Αυτό το λήμμα αφορά τη χρήση των λατινικών χαρακτήρων για γραφή σε διάφορες γλώσσες. Για την λατινική γραφή όπως χρησιμοποιείται για την λατινική γλώσσα, δείτε: Λατινικό αλφάβητο.
Η λατινική γραφή είναι ομάδα συμβόλων η οποία βασίζεται στους χαρακτήρες του λατινικού αλφάβητου. Αποτελεί την καθιερωμένη μέθοδο γραφής στις περισσότερες δυτικές και κεντροευρωπαϊκές γλώσσες, καθώς και σε πολλές γλώσσες σε άλλα μέρη του κόσμου. Διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό αλφαβήτων από οποιοδήποτε άλλο σύστημα γραφής,[1] καθώς και αποτελεί τη βάση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφάβητου. Οι 26 καθιερωμένοι χαρακτήρες - που αντιστοιχούν στο αγγλικό αλφάβητο - περιέχονται στο βασικό λατινικό αλφάβητο του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης (ISO).[2][3]
Ονομασία
Η γραφή ονομάζεται Λατινική ή Ρωμαϊκή, βάσει των γραμμάτων του λατινικού αλφαβήτου και την προέλευση από την αρχαία Ρώμη, το οποίο με τη σειρά του είναι μια μορφή του ελληνικού αλφάβητου της αρχαίας ελληνικής αποικίας της Κύμης στην Μεγάλη Ελλάδα. Κατά τις μεταγραφές λέξεων από άλλα αλφάβητα στο λατινικό η διαδικασία ονομάζεται εκλατινισμός ή λατινοποίηση.[4]
Αντιστοιχία αρχικού λατινικού αλφάβητου με το ελληνικό (Κύμης)
𐌀
𐌁
𐌂
𐌃
𐌄
𐌅
𐌆
𐌇
𐌈
𐌉
𐌊
𐌋
𐌌
𐌍
𐌎
𐌏
𐌐
𐌑
𐌒
𐌓
𐌔
𐌕
𐌖
𐌗
𐌘
𐌙
𐌜
𐌚
A
B
C
D
E
F
Z
Η
I
K
L
M
N
Ο
P
Q
R
S
T
V
X
Y
Το γράμμα Y, ονομάζεται και Y ελληνικό (λατινικά: I graeca, ιταλικά: i greca, ισπανικά: i griega, γαλλικά: i grec, ολλανδικά: Griekse ij, πολωνικά: igrek, βιετναμέζικα: i gờ-rét) ή εναλλακτικά και ως Ipsilon στα γερμανικά και πορτογαλικά, καθώς ο ήχος του /y/ δεν υπήρχε στη λατινική γλώσσα και όταν υιοθετήθηκε χρησιμοποιούνταν αρχικά μόνο για την απόδοση ξένων λέξεων -κυρίως ελληνικών- στα λατινικά.[5][6]
Το λατινικό αλφάβητο διαδόθηκε μαζί με τη γλώσσα των λατινικών με την επέκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε βόρεια Ευρώπη, βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας συνέχισε να χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο την ελληνική γλώσσα ως lingua franca, ωστόσο στη Δύση τα λατινικά επικράτησαν καθολικά με αποτέλεσμα την εμφάνιση των ρομανικών γλωσσών οι οποίες βασίζονται στη λατινική γλώσσα και αλφάβητο.[7]
Με τη συνεχιζόμενη επικράτηση του καθολικισμού στη δυτική και κεντρική Ευρώπη το λατινικό αλφάβητο επεκτάθηκε και στις δυτικές σλαβικές γλώσσες όπως τα Πολωνικά, καθώς και σε αρκετές νοτιοσλαβικές γλώσσες όπως τα Σλοβάκικα, Σλοβένικα και Τσέχικα. Οι ομιλητές των ανατολικών σλαβικών γλωσσών υιοθέτησαν το κυριλλικό αλφάβητο -επίσης στηριζόμενο στο ελληνικό- και τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Η Σερβική γλώσσα χρησιμοποιεί και τα 2 αλφάβητα, με τα Κυριλλικά να έχουν την περισσότερη χρήση.[9]
16ος - 19ος αιώνας
Έως το 1500, η λατινική γραφή περιοριζόταν στην περιοχή της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί Σλάβοι της ανατολικής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν κυρίως το κυριλλικό αλφάβητο, και το ελληνικό αλφάβητο ήταν αρκετά διαδεδομένο επίσης στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και βορειοανατολικής Ευρώπης, ενώ στη Δύση είχε κυρίως συνοδευτικό λόγο σε σχέση με πρωτίστως τα λατινικά. Η αραβική γραφή ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, από τις αραβικές έως και αυτές του Ιράν, Ινδονησία, Μαλαισία, και τα εξισλαμισμένα τουρκικά φύλα. Το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ασίας χρησιμοποιούσε μια ποικιλία από βραχμινικές γραφές ή την κινεζική γραφή.
