Το Αντίο, παλλακίδα μου (αγγλικά: Farewell My Concubine) ή (κινεζικά: 霸王別姬) είναι κινεζική ιστορική δραματική ταινία του 1993 σε σκηνοθεσία Τσεν Καϊγκέ και σενάριο του Λου Γουέι, βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα της Λίλιαν Λι που αναφέρεται σε μια πολιτικά ταραχώδη Κίνα του 20ού αιώνα, από τις πρώτες μέρες της Δημοκρατίας μέχρι τον απόηχο της Πολιτιστικής Επανάστασης. Πρωταγωνιστούν οι Λέσλι Τσέουνγκ, Ζανγκ Φενγκί, Γκονγκ Λι, Λου Κι και Γινγκ Ντα.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα την 1η Ιανουαρίου 1993, στο Χονγκ Κονγκ και έλαβε γενικά θετικές κριτικές από σύγχρονους κριτικούς, κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1993 [σημ. 1]. Επίσης κέρδισε την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το βραβείο BAFTA Καλύτερης Μη Βρετανικής Ταινίας και έλαβε δύο υποψηφιότητες στα 66α βραβεία Όσκαρ της Καλύτερης Φωτογραφίας και της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η ταινία τελικά απαγορεύτηκε στην ηπειρωτική Κίνα για λιγότερο από δύο μήνες λόγω της απεικόνισης της ομοφυλοφιλίας και της αυτοκτονίας αλλά και προσωπικής της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο.[8][9] Το "Αντίο, παλλακίδα μου" θεωρείται μια από τις ταινίες-ορόσημο του κινήματος της Πέμπτης Γενιάς που έφερε τους Κινέζους σκηνοθέτες στο παγκόσμιο προσκήνιο.[10][11] Το 2005, η ταινία επιλέχθηκε ως μία από τις "100 καλύτερες ταινίες στην παγκόσμια ιστορία" από το περιοδικό Time.
Πλοκή
Τον χειμώνα του 1924, ο Ντούζι, ένα αγόρι προικισμένο με γυναικεία χαρακτηριστικά, οδηγείται από την ιερόδουλη μητέρα του σε έναν θίασο όπερας του Πεκίνου που αποτελείται αποκλειστικά από αγόρια, υπό την επίβλεψη του δασκάλου Γκουάν. Ο Ντούζι έχει ένα επιπλέον δάχτυλο που κάνει τον Γκουάν να τον απορρίψει αρχικά από τον θίασο. Λίγο μετά, η μητέρα του Ντούζι κόβει το επιπλέον δάχτυλο με ένα μαχαίρι και τον επιστρέφει στον θίασο με το χέρι του να αιμορραγεί ακόμα και τον εγκαταλείπει. Ο Ντούζι γίνεται φίλος με έναν συμφοιτητή, τον Σίτου.
Το 1932, ο Ντούζι εκπαιδεύεται να παίζει νταν (γυναικείους ρόλους), ενώ ο Σίτου μαθαίνει τζινγκ (ανδρικούς ρόλους). Κατά την εξάσκηση του έργου «Ονειρεύομαι τον κόσμο έξω από το μοναστήρι», ο Ντούζι αντικαθιστά κατά λάθος τη φράση «Είμαι από τη φύση μου κορίτσι, όχι αγόρι» με το «Είμαι από τη φύση μου αγόρι, όχι κορίτσι» και τιμωρείται αυστηρά από τους εκπαιδευτές. Ο Ντούζι, μαζί με έναν άλλο μαθατή, τον Λάιζι, επιχειρούν να το σκάσουν, αλλά ο Ντούζι αποφασίζει να ασχοληθεί σοβαρά με την υποκριτική αφού παρακολουθεί μια παράσταση όπερας σε ένα θέατρο. Επιστρέφοντας, βρίσκουν όλο τον θίασο να τιμωρείται για την λιποταξία τους και ο Ντούζι ξυλοκοπείται. Ως αποτέλεσμα, ο Λάιζι κρεμιέται.
