κατάρρευσης που προκλήθηκε από τους συνεχείς πολέμους. Η οικονομία ακρωτηριάστηκε επίσης από την κατάρρευση των δικτύων συναλλαγών και την υποβάθμιση του νομίσματος. Οι μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ρώμης, που δεν χρειάστηκαν οχυρώσεις για πολλούς αιώνες, τώρα περικυκλώθηκαν με χοντρά τείχη.
Τα θεμελιώδη προβλήματα με την Αυτοκρατορία παρέμεναν ακόμη. Το δικαίωμα της αυτοκρατορικής διαδοχής δεν είχε ποτέ καθοριστεί με σαφήνεια, κάτι που ήταν παράγοντας στους συνεχείς εμφυλίους πολέμους, καθώς ανταγωνιστικές φατρίες στο στρατό, τη Σύγκλητο και άλλα κόμματα πρότειναν τον ευνοούμενό τους υποψήφιο για Αυτοκράτορα. Το τεράστιο μέγεθος της Αυτοκρατορίας, το οποίο ήταν ένα ζήτημα για την ύστερη Ρωμαϊκή Δημοκρατία εδώ και τρεις αιώνες, συνέχισε να δυσκολεύει το ότι ένας μόνο ηγεμόνας έπρεπε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά πολλαπλές απειλές ταυτόχρονα. Αυτά τα συνεχιζόμενα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν με τις ριζικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος έσπασε τον κύκλο του σφετερισμού. Ξεκίνησε μοιράζοντας την κυριαρχία του με έναν συνάδελφό του και στη συνέχεια ίδρυσε επίσημα την Τετραρχία των τεσσάρων συναυτοκράτορων το 293.[18] Οι ιστορικοί το θεωρούν ως το τέλος της περιόδου της κρίσης, η οποία διήρκεσε 58 χρόνια. Ωστόσο, η τάση του εμφυλίου πολέμου θα συνεχιστεί μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού με τους Εμφυλίους πολέμους της Τετραρχίας (306–324) μέχρι την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Α΄ ως μοναδικού Αυτοκράτορα.[19] Η Αυτοκρατορία επιβίωσε μέχρι το 476 στη Δύση και μέχρι το 1453 στην Ανατολή.
Αιτίες
Το πρόβλημα της διαδοχής και του εμφυλίου πολέμου
Από την αρχή της Ηγεμονίας δεν υπήρχαν σαφείς κανόνες για την αυτοκρατορική διαδοχή, κυρίως επειδή η Αυτοκρατορία διατηρούσε τα προσχήματα της Δημοκρατίας.[20]
Κατά τη διάρκεια της πρώιμης Ηγεμονίας, η διαδικασία για να γίνει κανείς Αυτοκράτορας βασιζόταν σε έναν συνδυασμό ανακήρυξης από τη Σύγκλητο, τη λαϊκή έγκριση και την αποδοχή από τον στρατό, ιδιαίτερα την Πραιτωριανή Φρουρά. Μία οικογενειακή σύνδεση με έναν προηγούμενο Αυτοκράτορα ήταν ευεργετική, αλλά δεν καθόριζε το ζήτημα με τον τρόπο που το θα όριζε ένα επίσημο σύστημα κληρονομικής διαδοχής. Από την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία και μετά υπήρχε μερικές φορές ένταση μεταξύ της προτιμώμενης επιλογής της Συγκλήτου και τού στρατού. Καθώς η τάξη των Συγκλητικών μειώθηκε σε πολιτική επιρροή και περισσότεροι στρατηγοί στρατολογήθηκαν από τις επαρχίες, αυτή η ένταση αυξήθηκε.
