Το Η Λευκή Κορδέλα (γερμανικά: Das weiße Band, Eine deutsche Kindergeschichte, αγγλικά: The White Ribbon) είναι μία γερμανόγλωσση ταινία του 2009, η οποία κυκλοφόρησε σε ασπρόμαυρο, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μίχαελ Χάνεκε. Το δράμα απεικονίζει την κοινωνία και την οικογένεια σε ένα χωριό της Βόρειας Γερμανίας λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο. Σύμφωνα με το Χάνεκε, η ταινία πραγματεύεται τη «γέννηση κάθε τύπου τρομοκρατίας, είτε αυτή είναι πολιτικής είτε θρησκευτικής μορφής.»[14]
Οι αναμνήσεις ενός ανώνυμου ηλικιωμένου ράφτη αποτελούν μία παραβολή από ένα μακρινό καιρό τον οποίο ο ίδιος εργαζόταν ως δάσκαλος σε ένα χωριό και εκεί γνωρίζει την αρραβωνιαστικιά του Εύα, η οποία υπηρετεί έναν τοπικό βαρώνο ως νταντά των δίδυμων παιδιών του. Το σκηνικό διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό προτεσταντικό χωριό της Γερμανίας το Eichwald, από τον Ιούλιο του 1913 έως και τον Αύγουστο του 1914, όπου ο τοπικός πάστορας, ο γιατρός και ο βαρώνος επιβάλλονται στις γυναίκες της περιοχής, στα παιδιά και στους αγρότες.
Ο πουριτανός πάστορας αναλαμβάνει μαθήματα εκμάθησης της θρησκείας και δημιουργεί στα έφηβα παιδιά του μία ένοχη συνείδηση πάνω σε φαινομενικά μικρές παραβάσεις. Τα αναγκάζει να φορούν λευκές κορδέλες ως υπενθύμιση της αθωότητας και της αγνότητας από τις οποίες έχουν παραστρατήσει. Όταν ο γιος του εξομολογείται ότι αγγίζεται, ο πάστορας δένει τα χέρια του αγοριού στο προσκέφαλο του κρεβατιού κάθε βράδυ. Ο γιατρός, ένας χήρος, αντιμετωπίζει τα παιδιά του χωριού ευγενικά αλλά εξευτελίζει την οικονόμο του( την τοπική μαία) και βρίσκεται τη νύχτα με την έφηβη κόρη του. Ο βαρώνος, ο οποίος είναι ο αφέντης του φέουδου, εξασφαλίζει τις γιορτές συγκομιδής για τους κατοίκους του χωριού, εκ των οποίων πολλοί είναι εργαζόμενοι στο αγρόκτημα του. Με συνοπτικές διαδικασίες απορρίπτει την Εύα για κανένα προφανή λόγο. Ακόμη υπερασπίζεται την ακεραιότητα ενός αγρότη του οποίου ο γιος κατέστρεψε το χωράφι του βαρώνου με τα λάχανα.
Ο δάσκαλος συναντά την Εύα λίγο πριν αυτή γυρίσει στο πατρικό της στη διπλανή πόλη. Επισκέπτεται το σπίτι της κατά τη διάρκεια του ρεπού του τα Χριστούγεννα, παίρνοντας τη συγκατάθεση των γονιών της για να παντρευτούν ύστερα από ένα χρόνο αρραβώνα.
Ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν. Ένα σύρμα δεμένο σε δύο δέντρα προκαλεί στο γιατρό μία τρομερή πτώση από το άλογο του. Η σύζυγος του αγρότη πεθαίνει στο πριονιστήρι όταν το σάπιο πάτωμα καταρρέει, λίγο αργότερα ο άντρας της αυτοκτονεί όταν κρεμιέται. Ο μικρός γιος του βαρώνου εξαφανίζεται την ημέρα του φεστιβάλ της συγκομιδής και βρίσκεται το επόμενο πρωί στον αχυρώνα κρεμασμένος ανάποδα με κατεβασμένο το παντελόνι και γλουτούς ματωμένους από μαστίγιο. Ένας αχυρώνας στο αρχοντικό καίγεται. Η βαρώνη λέει στον άντρα της ότι είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλο άντρα. Η κόρη του οικονόμου βλέπει ένα βίαιο όνειρο με το γιο της μαίας, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες.Έπειτα το αγόρι δέχεται και επίθεση και μένει σχεδόν τυφλό. Λίγο μετά αφού η κόρη του ανοίξει το κλουβί κρατώντας το ψαλίδι στα χέρια της, ο πάστορας βρίσκει το πουλί κατακρεουργημένο. Ο οικονόμος στο οικόπεδο του βαρώνου ανακαλύπτει ότι ο γιος του έχει κλέψει από το γιο του βαρώνου.
