Αυτό το λήμμα αφορά το φρούτο. Για το φυτό, δείτε: Μανγκοφόρος.
Το Μάνγκο ή φρούτο της καρδιάς ή καρδόγια[1] είναι ο καρπός του αειθαλούς καρποφόρου δέντρου με την πυκνή κόμη του γένους Μανγκοφόρος(Mangifera). Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα και δερματώδη ενώ τα άνθη μικρά, αρωματικά και κιτρινωπά. Το μάνγκο είναι ένα χυμώδες πυρηνόκαρπο φρούτο και παράγεται από πολυάριθμα τροπικά καρποφόρα δέντρα, τα οποία καλλιεργούνται κυρίως για τα βρώσιμα φρούτα τους. Οι καρποί τους είναι χυμώδεις, σφαιρικοί ή ωοειδείς και μπορεί να ζυγίζουν έως και τα 500 γρ. Σε ορισμένα δέντρα υπάρχει η τάση να καρποφορούν χρόνο παρά χρόνο, με ασυνήθιστα καλή παραγωγή. Το κάθε δέντρο δύναται να παραγάγει ανά σοδειά έως και 1000 καρπούς μάνγκο.[2]
Η πλειονότητα αυτών των ειδών βρίσκονται στη φύση ως άγρια μάνγκο. Όλα ανήκουν στα ανθοφόρα φυτά της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών(Anacardiaceae). Το μάνγκο προέρχεται από τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, από όπου έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο για να γίνει ένα από τα πιο καλλιεργούμενα φρούτα στους τροπικούς. Η υψηλότερη συγκέντρωση του γένους Μανγκοφόρος(Mangifera) βρίσκεται στην Ινδία.[3]
Ενώ άλλα είδη Mangifera (π.χ. το χορς μάνγκο (Μ. foetida) Μ. η δυσώδης) καλλιεργούνται επίσης σε μια πιο τοπική βάση, η Μ. η ινδική (Mangifera indica) γνωστή ως το «κοινό μάνγκο» ή το «Ινδικό μάνγκο», είναι το μόνο ευρέως καλλιεργούμενο δέντρο μάνγκο σε πολλές τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Προέρχεται από την Ινδική υποήπειρο (σημερινή Ινδία και Πακιστάν) και τη Μιανμάρ.[3][4]
Είναι το εθνικό φρούτο της Ινδίας, του Πακιστάν και των Φιλιππίνων και το εθνικό δέντρο του Μπανγκλαντές.[5] Σε αρκετές κουλτούρες, τα φρούτα και τα φύλλα του, χρησιμοποιούνται σε τελετουργικούς ανθοστολισμούς γάμων, σε δημόσιες γιορτές και σε θρησκευτικές τελετές.
Περιγραφή
Το μάνγκο είναι το μεγαλύτερο οπωροφόρο δένδρο στον κόσμο, ικανό να φθάσει σε ύψος τα 35-40 μέτρα (115–131 πόδια), με μέση ακτίνα τα 10 μέτρα (33 πόδια).[6]
Τα δέντρα είναι μακρόβια, καθώς ορισμένα δείγματα εξακολουθούν να φέρουν καρπούς μετά και από 300 χρόνια. Συνήθως η καρποφορία ξεκινά τον 4ο με 6ο χρόνο από την φύτευσή του και η παραγωγή μειώνεται όταν το δέντρο είναι περίπου 40 ετών.[2] Σε βαθιά εδάφη, η κύρια ρίζα κατεβαίνει σε βάθος 6 μέτρων (20 ποδών), με άφθονη, ευρεία εξάπλωση ριζών τροφοδοσίας, το δέντρο αποστέλλει επίσης τις πολλές ρίζες αγκίστρωσης, που διεισδύουν αρκετά μέτρα εντός του εδάφους. Τα φύλλα είναι άφθονα, εναλλασσόμενα, δερματώδη, γυαλιστερά βαθυπράσινα, λογχοειδή, έως 30 εκ. (12 ίντσες), μυτερά στις άκρες τους και αρωματικά όταν τριφτούν. Όταν τα φύλλα είναι νέα, είναι πορτοκαλί-ροζ, ταχέως μεταβαλλόμενα σε ένα σκούρο, γυαλιστερό κόκκινο, στη συνέχεια και καθώς ωριμάζουν, σε σκούρο πράσινο.[7] Τα άνθη παράγονται σε τερματικές φούντες 10-40 εκ (3.9 έως 15.7 in) μάκρος. Κάθε λουλούδι είναι μικρό και άσπρο με πέντε πέταλα 5-10 χιλ. (0,20 έως 0,39 in) μακριά, με μια ήπια, γλυκιά οσμή που υποδηλώνει κρίνο της κοιλάδας. Πάνω από 400 ποικιλίες των μάνγκο είναι γνωστές, πολλές από τις οποίες ωριμάζουν το καλοκαίρι, ενώ ορισμένες δίνουν διπλή σοδειά.[8] Για να ωριμάσει ο καρπός, χρειάζεται τρεις έως έξι μήνες. Εάν ο καρπός κοπεί ανώριμος, τότε δεν θα αναπτυχθεί η καλύτερή του γεύση, η ωρίμανσή του όμως, θα συνεχιστεί και μετά τη συγκομιδή.[2]
Το ώριμο φρούτο διαφέρει σε μέγεθος και χρώμα. Οι καλλιέργειες διαφέρουν ποικιλοτρόπως σε κίτρινες, πορτοκαλί, κόκκινες, ή πράσινες και φέρουν ένα ενιαίο στενόμακρο πεπλατυσμένο κέλυφος το οποίο μπορεί να είναι ινώδες ή τριχωτό στην επιφάνεια και το οποίο δεν διαχωρίζεται εύκολα από τον πολτό. Τα ώριμα, μη αποφλοιωμένα μάνγκο αναδύουν ένα διακριτικό ρητινώδες, γλυκό άρωμα. Μέσα στο κέλυφος (πάχους 1-2 χιλ.) υπάρχει μια λεπτή επένδυση η οποία καλύπτει ένα μεμονωμένο σπόρο (μήκους 4-7 χιλ.). Ο σπόρος περιέχει το έμβρυο φυτό. Τα μάνγκο έχουν «απείθαρχους» σπόρους, οι οποίοι δεν επιβιώνουν στην κατάψυξη και στην ξήρανση.[9]
Ετυμολογία
