Ο Ευμένης Β΄ ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Αττάλου Α΄, το φθινόπωρο του 197 π.Χ.. Από τον προκάτοχό του κληρονόμησε τα φιλικά αισθήματά του προς το ρωμαϊκό κράτος, το οποίο εκείνη τη χρονιά είχε ενδυναμωθεί σημαντικά μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλές, γεγονός που έδωσε τέλος στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο. Η συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη την επόμενη χρονιά (196 π.Χ.) περιελάμβανε έναν όρο που προστάτευσε τον Ευμένη από τυχόν επεμβάσεις των Αντιγονιδών στη Μικρά Ασία.[1] Εξετάστηκε μάλιστα στη Σύγκλητο το ενδεχόμενο να του αποδοθούν οι πόλεις Ορεύς και Ερέτρια, αν και τελικά επετράπη σε αυτές να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.[2] Την επόμενη χρονιά, ο Ευμένης προσέφερε πλοία στην εκστρατεία του Ρωμαίου στρατηγού Τίτου Κουίνκτιου Φλαμινίνου ενάντια στον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι.[3][4]
Σημαντικό κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής του Ευμένη αποτέλεσαν οι διπλωματικές αποστολές στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων της Περγάμου έναντι της επεκτατικής πολιτικής του ηγεμόνα των Σελευκιδών, Αντίοχου Γ΄ του Μεγάλου. Η κινητικότητα του αυτή θορύβησε τον Αντίοχο, ο οποίος στα πλαίσια των προετοιμασιών του για την έναρξη πολέμου με τη Ρώμη πρότεινε στον Ευμένη το χέρι μιας από τις θυγατέρες του. Το σημείο αυτό υπήρξε κομβικό για την περγαμηνή ιστορία. Τα αδέλφια του βασιλέως, που αποτέλεσαν τους πιστότερους συμμάχους και συμβούλους του, τον παρότρυναν να δεχτεί την πρόταση. Εντούτοις ο Ευμένης έκρινε πως τυχόν νίκη του Αντίοχου, απλώς θα τον καθιστούσε δορυφόρο της πολιτικής του πανίσχυρου γείτονά του. Αντίθετα μια ρωμαϊκή νίκη είχε να του προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα εδάφη και ισχυρή προστασία. Έτσι αρνήθηκε τη σύναψη επιγαμίας με τους Σελευκίδες, αντίθετα με την απόφαση των βασιλέων της Αιγύπτου και της Καππαδοκίας.[5][6][7] Για τον ίδιο λόγο άσκησε προσωπικά επιρροή προκειμένου να πείσει τους Ρωμαίους να επέμβουν στρατιωτικά εναντίον του Αντίοχου.[8]
Σύγκρουση Ρώμης και Αντίοχου Γ΄
Την πληροφορία πως ο στρατός των Σελευκιδών προχώρησε σε εχθρικές κινήσεις περνώντας τον Ελλήσποντο, μετέφερε στη Ρώμη ο Άτταλος, αδελφός του βασιλιά Ευμένη, ο οποίος έκτοτε, διέπρεψε σε πολλές περιπτώσεις ως διπλωμάτης, κερδίζοντας την εκτίμηση των Ρωμαίων Συγκλητικών. Ευχαριστίες και δώρα αποδόθηκαν στα δύο αδέλφια ως ανταμοιβή των υπηρεσιών τους.[9]
Στις εχθροπραξίες που ακολούθησαν ο Ευμένης συμμετείχε ενεργά, για παράδειγμα σε μια σειρά από αψιμαχίες στην Εύβοια, στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας και της Τανάγρας.[10] Όσο βρισκόταν, όμως, στην Αίγινα, πληροφορήθηκε ότι ο Αντίοχος συγκέντρωνε στρατεύματα στην Έφεσο κι έτσι μπήκε στο δίλημμα για το αν έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του που θεωρητικά κινδύνευε. Ωστόσο παρέμεινε σε θέση μάχης λαμβάνοντας μέρος σε μία επιτυχημένη ναυμαχία ενάντια στον Ρόδιο ναύαρχο Πολυξενίδα, στα ανοιχτά μιας πόλης της Κιλικίας με το όνομα Κώρυκος (191 π.Χ.). Μετά από αυτό του επετράπη από τους Ρωμαίους να επιστρέψει στην πατρίδα του.[11][12] Ακολούθησαν αρκετές περιπτώσεις όπου συμμετείχε ο ίδιος με τον στόλο του στην προέλαση του ρωμαϊκού ναυτικού, ενώ καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στο πέρασμα των ρωμαϊκών στρατευμάτων στην Ασία μέσω του Ελλησπόντου.[13] Τέλος, έλαβε ενεργά μέρος στην καθοριστική Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.), όπου ο Αντίοχος ηττήθηκε οριστικά, εγκαταλείποντας τις βλέψεις του για προσάρτηση εδαφών στον ελληνικό χώρο.[14][15]