Όσο η κοινωνική ζωή του χωριού παρακμάζει με τα ανεξήγητα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, η μαία ζητά ένα ποδήλατο από το δάσκαλο για να πάει στην πόλη, ισχυριζόμενη ότι έχει αποδείξεις που της έδωσε ο γιος της για την αστυνομία. Αυτή και ο γιος της δεν εμφανίζονται ξανά. Η οικογένεια του γιατρού έχει επίσης εκκενώσει τις εγκαταστάσεις. Οι αυξανόμενες υποψίες του δασκάλου τον οδηγούν σε μία αντιπαράθεση στο πρεσβυτέριο του πάστορα,όπου υπαινίσσεται ότι τα παιδιά του πάστορα είχαν εκ των προτέρων γνώση για τα τοπικά προβλήματα. Προσβεβλημένος ο πάστορας απειλεί το δάσκαλο, προειδοποιώντας τον ότι θα αντιμετωπίσει νομικές ενέργειες αν επαναλάβει τις κατηγορίες του.
Η ταινία τελειώνει κατά τη στιγμή της δήλωσης του πολέμου στη Σερβία από την Αυστροουγγαρία, με το αποτέλεσμα στην εκκλησία την ημέρα της επίσκεψης του υποψήφιου πεθερού του αφηγητή. Η δυσφορία παραμένει στο χωριό, αλλά καμία απόφαση δεν παρέχεται ούτε προς τους λόγους ούτε προς τους δράστες των γεγονότων.
Ο αφηγητής εγκαταλείπει το Eichwald μια για πάντα.
Ηθοποιοί και χαρακτήρες
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: απόδοση ονομάτων με λατινικούς χαρακτήρες
Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων.
Για τους περισσότερους ρόλους ενήλικων χαρακτήρων, ο Χάνεκε επέλεξε ηθοποιούς με τους οποίους είχε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν,[15] παρ’όλα αυτά πιο πολλά από 7,000 παιδιά πέρασαν από ακρόαση σε περίοδο 6 μηνών που διήρκεσε η περίοδος των συνεντεύξεων. Ο ρόλος του πάστορα ήταν γραμμένος για τον Ulrich Mühe, ο οποίος πρωταγωνίστησε σε αρκετές ταινίες του Χάνεκε, αλλά πέθανε ένα χρόνο πριν την παραγωγή. Η αναπλήρωση του με τον, Burghart Klaußner, ήταν κάτι νέο για το σκηνοθέτη. Ηθοποιοί με σημαντική σκηνική εμπειρία προτιμήθηκαν λόγω της μετρημένης γλώσσας του σεναρίου.[16]
Για τους περισσότερους ρόλους ενήλικων χαρακτήρων, ο Χάνεκε επέλεξε ηθοποιούς με τους οποίους είχε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν,[15] παρ’όλα αυτά πιο πολλά από 7,000 παιδιά πέρασαν από ακρόαση σε περίοδο 6 μηνών που διήρκεσε η περίοδος των συνεντεύξεων. Ο ρόλος του πάστορα ήταν γραμμένος για τον Ούλριχ Μούε, ο οποίος πρωταγωνίστησε σε αρκετές ταινίες του Χάνεκε, αλλά πέθανε ένα χρόνο πριν την παραγωγή. Η αναπλήρωση του με τον Μπούργκχαρτ Κλάουσνερ
(Burghart Klaußner), ήταν κάτι νέο για το σκηνοθέτη. Ηθοποιοί με σημαντική σκηνική εμπειρία προτιμήθηκαν λόγω της μετρημένης γλώσσας του σεναρίου.[16]
Παραγωγή
