Χάρτης της Βλάχικης γλώσσας στη Νότια Βαλκανική με τις διαλέκτους της
Η Βλάχικη γλώσσα είναι γλώσσα του ανατολικού κλάδου των Λατινογενών γλωσσών. Διαμορφώθηκε τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση των Βαλκανίων από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[2]
Αποκαλείται πρωτίστως από τους ομιλούντες της armãneashti, armãneashte, armãneashci, armãneashce ; rrãmãneshti (Αρωμανική) όρος που δημιουργήθηκε από την τάση για προσθήκη ενός προθετικού Α- (Romanus>Aromãn). Στην Ελληνική γλώσσα έχει επικρατήσει η ονομασία Βλάχικη (Vlach, Vlãheshte), ενώ χρησιμοποιούνται επίσης στον επιστημονικό λόγο οι ονομασίες Αρωμουνική και Κουτσοβλαχική[3].
Είναι μία από τις τέσσερεις λατινογενείς γλώσσες της Βαλκανικής με πολλές λέξεις να προέρχονται από την Ελληνική. Το Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης του Κ. Νικολαΐδη (1909) περιλαμβάνει 6.657 λέξεις εκ των οποίων οι 3.560 έχουν ελληνική προέλευση, 2.605 λατινική, 185 σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 157 άγνωστη. Μάλιστα σε πολλές από τις ελληνογενείς λέξεις η ετυμολογία ανάγεται στους πρωτοαρχαιοελληνικούς και ομηρικούς χρόνους.
Στην Ελλάδα πρέπει να γίνει διαχωρισμός όταν μιλάμε για βλάχικα με μικρό β. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται αναφορά σε δυσνόητα ιδιωματική "επαρχιακή" προφορά, των βορείων κυρίως ιδιωμάτων της Ελληνικής γλώσσας. Αυτή τη μεταφορική έννοια της "βλάχικης" γλώσσας αναφέρει από το 1707 και ο Αναστάσιος Μιχαήλ.[4]
Ταξινόμηση
Η Βλάχικη γλώσσα έχει σαφή λατινογενή προέλευση. Ανήκει στον κλάδο των Ρωμανικών Γλωσσών, των ιδιωματικών μορφών που παρήχθησαν από τη Λατινική γλώσσα μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ανήκει στην οικογένεια των Ανατολικών Ρωμανικών γλωσσών, στη γλωσσική ομάδα των Βαλκανικών Ρωμανικών που ανήκουν επίσης οι βόρειες διάλεκτοι της Δακορουμανικής (από όπου διαμορφώθηκαν τα σημερινά Ρουμάνικα) και της Ιστρορουμάνικης και η νότια δίαλεκτος της Μεγλενορωμανικής Στις χώρες που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι εξελίχθηκε η δημώδης μορφή της Λατινικής και όχι η λόγια που ομιλούνταν στη Ρώμη από Συγκλητικούς, ποιητές, λόγιους κ.α. Η Βλάχικη επομένως μπορούμε να πούμε ότι είναι η εξέλιξη της τραχείας μορφής της λατινικής που χρησιμοποιούσε ο Ρωμαϊκός Στρατός.
Η γλώσσα παρουσιάζει αρκετές τοπικές παραλλαγές. Οι κύριες διάλεκτοι της γλώσσας είναι: η Μοσχοπολίτικη με τη Φρασαριώτικη στην νότια κυρίως Αλβανία και στην Ήπειρο, η Γραμμουστιανή (της περιοχής του όρους Γράμμος) καθώς και αυτη της Πίνδου στην Ελλάδα.
Ιστορία
Οι απαρχές της γλώσσας δεν είναι με βεβαιότητα γνωστές. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι η διαμόρφωση και διαφοροποίησή της από τη Λατινική γλώσσα συνέβησαν κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. και ότι προήλθε από τη λαϊκή καθομιλούμενη Λατινική γλώσσα. Πολλά χρόνια αργότερα διαμορφώθηκαν και οι υπόλοιπες Ανατολικές Λατινογενείς γλώσσες, όπως η Μογλενίτικη Βλάχικη, η Ρουμάνικη γλώσσα και η Ιστρορουμανική. Κατά πολλούς, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής, είχε ως συνέπεια να αναπτυχθεί η θεωρία μίας κοινής Πρωτορουμάνικης γλώσσας, από την οποία δημιουργήθηκαν οι ανατολικές λατινικές γλώσσες.
