Το παλαιά ονομασία του οικισμού έχει πιθανόν κάποια ετυμολογική σχέση με τη σλαβική λέξη rupa, που σημαίνει οπή, τάφρος, πέτρα ή βράχος. Απαντάται σε πηγές και ως Ρουπέλη, Ρουπέλι, Ροπέλιον ή Ροπέλ. Η ονομασία διατηρείται σήμερα στο ομώνυμο οχυρό Ρούπελ και στη στενή λωρίδα γης που σχηματίζεται ανάμεσα από τα βουνά Μπέλλες και Άγκιστρο, κατά μήκος της ροής του ποταμού Στρυμόνα, ως Στενά του Ρούπελ ή Στενωπός Ρούπελ. Επίσης, ο σφοδρός βόρειος άνεμος που πνέει πολύ συχνά στο σημείο, ονομάζεται Ροπέληςή Ρουπελιώτης.
Ιστορία
Βυζαντινή περίοδος
Η περιοχή υπήρξε στρατηγικό πέρασμα και τόπος σφοδρών συγκρούσεων λόγω της σημαντικής γεωγραφικής της θέσης μεταξύ βορρά και νότου. Από το σημείο αυτό, περνούσε ο βασικός οδικός άξονας, που οδηγούσε από τη βυζαντινή επαρχία στο βουλγάρικο βασίλειο. Δεν ακολουθούσε, όμως, τη σημερινή παραποτάμια χάραξη, αλλά από τα λουτρά του Σιδηροκάστρου, προσέγγιζε το βυζαντινό κάστρο στη θέση Ζιντάν (Μαυρότοπος) και συνεχίζοντας κατά μήκος των κορυφογραμμών, έφτανε στο Ρούπελ και από εκεί κατέληγε στο Μελένικο.[2][3]
Νοτιοδυτικά του οικισμού, μεταξύ της ροής του ποταμού Στρυμόνα και κατακόρυφου βράχου, βρισκόταν το πιο στενό σημείο της οδού που διέσχιζε τη στενωπό του Ρούπελ. Το έδαφος, στη θέση αυτή του περάσματος, ήταν σχεδόν ισοϋψές με την επιφάνεια του ποταμού, με αποτέλεσμα, όταν πλημμύριζε ο ποταμός, να καλύπτει με νερά τον δρόμο. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, την οποία παραδίδει ο Νικόλαος Σχινάς, εκεί πνίγηκε διωκόμενος από Οθωμανούς ο Σέρβος βασιλιάς Μάρκος Μρνιάβτσεβιτς. Σύμφωνα με άλλη λαϊκή παράδοση, ο Μάρκος πήδηξε με το άλογό του από την απέναντι πλευρά του ποταμού, από τη θέση Τσαλί, και προσγειώθηκε στον κατακόρυφο βράχο, όπου και αποτυπώθηκαν τα πέταλα του αλόγου του. Η θέση αυτή έχει μείνει γνωστή με την ονομασία «Σκάλα Μάρκου Κράλη» ή «Μαρκόσκαλα».[4][5][6]
Ρούπελ, 2½ ώρες από το Δεμίρ Ισάρ, πάνω σε λόφο. Από εδώ ξεκινούν τα ομώνυμα στενά. Το πιο απότομο και στενό μονοπάτι βρίσκεται στη λεγόμενη «Μαρκόσκαλα», έναν τεράστιο βράχο, κάθετα πάνω από τον Στρυμόνα. ½ ώρα πιο κάτω βρίσκεται το χάνι Δερβέντι, όπου γίνονται διελεύσεις με σχεδίες προς Πορόια, Κιλκίς και Δοϊράνη. Εκτός από τη γεωργία, κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία. Ελληνική εκκλησία. 60 βουλγάρικα σπίτια.[8][9]
Σύμφωνα με τη γεωγραφική μελέτη του Nικόλαου Σχινά που εκδόθηκε το 1886 στην Αθήνα, στον οικισμό ζούσαν 50 οικογένειες.[4] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσωφ, «Μακεδονία, Εθνογραφία και Στατιστική», εκτιμά ότι το 1900 ο οικισμός είχε 280 κατοίκους,[10] ενώ σύμφωνα με τη μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, το 1904 ζούσαν εκεί 320 κάτοικοι.[11] Στην «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, αναφέρεται ότι ο οικισμός είχε 250 εξαρχικούς κατοίκους.[12] Τέλος, σε υπολογισμούς που εξέδωσε, το έτος 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 200 εξαρχικοί κάτοικοι.[13]
Σύγχρονη ιστορία
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 είχε πληθυσμό 177 κατοίκων.[14] Το 1920 προσαρτήθηκε στη νεοσυσταθείσα κοινότητα Δραγοτίν (Προμαχώνας) της Υποδιοίκησης Σιδηροκάστρου του Νομού Σερρών, μαζί με τα χωριά Εσκιτζή και Ραϊκόφτσα (Καπνότοπος).[15][16][17] Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Κλειδίον.[18]
Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο Κλειδί εγκαταστάθηκαν τη δεκαετία του 1920 τουλάχιστον 20 οικογένειες Ελλήνων προσφύγων από την περιοχή του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.[19][20][21] Το 1930 αποσπάστηκε από την προηγούμενη κοινότητα και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Σιδηροκάστρου,[22] ενώ το 1932 ορίστηκε έδρα της νεοσυσταθείσας κοινότητας Κλειδίου.[23][24]
Ο πληθυσμός του οικισμού αυξήθηκε τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω της έντονης στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 ο οικισμός εκκενώθηκε, εξαιτίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων και της επικείμενης γερμανικής εισβολής. Σε απόσταση 2,5 χλμ. βορειοανατολικά του οικισμού και σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρων, βρισκόταν το ομώνυμο οχυρό Ρούπελ της Γραμμής Μεταξά, όπου από τις 6 έως τις 9 Απριλίου του 1941 διεξήχθη η ιστορική Μάχη των Οχυρών.
