Η Έφεσος ήταν μία από τις σημαντικότερες ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, σχεδόν στα παράλια του Αιγαίου. Ήταν χτισμένη παρά τον μυχό του Καΰστριου κόλπου, ανατολικά-βορειοανατολικά της Σάμου.
Τοπογραφία
Η αρχαία Έφεσος (ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος) κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ πλησίον της θάλασσας, λεγόμενη μάλιστα και «θαλασσοθέα», πλην όμως οι συνεχείς προσχώσεις του ποταμού Καΰστρου ανάγκαζε τους κατοίκους κατά μακρά διαστήματα να μετακινούν τους οικισμούς του δυτικότερα. Παρά ταύτα η αρχαία πόλη οικοδομήθηκε στις χαμηλές πλαγιές των λόφων Κορησός και Πρίων οπού στη συνέχεια αυτών εκτεινόταν η εύφορη πεδιάδα της Εφέσσου το λεγόμενο Εφέσιο πεδίο. Ο ναός της Εφεσίας Αρτέμιδος βρισκόταν ακριβώς στη πεδιάδα αυτή απέχοντας 1 μίλι (δέκα στάδια) από την πόλη. Η δε γονιμότητα της πεδιάδας της Εφέσου καθώς και η θέση της πόλης της Θαλασσοθέας σε κομβικό σημείο της φυσικής οδού επικοινωνίας της θάλασσας του Αιγαίου με τη μικρασιατική ενδοχώρα συνέβαλαν κατά μέγιστο λόγο στην ακμή της πόλης.
Ιστορικές παραδόσεις
Σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις περί της Εφέσου που διέσωσαν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ιστορικοί, γεωγράφοι κ.λπ. η Έφεσος φερόταν να κατοικήθηκε κατά τους προϊστορικούς (μυθικούς) χρόνους από τις Αμαζόνες που φέρονταν να κινήθηκαν από την περιοχή του Καυκάσου κάνοντας επιδρομές στη Μικρά Ασία καταλαμβάνοντας διάφορες περιοχές - πόλεις που πήραν το όνομα των ικανοτέρων εξ αυτών, οι οποίες και ήταν μεταξύ άλλων η Έφεσσος, η Σμύρνη, η Κύμη, η Μύρινα και η Σινώπη. Ο Στράβων, αναφέρει επιπρόσθετα επί των παραπάνω ότι σε μεταγενέστερους χρόνους οι πόλεις αυτές λάτρευαν τις επώνυμες αυτών ηρωίδες Αμαζόνες και έκοβαν ακόμα και νομίσματα με παραστάσεις Αμαζόνων. Οι Εφέσιοι συγκεκριμένα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. θέλοντας να τιμήσουν την επώνυμη Αμαζόνα Έφεσσο προκήρυξαν διαγωνισμό μεταξύ των διασημότερων γλυπτών της εποχής τους για την κατασκευή αγάλματος προκειμένου να το τοποθετήσουν στο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος.