Ως πρώτη καταγεγραμμένη φράση στη Βλάχικη γλώσσα θεωρείται, κατά πολλούς, η "τόρνα, τόρνα, φράτερ" όπως καταγράφηκε από τον βυζαντινό χρονογράφο Θεοφύλακτο Σιμοκάττη τον 6ο αιώνα. Συγκεκριμένα, περί της εκστρατείας των βυζαντινών στρατευμάτων κατά των Αβάρων στη Θράκη (579-582 μ.Χ.) ο Σιμοκράτης αναφέρει: τη πατρώα φωνή ... τόρνα, τόρνα, φράτερ και ο μεν κύριος τoυ ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες ... . Δηλαδή, κατά την εκστρατεία και ενώ ένα άλογο βάδιζε, το φορτίο έγερνε από τη μία μεριά και κινδύνευε να πέσει, τότε ένας άλλος στρατιώτης που ακολουθούσε φώναξε στον οδηγό του αλόγου στην πατρώα φωνή "τόρνα, τόρνα, φράτερ" (γέρνει-γέρνει αδελφέ ή γύρνα-γύρνα αδελφέ), προκειμένου ο δεύτερος να προσέξει και να μην πέσει το φορτίο του ζώου.
Στους αιώνες που ακολούθησαν η γλώσσα πήρε τη σημερινή της μορφή, δεχόμενη σημαντική επίδραση από γειτονικές της γλώσσες. Στο λεξιλόγιο η επιρροή της Ελληνικής γλώσσας είναι αρκετά μεγάλη, αν και ο βασικός κορμός των λέξεων παραμένει λατινικός.
Το αρχαιότερο δείγμα Βλάχικου γραπτού λόγου αποτελεί η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή «Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι» (Παρθένε, μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς.)
Άλλη επιγραφή γραμμένη στη Βλάχικη γλώσσα βρίσκεται σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων, από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα με χρονολογία 1789. Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρεις γλώσσες: Ελληνική καθαρεύουσα, Ελληνική δημοτική, και Βλάχικη (με ελληνικούς χαρακτήρες):
Ελληνική — καθαρεύουσα:
ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.
ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ.
Ελληνική — δημοτική:
ΣΚΙΑΖΟΥ Κ΄ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
ΤΡΕΜΕ Κ΄ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ.
ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.
Άλλο δείγμα Βλάχικου γραπτού λόγου, γραμμένου επίσης με ελληνικούς χαρακτήρες είναι το τετράστιχο του αγγείου Simota των αρχών του 19 αιώνα:
Καιλερύτου αμέου, μπια γίνου κα πι ατέου.
Μούλτου σε νού μπιάε, σε νού τε βεμάη.
Τρά σε νου τζη φάκε ρέου, τρα σε νου τε μπετου έου.
Υναι ουάρε σε μπηάη, συ ακάσε τζη σε βάϊ.
Και η μετάφραση είναι η εξής:
Καλαρρίτη δικέ μου, πιες κρασί σαν δικό σου.
Πολύ μη πιεις, για να μη «ξεράσεις».
Για να μη σου κάνει κακό, για να μην σε μεθύσω εγώ.
Μια φορά να πιείς, θα ‘χεις και για το σπίτι.
Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την "Πρωτοπειρία", ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1170 λέξεις σε τρεις κάθετες στήλες στη νεοελληνική, Βλάχικη και αλβανική. Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την "Εισαγωγική Διδασκαλία", ένα τετράγλωσσο λεξικό της ελληνικής, της εν Μοισία Βλάχικης, της βουλγαρικής και της αλβανιτικής. Η πρώτη γραμματική της γλώσσας τυπώθηκε το 1813 στη Βιέννη της Αυστρίας (τότε Αυστρουγγαρίας). Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες, και στην Ελλάδα, διάφορες γραμματικές και λεξικά της γλώσσας.
Γεωγραφική εξάπλωση
Βλαχόφωνες κοινότητες απαντώνται σήμερα στην Ελλάδα, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, καθώς και τη Σερβία διατηρούνται κοινότητες, η ύπαρξη των οποίων χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Υπάρχουν ακόμα κοινότητες Βλάχων μεταναστών σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και στην Αυστραλία.
Στον ελλαδικό χώρο βλαχόφωνα χωριά και πόλεις βρίσκονται σήμερα κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Κοζάνης και της Ηπείρου.
