Ήταν εγγονός του Θεοδοσίου Α΄ και γιος του Αρκαδίου και της συζύγου του, Ευδοξίας. Γεννήθηκε το 401 και ανακηρύχθηκε συν-Αυτοκράτορας από τον πατέρα του στις 10 Ιανουαρίου402[3], γινόμενος έτσι το νεότερο πρόσωπο με αυτό τον τίτλο στην ρωμαϊκή ιστορία[4][5].
Η ανάρρησή του στο θρόνο και η επιτροπεία
Το 408 πέθανε ο πατέρας του και ο επτάχρονος Θεοδόσιος έγινε μοναδικός Αυτοκράτορας του ανατολικού μισού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως επίτροποί του ορίστηκαν, σύμφωνα με τη διαθήκη του πατρός του, ο ύπατος Ανθέμιος, η αδελφή του και μετέπειτα αυτοκράτειρα Πουλχερία, και ο βασιλιάς των ΠερσώνΙσδιγέρδης Α΄. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη τον Ομολογητή και τον Προκόπιο, ο Ισδιγέρδης δεν ήταν ένας οιονεί αντιβασιλεύς, εστε να διεκπεραιώνει κρατικές υποθέσεις του ρωμαϊκού (βυζαντινού) κράτους, αλλά ήταν συνυπεύθυνος για την περιφρούρηση της ζωής του μικρού παιδιού και για τη φροντίδα παραμονής του στο θρόνο. Έτσι, τον αντιμετώπισε σαν δικό του παιδί, στέλνοντας δάσκαλο για να τον μεγαλώσει και προειδοποιώντας ότι τυχόν εχθρότητα απέναντί του θα θεωρηθεί εχθρότητα προς την Περσία[6]. Αν και αυτό δεν έχει διασταυρωθεί, φαίνεται πως δάσκαλός του έγινε ο Αντίοχος, ευνούχος περσικής καταγωγής, ο οποίος άσκησε επιρροή στον Θεοδόσιο και πήρε αργότερα τον τίτλο του «πραιπόσιτου τοῦ εὐσεβεστάτου κοιτῶνος». Ο Θεοδόσιος τον απέλυσε όταν ενηλικιώθηκε.
Αρχικώς η διοίκηση της αυτοκρατορίας ασκείτο από τον συνετό ύπατο (έπαρχο) Ανθέμιο, ωστόσο, προοδευτικά περιήλθε στα χέρια της Πουλχερίας, η οποία το 414 ορκίστηκε ισόβια παρθενία μαζί με τις αδελφές της και έθεσε ουσιαστικώς εκποδών τον Ανθέμιο αναγορευόμενη σε Αυγούστα. Η Πουλχερία ήταν πολύ μορφωμένη και δεν στερείτο και πολιτικών ικανοτήτων. Επειδή ο κατά δύο χρόνια μικρότερος αδελφός της ήταν άβουλος και ασθενούς χαρακτήρα, φαίνεται πως άσκησε, καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς του βασιλείας, σημαντική επιρροή στις αποφάσεις του. Σημαντική επιρροή στις αποφάσεις του Θεοδοσίου άσκησαν επίσης ο ευνούχος Χρυσάφιος καθώς και η σύζυγός του Αιλία Ευδοκία.
Η Αιλία Ευδοκία (αρχικά Αθηναΐς) επελέγη από την Πουλχερία ως σύζυγος του νεαρού αυτοκράτορα. Κόρη του καθηγητή της ρητορικής στη Φιλοσοφική Σχολή των ΑθηνώνΛεοντίου, ήταν εθνική στην αρχή. Καταγόταν από την Αθήνα[α][β][γ][δ][ε] και ήταν εξαιρετικά μορφωμένη. Αφού πρώτα βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Αιλία Ευδοκία, παντρεύτηκε τον εικοσαετή Θεοδόσιο τον Ιούνιο του 421. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, την Λικινία Ευδοξία και την Φλακίλα, και πιθανώς έναν, τον Αρκάδιο. Τελικά το αυτοκρατορικό ζεύγος χώρισε γύρω στο 443, με την εγκατάσταση της Ευδοκίας στα Ιεροσόλυμα, όπου προσχώρησε στον μοναστικό μονοφυσιτισμό.