Ένας πράκτορας που παρέχει χρηματοδότηση για έργα όπερας έρχεται στο θίασο για να αναζητήσει δυνατότητες. Όταν ο Ντούζι επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος μπροστά στον πράκτορα, ο Σίτου δίνει εντολή να ξεκινήσει από την αρχή. Ο Ντούζι τελικά ψιθυρίζει: «Είμαι από τη φύση μου κορίτσι, όχι αγόρι». Παραδίδει όλο τον μονόλογο με επιτυχία, προς χαρά του θιάσου, και εξασφαλίζει την χρηματοδότηση του πράκτορα. Ο θίασος καλείται να εμφανιστεί για τον ευνούχο Ζανγκ. Ο Σίτου και ο Ντούζι μεταφέρονται στο σπίτι του Ζανγκ όπου βρίσκουν ένα καλοφτιαγμένο σπαθί, το οποίο ο Σίτου υπόσχεται να δώσει στον Ντούζι μια μέρα, όπως θα έκανε ο ήρωας για την παλλακίδα του. Ο Ζανγκ ζητά να συναντήσει τον Ντούζι στο δωμάτιό του και τον επιτίθεται σεξουαλικά. Ο Ντούζι δεν το αναφέρει σε κανέναν, αλλά ο Σίτου γνωρίζει σιωπηρά τι συνέβη. Στο δρόμο για το σπίτι τους, ο Ντούζι υιοθετεί ένα εγκαταλελειμμένο μωρό, το οποίο αργότερα έρχεται υπό την εκπαίδευση του Δάσκαλου Γκουάν.
Το 1937, την παραμονή του περιστατικού της γέφυρας Μάρκο Πόλο, ο Ντούζι και ο Σίτου γίνονται αστέρια της όπερας του Πεκίνου με τα καλλιτεχνικά ψευδώνυμα Τσενγκ Ντιαγί και Ντουάν Ξιαολού, αντίστοιχα. Η επιτυχία τους θα είναι το έργο Αντίο παλλακίδα μου, όπου ο Ντιαγί υποδύεται την παλλακίδα Γιού και ο Ξιαολού τον ήρωα Ξιανγκ Γου. Η φήμη τους προσελκύει την προσοχή του Γουάν Σίτζινγκ, ενός ανθρώπου που παρακολουθεί τις παραστάσεις τους και που λατρεύεται από τον Ντιαγί. Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης, ο Γουάν Σίτζινγκ χαρίζει στον Ντιαγί ένα σπαθί και επαινεί την απόδοσή του, αλλά ο Ντιαγί διστάζει να αναπτύξει μια ρομαντική σχέση μαζί του. Ο ενήλικος Ντιαγί τρέφει ανεκπλήρωτη αγάπη για τον Ξιαολού, αλλά αυτός παντρεύεται τη Γιουχάν, μια ξεροκέφαλη εταίρα σε έναν πολυτελή οίκο ανοχής, και η σχέση του Ντιαγί και του Ξιαολού αρχίζει να καταρρέει. Το ερωτικό τρίγωνο μεταξύ Ντιαγί, Ξιαολού και Γιουχάν οδηγεί σε ζήλια και προδοσία, η οποία περιπλέκεται περαιτέρω από τις διαδοχικές πολιτικές αναταραχές μετά τον Δεύτερο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο.
Όταν οι κομμουνιστικές δυνάμεις κερδίζουν τον εμφύλιο πόλεμο, ο Ξιάο Σι γίνεται φανατικός οπαδός της νέας κυβέρνησης. Ο εθισμός του Ντιαγί στο όπιο επηρεάζει αρνητικά τις ερμηνείες του, αλλά τελικά αποκαθίσταται με τη βοήθεια των Ξιαολού και Γιουχάν. Ο Ξιάο Σι τρέφει δυσαρέσκεια εναντίον του Ντιαγί λόγω των αυστηρών διδασκαλιών του και σφετερίζεται το ρόλο του στο Αντίο παλλακίδα μου, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, χωρίς κανείς να το πει στον Ντιαγί εκ των προτέρων. Συντετριμμένος από την προδοσία, ο Ντιαγί απομονώνεται και αρνείται να συμφιλιωθεί με τον Ξιαολού. Καθώς η Πολιτιστική Επανάσταση συνεχίζεται, ολόκληρος ο θίασος της όπερας τίθεται σε μια αντιπαράθεση από τους Κόκκινους Φρουρούς όπου, υπό πίεση, ο Ντιαγί και ο Ξιαολού αλληλοκατηγορούνται για αντεπαναστατική δράση. Ο Γιουχάν είναι αποκαρδιωμένος και αυτοκτονεί. Στη συνέχεια, ο Ξιαό Σι συλλαμβάνεται από τους Κόκκινους Φρουρούς όταν μελετά μόνος του στον καθρέφτη τον ρόλο της παλακκίδας Γου σε μια αίθουσα εξάσκησης.