Ορισμένες περιοχές με βλαχόφωνους πληθυσμούς είναι:
Σε παλιότερες εποχές σημαντικοί βλαχόφωνοι πληθυσμοί υπήρχαν και σε άλλες περιοχές, όπως στη Θεσσαλία (π.χ. Τύρναβος). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Θεσσαλία ήταν γνωστή και ως Μεγάλη Βλαχία.
Σε άλλες χώρες, αξιόλογο βλαχόφωνο πληθυσμό φιλοξενούν η Μοσχόπολη στην Αλβανία και το Μοναστήρι στη Βόρεια Μακεδονία.
Ομιλητές
Σύμφωνα με σχετικές και όχι ακριβείς εκτιμήσεις για τον αριθμό των σημερινών ομιλητών της Βλάχικης γλώσσας:
Ελλάδα: περίπου 20.000 άτομα μιλάνε ή απλώς κατανοούν τη γλώσσα
Σε κάθε περίπτωση οι ομιλητές χρησιμοποιούν σήμερα τη Βλάχικη ως δεύτερη γλώσσα παράλληλα με την εκάστοτε επίσημη της κάθε χώρας, εκτός ίσως από λιγοστές εξαιρέσεις υπερήλικων.
Στην Ελλάδα ομιλείται ικανοποιητικά μόνο από άτομα ηλικιών άνω των 40-50 ετών. Δεν παρατηρούνται νεαρά άτομα που τη διδάσκονται ως πρώτη γλώσσα, ενώ υπάρχει κάποιος αριθμός νεαρών ατόμων που την κατανοούν ακουστικά σε κάποιο βαθμό, χωρίς όμως να είναι σε θέση να τη μιλήσουν.
Γίνονται κάποιες προσπάθειες για την αναζωογόνηση της γλώσσας, χωρίς ωστόσο σημαντικά αποτελέσματα στον ελλαδικό χώρο, καθώς δεν υπάρχει κάποια επίσημη μέριμνα από την πλευρά της πολιτείας. Σε άλλες χώρες γίνονται από τους απόδημους Βλάχους σημαντικότερες προσπάθειες για τη διατήρηση της, ενώ μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο ακόμα και ιστοσελίδες με αντικείμενο τη Βλάχικη γλώσσα.
Επίσημη κατάσταση της γλώσσας
Η Βλάχικη δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα καμίας χώρας. Είναι αναγνωρισμένη ως μειονοτική γλώσσα στη Βόρεια Μακεδονία και ως αξιωματική γλώσσα στο Κρούσεβο.
Το ενδεχόμενο διδασκαλίας της γλώσσας στην Ελλάδα
Προσπάθεια για διδασκαλία της Βλάχικης γλώσσας έχει γίνει κατά το παρελθόν οργανωμένα από τη Ρουμανική Προπαγάνδα με σκοπό τον προσεταιρισμό των Βλάχων και την αλλοίωση της ελληνικής εθνικής τους συνείδησης.[5]
To 1997 η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέστησε στην Ελλάδα να υποστηρίξει τη διδασκαλία της Βλάχικης γλώσσας, σε μια προσπάθεια διατήρησής της, στα πλαίσια του, μη υπογεγραμμένου από την Ελλάδα, Ευρωπαϊκού χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών.
Τέτοια προοπτική δεν πραγματοποιήθηκε καθώς φαίνεται να μην ενδιαφέρει τους Ελληνίζοντες Βλάχους. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων έχει εκφραστεί κάθετα εναντίον της διδασκαλίας των Βλάχικων.[2].
Ορισμένα βασικά επιχειρήματα του συλλόγου είναι:
ζητήματα ευαίσθητα όπως η γλώσσα είναι ευάλωτα σε υποβολιμαίες διαστρεβλώσεις που λειτουργούν ως έναυσμα και όχημα μειονοτικών ζητημάτων και αλυτρωτικών διεκδικήσεων
δεν υπάρχει "δεδομένη βλάχικη γλώσσα" αλλά μόνον προφορικές διάλεκτοι και συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για εκπαίδευση στη «Βλάχικη γλώσσα».
Παραδοσιακά οι Βλάχοι είχαν Ελληνική εκπαίδευση και πάντα εκφραζόταν ως τμήμα του Ελληνικού πολιτισμού. Επίσης να υπογραμμιστεί και ότι από τότε που οι Βλάχοι έγιναν χριστιανοί, η λειτουργία στους Ιερούς τους Ναούς και τα μοναστήρια γίνονταν πάντα στα Ελληνικά.