Με την κατάργηση της κοινότητας Κλειδίου το 1946, ο οικισμός προσαρτήθηκε και πάλι στην κοινότητα Προμαχώνα.[25] Λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, το χωριό εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι μετεγκαταστάθηκαν στον Προμαχώνα, στο Σιδηρόκαστρο και σε άλλα μέρη. Κάτοψη του οικισμού είναι ορατή σε αεροφωτογραφίες της περιόδου 1945-1960.[26]
Σε ανάμνηση της μάχης του Κλειδίου, επιτροπή καθηγητών των Σερρών, με εράνους από τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, ανήγειραν το 1962 μνημείο στο Κλειδί, εις μνήμη των πεσόντων Ελλήνων στους μακροχρόνιους εκείνους πολέμους του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ κατά του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ.[27]
Σήμερα, η ονομασία Κλειδί αναφέρεται πλέον ως τοπωνύμιο, δηλώνοντας τη θέση όπου βρισκόταν ο εγκαταλελειμμένος οικισμός. Δεν σώζονται ερείπια του οικισμού και το μοναδικό οικοδόμημα που έχει απομείνει όρθιο είναι η εκκλησία Αγίου Δημητρίου, που ανοικοδομήθηκε μεταγενέστερα (1930-1940) πάνω σε παλιότερη εκκλησία.[28] Το 2020 η έκταση άλλαξε ριζικά μορφή, καθώς στη θέση του πρώην οικισμού κατασκευάστηκε και λειτουργεί δομή φιλοξενίας και προσωρινής υποδοχής μεταναστών.[29]
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και τον προσδιορισμό των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), τέθηκε επί τάπητος για την Ελλάδα το ζήτημα της οχύρωσης των νέων βόρειων συνόρων, μια και η γειτονική Βουλγαρία επέμενε στην ανατροπή του εδαφικού status quo στην περιοχή. Την περίοδο 1914 – 1916 κατασκευάστηκαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα από τη λίμνη Δοϊράνη έως τον ποταμό Νέστο, συνολικά οκτώ μεμονωμένα οχυρά ανασχέσεως, με αποστολή να αποτρέψουν τη διέλευση βασικών διαβάσεων που οδηγούσαν στην ελληνική ενδοχώρα.
Το οχυρό Ρούπελ κατασκευάστηκε στις βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Άγκιστρο, κοντά στον ομώνυμο οικισμό, με κύρια αποστολή να εμποδίσει με το πυροβολικό του τη διέλευση εχθρικών τμημάτων μέσα στη Στενωπό του Ρούπελ. Το οχυρό συνδέθηκε με τη δίνη των γεγονότων του 1916, την εισβολή των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων (Β΄ Βουλγαρική Κατοχή) τον Αύγουστο του 1916 και την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το σημερινό οχυρό Ρούπελ κατασκευάστηκε την περίοδο 1936 – 1940, στην ίδια θέση που εκτείνονταν οι οχυρώσεις του 1914 – 1916, με την ίδια ακριβώς αποστολή. Κατασκευάστηκαν επτά μεγάλα στεγανά συγκροτήματα και εννέα μεμονωμένα πολυβολεία. Το συνολικό μήκος των υπόγειων στοών επικοινωνίας και καταφυγίων του Ρούπελ, άγγιξε τα 6.100 μέτρα. Το 1941, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στην Ελλάδα, οι λιγοστοί υπερασπιστές του οχυρού Ρούπελ καθήλωσαν τους εισβολείς στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, αναγκάζοντάς τους να τροποποιήσουν τα αρχικά τους σχέδια και να καταλάβουν τελικά τη Θεσσαλονίκη μέσω της Γιουγκοσλαβίας.[33]
Δομή Φιλοξενίας και Προσωρινής Υποδοχής
Από το 2020, στη θέση του πρώην οικισμού Κλειδί, λειτουργεί Δομή Φιλοξενίας και Προσωρινής Υποδοχής, που παρέχει προσωρινή διαμονή σε πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, οι οποίοι έχουν υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας.[29] Η κατασκευή και λειτουργία της δομής είχε προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες και αντιπαραθέσεις, ενώ σε ένδειξη διαμαρτυρίας παραιτήθηκε η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Σιντικής Σουλτάνα Ρόδη.[34][35] Στη δομή έχουν διαμείνει έως σήμερα, με ενέργειες του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, πρόσφυγες και μετανάστες οι οποίοι μπήκαν παράνομα στην Ελλάδα μετά την 1η Μαρτίου 2020, τόσο από τον Έβρο όσο και από τα νησιά του Αιγαίου.[36][37][38] Τον Αύγουστο του 2022 η δομή παραχωρήθηκε για τη φιλοξενία Ουκρανών προσφύγων, εξαιτίας του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου και της προσφυγικής κρίσης της Ουκρανίας.[39][40]