Οι σύμβουλοι του Θεοδοσίου έστρεψαν το ενδιαφέρον του σε πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με την εκπαίδευση ενός αυτοκράτορα σε θέματα διοικητικά, στρατιωτικά ή οικονομικά. Εκμεταλλευόμενοι και τη φυσική του νωθρότητα, φρόντισαν απλώς να του δώσουν πνευματική - θρησκευτική ανατροφή. Έτσι, ο Θεοδόσιος φρόντιζε μεν να είναι ένας καλός Χριστιανός, να εκκλησιάζεται και να νηστεύει, να μελετά και να αντιγράφει εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά σχεδόν καθόλου δεν αναμειγνυόταν στα διοικητικά της αυτοκρατορίας. Δεν μάθαινε για τα εκτός της Αυλής γινόμενα, εκτός από αυτά που ήθελαν οι σύμβουλοί του και με τον τρόπο που τους συνέφερε, υπέγραφε δε χωρίς να εξετάσει τα διάφορα θεσπίσματα και διατάγματα των συμβούλων του.
Εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα
Επί βασιλείας του Θεοδοσίου προέκυψαν σημαντικά προβλήματα, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Στο εσωτερικό ο λαός βρισκόταν σε κατάσταση εξαιρετικής φτώχειας, ενώ οι μικρογαιοκτήμονες ήταν καταχρεωμένοι. Ακόμη υπήρχαν οι θρησκευτικές έριδες, οι οποίες ταλάνισαν την Εκκλησία αλλά και την κοινωνία, αφού ο λαός διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου υπήρξε ασταθής και ανακόλουθη. Παρέσχε προστασία σε αιρεσιάρχες όπως ο Πατριάρχης ΚωνσταντινουπόλεωςΝεστόριος (βλ. Νεστοριανισμός), ο οποίος είχε καταδικασθεί από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431) και ο ΑρχιμανδρίτηςΕυτυχής (βλ. Μονοφυσιτισμός), ο οποίος είχε καταδικασθεί από ενδημούσα σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (448). Η έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση που δημιουργήθηκε κληροδοτήθηκε στον διάδοχο του Πατριαρχικού θρόνου Φλαβιανό.
Στην εξωτερική πολιτική η βυζαντινοπερσική σύγκρουση έληξε με νίκη των Βυζαντινών και τη συνομολόγηση ειρήνης, που εξασφάλισε προσωρινή ηρεμία στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι επιδρομές των Βανδάλων αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με την στρατιωτική επέμβαση των αυτοκρατορικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική. Ο ουννικός κίνδυνος αντιμετωπίστηκε –όχι όμως οριστικά – με την εξαγορά ειρήνης και της παροχής δώρων, ενώ αργότερα ο αρχηγός των ΟύννωνΑττίλας στράφηκε προς τη Δύση. Γενικά, η αυτοκρατορία απέφυγε να εμπλακεί σε μεγάλες περιπέτειες, ενώ έδειξε έτοιμη είτε διά της διπλωματίας είτε διά των όπλων να εξουδετερώσει κάθε εχθρική απειλή.
Τα έργα του
Κατά την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου κατασκευάστηκαν τα περίφημα Θεοδοσιανά Τείχη της Κωνσταντινουπόλεως σε τρεις φάσεις: επί των επάρχων Ανθεμίου το 413, Κύρου το 439 και Κωνσταντίνου το 447. Τμήμα των τειχών αυτών σώζεται μέχρι σήμερα. Ακόμη, με ενέργειες του επάρχου Ανθεμίου καθιερώθηκαν ναυτικές περιπολίες στον Δούναβη, για την παρεμπόδιση του διάπλου του ποταμού από τους βαρβάρους που κατοικούσαν πέραν αυτού.
Θετικό έργο επί της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ συντελέσθηκε στους τομείς της παιδείας και της νομοθεσίας. Ο Θεοδόσιος Β΄ υποστήριξε τα ελληνικά γράμματα και εμφύσησε στο Βυζάντιο ελληνική νοοτροπία. Υπό την επιρροή της αυτοκράτειρας Αιλίας Ευδοκίας αναδιοργανώθηκε η παιδεία, ιδρύθηκε το Πανδιδακτήριο (Πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως και ευνοήθηκε έναντι της λατινικής η ελληνική γλώσσα, γεγονός που συνετέλεσε στον βαθμιαίο εξελληνισμό της Αυτοκρατορίας. Η απονομή της δικαιοσύνης επιταχύνθηκε μετά τη σύνταξη του Θεοδοσιανού Κώδικα, μιας νομοθετικής συλλογής η οποία περατώθηκε το 438, και που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέλιξη του Δικαίου. Ο Θεοδοσιανός Κώδικας περιείχε όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα από το 312 μ.Χ. μέχρι το 438 μ.Χ.