Η λέξη μάνγκο προέρχεται από την Αγγλική λέξη mango (πληθυντικός mangoes ή mangos) και πηγάζει πάνω από 4000 χρόνια από τη λέξη mann της γλώσσας των Χίντι (η επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Ινδίας) που σημαίνει καρδιά ή από τη λέξη māṅṅa της γλώσσας των Μαλαγιάλαμ (η Δραβιδιανή γλώσσα του ινδικού κρατιδίου της Κεράλα, που είναι στενά συνδεδεμένη με τα Ταμίλ) μέσω της Πορτογαλικής λέξης «μάνγκα» ("manga") κατά τη διάρκεια του εμπορίου των μπαχαρικών με την Κεράλα το 1498.[10][1][11]
Πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία της λέξης σε ευρωπαϊκή γλώσσα ήταν ένα κείμενο γραμμένο από τον Ludovico di Varthema στα ιταλικά το 1510, ως "manga". Οι πρώτες καταγεγραμμένες εμφανίσεις σε γλώσσες όπως τα γαλλικά και τα μετακλασικά λατινικά εμφανίζονται να είναι μεταφράσεις από αυτό το κείμενο στην ιταλική γλώσσα. Η προέλευση του τελικού "-o" στα αγγλικά είναι ασαφής.[12] Το μάνγκο αναφέρεται επίσης από τον Hendrik van Rheede, τον Ολλανδό διοικητή του Μαλαμπάρ (Malabar) (Βόρεια Κεράλα) στο βιβλίο του Hortus Malabaricus, μια επιτομή των φυτών του Μαλαμπάρ με βάση την οικονομική και την φαρμακευτική τους αξία, που δημοσιεύθηκε το 1678.[13] Όταν τα μάνγκο εισήχθησαν για πρώτη φορά στις αμερικανικές αποικίες στα μέσα του 17ου αι, έπρεπε να γίνουν τουρσί λόγω της έλλειψης ψύξης. Και άλλα φρούτα επίσης που γίνονταν τουρσί κατέληξαν να αποκαλούνται «μάνγκο», ειδικά οι πιπεριές φούσκες και από τον 18ο αιώνα η λέξη "mango" έγινε ένα ρήμα που σημαίνει «τη διατήρηση».[14]
Καλλιέργεια
Τα μάνγκο καλλιεργούνται στη Νότια Ασία για χιλιάδες χρόνια και φτάσανε στην Ανατολική Ασία μεταξύ του 5ου και 4ου αι π.Χ.[15] Η καλλιέργειά του στην Ανατολική Αφρική (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ξεκίνησε κατά το 10ο αι μ.Χ.[15] Ο Μαροκινός ταξιδιώτης του 14ου αι Ιμπν Μπαττούτα(Ibn Battuta) το ανέφερε στο Μογκαντίσου.[16] Η καλλιέργειά του ήρθε αργότερα στη Βραζιλία, τις Δυτικές Ινδίες και το Μεξικό, όπου το κατάλληλο κλίμα, επέτρεψε την ανάπτυξή του.[15]
Το μάνγκο πλέον καλλιεργείται στα περισσότερα τροπικά και θερμότερα υποτροπικά κλίματα που δεν έχουν παγετό. Σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής των μάνγκο παγκοσμίως, καλλιεργούνται αποκλειστικά στην Ινδία, με τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή παραγωγής να είναι στην Κίνα.[17][18][19]
Τα μάνγκο καλλιεργούνται επίσης στην Ανδαλουσία της Ισπανίας (κυρίως στην επαρχία της Μάλαγα), καθώς το παράκτιο υποτροπικό της κλίμα είναι ένα από τα λίγα μέρη στην ηπειρωτική Ευρώπη, που επιτρέπει την ανάπτυξη των τροπικών φυτών και οπωροφόρων δέντρων. Οι Κανάριοι Νήσοι είναι άλλη μια αξιόλογη Ισπανική παραγωγός του καρπού. Επίσης από το 2015 και έπειτα συστηματικές καλλιέργιες υπάρχουν και στην Ελλάδα στα νησιά Κρήτη, Ρόδο και Πάρο. Άλλοι καλλιεργητές υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική (στη Νότια Φλόριντα και στη Καλιφόρνια, στην κοιλάδα Coachella), Νότια και Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική, τη Χαβάη, τη Νότια, Δυτική και την Κεντρική Αφρική, την Αυστραλία, την Κίνα, το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές και τη Νοτιοανατολική Ασία. Αν και η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός των μάνγκο, αντιπροσωπεύει ποσοστό λιγότερο από το 1% του διεθνούς εμπορίου μάνγκο. Η Ινδία καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της δικής της παραγωγής.[20]
Οι 12 κυριότεροι παραγωγοί Μάνγκο - 2005 σε εκτάρια (104 μ2)
Πολλές εμπορικές καλλιεργούμενες ποικιλίες, μπολιάζονται με το σκληραγωγημένο στο κρύο ρίζωμα, της ποικιλίας μάνγκο «Gomera-1» που προέρχεται από την Κούβα. Το ριζικό του σύστημα είναι καλά προσαρμοσμένο για ένα παράκτιο μεσογειακό κλίμα.[21] Πολλές από τις 1000 και πλέον ποικιλίες, καλλιεργούνται εύκολα με τη χρήση εμβολιασμένων δενδρυλλίων, που κυμαίνονται από το «τερπεντάιν μάνγκο» (turpentine mango) (το όνομά του οφείλεται από την έντονη γεύση τερεβινθίνης (νεφτιού))[22]) έως το «χουέβος ντε τόρο» (huevos de toro) (σημαίνει αυγά του ταύρου, αναφερόμενο εγκωμιαστικά στο σχήμα και το μέγεθος των όρχεων του ταύρου). Οι ποικιλίες του νάνου ή του μισονάνου χρησιμεύουν ως καλλωπιστικά φυτά και μπορούν να αναπτυχθούν σε γλάστρες.