Κάτω από την γαλλική και πορτογαλική επιρροή των ιεραποστόλων, δημιουργήθηκε η έκδοση της λατινικής γραφής της βιετναμέζικης γλώσσας η οποία προηγουμένως χρησιμοποιούσε κινεζικούς χαρακτήρες.
Το 1928, ως μέρος των ριζικών μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ Ατατούρκ η Τουρκία υιοθέτησε τη λατινική γραφή για την τουρκική γλώσσα εγκαταλείποντας την αραβική γραφή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους πληθυσμούς άλλων τουρκικών φύλων οι οποίοι διέμεναν στην ΕΣΣΔ όπως οι Τάταροι, Μπασκίρ, Αζέροι, Καζάκοι, Κυργίζιοι και άλλοι, άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο κατά τη δεκαετία του 1930 ωστόσο κατά τη δεκαετία του 1940 άλλαξαν στο κυριλλικό. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το in 1991, αρκετές από τις νέες ανεξάρτητες χώρες με τουρκογενή πληθυσμό που προέκυψαν όπως το Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν, και Τουρκμενιστάν, καθώς και η Μολδαβία υιοθέτησαν επίσημα τη λατινική γραφή για τις γλώσσες τους.
Κατά την ίδια περίοδο του 1930 με 1940, η πλειονότητα των Κούρδων εγκατέλειψαν την αραβική γραφή με τη λατινική. Αν και η κυβέρνηση στο ιρακινό Κουρδιστάν χρησιμοποιεί αραβική γραφή, η πλειονότητα των Κούρδων εκτός του Ιράκ χρησιμοποιεί περισσότερο τη λατινική γραφή.[11]
Η κυβέρνηση του Καζακστάν ανακοίνωσε το 2015 πως το λατινικό αλφάβητο θα αντικαταστήσει το κυριλλικό στη χώρα σε ένα ορίζοντα 10 ετών έως το 2025.[12]
Χρήση από διάφορες γλώσσες
Κατά την σταδιακή υιοθέτηση της λατινικής γραφής από άλλες γλώσσες, τα λατινικά γράμματα έχουν αρκετές φορές χρησιμοποιηθεί για να αναπαραστήσουν φωνήματα τα οποία δεν υπάρχουν σε άλλες γλώσσες οι οποίες γράφονται με το ίδιο σύστημα. Για την αναπαράσταση των νέων αυτών ήχων, δημιουργήθηκαν προεκτάσεις όπως η προσθήκη τόνων σε κάποια γράμματα, ή σύνθεση των γραμμάτων για τη δημιουργία τυπογραφικών συμπλεγμάτων, ή δημιουργία εντελώς νέων μορφών όπως η ύπαρξη ειδικής έννοιας όταν ένα ζεύγος χαρακτήρων χρησιμοποιείται μαζί.
Φθόγγοι
Οι δίφθογγοι είναι ζεύγη γραμμάτων ο συνδυασμός των οποίων χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ήχο ο οποίος δεν προκύπτει από τα γράμματα της ακολουθίας ως έχουν από μόνα τους. Για παράδειγμα οι δίφθογγοι ⟨ch⟩, ⟨ng⟩, ⟨rh⟩, ⟨sh⟩. Υπάρχουν και περιπτώσεις τριών γραμμάτων (τρίφθογγοι) όπως το γερμανικό ⟨sch⟩, το βρετονικό ⟨c’h⟩ ή το μιλανέζικο ⟨oeu⟩. Στα ορθογραφικά συστήματα κάποιων γλωσσών, οι δίφθογγοι και τρίφθογγοι θεωρούνταν ως ξεχωριστά γράμματα στο αλφάβητο.
Τυπογραφικά συμπλέγματα
Το τυπογραφικό σύμπλεγμα είναι η σύνθεση μεταξύ ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων σε ένα νέο σύμβολο ή χαρακτήρα. Παραδείγματα αποτελούν τα ⟨Æ/æ⟩ (από το ⟨AE⟩, προφέρεται ας/ash), το ⟨Œ/œ⟩ (από το ⟨OE⟩ προφέρεται όεθελ/oethel), η συντομογραφία ⟨&⟩ (από το λατινικό et/και), και το γερμανικό σύμβολο ⟨ß⟩ (παχύ S).
Εντελώς νέα γράμματα
Μερικά παραδείγματα όπου προστέθηκαν νέοι χαρακτήρες στη λατινική γραφή της γλώσσας που υιοθέτησε το λατινικό σύστημα γραφής, είναι η προσθήκη ρουνικών χαρακτήρων γουίνν ⟨Ƿ/ƿ⟩ και θορν ⟨Þ/þ⟩, και το γράμμα εδ ⟨Ð/ð⟩ τα οποία προστέθηκαν για τα αρχαία Αγγλικά. Άλλα ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν για τα Γαελικά σε Ιρλανδία και Σκωτία, καθώς και για τα αλφάβητα τα οποία χρησιμοποιούνται στην Ισλανδία και τις νήσους Φερόε.
