H Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού είναι μια από τις σαράντα έξι Μητροπόλεις της Παλαιάς Ελλάδας και ογδόντα δύο συνολικά της Εκκλησίας της Ελλάδος, με έδρα της την πόλη του Βόλου[1].
Ιστορικά στοιχεία
Δεν είναι γνωστό πότε εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός στη Θεσσαλία, αλλά είναι βέβαιο ότι τον 4ο αιώνα κυριάρχησε στην Μαγνησία. Η πρώτη αναφορά σε επίσκοπο της περιοχής γίνεται στα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας το 325, όπου υπογράφουν οι επίσκοποι Θηβών Θεσσαλίας Κλεόνικος και Λαρίσης Αχίλλειος. Η Θεσσαλία Θήβα βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα από την Δημητριάδα. Η πρώτη επίσημη αναφορά σε επίσκοπο Δημητριάδος είναι στα πρακτικά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο στις 22 Ιουλίου 431, όπου υπογράφει ο Δημητριάδος Μάξιμος. Ο διάδοχός του Κωνσταντίνος αναφέρεται στα πρακτικά της «Ληστρικής» Β΄ Συνόδου της Εφέσου (449) και της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας (451). Οι επόμενοι επίσκοποι Αβουδάντιος και Προβιανός, με την διαμάχη τους για τον θρόνο αποκάλυψαν ότι η πνευματική διοίκηση της επισκοπής Δημητριάδος υπαγόταν στον επίσκοπο Ρώμης, προς τον οποίο διαμαρτυρήθηκε ο Αβουδάντιος[1].
Ακολουθούν 350 χρόνια χωρίς πληροφορίες σχετικά με την επισκοπή. Ο επίσκοπος Ξενοφών αναφέρεται στα πρακτικά της «Εν Αγία Σοφία» Συνόδου του 879, που συνεκλήθη από τον Πατριάρχη Φώτιο. Έδρα του επισκόπου ήταν η Δημητριάδα, η οποία, προστατευμένη από τα τείχη του Ιουστινιανού, συνέχισε την ύπαρξή της κατά τα βυζαντινά χρόνια, παρά τις μεγάλες επιδρομές από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα. Ο επόμενος γνωστός επίσκοπος ήταν ο Ιωάννης το 1100-1115[1].
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε Λατινική επισκοπή στην Δημητριάδα. Αναφερόμενοι Ορθόδοξοι επίσκοποι είναι ο Αρσένιος (1215 - 1222), Νικόλαος Βλαττής (1230 - 1240), Νεόφυτος Α΄ (1240), τιτουλάριος. Από το 1272 έως το 1280 επίσκοπος Δημητριάδος ήταν ο Μιχαήλ Πανάρετος, ακολουθούμενος από τον Βισσαρίωνα (1490). Η έλλειψη επισκόπων πριν από αυτόν εξηγείται από την κατάληψη της περιοχής από καταλανούς τυχοδιώκτες το 1318, οι οποίοι κατήργησαν τους Ορθόδοξους επισκόπους και διατήρησαν μόνο τους Λατίνους[1].
Το 1423, η Μαγνησία έπεσε στα χέρια των Οθωμανών και κέντρο έγινε το φρούριο των Βόλου. Μέχρι το 1600, οπότε πιστοποιείται επίσκοπος στον Βόλο, η τοποθεσία του καθεδρικού ναού ήταν ασαφής. Η Δημητριάδα εξαφανίστηκε τον 6ο ή τον 16ο αιώνα και παρέμεινε μόνο ως επισκοπικός τίτλος. Στην Οθωμανική εποχή, οι Λατίνοι ιερείς εξαφανίστηκαν και παρέμειναν μόνο Ορθόδοξοι. Στα τέλη του 16ου αιώνα, η περιοχή επλήγη από πειρατικές επιθέσεις Ισπανών, Γενουατών και Φλωρεντίνων, οι οποίοι ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τους παράκτιους οικισμούς. Σύμφωνα με τον Θεόκλητο Α΄ το 1626, σύμφωνα με μια έκθεση του Βενετού προξένου της Κέρκυρας, ο Βόλος δεν ήταν ούτε πόλη ούτε χωριό, αλλά ένα μεγάλο λιμάνι όπου αγκυροβολούσαν πολλά πλοία. Ο Κάλλιστος (1630 - 1639) ίδρυσε την Επισκοπή στον Βόλο. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, το φρούριο του Βόλου και η περιοχή καταλήφθηκαν από τους Ενετούς με επικεφαλής τον Μοροζίνι και τα τείχη του φρουρίου καταστράφηκαν. Αργότερα, οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν την πόλη[1].
Η επισκοπή, όπως και όλες οι άλλες στην Θεσσαλία κατά τους Οθωμανικούς χρόνους, υπαγόταν στην μητρόπολη Λαρίσης και όλοι οι επίσκοποι της περιοχής σχημάτιζαν Σύνοδο, η οποία εξέλεγε τους νέους επισκόπους. Το 1757, ο πατριάρχης Καλλίνικος Δ΄, γεννημένος στη Ζαγορά, κατάργησε την υπαγωγή της επισκοπής Δημητριάδος στην Λάρισα και την προήγαγε σε αρχιεπισκοπή, διορίζοντας τον αδελφό του Γρηγόριο (1757 - 1794) ως αρχιεπίσκοπο με έδρα στην Ζαγορά[1].
Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-1774), ρωσικά πολεμικά πλοία κατέλαβαν το 1771 το λιμάνι του Βόλου και κατάσχεσαν όλα τα σιτηρά. Επέστρεψαν τον επόμενο χρόνο με τον Έλληνα Ναύαρχο Αντώνιο Ψαρό ως ηγέτη τους και το 1789 κατά τη διάρκεια του επόμενου Ρωσοτουρκικού Πολέμου με τον θρυλικό Λάμπρο Κατσώνη. Οι Τούρκοι, οχυρωμένοι στο λιμάνι του Βόλου, άρχισαν να ανησυχούν για το πόσο πιστός προς αυτούς ήταν ο κλήρος, και ο Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος παραιτήθηκε «λόγω γήρατος» το 1794. Στη συνέχεια ο Πατριάρχης Γεράσιμος Γ΄ ανύψωσε την Αρχιεπισκοπή σε Μητρόπολη και χειροτόνησε Μητροπολίτη τον ανιψιό του, αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου Αθανάσιο, με τον τίτλο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Ζαγοράς, υπέρτιμος και έξαρχος Πελασγών. Η έδρα της Μητρόπολης μετακινούνταν συχνά μεταξύ Βόλου, Ζαγοράς, Μακρινίτσας και Αγιάς[1].
Συρεγγέλας, Ιωάννης Παναγιώτης (2005). Η επαρχία Δημητριάδος 1821 - 1923. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2021.