Το 1977, ο Ντιαγί και ο Ξιαολού ξανασμίγουν, πιστεύοντας ότι έχουν φτιάξει τη σχέση τους. Για άλλη μια φορά παίζουν το έργο Αντίο παλλακίδα μου. Ο Ξιαολού ξεκινά με τη φράση "Είμαι από τη φύση μου αγόρι", στην οποία ο Ντιαγί κάνει το ίδιο λάθος να τελειώσει με το "είμαι ένα κορίτσι". Καθώς τελειώνουν την παράστασή τους, ο Ντιαγί παίρνει το σπαθί του Ξιαολού και κόβει τον λαιμό του, παραλληλίζοντας την τελευταία πράξη της παλλακίδας στην όπερα. Ο Ξιαολού γυρίζει σοκαρισμένος και φωνάζει το όνομα του Ντιαγί, και πριν η σκηνή γίνει μαύρη, ψιθυρίζει το παιδικό όνομα του Ντιαγί: Ντουζί.
Ιστορικό υπόβαθρο
Το ιστορικό υπόβαθρο της ταινίας είναι πολυεπίπεδο και περίπλοκο, γεγονός που συμβάλλει στο μοτίβο και τη μορφή της ταινίας. Η περίοδος της δεκαετίας του 1990 εμφανίζει την Κίνα να προσπαθεί να κάνει έλεγχο στην εικόνα της χώρας μετά τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιενανμέν το 1989. Ο Ντέιβιντ Σάμπαου μιλά για τη νέα ατζέντα της κυβέρνησης που επικεντρώθηκε στην "αποκατάσταση της ενότητας στην ηγεσία, τη διασφάλιση της πίστης του στρατού, την αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης, την αποκατάσταση του κεντρικού ελέγχου στις επαρχίες, τον εκσυγχρονισμό και τον περιορισμό της οικονομίας και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου της Κίνας σε ένα διεθνές περιβάλλον μετά τον Ψυχρό Πόλεμο". [12] Εκτός από τις αναφερόμενες αλλαγές στο πολιτικό κλίμα, την εποχή της κυκλοφορίας της ταινίας, η ατμόσφαιρα γύρω από την κριτική της Πολιτιστικής Επανάστασης άλλαξε. Όπως σημειώνει ο Λιού Χουί "η κριτική στην Πολιτιστική Επανάσταση είχε γίνει επιτρεπτή, ακόμη και της μόδας", επιτρέποντας στην ταινία να αναδείξει την ζημιά που υπέστη ο κόσμος της τέχνης, καθώς και άλλες πτυχές της κινεζικής κοινωνίας, όπως η ιατρική και η εκπαίδευση, από την Πολιτιστική Επανάσταση.[13]
Κυκλοφορία
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στη Σαγκάη τον Ιούλιο του 1993, αλλά αποσύρθηκε από τους κινηματογράφους μετά από δύο εβδομάδες για επιπλέον λογοκρισία και στη συνέχεια απαγορεύτηκε τον Αύγουστο. Η ταινία αντιμετώπισε αντιδράσεις για την απεικόνιση της ομοφυλοφιλίας, της αυτοκτονίας και της βίας που διαπράχθηκε υπό την κομμουνιστική κυβέρνηση του Μάο Τσε Τουνγκ κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Καθώς η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1993, η απαγόρευση προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. [14] Νιώθοντας ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή και με τον φόβο ότι θα έβλαπτε την προσπάθεια της Κίνας για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, οι αξιωματούχοι επέτρεψαν την επανακυκλοφορία της ταινίας τον Σεπτέμβριο. Αυτή η έκδοση περιείχε μια λογοκριμένη έκδοση, όπου οι σκηνές που αφορούσαν την Πολιτιστική Επανάσταση και την ομοφυλοφιλία κόπηκαν και η τελική σκηνή αναθεωρήθηκε για να «απαλύνει το απεικόνιση της αυτοκτονίας». [15]
Υποδοχή
Κριτικές
Ο Ρότζερ Ίμπερτ απένειμε στην ταινία τέσσερα αστέρια, επαινώντας την πλοκή ως «σχεδόν απίστευτα φιλόδοξη» και εκτελεσμένη με «ελευθερία και ενέργεια».[16] Ο Ντέιβιντ Ντένμπι επέκρινε το «θέαμα» αλλά θεώρησε ότι θα άξιζε να διαπρέψει στον διεθνή κινηματογράφο, απεικονίζοντας έναν θρίαμβο αγάπης και πολιτισμού παρά τις σκοτεινές στιγμές.[17] Ο Ντέσον Χάου ήταν λιγότερο θετικός, γράφοντας ότι το πρώτο μέρος είχε αντίκτυπο, αλλά δίνει τη θέση του σε «μαίανδρους» που θυμίζουν μυθιστόρημα.[18]