Οι τόνοι αποτελούν σύμβολα τα οποία εμφανίζονται ως συνοδευτικά σημεία επί των γραμμάτων, και σκοπό έχουν είτε την αλλαγή της προφοράς του γράμματος είτε την έμφαση ως προς την προφορά του γράμματος. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη ποικιλία τονισμών και προφορών ανάλογα με τη γλώσσα.
Σύνθεση
Τα τροποποιημένα γράμματα όπως ⟨å⟩, ⟨ä⟩, και ⟨ö⟩ στα Σουηδικά λογίζονται ως ξεχωριστά γράμματα τα οποία προέκυψαν μετά από σύνθεση παλαιοτέρων. Σε άλλες περιπτώσεις όπως τα γερμανικά ⟨ä⟩, ⟨ö⟩, ⟨ü⟩, οι χαρακτήρες αυτοί λογίζονται ως παραλλαγές των γραμμάτων του κύριου αλφαβήτου, κάτι που ισχύει και για τους δίφθογγους και τρίφθογγους. Διαφορετικά σημεία στήξης μπορεί να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τη σύνθεση τους. Για παράδειγμα στα ισπανικά το γράμμα ⟨ñ⟩ θεωρείται γράμμα και καταχωρείται ανάμεσα στο ⟨n⟩ και το ⟨o⟩ στα λεξικά, αλλά τα τονισμένα φωνήεντα ⟨á⟩, ⟨é⟩, ⟨í⟩, ⟨ó⟩, ⟨ú⟩ δεν λογίζονται ως ξεχωριστά γράμματα σε σχέση με τα ⟨a⟩, ⟨e⟩, ⟨i⟩, ⟨o⟩, ⟨u⟩.
Παραδείγματα διαφοροποίησης ανά γλώσσα
Για τους σκοπούς της αντιπαραβολής όλοι οι χαρακτήρες παραθέτονται ως παραλλαγές των γραμμάτων του λατινικού αλφαβήτου, με εξαίρεση τα τυπογραφικά συμπλέγματα και κάποιους διφθόγγους. Η παρουσία των χαρακτήρων δεν υποδηλώνει πως ο κάθε χαρακτήρας γράφεται με αυτόν τον τρόπο σε σχέση με την αρχική μορφή του στα λατινικά, αλλά τι ότι υπάρχει διαθέσιμος ως επιπρόσθετος χαρακτήρας πέρα από τον αρχικό λατινικό χαρακτήρα.
Κατά την δεκαετία του 1960 ήταν πλέον εμφανές στις βιομηχανίες των υπολογιστών και των τηλεπικοινωνιών του πρώτου κόσμου πως υπήρχε ανάγκη για μια ελεύθερα διαθέσιμη μέθοδο κωδικοποίησης χαρακτήρων. Ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) συμπεριέλαβε το λατινικό αλφάβητο σε ένα από τα πρότυπα του (ISO/IEC 646), με την συμπερίληψη αυτή να βασίζεται στους συχνότερα χρησιμοποιούμενους χαρακτήρες, έτσι ώστε να ευνοηθεί ή όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποδοχή του προτύπου.
Καθώς οι ΗΠΑ είχαν προνομιακή θέση στις σχετιζόμενες βιομηχανίες κατά τη δεκαετία του 1960, το νέο πρότυπο βασίστηκε στο Αμερικανικό πρότυπο για ανταλλαγή πληροφοριών (ASCII) το οποίο βασίζονταν στους 52 χαρακτήρες (26 πεζά και κεφαλαία γράμματα) του αγγλικού αλφαβήτου. Μεταγενέστερα πρότυπα όπως το ISO/IEC 10646 (Λατινικά Unicode), συνέχισαν να χρησιμοποιούν αυτή την ομάδα χαρακτήρων ως τη βάση για τις οποιεσδήποτε άλλες επεκτάσεις χρειάζονταν για άλλα γράμματα σε άλλες γλώσσες.[2]
Μεταγραφές
Οι λέξεις από γλώσσες οι οποίες γράφονται με άλλα συστήματα γραφής, όπως η Ελληνική, Αραβική, ή η Κινεζική, συνήθως μεταγράφονται στη λατινική γραφή όταν συμπεριλαμβάνονται σε κείμενο το οποίο είναι γραμμένο με λατινική γραφή ή στα πλαίσια ευρύτερης πολυγλωσσικής επικοινωνίας, μια διαδικασία που ονομάζεται λατινοποίηση. Αν και η διαδικασία αυτή γίνεται κυρίως ανεπίσημα, γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση κατά τα πρώτα στάδια των επικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών καθώς το πρότυπο ASCII δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει τα μη λατινικά συστήματα γραφής. Ωστόσο με την υλοποίηση του προτύπου Unicode, η λατινοποίηση είναι πλέον λιγότερο αναγκαία. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει το ενδεχόμενο περιορισμού των χρηστών ως προς το τι χαρακτήρες μπορούν να εισάγουν ανάλογα με το τι χαρακτήρες και πλήκτρα διαθέτει ο τύπος πληκτρολογίου που χρησιμοποιεί ο χρήστης.
Μεταγραφή χαρακτήρων από άλλα αλφάβητα στο λατινικό