Μία μεγάλη ποικιλία από ασθένειες μπορούν να πλήξουν τα μάνγκο.
Συνθήκες ανάπτυξης
Τα μάνγκο Mangifera indica ορισμένες φορές, φυτρώνουν με επιτυχία και στις εύκρατες περιοχές, όμως ένα ηλιόλουστο, προφυλαγμένο περιβάλλον είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να προστατεύονται από τους ψυχρούς ανέμους και μπορούν να ανεχθούν τους παγετούς από τη στιγμή που έχουν ριζώσει καλά. Παρά το γεγονός ότι το ίδιο το δέντρο μπορεί να αναπτυχθεί σε κάτω από λιγότερο από άριστες κλιματολογικές συνθήκες, οι απαιτήσεις του για την παραγωγή καρπών είναι πιο απαιτητικές. Για την καλή παραγωγή των φρούτων, είναι απαραίτητα τουλάχιστον 600 χιλ βροχής ανά έτος, αλλά είναι σημαντικό να έχουν ξηρές καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του καρπού. Γι'αυτό το λόγο, όταν αναπτύσσονται μάνγκο σε πιο ψυχρές περιοχές, οι καλές σοδειές συχνά περιορίζονται από τις υπερβολικές βροχοπτώσεις της άνοιξης.[2]
Καλλιεργητικές ποικιλίες
Υπάρχουν πολλές εκατοντάδες ονοματισμένων καλλιεργειών μάνγκο. Στα περιβόλια των μάνγκο, οι διάφορες ποικιλίες συχνά διασταυρώνονται για τη βελτίωση της επικονίασης. Πολλές επιθυμητές ποικιλίες είναι μονοεμβρυονικές (monoembryonic) και πρέπει να πολλαπλασιαστούν με εμβολιασμό (μπόλιασμα) άλλως, δεν αναπαράγονται σωστά. Μια κοινή μονοεμβρυονική (monoembryonic) ποικιλία είναι η «Αλφόνσο», που αποτελεί ένα σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν, θεωρούμενο ως «ο βασιλιάς των μάνγκο».[23]
Ποικιλίες που υπερέχουν σε ένα κλίμα, μπορεί να αποτύχουν κάπου αλλού. Για παράδειγμα, οι ινδικές ποικιλίες όπως η "Julie", μια παραγωγική ποικιλία στη Τζαμάικα, απαιτεί ετήσια μυκητοκτόνα θεραπεία, για να ξεφύγει από την θανατηφόρα ασθένεια των μυκήτων ανθράκνωσης (anthracnose) στη Φλόριντα. Τα ασιατικά μάνγκο είναι ανθεκτικά στην ανθράκνωση (anthracnose).
Η τρέχουσα παγκόσμια αγορά κυριαρχείται από την ποικιλία "Tommy Atkins", ένα δενδρύλλιο του "Haden" που πρωτοκάρπισε το 1940, στη νότια Φλόριντα. Αρχικά, είχε απορριφθεί από τους εμπορικούς ερευνητές της Φλόριντα.[24] Για παράδειγμα, το 80% των μάνγκο στα σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου είναι "Tommy Atkins". Παρά την ινώδη σάρκα του και μοναδικής ωραίας γεύσης, οι καλλιεργητές σε όλο τον κόσμο έχουν αγκαλιάσει την ποικιλία για την εξαιρετική της παραγωγικότητα, την ανθεκτικότητά της στις ασθένειες, τη μεγάλη διάρκεια ζωής (στα ράφια), τη δυνατότητα μεταφοράς, το μέγεθος και το ελκυστικό της χρώμα.
Οι ποικιλίες μάνγκο «Αλφόνσο», "Benishaan" και «Κέσαρ» είναι δημοφιλής στις πολιτείες της νότιας Ινδίας, ενώ η ποικιλία "Chaunsa", μεταξύ άλλων, είναι δημοφιλής στις βόρειες πολιτείες (της Ινδίας) και το Πακιστάν.
Οι αγορές στη Γουατεμάλα πωλούν μια ποικιλία που ονομάζεται «μάνγκο de leche» που είναι πιο ρητινώδης εξωτερικά και εσωτερικά.
Σε γενικές γραμμές, τα ώριμα μάνγκο έχουν ένα πορτοκαλί-κίτρινο ή κοκκινωπό φλοιό και είναι ζουμερά στο φάγωμα, ενώ τα εξαγώγιμα φρούτα συχνά επιλέγονται όταν είναι πράσινα με πράσινες φλούδες. Μολονότι παράγουν αιθυλένιο (ethylene) όσο ωριμάζουν, τα ανώριμα εξαγώγιμα μάνγκο δεν έχουν την ίδια ή χυμώδη γεύση όπως οι φρέσκοι καρποί.