Όποτε η διαδοχή φαινόταν αβέβαιη, υπήρχε ένα κίνητρο για οποιονδήποτε στρατηγό με την υποστήριξη ενός μεγάλου στρατού να προσπαθήσει να καταλάβει την εξουσία, πυροδοτώντας εμφύλιο πόλεμο. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού πριν από την Κρίση ήταν το Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων που είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη του Σεπτίμιου Σεβήρου. Μετά την ανατροπή της δυναστείας των Σεβήρων, για το υπόλοιπο του 3ου αιώνα, η Ρώμη διοικούνταν από μία σειρά στρατηγών, που ανερχόταν στην εξουσία μέσω συχνών εμφυλίων πολέμων, οι οποίοι κατέστρεψαν την Αυτοκρατορία.[21]
Φυσικές καταστροφές
Η πρώτη και άμεσα καταστροφική από τις φυσικές καταστροφές, που αντιμετώπισε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 3ο αι. ήταν η πανώλη. Η πανώλη του Αντωνίνου, που προηγήθηκε της Κρίσης του 3ου αι. απέσυρε ανθρώπινο δυναμικό από τους Ρωμαϊκούς στρατούς και αποδείχθηκε καταστροφική για τη Ρωμαϊκή οικονομία.[22] Από το 249 έως το 262 μ.Χ., η πανώλη του Κυπριανού κατέστρεψε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τόσο πολύ, ώστε ορισμένες πόλεις, όπως η πόλη της Αλεξάνδρειας, παρουσίασαν μείωση πληθυσμού κατά 62%. Αυτές οι πληγές εμπόδισαν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να αποκρούει τις επιδρομές των βαρβάρων, αλλά επίσης προκάλεσαν προβλήματα όπως ο λιμός (η πείνα), καθώς πολλά αγροκτήματα εγκαταλείφθηκαν και έγιναν μη παραγωγικά.[23]
Μία δεύτερη και πιο μακροπρόθεσμη φυσική καταστροφή που έλαβε χώρα τον 3ο αι. ήταν η αυξημένη μεταβλητότητα του καιρού. Τα πιο ξηρά καλοκαίρια σήμαιναν λιγότερη αγροτική παραγωγικότητα και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα οδήγησαν σε γεωργική αστάθεια. Αυτό θα μπορούσε επίσης να έχει συμβάλει στην αυξημένη πίεση των βαρβάρων στα Ρωμαϊκά σύνορα, καθώς και αυτοί θα είχαν βιώσει τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και θα προσπαθούσαν να προωθηθούν προς το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, σε πιο παραγωγικές περιοχές της Μεσογείου.[24]
Ξένες εισβολές
Οι επιδρομές των βαρβάρων ήρθαν στον απόηχο του εμφυλίου πολέμου, της πανώλης και της πείνας. Η δυσκολία που προκλήθηκε εν μέρει από το μεταβαλλόμενο κλίμα, οδήγησε διάφορες βαρβαρικές φυλές να ωθηθούν στο Ρωμαϊκό έδαφος. Άλλες φυλές συγχωνεύτηκαν σε πιο δεινές οντότητες (ιδίως οι Αλαμαννοί και οι Φράγκοι), ή εκδιώχθηκαν από τα πρώην εδάφη τους από πιο επικίνδυνους λαούς όπως οι Σαρμάτες (οι Ούννοι δεν εμφανίστηκαν δυτικά του Βόλγα για άλλον έναν αιώνα). Τελικά, τα σύνορα σταθεροποιήθηκαν από τους Ιλλυρούς Αυτοκράτορες. Ωστόσο οι μεταναστεύσεις των βαρβάρων στην Αυτοκρατορία συνεχίστηκαν σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς. Αν και αυτοί οι μετανάστες αρχικά παρακολουθούνταν στενά και αφομοιώνονταν, μεταγενέστερες φυλές εισήλθαν τελικά μαζικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τα όπλα τους, δίνοντας μόνο συμβολική αναγνώριση της Ρωμαϊκής εξουσίας.[25]
Ωστόσο οι αμυντικές μάχες που χρειάστηκε να υπομείνει η Ρώμη στον Δούναβη από τη δεκαετία του 230, ωχριούν, σε σύγκριση με την απειλή που αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία στην Ανατολή. Εκεί η Περσία των Σασσανιδών αντιπροσώπευε έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για τη Ρώμη από τις μεμονωμένες επιθέσεις των Γερμανικών φυλών.[26] Οι Σασσανίδες είχαν ανατρέψει το 224 και το 226 τους Πάρθους Αρσακίδες και ο Πέρσης βασιλιάς Αρντασίρ Α΄, που ήθελε επίσης να αποδείξει τη νομιμότητά του μέσω στρατιωτικών επιτυχιών, είχε ήδη διεισδύσει στη Ρωμαϊκή επικράτεια την εποχή του Αλεξάνδρου Σεβήρου, καταλαμβάνοντας πιθανώς τις στρατηγικά σημαντικές πόλεις Nίσιβη and Χαρράν το 235/236.[27]
Οικονομική επίδραση
Εσωτερικά, η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε υπερπληθωρισμό, που προκλήθηκε από χρόνια υποτίμησης των νομισμάτων.[28] Αυτό είχε ξεκινήσει νωρίτερα υπό τους Σεβήρους Αυτοκράτορες, που αύξησαν τον στρατό κατά ένα τέταρτο,[29] και διπλασίασε τη βασική αμοιβή των λεγεωναρίων. Καθώς ο καθένας από τους βραχύβιους Αυτοκράτορες αναλάμβανε την εξουσία, χρειάζονταν τρόπους να μαζέψει χρήματα γρήγορα, για να πληρώσουν τη «δωρεά ανάρρησης» στον στρατό και ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει αυτό, ήταν να μειώσουν σοβαρά την περιεκτικότητα σε χρυσό ή άργυρο στα νομίσματα, μία διαδικασία που έγινε δυνατή με τη νόθευση του νομίσματος με μπρούντζο και χαλκό.
