Η Αγία Θέκλα γεννήθηκε στο Ικόνιο. Ήταν νεαρή ευγενούς καταγωγής, η οποία παρακολούθησε το κήρυγμα του Παύλου. Κατά την παράδοση, καθόταν επί τρεις ημέρες στο παράθυρό της ακούγοντας τις διδαχές του Παύλου, καθώς εκείνος κήρυττε από τη γειτονική οικία του Ονησιφόρου. Η Θέκλα ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, έγινε ακόλουθος του Αποστόλου και κήρυξε και η ίδια μέχρι το μαρτύριό της, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα χριστιανή μάρτυρα. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται Ισαπόστολος και Πρωτομάρτυς[5]. Οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίττα ήταν επίσης από το Ικόνιο και μαρτύρησαν κατά τους διωγμούς. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. επίσκοπος στο Ικόνιο ήταν ο Αμφιλόχιος, σημαντικός θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας[6]. Από το 370 περίπου, η επισκοπική έδρα του Ικονίου έγινε Μητρόπολη[7].
Τον 9ο αι. ιδρύθηκε η ορθόδοξη Μονή Αγίου Χαρίτωνος στη Σύλλη κοντά στο Ικόνιο. Είναι λαξευμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στους βράχους μίας χαράδρας του όρους του Αγίου Φιλίππου (σήμερα Τεκελί-Ντάγ)[8][9]. Η πόλη κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους το 1084 και έγινε πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ, εκτός από μια σύντομη ανάκτηση από την Πρώτη Σταυροφορία το 1097[7].
Η τύχη της έδρας στις αρχές της Οθωμανικής περιόδου δεν είναι σαφής. Ο Μητροπολίτης Αμφιλόχιος αναφέρεται ότι κατείχε την έδρα μέχρι το 1488, αλλά δεν είναι σαφές κατά πόσο οι επίσκοποι πράγματι κατοικούσαν στην πόλη, καθώς αυτό δεν μαρτυρείται στα πατριαρχικά διατάγματα (μπεράτια) του 1483 και 1525. Η Μικρασιατικής καταγωγής ιστορικός Ελισάβετ Ζαχαριάδου υποστήριξε ότι η έδρα του μητροπολίτη μεταφέρθηκε εκείνη την περίοδο στο Εγκιρντίρ, αλλά αυτό δεν μπορεί να επαληθευτεί[10]. Η Μητρόπολη αναβίωσε οπωσδήποτε τον 17ο αιώνα, καθώς πατριαρχικό μπεράτι του 1625 αναφέρεται και πάλι στην πόλη ως έδρα μητροπολίτη. Το Ικόνιο παρέμεινε έδρα της μητρόπολης μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε μεταφέρθηκε στη Νίγδη, όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν ισχυρότερο[10]. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, ο Μητροπολίτης Ικονίου ανέλαβε επίσης την πρώην μητρόπολη Τυάνων, και έτσι ο πλήρης τίτλος του ήταν «Μητροπολίτης Ικονίου και Τυάνων, υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λυκαονίας και Δευτέρας Καππαδοκίας[10] ».
Κοντά στο Ικόνιο βρισκόταν η Μονή του Αγίου Χαρίτωνος. Πριν την ανταλλαγή πληθυσμών κατοικούσαν στο Ικόνιο 4.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, τουρκόφωνοι και ελληνόφωνοι. Η ελληνική κοινότητα αριθμούσε περίπου 2.500 άτομα που διατηρούσαν με δικά τους έξοδα, εκκλησία, σχολείο αρρένων και παρθεναγωγείο.
Το 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου ο Προκόπιος (Λαζαρίδης), ο οποίος ανέπτυξε πολύπτυχη δράση σε ποιμαντικό, εθνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Συνέστησε νέες ελληνικές κοινότητες, ίδρυσε πολλά σχολεία και ανήγειρε ναούς. Προασπιζόμενος την ορθή χριστιανική πίστη, πρωτοστάτησε στην αναχαίτιση της προσπάθειας των Νεότουρκων να οργανώσουν τουρκο-ορθόδοξη «Εκκλησία», ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία χρησιμοποιούσε αποκλειστικά την τουρκική γλώσσα προς παραπλάνηση των πιστών. Μάλιστα το χριστιανικό ποίμνιο προσπαθούσαν να το παραπλανήσουν ή να το προσεταιριστούν με τη βία. Τελικά, ο Μουσταφά Κεμάλ διέταξε την φυλάκισή του και έτσι στις 20 Σεπτεμβρίου 1920 ο Προκόπιος, μαζί με τον επίσκοπο των Αρμενίων και πάνω από 200 μουσουλμάνους προύχοντες της περιοχής, φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι είχε δήθεν υποστηρίξει το αντικεμαλικό κίνημα του Μεχμέτ Ντελημπάς στο Ικόνιο. Ο Προκόπιος ακολούθως εξορίστηκε στο Ερζερούμ από τον Οκτώβριο του 1920 έως τον Μάιο του 1922[11]. Μετά από πολλές έντονες ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες στις οποίες είχε υποβληθεί, παρέδωσε την ψυχή του απομονωμένος στη Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε (Φλαβιανά) κοντά στην Καισάρεια, στις 20 Απριλίου1923[12].
Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών οι χριστιανοί ορθόδοξοι του Ικονίου εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Επίσης δύο οικισμοί που δημιουργήθηκαν από τους Κονιαλήδες πρόσφυγες έλαβαν το όνομά τους από την πόλη του Ικονίου: το Νέο Ικόνιο Περάματος Αττικής και το Νέο Ικόνιο Καρδίτσας.
↑N Bees, Die Inschriftenaufzeichnungen des Codex Sinaiticus graecus 508 (976) und die Maria Spilaeotissa Klosterkirche bei Sille (Lycaonien) , mit Excursen zur Geschichte der Seldschuken Turken – Texte und Forschungen zur Byzantinisch-Neugriechischen Philologie, I, Berlin 1922.
↑Modern Greek in Asia Minor: A study of dialect of Silly, Cappadocia and Pharasa (Cambridge: Cambridge University Press, 1916), by Richard MacGillivray Dawkins (1871–1955)