Όπως και στα άλλα πυρηνόκαρπα, τα μάνγκο εμφανίζονται σε δυο ποικιλίες: σε αυτά των οποίων διαχωρίζεται σχετικά εύκολα η σάρκα από τον πυρήνα (κουκούτσι) και στα συμπύρηνα, σε αυτά δηλ. των οποίων ο πυρήνας είναι προσκολλημένος στον καρπό.
Παραγωγή και κατανάλωση
Το Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του των Ηνωμένων Εθνών, προβλέπει το 2012, τη παγκόσμια παραγωγή μάνγκο σε 42 εκατομμύρια μετρικούς τόνους (βλ. παρακάτω πίνακα). Η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός του μάνγκο με το 36% της παγκόσμιας παραγωγής.
Κορυφαίοι παραγωγοί μάνγκο, μαγγουστών και γκουάβα κατά το 2012
Τα μάνγκο είναι γενικά γλυκά, αν και η γεύση και η υφή της σάρκας διαφέρει μεταξύ των ποικιλιών, μερικά έχουν μαλακή, πλαδαρή υφή παρόμοια με το υπερώριμο δαμάσκηνο, ενώ άλλα είναι πιο σφριγηλά, όπως το πεπόνι ή το αβοκάντο και μερικά μπορούν να έχουν ινώδη υφή. Το δέρμα των άγουρων μάνγκο, ως τουρσί ή ως μαγειρεμένων μάνγκο μπορεί να καταναλωθεί, αλλά έχει τη δυνατότητα, σε ευαίσθητα άτομα, να προκαλέσει δερματίτιδα όταν έρθουν σε επαφή με τα χείλη, τα ούλα ή τη γλώσσα.
Μαγειρική
Τα μάνγκο χρησιμοποιούνται ευρέως στη μαγειρική. Τα ξινά, άγουρα μάνγκο χρησιμοποιούνται σε chutneys, athanu, τουρσιά,[26] συνοδευτικά πιάτα, ή μπορεί να φαγωθούν ωμά με αλάτι, τσίλι, ή σάλτσα σόγιας. Ένα καλοκαιρινό ρόφημα που ονομάζεται aam panna προέρχεται από το μάνγκο. Πολτός μάνγκο σε ζελέ ή μαγειρεμένος με κόκκινα ρεβίθια dhal και πράσινες πιπεριές μπορεί να σερβιριστεί με μαγειρεμένο ρύζι. Το mango lassi είναι δημοφιλές σε όλη τη Νότια Ασία,[27] που παρασκευάζεται με την ανάμειξη ώριμων μάνγκο ή πολτού μάνγκο με βουτυρόγαλο και ζάχαρη. Τα ώριμα μάνγκο χρησιμοποιούνται επίσης για να γίνουν κάρυ. Το aamras είναι ένας δημοφιλής παχύς χυμός μάνγκο με ζάχαρη ή γάλα και καταναλώνεται με chapatis ή pooris. Ο πολτός από ώριμα μάνγκο, επίσης χρησιμοποιείται για να γίνει μια μαρμελάδα που ονομάζεται mangada. Το andhra aavakaaya είναι ένα τουρσί που παρασκευάζεται από νωπά, άγουρα, πλαδαρά και ξινά μάνγκο, που αναμιγνύεται με τη σκόνη τσίλι, σπόρους fenugreek, σκόνη μουστάρδας, αλάτι και φυστικέλαιο. Το μάνγκο χρησιμοποιείται επίσης στο Andhra Pradesh για να κάνουν τις προετοιμασίες του Dahl. Οι κάτοικοι του Gujarat χρησιμοποιούν τα μάνγκα για να κάνουν chunda (μια τριμμένη λιχουδιά μάνγκο).
Τα μάνγκο χρησιμοποιούνται σε κομπόστες, όπως moramba, amchur (αποξηραμένα και κονιοποιημένα άγουρα μάνγκο) και τουρσιά, συμπεριλαμβανομένου ενός πικάντικου τουρσί μουστάρδας λαδιού και αλκοόλ. Τα ώριμα μάνγκο συχνά κόβονται σε λεπτές στρώσεις, αποξηραίνονται, διπλώνονται και στη συνέχεια κόβονται. Αυτές οι μπάρες είναι παρόμοιες με τις μπάρες των αποξηραμένων φρούτων γκουάβα που διατίθενται σε ορισμένες χώρες. Ο καρπός προστίθεται επίσης σε προϊόντα δημητριακών όπως το μούσλι(muesli) και τη βρώμη granola. Στη Χαβάη, τα μάνγκο συχνά διατίθενται απανθρακωμένα.
Τα άγουρα μάνγκο μπορεί να καταναλωθούν με bagoong (ειδικά στις Φιλιππίνες), σάλτσα ψαριών ή με μια πρέζα αλάτι. Αποξηραμένες λωρίδες από γλυκά ώριμα μάνγκο (μερικές φορές σε συνδυασμό με ταμαρίνδο χωρίς κουκούτσια που σχηματίζουν το mangorind) είναι επίσης δημοφιλή. Τα μάνγκο μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γίνουν χυμός, νέκταρ μάνγκο και ως σημαντικό αρωματικό συστατικό σε παγωτά και sorbetes.
Το μάνγκο χρησιμοποιείται για την παρασκευή χυμών, smoothies, παγωτών, μπάρες φρούτων, raspados (πληθ. Μεξικανικής γρανίτας), aguas frescas, πίτες και γλυκιά σάλτσα τσίλι ή να αναμιχθεί με chamoy (μια γλυκιά και πικάντικη πάστα τσίλι). Είναι δημοφιλές, ένα ξύλινο ραβδί βυθισμένο σε ζεστή σκόνη τσίλι και αλάτι ή ως το κύριο συστατικό σε συνδυασμούς φρέσκων φρούτων. Στην Κεντρική Αμερική, το μάνγκο είτε τρώγεται πράσινο αναμεμιγμένο με αλάτι, ξύδι, μαύρο πιπέρι και καυτερή σάλτσα ή ώριμο σε διάφορες μορφές. Τα ψημένα με αλεσμένο σπόρο κολοκύθας (πεπίτα), με λάιμ(lime) και αλάτι, τρώγονται με πράσινα μάνγκο.