Αυτό οδήγησε σε δραματικές αυξήσεις των τιμών, και τη στιγμή που ο Διοκλητιανός ανέλαβε την εξουσία, η παλαιά νομισματοκοπία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε σχεδόν καταρρεύσει. Ορισμένοι φόροι εισπράττονταν σε είδος και οι αξίες ήταν συχνά πλασματικές, σε χαλκάργυρο (buillon) ή μπρούτζινο νόμισμα. Οι πραγματικές αξίες συνέχισαν να υπολογίζονται στα χρυσά νομίσματα, αλλά το αργυρό νόμισμα, το δηνάριο, που χρησιμοποιήθηκε για 300 χρόνια, είχε εξαφανιστεί (1 λίβρα χρυσού = 40 χρυσά (aurei) = 1.000 δηνάρια = 4.000 σηστέρτιοι). Αυτό το νόμισμα δεν είχε σχεδόν καμία αξία μέχρι το τέλος του 3ου αι. και το εμπόριο γινόταν χωρίς κοπή μικρών νομισμάτων.
Καταστροφή του δικτύου εσωτερικού εμπορίου
Ένα από τα πιο βαθιά και διαρκή αποτελέσματα της Κρίσης του 3ου αι. ήταν η διακοπή του εκτεταμένου εσωτερικού εμπορικού δικτύου της Ρώμης. Από την εποχή της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana), ξεκινώντας από τον Αύγουστο, η οικονομία της Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο μεταξύ των λιμανιών της Μεσογείου και στα εκτεταμένα οδικά συστήματα προς το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Οι έμποροι μπορούσαν να ταξιδεύουν από το ένα άκρο της Αυτοκρατορίας στο άλλο με σχετική ασφάλεια μέσα σε λίγες εβδομάδες, μεταφέροντας γεωργικά προϊόντα από τις επαρχίες που παράγονταν στις πόλεις και βιομηχανικά προϊόντα που παράγονταν από τις μεγάλες πόλεις της Ανατολής, στις πιο αγροτικές επαρχίες.