επιχειρείται πάλι με όχημα τη γλώσσα, δημιουργία ανύπαρκτης «Γλωσσικής μειονότητας» και κατά συνέπεια ανύπαρκτης «Εθνότητας Βλάχων».
Από την άλλη, ο Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Βέροιας είναι σύμφωνος με τη διδασκαλία της γλώσσας. Όπως δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα του συλλόγου [3],
Η ελληνική Πολιτεία οφείλει, μέσα από τα ΜΜΕ, να βοηθήσει να διαλυθούν απαξιωτικά στερεότυπα για τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες και να συνδράμει στο να κατανοήσει ο δίγλωσσος ότι πλουτίζει την κοινωνία και ότι δεν πρέπει να ντρέπεται για τη μητρική του γλώσσα. Παράλληλα, επιβάλλεται να αρχίσει και στη χώρα μας ένας ενημερωτικός διάλογος για τις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες και η πολιτεία να αναλάβει την πρωτοβουλία να φέρει στην ελληνική βουλή το Χάρτη με τις λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες στην Ευρώπη, όπως έκαναν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, να επεξεργαστεί συγκεκριμένες πολιτικές που θα στοχεύουν στη διατήρηση των ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών της πατρίδας μας, με καθαρά επιστημονικά κριτήρια, χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Επιπλέον, απόψεις υπέρ της διδασκαλίας και της διάσωσης της γλώσσας έχουν εκφραστεί ακόμα και από πολύ υψηλά ιστάμενους Έλληνες πολιτικούς. Το 1998 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος επισκεπτόμενος βλαχόφωνα χωριά της Ορεινής Καλαμπάκας αναφέρθηκε στην ανάγκη αναζωογόνησης της γλώσσας. Πρότεινε μάλιστα στους παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής την πειραματική διδασκαλία της γλώσσας στα σχολεία, χωρίς όμως να βρει θετική ανταπόκριση. Το 1998 ο Γιώργος Παπανδρέου είχε επίσης αναφερθεί στη γλώσσα και στην ανάγκη επιβίωσής της ώστε να διασφαλίσουμε και να προαγάγουμε τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες στη χώρα μας και ταυτόχρονα να αποκρούσουμε οποιαδήποτε προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσής τους.
Γραφή
Η Βλάχικη γλώσσα δεν έχει κοινά αποδεκτή επίσημη γραφή. Οι Βλάχοι της Ελλάδας πάντοτε χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα μόνο προφορικά. Το 1997 στο Μοναστήρι της Βόρειας Μακεδονίας πραγματοποιήθηκε συμπόσιο για την καθιέρωση της γραφής της Βλάχικης γλώσσας, στο οποίο επιλέχθηκε το αλφάβητο που θα χρησιμοποιούνταν για την τυποποίηση της γραφής της βλάχικης. Στο συνέδριο παραβρέθηκαν 25 έως 30 γλωσσολόγοι, συγγραφείς, εκδότες και δημοσιογράφοι που επιλέχθηκαν από βλάχικους συλλόγους του εξωτερικού. Από τη μόνη χώρα που δεν παρευρέθησαν εκπρόσωποι ήταν από την Ελλάδα, την κοιτίδα των Βλάχων στη Βαλκανική, καθώς δεν εστάλησαν ποτέ προσκλήσεις[4]. Στην Ελλάδα συνηθίζεται να γράφεται στο Ελληνικό αλφάβητο με τη προσθήκη κάποιων διακριτικών ή με συνδυασμό χαρακτήρων του Ελληνικού και του Λατινικού αλφαβήτου. Στις υπόλοιπες χώρες γράφεται σε κατάλληλα τροποποιημένες μορφές του Λατινικού αλφαβήτου.Σύμφωνα με απόψεις ειδικών η γραφή που προτάθηκε για τα βλάχικα το 1997 στο Μοναστήρι της Βόρειας Μακεδονίας δεν έχει καμία σχέση με τη φωνολογική και ιστορική εξέλιξη της βλαχικής γλώσσας. Δεν λαμβάνει υπόψη κανένα από τα ιστορικά και φωνητικά κριτήρια που προτάθηκαν ως τότε από ειδικούς. Παρότι απεικονίζει μία ρωμανική γλώσσα δεν ακολουθεί τα συστήματα γραφής άλλων ρωμανικών γλωσσών άλλα βασίζεται κυρίως σε γραφήματα που επινοήθηκαν για να αποδώσουν σλαβικές γλώσσες με λατινική γραφή, γεγονός που απηχεί μία ιδεολογική προσέγγιση της γλώσσας από Βλάχους των Βαλκανίων. Στο συμπόσιο του 1997 δεν μετείχε κανείς γλωσσολόγος, συνεπώς οι προτάσεις που έγιναν παραμένουν επιστημονικά αδύναμες. Μία προσπάθεια διόρθωσης αυτής της κατάστασης επιχειρήθηκε από ειδικούς.[6]
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Aromanian». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑Εγκυκλοπαιδικό λεξικό ΠΑΠΥΡΟΣ Larousse "Βλάχοι: γλωσσικά εκλατινισθέντες κατά τη Ρωμαιοκρατία πληθυσμοί των Βαλκανίων που χρησιμοποιούν στον προφορικό λόγο την Κουτσοβλαχική (Αρωμουνική)"
↑Λαζάρου Αχιλλέας, 19862: Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Αθήνα, σελ. 407 + χάρτες· Κεραμόπουλος Αντώνιος, 1939: Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι. Εν Αθήναις, σελ. 152.