Κομμάτια μάνγκο μπορούν να πολτοποιηθούν σε πουρέ και να χρησιμοποιηθούν ως επικάλυμμα στο παγωτό ή αναμεμιγμένο με γάλα και πάγο σαν μίλκσεϊκ (milkshake). Γλυκό κολλώδες ρύζι, αρωματισμένο με καρύδα και σερβιρισμένο με φέτες μάνγκο, τρώγεται σαν επιδόρπιο. Σε άλλα μέρη της Νοτιοανατολικής Ασίας, τα μάνγκο μαρινάρονται με σάλτσα ψαριού και ξύδι ρυζιού. Πράσινα μάνγκο μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτα μάνγκο, με σάλτσα ψαριού και αποξηραμένες γαρίδες. Το μάνγκο με συμπυκνωμένο γάλα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επικάλυμμα γρανιτών (shaved ice).
Συστατικά τροφίμων
Θρεπτικά συστατικά
Η ενεργειακή αξία ανά μερίδα των 100g (3.5 oz) του κοινού μάνγκο είναι 250kJ (60kcal) και αυτή του μάνγκο μήλου είναι ελαφρώς υψηλότερη (79kcal ανά 100g). Το νωπό μάνγκο περιέχει μια ποικιλία θρεπτικών συστατικών, αλλά μόνο η βιταμίνη C και το φυλλικό οξύ είναι σε σημαντικές ποσότητες από την Ημερήσια Τιμή έως 44% και 11% αντιστοίχως.[28][29]
Φυτοχημικά
Πολλά φυτοχημικά υπάρχουν στη φλούδα και στον πολφό του μάνγκο, όπως τριτερπένια(triterpene), λουπεόλη(lupeol) η οποία είναι υπό τη βασική έρευνα για τις πιθανές βιολογικές επιδράσεις της.[30] Ένα εκχύλισμα του φλοιού από το κλαδί του μάνγκο, που ονομάζεται vimang και το οποίο περιέχει πολλές πολυφαινόλες(polyphenols),[31] έχει μελετηθεί για τις αντιοξειδωτικές του ιδιότητες.[32]
Το φυτοχημικό και διατροφικό περιεχόμενο φαίνεται να διαφέρει μεταξύ των ποικιλιών μάνγκο.[38] Έως και μέχρι 25 διαφορετικά καροτινοειδή έχουν απομονωθεί από τον πολφό μάνγκο, με πυκνότερη την βήτα-καροτίνη, η οποία ευθύνεται για τον κίτρινο-πορτοκαλί χρωματισμό στις περισσότερες καλλιέργειες μάνγκο.[39] Τα φύλλα του μάνγκο επίσης έχουν σημαντική περιεκτικότητα σε πολυφαινόλη, συμπεριλαμβανομένων των xanthonoids, mangiferin και του γαλλικού οξέος (gallic acid).[40]
Η χρωστική euxanthin, γνωστή και ως «ινδικό κίτρινο», συχνά πιστεύεται ότι παράγεται από τα ούρα των βοοειδών που τρέφονται με φύλλα μάνγκο, αυτή η πράξη περιγράφεται πως έχει τεθεί εκτός νόμου το 1908 λόγω του υποσιτισμού των βοοειδών και την πιθανή δηλητηρίασή τους με ουρουσχιόλη(urushiol).[Σημ. 1][41][42][43][44][45][46] Αυτή η υποτιθέμενη καταγωγή του euxanthin φαίνεται να βασίζεται σε μια ενιαία, ανέκδοτη πηγή καθώς τα νομικά έγγραφα της Ινδίας δεν απαγορεύουν μια τέτοια πρακτική.[40][47]
Αρώματα και γεύσεις
Η γεύση των καρπών του μάνγκο αποτελείται από διάφορες πτητικές οργανικές χημικές ουσίες που ανήκουν κυρίως στην κατηγορία των τερπενίων(terpene), φουρανωνών (furanone), λακτονών (lactone) και εστέρων (ester classes). Διαφορετικές ποικιλίες ή καλλιέργειες μάνγκο μπορεί να έχουν γεύση που αποτελείται από διαφορετικές πτητικές χημικές ουσίες ή ίδιες πτητικές χημικές ουσίες σε διαφορετικές ποσότητες.[48][49]
Σε γενικές γραμμές, οι ποικιλίες μάνγκο στο Νέο Κόσμο, χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία του δ-3-καρένιο (δ-3-carene), ένα αρωματικό μονοτερπένιο (monoterpene flavorant), όπου η υψηλή συγκέντρωση των άλλων μονοτερπενίων όπως των (Ζ)-ocimene και μυρκενίου (myrcene), καθώς και η παρουσία των λακτονών (lactones) και φουρανόνων (furanones), είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό των καλλιεργειών του Παλαιού Κόσμου.[49][50][51] Στην Ινδία, το μάνγκο "Alphonso" ("Alphonso") είναι μια από τις πιο δημοφιλείς ποικιλίες. Στα μάνγκο "Alphonso" ("Alphonso"), οι λακτόνες (lactones) και φουρανόνες (furanones) συντίθεται κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης, ενώ τα τερπένια (terpenes) και τα άλλα αρωματικά (flavorants), υπάρχουν τόσο κατά την ανάπτυξη (ανώριμων) αλλά και την ωρίμανση των φρούτων.[52][53][54][55]