Τα μεγάλα κτήματα παρήγαγαν καλλιέργειες για εξαγωγή και χρησιμοποιούσαν τα έσοδα που προέκυπταν για την εισαγωγή τροφίμων και αστικών μεταποιημένων προϊόντων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των κατοίκων της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Χένρυ Στ. Λώρενς Μπώφορτ Μος περιγράφει την κατάσταση όπως ήταν πριν από την κρίση:
Ωστόσο, με την έναρξη της Κρίσης του 3ου αι., αυτό το τεράστιο δίκτυο εσωτερικού εμπορίου κατέρρευσε. Η εκτεταμένη εμφύλια αναταραχή κατέστησε πιο ασφαλές για τους εμπόρους να ταξιδεύουν όπως έκαναν κάποτε, και η οικονομική κρίση που άρχισε έκανε πολύ δύσκολη την ανταλλαγή με το υποτιμημένο νόμισμα. Αυτό προκάλεσε βαθιές αλλαγές, που από πολλές απόψεις προεικόνιζαν τον πολύ αποκεντρωμένο οικονομικό χαρακτήρα του επερχόμενου Μεσαίωνα.[30]
Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, που δεν μπορούσαν πλέον να εξάγουν με επιτυχία τις καλλιέργειές τους σε μεγάλες αποστάσεις, άρχισαν να παράγουν τρόφιμα για επιβίωση και τοπικές ανταλλαγές. Αντί να εισάγουν βιομηχανικά αγαθά από τις μεγάλες αστικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, άρχισαν να κατασκευάζουν πολλά αγαθά τοπικά, συχνά στα δικά τους κτήματα, ξεκινώντας έτσι την αυτάρκη «οικιακή οικονομία», που θα γινόταν συνηθισμένη στους επόμενους αιώνες, φτάνοντας στην τελική της μορφή στις κώμες του Μεσαίωνα. Οι κοινοί, ελεύθεροι άνθρωποι των Ρωμαϊκών πόλεων, στο μεταξύ, άρχισαν να μετακινούνται στην ύπαιθρο αναζητώντας τροφή και καλύτερη προστασία.[31]
Απελπισμένοι από την οικονομική ανάγκη, πολλοί από αυτούς τους πρώην κατοίκους των πόλεων, καθώς και πολλοί μικροκαλλιεργητές, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα βασικά πολιτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν με κόπο, για να λάβουν προστασία από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Με αυτόν τον τρόπο, έγιναν μία ημι-ελεύθερη τάξη Ρωμαίων πολιτών, γνωστή ως έποικοι (coloni). Ήταν δεμένοι με τη γη, και στο μεταγενέστερο αυτοκρατορικό δίκαιο, το καθεστώς τους έγινε κληρονομικό. Αυτό παρείχε ένα πρώιμο μοντέλο για τη δουλοπαροικία, τις απαρχές της μεσαιωνικής φεουδαρχικής κοινωνίας και των αγροτών του Μεσαίωνα. Η παρακμή του εμπορίου μεταξύ των αυτοκρατορικών επαρχιών τους έβαλε σε μία πορεία προς την αυξημένη αυτάρκεια. Οι μεγαλογαιοκτήμονες, οι οποίοι είχαν γίνει πιο αυτάρκεις, είχαν λιγότερο υπόψη την κεντρική εξουσία της Ρώμης, ιδιαίτερα στη Δυτική Αυτοκρατορία, και ήταν εντελώς εχθρικοί προς τους φοροεισπράκτορες. Το μέτρο του πλούτου εκείνη την εποχή άρχισε να έχει να κάνει λιγότερο με την άσκηση της αστικής εξουσίας και περισσότερο με τον έλεγχο μεγάλων αγροτικών περιοχών σε επαρχιακές περιοχές, αφού αυτό εξασφάλιζε πρόσβαση στον μοναδικό οικονομικό πόρο πραγματικής αξίας: τη γεωργική γη και τις καλλιέργειες που παρήγαγε. Οι κοιοί άνθρωποι της Αυτοκρατορίας έχασαν την οικονομική και πολιτική θέση τους από τους γαιοκτήμονες ευγενείς και οι εμπορικές μεσαίες τάξεις εξασθενούσαν, μαζί με τα μέσα διαβίωσής τους που προέρχονταν από το εμπόριο. Η κρίση του 3ου αι, σηματοδότησε έτσι την αρχή μίας μακράς σταδιακής διαδικασίας, που θα μεταμόρφωνε τον αρχαίο κόσμο της κλασικής αρχαιότητας στον μεσαιωνικό του Πρώιμου Μεσαίωνα.[32]