Η ταινία συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των New York Times με τις καλύτερες 1000 ταινίες που έγιναν ποτέ το 2004 [19] και στη λίστα του Time με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών το 2005. [20] Επίσης κατατάχθηκε στο Νο. 97 στον κατάλογο με τις "100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου» το 2010, του περιοδικού Empire[21] και στο Νο. 1 στις «100 Καλύτερες Κινεζικές Ταινίες» του Time Out το 2014. [22]
Ο ιστότοπος συλλογής κριτικών Rotten Tomatoes, δίνει βαθμολογία (Ιανουάριος 2022) θετικής έγκρισης 86% βασισμένες σε 37 κριτικές με μέσο όρο 7.50/10 με την κριτική συναίνεση του ιστότοπου να αναφέρει: «Το έπος του Τσεν Καιγκέ είναι μεγάλο σε έκταση και παρουσίαση και, ενισχυμένο από καλές ερμηνείες, το αποτέλεσμα είναι μια ταινία τόσο τρομακτική όσο και συναρπαστική».[23]
↑Hui, Luo. (2007). «Theatricality and Cultural Critique in Chinese Cinema». Asian Theatre Journal25 (1): 122–137. doi:10.1353/atj.2008.0010. ISSN1527-2109.
Braester, Yomi. Farewell My Concubine: National Myth and City Memories. In Chinese Films in Focus: 25 New Takes, edited by Chris Berry, 89–96. London: British Film Institute, 2003.
Leung, Helen Hok-Sze (2010). Farewell My Concubine: A Queer Film Classic (Large Print 16pt). Vancouver: Read How You Want, Arsenal Pulp Press. ISBN978-1459608368.
Kaplan, Ann. Reading Formations and Chen Kaige's Farewell My Concubine. In Sheldon Lu, ed., Transnational Chinese Cinema: Identity, Nationhood, Gender. Honolulu: University of Hawaii Press, 1997.
Larson, Wendy. The Concubine and the Figure of History: Chen Kaige's Farewell My Concubine. In Sheldon Lu, ed., Transnational Chinese Cinema: Identity, Nationhood, Gender. Honolulu: University of Hawaii Press, 1997; also published as Bawang bieji: Ji yu lishi xingxiang, Qingxiang (1997); also in Harry Kuoshu, ed., Chinese Film, ed. Bloomington: Indiana University Press, 2000.
Lau, Jenny Kwok Wah. Farewell My Concubine': History, Melodrama, and Ideology in Contemporary Pan-Chinese Cinema.Film Quarterly 49, 1 (Fall, 1995).
Lim, Song Hwee. The Uses of Femininity: Chen Kaige's Farewell My Concubine and Zhang Yuan's East Palace, West Palace. In Lim, Celluloid Comrades: Representations of Male Homosexuality in Contemporary Chinese Cinemas. Honolulu: University of Hawai'i, 2006, 69–98.
Lu, Sheldon Hsiao-peng. "National Cinema, Cultural Critique, Transnational Capital: The Films of Zhang Yimou." In Transnational Chinese Cinema, edited by Sheldon Lu, 105–39. Honolulu: University of Hawaii Press, 199.
McDougall, Bonnie S. "Cross-dressing and the Disappearing Woman in Modern Chinese Fiction, Drama and Film: Reflections on Chen Kaige's Farewell My Concubine." China Information 8, 4 (Summer 1994): 42–51.
Metzger, Sean. "Farewell My Fantasy." The Journal of Homosexuality 39, 3/4 (2000): 213–32. Rpt. in Andrew Grossman, ed. Queer Asian Cinema: Shadows in the Shade. NY: Harrington Press, 2000, 213–232.