Το αιθυλένιο(ethylene), μια ορμόνη ωρίμανσης πολύ γνωστή ότι εμπλέκεται στην ωρίμανση των καρπών μάνγκο, προκαλεί επίσης αλλαγές στη σύνθεση της γεύσης των φρούτων μάνγκο κατά την εξωγενή τους εφαρμογή.[56][57] Σε αντίθεση με την τεράστια ποσότητα των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη χημική σύνθεση της γεύσης των μάνγκο, η βιοσύνθεση αυτών των χημικών ουσιών δεν έχει μελετηθεί σε βάθος, μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί, μόνο μια χούφτα των γονιδίων, που κωδικοποιούν τα ένζυμα των βιοσυνθετικών οδών της γεύσης.[58][59][60][61]
Δυναμικό για δερματίτιδα εξ επαφής
Η επαφή με τα έλαια στα φύλλα των μάνγκο, τους μίσχους, τους χυμούς του δέντρου και το δέρμα μπορεί να προκαλέσει σε ευαίσθητα άτομα, δερματίτιδα και αναφυλαξία.[62] Το έλαιο του μάνγκο περιέχει mangiferin και μια resinol που ονομάζεται mangiferol. Άτομα με ιστορικό δερματίτιδας εξ επαφής, που προκαλείται από την ουρουσχιόλη (urushiol), μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για δερματίτιδα εξ επαφής από το μάνγκο.[63] Διασταυρωτές αντιδράσεις μπορεί να συμβούν μεταξύ των αλλεργιογόνων μάνγκο και της ουρουσχιόλης, η οποία είναι παρούσα στα φύλλα και τους μίσχους μάνγκο.[64] Κατά τη διάρκεια της κύριας εποχής ωρίμανσης των μάνγκο, η ουρουσχιόλη(urushiol) είναι η πιο κοινή αιτία της δερματίτιδας από το φυτό, στη Χαβάη.[65]
Το μάνγκο είναι το εθνικό φρούτο της Ινδίας,[67] του Πακιστάν και των Φιλιππίνων. Είναι επίσης το εθνικό δέντρο του Μπανγκλαντές.[68] Στην Ινδία, η συγκομιδή και η πώληση των μάνγκο είναι κατά τη διάρκεια του Μαρτίου-Μαΐου και αυτό καλύπτεται ετησίως από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Το «Φρούτι» (Frooti) είναι ένα ινδικό ποτό από μάνγκο και η εταιρεία Coca-Cola, για να το ανταγωνιστεί, ξεκίνησε το δικό της ποτό, που ονομάζεται Maaza.[23]
Λέγεται ότι ο Mughal αυτοκράτορας Akbar (1556-1605 μ.Χ.), είχε δώσει εντολή να φυτευτεί ένα περιβόλι με 100.000 δέντρα μάνγκο στη Darbhanga, στην ανατολική Ινδία.[69] Η θεά των Jain Ambika, παραδοσιακά αναπαρίσταται να κάθεται κάτω από ένα δέντρο μάνγκο.[70]
Στον Ινδουισμό, το τέλειο ώριμο μάνγκο, κρατείται συχνά από τον Lord Ganesha ως ένα σύμβολο της επίτευξης αναφορικά με την ενδεχόμενη τελειότητα των πιστών. Άνθη μάνγκο χρησιμοποιούνται επίσης, στη λατρεία της θεάς Saraswati. Καμία Πρωτοχρονιά των Τελούγκου / Κανάντας (Telugu / Kannada) που ονομάζεται Ugadi, δεν περνά χωρίς να φάνε το φαγητό ugadi pachadi, που γίνεται με τεμάχια μάνγκο ως ένα από τα συστατικά του.
Αποξηραμένες φλούδες μάνγκο και τα κουκούτσια τους χρησιμοποιούνται επίσης στην Ayurvedic φαρμακευτική.[26] Τα φύλλα μάνγκο χρησιμοποιούνται για να διακοσμήσουν καμάρες και πόρτες στα ινδικά σπίτια και κατά τη διάρκεια γάμων και εορτών, όπως το Ganesh Chaturthi. Μοτίβα μάνγκο και σχέδια paisleys (είδος μάλλινου υφάσματος), χρησιμοποιούνται ευρέως σε διαφόρων ινδικού στυλ κεντήματα και απαντώνται στα σάλια του Κασμίρ, στα μεταξωτά sarees (σάρι) από το Kanchipuram κλπ. Τα paisleys είναι επίσης κοινά στην ιρανική τέχνη, λόγω του προ-ισλαμικού - Ζωροαστρικού τους παρελθόντος.
Στα Ταμίλ Nadu, το μάνγκο αναφέρεται ως ένα από τα τρία βασιλικά φρούτα, μαζί με την μπανάνα και το jackfruit (αρτόδεντρο), για τη γλυκύτητα και τη γεύση τους.[71] Αυτή η τριάδα των φρούτων αναφέρεται ως ma-pala-vazhai.
Ο Urdu ποιητής Mirza Asadullah Khan Ghalib, παρείχε πολλές ανέκδοτες ιστορίες σχετικά με την αγάπη του για τα μάνγκο.[72] Ο Rabindranath Tagore, ήταν λάτρης του μάνγκο και έγραψε ποιήματα για τα άνθη του aamer monjori.
Στις Δυτικές Ινδίες, η έκφραση «να πάει μάνγκο βόλτα» ("to go mango walk") σημαίνει να κλέψουν τους καρπούς μάνγκο, κάποιου άλλου. Αυτό εορτάζεται στο διάσημο τραγούδι, "The Mango Walk".