Ωστόσο, παρόλο που οι επιβαρύνσεις για τον πληθυσμό αυξήθηκαν, ιδιαίτερα στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού, αυτό δεν μπορεί να γενικευτεί σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, ειδικά επειδή οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν ομοιόμορφες. Αν και η δομική ακεραιότητα της οικονομίας υπέφερε από τις στρατιωτικές συγκρούσεις εκείνης της εποχής και τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 270, δεν κατέρρευσε, ειδικά λόγω των περίπλοκων περιφερειακών διαφορών. Πρόσφατη έρευνα έδειξε, ότι υπήρχαν περιοχές, που ευημερούσαν ακόμη περισσότερο, όπως η Αίγυπτος, η Αφρική και η Ισπανία. Αλλά και για τη Μ. Ασία, που επλήγη άμεσα από επιθέσεις, δεν μπορεί να παρατηρηθεί γενική πτώση.[33] Ενώ το εμπόριο και η οικονομία άκμασαν σε αρκετές περιοχές, με αρκετές επαρχίες να μην επηρεάζονται από εχθροπραξίες, άλλες επαρχίες αντιμετώπισαν κάποια σοβαρά προβλήματα, όπως αποδεικνύεται από προσωπικές αποθήκες στις βορειοδυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για γενική οικονομική κρίση σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.[34]
Ακόμη και οι Ρωμαϊκές πόλεις άρχισαν να αλλάζουν χαρακτήρα. Οι μεγάλες πόλεις της κλασικής αρχαιότητας έδωσαν σιγά σιγά τη θέση τους στις μικρότερες, περιτειχισμένες πόλεις που έγιναν συνήθεις κατά τον Μεσαίωνα. Αυτές οι αλλαγές δεν περιορίστηκαν στον 3ο αι., αλλά έλαβαν χώρα αργά σε μία μακρά περίοδο και σημειώθηκαν με πολλές προσωρινές ανατροπές. Ωστόσο παρά τις εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις από τους μεταγενέστερους Αυτοκράτορες, το Ρωμαϊκό εμπορικό δίκτυο δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει πλήρως, σε αυτό που ήταν κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Ειρήνης (27 π.Χ. – 180 μ.Χ.). Αυτή η οικονομική παρακμή ήταν πολύ πιο αισθητή και σημαντική στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, το οποίο επίσης δέχτηκε εισβολή από βαρβαρικές φυλές πολλές φορές κατά τη διάρκεια του αιώνα. Ως εκ τούτου, η ισορροπία δυνάμεων μετατοπίστηκε σαφώς προς τα ανατολικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως αποδεικνύεται από την επιλογή του Διοκλητιανού να κυβερνήσει από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, βάζοντας τον δεύτερο στην εξουσία, τον Μαξιμιανό, στο Μιλάνο. Αυτό θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στη μετέπειτα ανάπτυξη της Αυτοκρατορίας με μία πλουσιότερη, πιο σταθερή Ανατολική Αυτοκρατορία, που επέζησε από το τέλος της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Δύση.[35]
Ενώ τα αυτοκρατορικά έσοδα μειώθηκαν, τα αυτοκρατορικά έξοδα αυξήθηκαν απότομα. Περισσότεροι στρατιώτες, μεγαλύτερες αναλογίες ιππικού και οι καταστροφικές δαπάνες για την τοιχοποιία στις πόλεις προστέθηκαν στον φόρο. Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που προηγουμένως πληρώνοντο από την κυβέρνηση, ζητούνταν πλέον εκτός από τους νομισματικούς φόρους. Η Αυτοκρατορία υπέφερε από μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού. Η σταθερή έξοδος πλουσίων και φτωχών από τις πόλεις και τα πλέον ασύμφορα επαγγέλματα ανάγκασαν τον Διοκλητιανό να χρησιμοποιήσει τον καταναγκασμό. Η στράτευση έγινε καθολική, τα περισσότερα επαγγέλματα έγιναν κληρονομικά και οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν νόμιμα να αφήσουν τις δουλειές τους ή να ταξιδέψουν αλλού, για να αναζητήσουν καλύτερες αμοιβές. Αυτό περιλάμβανε τις ανεπιθύμητες θέσεις δημοσίων υπαλλήλων της μεσαίας τάξης και υπό τον Κωνσταντίνο Α΄, τους στρατιωτικούς. Ο Κωνσταντίνος Α΄ προσπάθησε επίσης να παρέχει κοινωνικά προγράμματα για τους φτωχούς, για να μειώσει την έλλειψη εργατικού δυναμικού.[36]