Το 188 π.Χ. υπογράφτηκε η Συνθήκη της Απάμειας ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τον Αντίοχο Γ΄. Ο Ευμένης μετέβη στη Ρώμη τον προηγούμενο χρόνο προκειμένου να προωθήσει τα αιτήματά του για την ανταμοιβή των υπηρεσιών του. Εκεί έγινε δεκτός με ιδιαίτερη θέρμη.[16] Στον λόγο που εκφώνησε ενώπιον των Ρωμαίων πατρικίων εξέφρασε την πρόθεσή του να παραμείνει πιστός σύμμαχος της Ρώμης, όπως υπήρξε στο παρελθόν και ο πατέρας του, τονίζοντας παράλληλα τις στρατιωτικές υπηρεσίες που παρείχε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών. Παράλληλα παρακάλεσε τη Σύγκλητο να μην ενδώσει στα αιτήματα των Ροδίων, οι οποίοι πρέσβευαν την ανεξαρτησία των μικρασιατικώνελληνικών πόλεων.[17]
Η Σύγκλητος παραχώρησε τελικά στη Ρόδο τη Λυκία και την Καρία, ενώ στον Ευμένη περίπου το σύνολο των υπόλοιπων εδαφών που είχε κατακτήσει ο Αντίοχος με εξαίρεση ορισμένες ελληνικές πόλεις. Συγκεκριμένα οι πόλεις που στο παρελθόν παρείχαν φόρο υποτελείας στον Άτταλο Α΄, πατέρα του Ευμένη, διατάχθηκαν να πληρώνουν πλέον το ποσό σε εκείνον, ενώ οι πόλεις που πλήρωναν φόρο στον Αντίοχο κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.[18][19] Το σύνολο της Λυκαονίας, οι δύο Φρυγίες, η Μυσία, τα βασιλικά δάση, η Λυδία, η Ιωνία, η Μαγνησία στο Σίπυλο, η περιοχή της Καρίας με το όνομα Υδρέλα, μαζί με όλα τα οχυρά και τα χωριά μέχρι τον ποταμό Μαίανδρο που δεν ήταν ανεξάρτητα πριν από τον πόλεμο, η Τελμισσός και η πεδιάδα της (εκτός από ένα τμήμα) όλα δόθηκαν στον Ευμένη.[20][21]
Επίσης, ο Αντίοχος υποχρεώθηκε να μη λάβει ποτέ στο μέλλον στρατιώτες ή ομήρους από τους υπηκόους του Ευμένη, ενώ παράλληλα κλήθηκε να του καταβάλλει πολεμική αποζημίωση (350 τάλαντα σε πέντε χρόνια κατά τον Πολύβιο, 400 τάλαντα κατά τον Λίβιο).[22]
Με τον τρόπο αυτό ο Ευμένης εξελίχθηκε σε ελάχιστο χρόνο από βασιλιάς ενός σχετικά ασήμαντου βασιλείου σε ηγεμόνα μιας ισχυρότατης μοναρχίας.
Γάμος
Κατά τη διάρκεια της διαμάχης των Ρωμαίων με τους Σελευκίδες, ο βασιλιάς της Καππαδοκίας, Αριαράθης Δ΄, συντάχθηκε με τον Αντίοχο, ως εκ τούτου, μετά την ήττα του τελευταίου, ανήσυχος για το τι επρόκειτο να του συμβεί, έστειλε περισσότερες από μία πρεσβείες στους Ρωμαίους ζητώντας να μάθει τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να εκφράσει τη μεταμέλειά του και να εξασφαλίσει το βασίλειό του. Η Συνθήκη της Απάμειας σηματοδότησε τη μεταστροφή της καππαδοκικής εξωτερικής πολιτικής. Εκτός από την οικονομική αφαίμαξη, η συντριβή των Σελευκιδών και η αποδυνάμωση του κράτους τους στέρησε από την Καππαδοκία μια ισχυρή προστάτιδα δύναμη που παραδοσιακά τη στήριζε και εξασφάλιζε την εδαφική της ακεραιότητα. Ως αποτέλεσμα ο Αριαράθης θεώρησε συμφέρον να στραφεί στην Πέργαμο, η οποία αποτέλεσε τον μεγάλο νικητή στο διπλωματικό τραπέζι της Απάμειας. Η συμμαχία επικυρώθηκε με γάμο ανάμεσα στην κόρη του Αριαράθη Δ΄, τη Στρατονίκη, με τον βασιλιά της Περγάμου, Ευμένη Β΄. Το ζευγάρι απέκτησε τουλάχιστον έναν γιο, τον Άτταλο Γ΄ τον Φιλομήτορα.[23][24]
Οι ηγεμόνες εμφανίζονται με κίτρινη σκίαση. Η διακεκομμένη γραμμή δηλώνει υιοθεσία.[25][26]