Στην Αυστραλία, ο πρώτος εποχικός δίσκος με μάνγκο, πωλείται παραδοσιακά σε δημοπρασία, για φιλανθρωπία.[73]
Ο κλασικός σανσκριτικός ποιητής Kalidasa τραγούδησε το εγκώμιο των μάνγκο.[74]
Χημικά συστατικά
Η Μανγκιφερίνη(Mangiferin) (ένα φαρμακολογικώς δραστικό φλαβονοειδές, ένας C-γλυκοσίδης ξανθόνης), εκχυλίζεται από το μάνγκο σε υψηλές συγκεντρώσεις από τα νεαρά φύλλα (172g/kg), τον φλοιό (107g/kg) και από τα γέρικα φύλλα (94g/kg).[75]
Η αλλεργιογόνος ουρουσιόλη (urushiol)(βλ. σχετική επεξηγηματική σημείωση παρακάτω), αποτελείται από ένα μείγμα παραγώγων κατεχόλης(katehole), το οποίο είναι παρών στο φλοιό των καρπών και μπορεί να προκαλέσει σε ευαισθητοποιημένα άτομα δερματίτιδα εξ επαφής. Αυτή η αντίδραση είναι πιθανότερο να συμβεί σε άτομα που έχουν εκτεθεί σε άλλα φυτά από την οικογένεια των Ανακαρδιοειδών(Anacardiaceae), όπως το δηλητήριο της βελανιδιάς και του δηλητηριώδους κισσού, τα οποία είναι ευρέως διαδεδομένα στις Ηνωμένες Πολιτείες.[76]
Διατροφικά στοιχεία
Ο καρπός του μάνγκο είναι πολύτιμη πηγή βιταμίνης A, περιέχει επίσης τις βιταμίνες B και C. Επίσης βοηθάει στην καλύτερη παραγωγή σπέρματος.[2]
Παραδοσιακή ιατρική
Στην Αγιουρβέδα(Ayurveda), χρησιμοποιείται σε έναν τύπο Ρασαϊάνα (Rasayana) (βλ.), εκκαθάρισης της πέψης και της οξύτητας που οφείλεται ένεκα της πίτα (θερμότητας), ορισμένες φορές με άλλες ήπιες ξινίλες και shatavari (σπαράγγια racemosus) και guduchi (tinospora cordifolia). Σε αυτό το ανατολίτικο σύστημα παραδοσιακής ιατρικής, ποικίλες φαρμακευτικές ιδιότητες αποδίδονται σε διάφορα μέρη του δέντρου. Το μάνγκο τόσο ως τρόφιμο όσο αλλά και ως φάρμακο, είναι ένα αντιδιουρητικό, αντιδιαρροϊκό, αντιεμετικό και καρδιακό βότανο.[77]
Ξυλεία
Το δέντρο είναι περισσότερο γνωστό για τους καρπούς του και όχι για την ξυλεία του. Ωστόσο, τα δέντρα μάνγκο μπορούν να μετατραπούν σε ξυλεία όταν στη διάρκεια της ζωής τους η καρποφορία έχει πια τελειώσει. Το ξύλο είναι επιρρεπές σε τραυματισμούς από μύκητες και έντομα.[78] Το ξύλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή μουσικών οργάνων όπως το ουκουλέλε(ukulele) (μικρή τετράχορδη κιθάρα από τη Χαβάη), κόντρα πλακέ και έπιπλα χαμηλού κόστους.[79] Το ξύλο είναι επίσης γνωστό για την παραγωγή φαινολών ουσιών που μπορούν να προκαλέσουν δερματίτιδα εξ επαφής.[80]
Πολιτισμός
Αναφέρεται σε τραγούδια του σανσκριτικού ποιητή Καλιντάσα(Kalidasa), του 4ου αιώνα μ.Χ. Πριν από αυτό, πιστεύεται ότι το είχαν δοκιμάσει ο Μέγας Αλέξανδρος (3ο αιώνα π.Χ.) και ο Κινέζος προσκυνητής Χιέουν Τσάνγκ(Hieun Tsang) (7ο αιώνα μ.Χ.). Αργότερα το 16ο αιώνα, ο αυτοκράτορας των Μουγκχάλ(Mughal)Άκμπαρ(Akbar), λέγεται ότι φύτευσε 100.000 δέντρα μάνγκο στη Ντάρμπχανγκα(Darbhanga) και στο Μπιχάρ, σε μια θέση που είναι σήμερα γνωστή ως Λάκχι Μπάγκχ(Lakhi Bagh) στην ανατολική Ινδία.[81]
Το είδος φαίνεται να έχει εξημερωθεί στην Ινδία, γύρω στο 2000 π.Χ.[82] Κατά το 400-500 π.Χ. φέρεται από την Ινδία, στην Ανατολική Ασία, κατόπιν, τον 15ο αιώνα στις Φιλιππίνες και στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα από τους Πορτογάλους, στην Αφρική και τη Βραζιλία.[83] Το είδος αυτό περιγράφηκε για την επιστήμη, από τον Λινναίο(Linnaeus) το 1753.[84]
Στο Θεραβάντα Βουδισμό,[Σημ. 2] το μάνγκο λέγεται ότι έχει χρησιμοποιηθεί ως το δέντρο για το ότι πέτυχε την φώτιση, ή Μπόδχι (Bodhi) από τον 23ο Λόρδο Βούδα[Σημ. 3] που ονομάζεται Σίκχι (Sikhi - සිඛි).
Το φυτό αυτό είναι γνωστό ως άμπχια (ambhia - අඹ) στη σινχάλα (sinhala) ενώ στην Ανατολική Αφρική (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), το μάνγκο είναι γνωστό στα Σουαχίλικα(Swahili) ως έμπε (embe).
Εικόνες
Μάνγκο για πώληση σε supermarket.
Ανώριμα μάνγκο στο δένδρο.