Αυξημένη στρατιωτικοποίηση
Όλοι οι Αυτοκράτορες των Στρατώνων στήριξαν την εξουσία τους στους στρατιώτες και στους στρατιώτες των στρατευμάτων πεδίου, όχι στους πραιτοριανούς στη Ρώμη. Έτσι, η Ρώμη έχασε τον ρόλο της ως το πολιτικό κέντρο της Αυτοκρατορίας κατά τον 3ο αι., αν και παρέμεινε ιδεολογικά σημαντική. Για να νομιμοποιήσουν και να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους, οι Αυτοκράτορες του 3ου αι. χρειάζονταν πάνω από όλα στρατιωτικές επιτυχίες.[37]
Το κέντρο λήψης αποφάσεων μετατοπίστηκε μακριά από τη Ρώμη και όπου κάθε φορά βρισκόταν ο Αυτοκράτορας με τους στρατούς του, συνήθως, στα ανατολικά. Αυτό οδήγησε στη μεταφορά της πρωτεύουσας στις τέσσερις πόλεις Μιλάνο, Τρεβήρους (Τρηρ), Νικομήδεια και Σίρμιο. Η έδρα της Νικομήδειας μετακινήθηκε στο κοντινό Βυζάντιο, που ονομάστηκε Νέα Ρώμη (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη). Η Σύγκλητος έπαψε να είναι το κύριο κυβερνητικό όργανο και αντ' αυτού τα μέλη της τάξης των ιππέων -που απάρτιζαν το σώμα των αξιωματικών του στρατού- γινόταν όλο και πιο εξέχοντα.[38]
Αυτοκράτορες
Αρκετοί Αυτοκράτορες, που ανέβηκαν στην εξουσία μέσω της αναγνώρισής τους από τα στρατευματά τους, προσπάθησαν να δημιουργήσουν σταθερότητα, ορίζοντας τους απογόνους τους ως Καίσαρες (διαδόχους τους), με αποτέλεσμα αρκετές σύντομες δυναστείες. Αυτές γενικά απέτυχαν να διατηρήσουν οποιαδήποτε μορφή συνοχής πέρα από μία γενιά, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις.
Δυναστεία Γορδιανού Α΄
Πορτρέτο
Όνομα
Γέννηση
Διαδοχή
Βασιλεία
Θάνατος
Διάρκεια βασιλείας
Γορδιανός Α΄ CAESAR MARCVS ANTONIVS GORDIANVS SEMPRONIANVS AFRICANVS AVGVSTVS
Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, ενώ ήταν ανθύπατος στην Αφρική, κατά τη διάρκεια μίας εξέγερσης κατά του Μαξιμίνου Θράκα. Κυβέρνησε από κοινού με τον γιο του Γορδιανό Β΄ και σε αντίθεση με τον Μαξιμίνο. Τεχνικά σφετεριστής, αλλά εκ των υστέρων νομιμοποιήθηκε με την προσχώρηση του Γορδιανού Γ΄
22 Μαρτίου 238 – 12 Απριλίου 238
Απρίλιος 238 Αυτοκτόνησε στο άκουσμα του θανάτου του Γορδιανού Β΄
21 μέρες
Γορδιανός Β΄ CAESAR MARCVS ANTONIVS GORDIANVS SEMPRONIANVS ROMANVS AFRICANVS AVGVSTVS
π. 192 ;
Ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας, δίπλα στον πατέρα Γορδιανό Α΄, σε αντίθεση με τον Μαξιμίνο με πράξη της Συγκλήτου
Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους υποστηρικτές του Γορδιανού Α΄ και Γορδιανού Β΄ και στη συνέχεια από τη Σύγκλητο· από κοινού Αυτοκράτορας με τον Πουπιηνό και τον Βαλβίνο μέχρι τον Ιούλιο του 238. Εγγονός του Γορδιανού Α΄
22 Απριλίου 238 – 11 Φεβρουαρίου 244
11 Φεβρουαρίου 244 Αγνωστο πώς· πιθανώς δολοφονήθηκε με εντολή του Φιλίππου Α΄
5 χρόνια, 9 μήνες και 20 ημέρες
Φίλιππος Α΄ ο Άραβας (μη δυναστικός) CAESAR MARCVS IVLIVS PHILIPPVS AVGVSTVS (μαζί με τον γιο τουΦίλιππο Β΄