Γενικά
Σε γενικές γραμμές ο Θεοδόσιος ο Β΄, παρά τη θετική του συμβολή στους τομείς της παιδείας και της νομοθεσίας, θεωρείτο άβουλος αυτοκράτορας και κατηγορήθηκε για έλλειψη πρωτοβουλίας. Μετά το θάνατό του το 450 μ.Χ. τον διαδέχθηκε ο Μαρκιανός.
↑Το 438 η Αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄, επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ. Κατά την επιστροφή της στην Κωνσταντινούπολη, και αφού έκανε δωρεές για την ανοικοδόμηση νέων εκκλησιών, εκτοπίστηκε στους αυλικούς κύκλους από την κουνιάδα της, λόγω της ελληνικής της καταγωγής. (In 438 the Empress Eudocia, wife of Theodosius II, visited Jerusalem. On her return to Constantinople, after donating towards the building of new churches, she was displaced in court circles by her sister-in-law because of her Greek origin.[7]).
↑Υπήρχαν και Ελληνίδες που ξεχώρισαν κατά την βυζαντινή περίοδο. Το 421, ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ παντρεύτηκε μια Αθηναία ειδολολάτρισσα, την Αθηναΐδα. Μετά το βάπτισμα πήρε το όνομα Ευδοκία. (Greek women also were visible during the Byzantine period. In 421, Emperor Theodosius II married a pagan Athenian woman, Athenais; after baptism she became Eudocia[8]).
↑Η Αθηναΐς, κόρη του Αθηναίου δασκάλου Λεοντίου. Πριν τον γάμο θα ελάμβανε με το βάπτισμα το όνομα της μητέρας του, Ευδοξίας, αλλά λόγω της ελληνικής καταγωγής της Αθηναΐδας προφέρθηκε Ευδοκία (Athenais, daughter of the Athenian scholar, Leontius. Before the wedding she would receive in holy baptism the name of his mother, the exalted Empress Eudoxia but because of Athenais' Greek origin the name would be pronounced Eudocia[9]).
↑Εξαιρετικά περήφανη για την ελληνική της καταγωγή και κουλτούρα, η Ευδοκία κυριάρχησε... (Immensely proud of her Hellenic ancestry and culture, Eudocia dominated her…[10]).
↑Η ίδια η Ευδοκία, κόρη ειδολολάτρη Αθηναίου φιλοσόφου, υιοθέτησε τη νέα πίστη με διάθεση πλήρους αποδοχής. Έχοντας συνείδηση της ελληνικής της κληρονομιάς, όπως έδειξε ο περίφημος λόγος της προς τους πολίτες της Αντιόχειας... (Eudocia herself, the daughter of a pagan Athenian philosopher, embraced the new faith in a mood of total acceptance. Very conscious of her Hellenic heritage, as her famous address to the citizens of Antioch showed...[11]
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, Αθήνα 1996
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 6, εκδόσεις Μαρτίνος, Αθήναι 1965
Kelly, Christopher (2013). Theodosius II: Rethinking the Roman Empire in Late Antiquity. Cambridge: Cambridge University Press.
Miller, Fergus (2006). A Greek Roman Empire: Power and Belief Under Theodosius II. Berkeley: University of California Press.
Elton, Hugh (2009). "Imperial politics at the court of Theodosius II," in Andrew Cain (ed), The Power of Religion in Late Antiquity: The Power of Religion in Late Antiquity (Aldershot, Ashgate, 2009), 133–142.
S. Crogiez-Pétrequin, P. Jaillette, J.-M. Poinsotte (eds.), Codex Theodosianus V. Texte latin d'après l'édition de Mommsen. Traduction, introduction et notes, Brepols Publishers, 2009, (ISBN978-2-503-51722-3)
Vasiliki Limberis, Divine Heiress: The Virgin Mary and the Creation of Christian Constantinople (London: Routledge, 1994) has a significant section about Theodosius II and his sister Pulcheria.