Κολτσίδας Αντώνιος, 1978, Γραμματική και λεξικό της Κουτσοβλαχικής διαλέκτου.
Κατσάνης Ν., Κ. Ντίνας, 1990, Γραμματική της κοινής Κουτσοβλαχικής.
Σιώκης Νικόλαος, Η βλάχικη γλώσσα και οι προσπάθειες διατήρησής της από Βλάχους αποδήμους (τέλη 18ου-τέλη 19ου αιώνα), περ. Ελιμειακά, τ. 47 & 48 (Θεσσαλονίκη 2002)
Κέντρο Έρευνας Μειονοτικών Ομάδων, Η γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001
Davidoiu-Roman A. 2002 Ζητήματα μορφολογίας στην αρωμουνική (Aspecte ale morfosyntaxei pronumelui personal in aromana). Τirgovista.
Bara Maria, Kahl Thede, Sobolev Andrei, 2005, Η νοτιοαρωμουνική διάλεκτος του χωριού Τούριας, Κρανιά Γρεβενών, Πίνδος (Južnoaromynskij govor sela Turia: Krania Grevenon, Pind. Etnolingvistika, Leksika, Sintaksa, Teksty). Marburg, Sankt-Peterburg, ISBN 3-932331-59-1.
Papahagi Τ., Dicţionarul dialectului Aromân general şi etimologic, ed. 2a, Bucureşti 1974.
Peyfuss Max Demeter, Die Druckerei von Moschopolis, 1731-1769. Buchdruck und Heiligenverehrung im Erzbistum Achrida. Wien - Köln 1989. (= Wiener Archiv f. Geschichte des Slawentums u. Osteuropas. 13).
Dahmen Wolfgang, Kramer Johannes 1985, 1994: Atlasul lingvistic aromân. Balkan-Archiv. Neue Folge. Beiheft 4, 10. T. 1, 2.
Kahl Thede 2006, Sprache und Intention der ersten aromunischen Textdokumente, 1731-1809. In: Symanzik Bernhard (Hg.): Festschrift für Gerhard Birkfellner zum 65. Geburtstag, Studia Philologica Slavica I/I, Münstersche Texte zur Slavistik, S. 245-266, ISBN 3-8258-9891-1.
Carageani Gheorghe 1999 Studii aromâne (Αρωμουνικές Μελέτες), Bucuresti.
Μπέης, Σ. & Δασούλας, Φ. (2017) «Πρόταση για το σύστημα γραφής της βλαχικής γλώσσας». Γλωσσολογία 25 (σσ. 51-69). Μπέης, Σ. & Δασούλας, Φ. (2017) «Πρόταση για το σύστημα γραφής της βλαχικής γλώσσας». Γλωσσολογία 25 (σσ. 51-69). Διαθέσιμο στο: http://glossologia.phil. uoa. gr/?q=node/185
Δασούλας, Φ. (2013) Η αποκωδικοποίηση ενός πολιτισμού μέσα από το πεδίο της γλωσσικής του έκφρασης: Το βλαχικό ιδίωμα του Μετσόβου (έκδ. 2η). Διαθέσιμο στο : https://uoi.academia.edu/Fanis Dasoulas