Κυβερνήτης υπό τον Φίλιππο Α΄. Ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας από τις παραδουνάβιες λεγεώνες, νικώντας και σκοτώνοντας τον Φίλιππο στη μάχη της Βερόνας. Έκανε τον γιο του Ερέννιο Ετρούσκο συναυτοκράτορα στις αρχές του 251
Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 249 – Ιούνιος 251
Ιούνιος 251 Και οι δύο σκοτώθηκαν στη μάχη του Abrittus πολεμώντας εναντίον των Γότθων
2 χρόνια
Οστιλιανός CAESAR CAIVS VALENS HOSTILIANVS MESSIVS QVINTVS AVGVSTVS
Κυβερνήτης της Άνω Μοισίας, ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας από τις παραδουνάβιες λεγεώνες μετά τον θάνατο του Δεκίου (και σε αντίθεση με τον Οστιλιανό). Έκανε τον γιο του Βολουσιανό συναυτοκράτορα στα τέλη του 251
Ιούνιος 251 – Αύγουστος 253
Αύγουστος 253 (47 ετών) Δολοφονήθηκαν από τα δικά τους στρατεύματα, υπέρ του Αιμιλιανού
2 χρόνια
Αιμιλιανός (μη δυναστικός) CAESAR MARCVS AEMILIVS AEMILIANVS AVGVSTVS
π. 207ή 213 Αφρική
Κυβερνήτης της Άνω Μοισίας, που ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας από τις παραδουνάβιες λεγεώνες, αφού νίκησε τους Γότθους. Έγινε δεκτός ως Αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του Γάλλου
Αύγουστος 253 – Οκτώβριος 253
Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 253 (ηλικίας 40 ή 46 ετών) Δολοφονήθηκε από τα δικά του στρατεύματα, υπέρ του Βαλεριανού
2 μήνες
Δυναστεία Βαλερίου
Πορτρέτο
Όνομα
Γέννηση
Διαδοχή
Βασιλεία
Θάνατος
Διάρκεια βασιλείας
Βαλεριανός CAESAR PVBLIVS LICINIVS VALERIANVS AVGVSTVS
π. 195
Κυβερνήτης του Nορικού και της Ραιτίας, ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας από τις λεγεώνες του Ρήνου μετά το τέλος του Γάλλου. Έγινε δεκτός ως Αυτοκράτορας μετά το τέλος του Αιμιλιανού
Οκτώβριος 253 – 260
Μετά το 260 Αιχμαλωτίστηκε στη μάχη της Έδεσσας κατά των Περσών, απεβίωσε σε αιχμαλωσία
7 χρόνια
Γαλλιηνός CAESAR PVBLIVS LICINIVS EGNATIVS GALLIENVS AVGVSTVS μαζί με τονΣαλονίνο
218
Γιος του Βαλεριανού, που έγινε συναυτοκράτορας το 253. Ο γιος του Σαλονίνος έγινε για πολύ λίγο συναυτοκράτορας περίπου τον Ιούλιο του 260, ως τη δολοφονία του από τον Πόστουμο
Οκτώβριος 253 – Σεπτέμβριος 268
Σεπτέμβριος 268 Δολοφονήθηκε στην Ακυληία από τους δικούς του διοικητές
15 χρόνια
Δυναστεία Γορδιανού (συνέχεια)
Πορτρέτο
Όνομα
Γέννηση
Διαδοχή
Βασιλεία
Θάνατος
Διάρκεια βασιλείας
Κλαύδιος Β΄ CAESAR MARCVS AVRELIVS CLAVDIVS AVGVSTVS
Νικηφόρος στρατηγός στη μάχη της Ναϊσσού, κατέλαβε την εξουσία μετά το θάνατο του Γαλλιηνού. Σύμφωνα με την Epitome de Caesaribus ήταν νόθος γιος του Γορδιανού Β΄
Σεπτέμβριος 268 – Ιανουάριος 270
Ιανουάριος 270 (60 ετών) Φυσικά αίτια (πανώλη)
1 έτος, 4 μήνες
Κουιντίλλος CAESAR MARCVS AVRELIVS CLAVDIVS QVINTILLVS AVGVSTVS
Πραιτωριανός έπαρχος του Πρόβου· κατέλαβε την εξουσία είτε πριν είτε μετά τη δολοφονία του Probus. Έκανε τον γιο του Καρίνο συναυτοκράτορα στις αρχές του 283
Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 282 – τέλη Ιουλίου/ αρχές Αυγούστου 283
Τέλη Ιουλίου/αρχές Αυγούστου 283 Φυσικά αίτια; (πιθανόν να σκοτώθηκε από κεραυνό)
10-11 μηνών
Νουμεριανός CAESAR MARCVS AVRELIVS NVMERIVS NVMERIANVS AVGVSTVS
; ;
Γιος του Κάρου, τον διαδέχθηκε από κοινού με τον αδελφό του Καρίνο
↑Brown, Peter Robert Lamont (1971). The World of Late Antiquity. London: Thames and Hudson. σελ. 22. ISBN978-0500320228.