Δένδρο μάνγκο με άνθη.
Ώριμη M. indica μετά την άνθηση, προσέξατε τους εκκολαπτόμενους καρπούς και τα υπολειμματικά άνθη.
Ανώριμος καρπός Mangifera, περίπου έξη εβδομάδες μετά την ετήσια άνθηση.
↑Η ουρουσχιόλη (urushiol), είναι ένα ελαιώδες οργανικό αλλεργιογόνο που βρίσκεται στα φυτά της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών(Anacardiaceae), ειδικά στα Toxicodendron spp. (π.χ. δηλητηριώδη δρυ, δέντρο λάκας, δηλητηριώδη κισσό (Toxicodendron radicans), δηλητηριώδη σουμάκ(Toxicodendron vernix)) καθώς επίσης και στα μάνγκο.
↑Θεραβάντα (Theravāda) (Pāli, κυριολεκτικά «το σχολείο των γερόντων μοναχών»), είναι ένας κλάδος του Βουδισμού, που χρησιμοποιεί τη διδασκαλία του Pāli Canon, μια συλλογή από τα αρχαιότερα καταγεγραμμένα βουδιστικά κείμενα, ως δογματικό του πυρήνα, αλλά περιλαμβάνει επίσης, μια πλούσια πολυμορφία παραδόσεων και πρακτικών, που έχουν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας, της αλληλεπίδρασης με διάφορους πολιτισμούς και κοινότητες.
↑Ο Γκαουτάμα Βούδας, επίσης γνωστός ως Σιντάρτα Γκαουτάμα, Σακιαμούνι ή απλά ο Βούδας, ήταν ένας φιλόσοφος, στου οποίου την διδασκαλία, ιδρύθηκε ο Βουδισμός.
Παραπομπές
↑ 1,01,1Monita Soni (20 Απριλίου 2012). «20. Mango Madness». My Light Reflections (στα Αγγλικά). United States: AuthorHouse. σελ. 33. ISBN9781468574470.
↑ 3,03,1Morton J (1987). «Fruits of warm climates». NewCROP, New Crop Resource Online Program, Center for New Crops & Plant Products, Purdue University. σελίδες 221–239.
↑, Kostermans AJHG, Bompard JM, 1993. The Mangoes: Their Botany, Nomenclature, Horticulture and Utilization
↑Watson, Andrew J. (1983). Agricultural innovation in the early Islamic world: the diffusion of crops and farming techniques, 700–1100. Cambridge, UK: Cambridge University Press. σελίδες 72–3. ISBN0-521-24711-X.
↑Rodeiro I, Cancino L, González JE, et al. (2006). «Evaluation of the genotoxic potential of Mangifera indica L. extract (Vimang), a new natural product with antioxidant activity». Food Chem Toxicol44 (10): 1707–13. doi:10.1016/j.fct.2006.05.009. PMID16857303.
↑Pardo-Andreu GL, Philip SJ, Riaño A, et al. (2006). «Mangifera indica L. (Vimang) protection against serum oxidative stress in elderly humans». Arch Med Res37 (1): 158–64. doi:10.1016/j.arcmed.2005.04.017. PMID16314203.
↑Berardini N, Fezer R, Conrad J, Beifuss U, Carle R, Schieber A (2005). «Screening of mango (Mangifera indica L.) cultivars for their contents of flavonol O – and xanthone C-glycosides, anthocyanins, and pectin». J Agric Food Chem53 (5): 1563–70. doi:10.1021/jf0484069. PMID15740041.
↑Julius M. Cruse, MD· Robert E. Lewis (2010). Atlas of Immunology (2η έκδοση). CRC Preess. σελίδες 464–. ISBN978-0849394898. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014.
↑Narain N, Bora PS, Narain R and Shaw PE (1998). Mango, In: Tropical and Subtropical Fruits, Ed. by Shaw PE, Chan HT and Nagy S. Agscience, Auburndale, FL, USA, pp. 1-77.
↑Kulkarni RS, Chidley HG, Pujari KH, Giri AP and Gupta VS, 2012, Flavor of mango: A pleasant but complex blend of compounds, In Mango Vol. 1: Production and Processing TechnologyΑρχειοθετήθηκε 2013-12-03 στο Wayback Machine. (Eds. Sudha G Valavi, K Rajmohan, JN Govil, KV Peter and George Thottappilly) Studium Press LLC.
↑Gholap, A. S., Bandyopadhyay, C., 1977. Characterization of green aroma of raw mango (Mangifera indica L.). Journal of the Science of Food and Agriculture 28, 885-888
↑Lalel HJD, Singh Z, Tan S, 2003, The role of ethylene in mango fruit aroma volatiles biosynthesis, Journal of Horticultural Science and Biotechnology, 78, 485-496.
↑Hershko K, Weinberg I, Ingber A (2005). «Exploring the mango – poison ivy connection: the riddle of discriminative plant dermatitis». Contact Dermatitis52 (1): 3–5. doi:10.1111/j.0105-1873.2005.00454.x. PMID15701120.
↑Oka K, Saito F, Yasuhara T, Sugimoto A. (2004). «A study of cross-reactions between mango contact allergens and urushiol». Contact Dermatitis51 (5–6): 292–6. doi:10.1111/j.0105-1873.2004.00451.x. PMID15606656.
↑McGovern TW, LaWarre S (2001). «Botanical briefs: the mango tree—Mangifera indica L.». Cutis67 (5): 365–6.
George Maclay· Peter Joyce· Alan Duggan· Susan Hart· Gabrielle Droomer-Snyman· και άλλοι. (1988). «Fruit». Illustrated Encyclopaedia of Gardening in South Africa. Reader's Digest Association. σελίδες 174, 537–538. ISBN0 947008 01 2.