Το έργο ήταν σε εξέλιξη για περισσότερο από δέκα χρόνια. Αρχικά σχεδιάστηκε για μία μίνι τηλεοπτική σειρά για το αυστριακό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ORF,[17] μετά από πέντε χρόνια δε βρέθηκε επενδυτής και ο σκηνοθέτης το έθεσε σε αναμονή.[15] Τελικά αναβίωσε ως μια ταινία μεγάλου μήκους, η παραγωγή προωθήθηκε από την αυστριακή εταιρεία Wega Film με συμπαραγωγή από την X-Filme Creative Pool (Γερμανία), Les Films Du Losange (Γαλλία) και τη Lucky Red (Ιταλία).[18] Η ταινία έλαβε οικονομική υποστήριξη από το αυστριακό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, διάφορα τοπικά ταμεία στη Γερμανία, το γαλλικό Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου και Κινούμενης Εικόνας(CNC) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χρηματοδότησης ταινιώνEurimages.[19] for its production budget of around 12 million Euro.[17]
Η μαγνητοσκόπηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ 9 Ιουνίου και 4 Σεπτεμβρίου 2008. Οι τοποθεσίες που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι εξής: Leipzig, Lübeck, Michaelisbruch (Dreetz) και Netzow (Plattenburg)[20] and Dassow (Schloss Johannstorf).[21] Η επιλογή να γίνει η ταινία ασπρόμαυρη βασίστηκε εν μέρει στην ομοιότητα με φωτογραφίες της εποχής, αλλά και για να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα αποστασιοποίησης.[15] Όλες οι σκηνές είχαν τραβηχτεί αρχικά με χρώμα και έπειτα μεταβλήθηκαν σε άσπρο και μαύρο. Ο Κρίστιαν Μπέργκερ, η συνηθισμένη επιλογή υπεύθυνου φωτογραφίας του Μίχαελ Χάνεκε, τράβηξε την ταινία σε Super 35 χρησιμοποιώντας μία Moviecam Compact. Ο Χάνεκε ήθελε τα περιβάλλοντα να είναι πολύ σκοτεινά, υπάρχουν πολλές εσωτερικές σκηνές που χρησιμοποιούνται μόνο πρακτικές πηγές φωτός όπως λάμπες πετρελαίου και κεριά. Σε ορισμένες από τις πιο σκοτεινές σκηνές, όπου οι τεχνικοί έχουν αναγκαστεί να προσθέσουν τεχνητό φωτισμό, οι επιπλέον σκιές θα μπορούσαν να αφαιρεθούν με ψηφιακό post-production που επιτρέπεται για εκτεταμένο (Ρετους)[22] Η ομάδα της Βιέννης επίσης έκανε πιο ευκρινή τα αντικείμενα και τις εκφράσεις των προσώπων, και οι σύγχρονες λεπτομέρειες αφαιρέθηκαν από τις εικόνες. Στη σκηνή του χορού όπου η κάμερα κινείται 360ο μοίρες, πλακάκια προστέθηκαν καρέ-καρέ έτσι ώστε να αντικαταστήσουν τις πραγματικές στέγες.[16]
Κυκλοφορία
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στις 21 Μαΐου 2009 ως επίσημη επιλογή για το 62ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Καννών και η θεατρική της προβολή στην Αυστρία έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου του 2009.[17][23] Στη Γερμανία, η προβολή της ταινίας σε επιλεγμένους κινηματογράφους έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου και έπειτα ακολούθησε η διεθνής προβολή στις 15 Οκτωβρίου.[24] American distribution by Sony Pictures Classics began 30 December 2009.[25]
Με ένα πλήρως γερμανικό καστ και τοπίο, καθώς και συμπαραγωγή με μια γερμανική εταιρεία, έχει συζητηθεί το αν η ταινία πρέπει να θεωρηθεί ως μία αυστριακή ή γερμανική παραγωγή. Ο ίδιος ο Χάνεκε είπε σχετικά με το θέμα: "Στους Ολυμπιακούς αγώνες το μετάλλιο δεν πηγαίνει στη χώρα, αλλά στον αθλητή." Η γενική αίσθηση είναι ότι αποτελεί κατά κύριο λόγο μια ταινία του Χάνεκε.[26]