↑Potter, David Stone (2004). The Roman Empire at Bay, AD 180–395 Routledge history of the ancient world. Psychology Press. σελίδες 85, 167. ISBN978-0415100588.
↑Alaric Watson (2004). Aurelian and the Third Century. Routledge. σελίδες 11–13. ISBN1134908156.
↑" Herodian says "in their opinion, Alexander showed no honourable intention to pursue the war and preferred a life of ease, when he should have marched out to punish the Germans for their previous insolence" (Herodian vi.7.10).
↑Southern, Pat The Roman Empire from Severus to Constantine, Routledge, 2001, p. 64
↑Southern, Pat The Roman Empire from Severus to Constantine, Routledge, 2001, p. 66
↑Zosimus (1814) [translation originally printed]. The New History, Book 1. (scanned and published online by Roger Pearse). London: Green and Chaplin. σελίδες 16, 21, 31. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2016.
↑Sherman, Irwin W. (2006). The power of plagues by Irwin W. Sherman. ISBN9781555816483.
↑Kolb, Frank (1987). Diocletian und die Erste Tetrarchie. Improvisation oder Experiment in der Organisation monarchischer Herrschaft?, Berlin: de Gruyter. (ISBN978-3-11-010934-4)
↑MacMullen, Ramsay. Constantine. New York: Dial Press, 1969. (ISBN0-7099-4685-6)
↑Sabbatani, S.; Fiorino, S. (December 2009). «The Antonine Plague and the decline of the Roman Empire». Le Infezioni in Medicina: Rivista Periodica di Eziologia, Epidemiologia, Diagnostica, Clinica e Terapia delle Patologie Infettive17 (4): 261–275. ISSN1124-9390. PMID20046111.
↑Josef Wiesehöfer: Das Reich der Sāsāniden, in Klaus Peter Johne, Udo Hartmann, Thomas Gerhardt, Die Zeit der Soldatenkaiser: Krise und Transformation des Römischen Reiches im 3. Jahrhundert n. Chr. (235–284) 2008, p. 531ff.
↑Erich Kettenhofen: Die Eroberung von Nisibis und Karrhai durch die Sāsāniden in der Zeit Kaiser Maximins, 235/236 AD. In: Iranica Antiqua 30 (1995), pp. 159–177
↑Ruffing, Kai (2006). Deleto paene imperio Romano: Transformationsprozesse des Römischen Reiches im 3. Jahrhundert und ihre Rezeption in der Neuzeit. Stuttgart: Steiner. σελ. 223. ISBN978-3-515-08941-8.
↑Hekster, Olivier. (2008). Rome and its Empire, AD 193–284. Edinburgh: Edinburgh University Press. σελ. 31. ISBN978-0-7486-2992-3.
↑Johne, Klaus-Peter· Hartmann, Udo (2008). Die Zeit der Soldatenkaiser: Krise und Transformation des Römischen Reiches im 3. Jahrhundert n. Chr. (235–284). Rome: Akademie Verlag. σελ. 1026. ISBN978-3050045290.
↑Alaric Watson (2004). Aurelian and the Third Century. Routledge. σελίδες 14–15. ISBN1134908156.
Γενική βιβλιογραφία
Allen, Larry (2009). The Encyclopedia of Money (2nd ed.). Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. pp. 346–348. ISBN 978-1598842517.
Davies, Glyn (1997) [1994]. A History of Money: From Ancient Times to the Present Day (Reprint ed.). Cardiff: University of Wales Press. pp. 95–99. ISBN 978-0708313510.
Klaus-Peter Johne (επιμ. ), Die Zeit der Soldatenkaiser (Akademie Verlag, Βερολίνο 2008).
Λοτ, Φερδινάνδο . Τέλος του Αρχαίου Κόσμου και οι Αρχές του Μεσαίωνα (Harper Torchbooks Printing, Νέα Υόρκη, 1961. Πρώτη αγγλική εκτύπωση από τον Alfred A. Knopf, Inc., 1931).