Ιστορία
Η Έφεσσος οφείλει την ακμή της στο ότι βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με τις χώρες της Ανατολής. Γύρω στον 8ο π.Χ. αιώνα, η Έφεσσος έγινε το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Υπήρχε εκεί η πλούσια οικογένεια του Μέλανος, που οι απόγονοί της παντρεύονταν πριγκίπισσες από τη Λυδία. Η Έφεσσος βρισκόταν πάντα σε καλές σχέσεις με τις Σάρδεις γιατί από εκεί εξαρτιόταν το διαμετακομιστικό εμπόριο που της άφηνε τόσα πλούτη. Οι στατήρες του Φάνη, οι οποίοι είναι από τα πρώτα ελληνικά νομίσματα, εμφανίστηκαν κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. και θεωρείται πιθανό πως σχετίζονται με την πόλη της Εφέσσου βάσει της παράστασης του ελαφιού που φέρουν και της σύνδεσης του ζώου με την Άρτεμη, προστάτιδας της Εφέσσου.[1]
Κατά τον 6ο αιώνα πέρασε κάτω από την κυριαρχία του Κροίσου, διατηρώντας όμως την αυτονομία της. Περίπου τότε Εφέσιοι -προφανώς μισθοφόροι- κατά παραχώρηση του Φιλέλληνα φαραώ Άμαση έκτισαν ομώνυμη πόλη στις όχθες του Νείλου ποταμού. Πέρασε, στη συνέχεια, διαδοχικά από την κυριαρχία του Κύρου και των επόμενων Περσών βασιλιάδων κι έτσι αποτέλεσε τμήμα του περσικού κράτους. Απελευθερώθηκε το 334 π.Χ. από τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε άλλαξε το όνομά της και ονομάστηκε Αρσινόεια, από το όνομα της γυναίκας του Λυσίμαχου. Την εποχή αυτή ξαναβρήκε την παλιά εμπορική της δραστηριότητα. Αργότερα συμπεριλήφθηκε στο βασίλειο της Περγάμου και έγινε μια από τις πιο αξιόλογες ρωμαϊκές επαρχίες της Ασίας. Το 88 π.Χ. την κατάλαβε ο Μιθριδάτης, μετά όμως από την ήττα του από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, εγκαταστάθηκε εκεί το διοικητήριο του Σύλλα.
Η Έφεσσος ήταν πόλη αφιερωμένη στην Άρτεμη. Η πόλη είχε στην αρχή ένα μικρό ναό, που αργότερα καταστράφηκε, για να κτιστεί το μεγαλόπρεπο Αρτεμίσιο, που η κατασκευή του κράτησε 120 χρόνια. Ο ναός αυτός, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, ήταν το μεγαλύτερο οικοδόμημα της Ιωνίας. Το ιερό της Άρτεμης υπηρετούσαν ιερείς και ιέρειες παρθένοι, που ονομάζονταν Μεγάβυζοι. Ο ναός καταστράφηκε το 356 π.Χ., ξαναχτίστηκε και τελικά τα μάρμαρά του έγιναν οικοδομικά υλικά για διάφορα βυζαντινά μνημεία στην Κωνσταντινούπολη.
Η αρχαία Έφεσσος σε βάθος χρόνου παρήκμασε λόγω της καταστροφής του λιμανιού από τις προσχώσεις του ποταμού Καΰστρου. Κατά την μεταβυζαντινή εποχή είχε απομείνει μικρός οικισμός που αναπτύχθηκε γύρω από τον ναό Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Αργότερα, όταν στην περιοχή ήλθαν μουσουλμάνοι Τούρκοι, ο οικισμός ονομάστηκε Αγιασολούκ, ονομασία που προήλθε από την παραφθορά της λέξης Άγιος Θεολόγος.[2]
Σύμφωνα με την παράδοση η πρώτη χριστιανική εκκλησία στην Έφεσσο δημιουργήθηκε τον 1ο αιώνα, από μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή. Την πόλη επισκέφτηκε επίσης ο Απόστολος Παύλος το 55 μ.Χ.[3] Η Επιστολή προς Εφεσίους, του Αποστόλου Παύλου, συμπεριλαμβάνεται ως ένα από τα 27 κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης και θεωρείται μία από τις πρώτες επιστολές που έστειλε ο Παύλος. Η Εκκλησία της Εφέσσου ήταν μία από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και που αποτέλεσε στην συνέχεια μία από τις Επτά Εκκλησίες της Αποκάλυψης, στις οποίες στάλθηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ιδιαίτερη επιστολή «Αποκάλυψη»[4]. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των πρώιμων και μέσων βυζαντινών χρόνων περιλαμβάνουν πολλές εκκλησίες, λουτρά, και πολυτελείς κατοικίες.[5] Μετά την τουρκική κατάληψη καταστράφηκε. Τώρα απομένουν μόνο ερείπια της αρχαίας πόλης και του ναού, που τα περισσότερα έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές.
↑Shariat-Panahi, S. Mohammad T. (30 Οκτωβρίου 2002). «Αγιασολούκ». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Μικρά Ασία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2023.