Το Βιλαέτι της Κασταμονής (οθωμανικά τουρκικά: Vilāet-i Kastamuni) ήταν διοικητική εδαφική οντότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε το 1867 και καταργήθηκε το 1922.[1] Στις αρχές του 20ου αιώνα, το βιλαέτι φέρεται να είχε έκταση 19.300 τετραγωνικά μίλια (50.000 km2), ενώ τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της πρώτης οθωμανικής απογραφής του 1885 (δημοσιεύθηκε το 1908) έδωσαν τον πληθυσμό ως 1.009.460.[2] Η ακρίβεια των αριθμών πληθυσμού κυμαίνεται από «κατά προσέγγιση» έως «απλώς εικασιακή» ανάλογα με την περιοχή από την οποία συγκεντρώθηκαν.
Ιστορία
Το βιλαέτι της Κασταμονής, μια διοικητική διαίρεση πρώτου επιπέδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε το 1867 και καταργήθηκε το 1922. Στη δεκαετία του 1920, ο Βρετανός γεωγράφος Τζορτζ Γουόλτερ Προθέρο περιέγραψε την περιοχή ως ορεινή, υποδεικνύοντας ένα τραχύ και ποικίλο έδαφος. Αυτό θα είχε επηρεάσει τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα των κατοίκων, οδηγώντας πιθανότατα σε κοινότητες που ήταν απομονωμένες η μία από την άλλη λόγω του δύσκολου τοπίου.[3]
Ο πληθυσμός εκείνη την εποχή ήταν κυρίως μουσουλμανικός. Αυτή η θρησκευτική πλειοψηφία θα είχε διαμορφώσει τα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα της περιοχής, επηρεάζοντας πτυχές όπως τα νομικά συστήματα, η εκπαίδευση και τα καθημερινά έθιμα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ ο πληθυσμός ήταν κυρίως μουσουλμάνος, ήταν πιθανότατα διαφορετικός όσον αφορά την εθνικότητα, τη γλώσσα και τις πολιτιστικές πρακτικές.[4]
Οικονομία
Το βιλαέτι δεν ήταν γνωστό για τη μεγάλη αγροτική παραγωγή, παρά το γεγονός ότι είχε περιγραφεί ως εύφορο έδαφος το 1920.[5] Το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής διατηρείται εντός του βιλαέτι, καταναλώνεται από τον πληθυσμό. Αυτό που παρήχθη περιελάμβανε σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, ρεβίθια, χολή και βελανίδια.[6] Στην περιοχή παράχθηκε και μικρή ποσότητα οπίου και βαμβακιού. Η μεταξουργία δραστηριοποιήθηκε στη νότια περιοχή σε μικρή κλίμακα, όπως και η κτηνοτροφία. Η περιοχή χρησιμοποιείται για την εξόρυξη μολύβδου και νικελίου.[7][8]
Στο βιλαέτι της Κασταμονής παράγονταν επίσης υφάσματα από μαλλί και κατσικίσιο τρίχωμα, τα οποία πωλούνταν κυρίως στους ντόπιους. Η Σινώπη παρήγαγε και βαμβακερό ύφασμα, με λεπτομερές κέντημα. Στο δυτικό τμήμα του βιλαετιού κατασκευάζονταν κιλίμια. Η Σινώπη και το Ινέμπολου ήταν και τα δύο κέντρα ναυπήγησης σκαφών.[9]