Ενοχλημένος από τους όρους της Συνθήκης της Απάμειας, ο βασιλιάς Προυσίας Α' της Βιθυνίας εξέφρασε την αντίθεσή του. Παρείχε δε καταφύγιο το 186 π.Χ. στον σύμμαχο του Αντιόχου και εχθρό των Ρωμαίων, Καρχηδόνιο στρατηγό, Αννίβα. Στο μεταξύ ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στον Προυσία και τον Ευμένη Β΄. Την αρχή φέρεται να έκανε ο Προυσίας, παραβιάζοντας τη μεταξύ τους συνθήκη.[27] Ο Αννίβας, ο οποίος ήθελε να ενδυναμώσει τον βασιλιά ώστε αργότερα να χρησιμοποιήσει τον στρατό του κατά των Ρωμαίων, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να κερδίσει πρώτα τους γείτονες βασιλείς.[28]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Προυσίας υπέστη επανειλημμένες ήττες στη στεριά και γι’ αυτό επέλεξε να μεταφερθεί ο πόλεμος στη θάλασσα. Σε μια κρίσιμη καμπή ήταν ο Αννίβας εκείνος που με ένα έξυπνο σχέδιο του έδωσε τη νίκη. Αρχικά έστειλε αγγελιοφόρο στον Ευμένη με ένα κενό γράμμα, προκειμένου να εντοπίσει σε ποιο πλοίο είχε επιβιβαστεί. Κατόπιν, διέταξε να πετάξουν στα εχθρικά πλοία κεραμικά αγγεία γεμάτα με κάθε λογής ερπετά. Αν και η ιδέα φάνηκε αρχικά στους άνδρες του γελοία, ωστόσο αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική όταν τα φίδια άρχισαν να κυκλοφορούν στη γέφυρα των πλοίων του εχθρού.[27][28][29]
Το 185 π.Χ., με τον πόλεμο να μαίνεται ακόμη, ο Ευμένης έστειλε πρέσβεις στην πόλη της Ρώμης μεταφέροντας την είδηση ότι ο Φίλιππος Ε΄, βασιλιάς της Μακεδονίας από τη Δυναστεία των Αντιγονιδών, πραγματοποιούσε επιθέσεις σε θρακικές πόλεις.[30][31] Τόσο ο Φίλιππος, όσο και ο Ευμένης έστειλαν πρέσβεις και πάλι το 183 π.Χ.. Την ίδια περίοδο η Ρόδος υπέβαλε τα παράπονά της για την εχθρότητα που επέδειξε ο Ευμένης απέναντι στη Σινώπη, μια ελληνική πόλη στον Πόντο.[32][33]
Οι Ρωμαίοι άκουσαν προσεκτικά όλες τις πρεσβείες και υποσχέθηκαν να στείλουν λεγάτους να εκτιμήσουν την κατάσταση. Οι απεσταλμένοι της Συγκλήτου διευθέτησαν τελικά τις διαφορές Ευμένη και Προυσία (ευνοώντας τον πρώτο που ήταν παλαιός τους σύμμαχος) και παράλληλα βρήκαν την ευκαιρία να απαιτήσουν την παράδοση του Αννίβα. Λίγο αργότερα ο μεγάλος αυτός στρατηγός πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει ώστε να μην συλληφθεί.[27]
Διπλωματικές σχέσεις με την Αχαϊκή Συμπολιτεία
Όσο ακόμη ο Φιλοποίμην ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας εστάλη στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο μια αντιπροσωπεία της. Με την ευκαιρία αυτή ο Ευμένης τους προσέφερε χρήματα σε ένδειξη φιλίας και υποστήριξης. Τότε έλαβε το λόγο ο Αππολωνίδας από τη Σικυώνα, ο οποίος υποστήριξε πως το δώρο δεν καθόλου ανάξιο, ωστόσο οι σκοποί πίσω από αυτό ήταν το λιγότερο ανήθικοι και παράνομοι, καθώς στην ουσία επρόκειτο για χρηματισμό που σύντομα θα κατέληγε σε ένα φαύλο κύκλο ανταλλαγής υπηρεσιών.[34]
Πόλεμος εναντίον του Πόντου
Ο βασιλιάς του Πόντου, Φαρνάκης Α΄ (α' μισό 2ου αιώνα π.Χ.) άσκησε έντονη επεκτατική πολιτική επιθυμώντας να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Περγάμου, της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας, γειτονικών βασιλείων που βρίσκονταν υπό την «εποπτεία» της Ρώμης. Όπως ήταν λογικό, αυτό δυσαρέστησε έντονα τους βασιλείς των κρατών αυτών που ήρθαν σε πόλεμο μαζί του (183 – 179 π.Χ.). Πρωταρχικός εχθρός του στάθηκε ο Ευμένης Β΄ τόσο σε στρατιωτικό όσο και διπλωματικό επίπεδο. Από την πλευρά του, ο νέος βασιλιάς της Συρίας, Σέλευκος Δ΄ ο Φιλοπάτωρ, κράτησε ουδέτερη στάση στο ζήτημα εφόσον τον περιόριζε η Συνθήκη της Απάμειας.[35]
Αναζητώντας την υποστήριξη της Ρώμης στη νέα αυτή διαμάχη, ο Ευμένης Β΄ έστειλε στην Ιταλία τους αδελφούς του, με επικεφαλής τον Άτταλο για να εκθέσουν την κατάσταση και να ζητήσουν τη διαμεσολάβηση των Ρωμαίων. Έγιναν δεκτοί το 181 π.Χ. με μεγάλη ευγένεια και τιμές, ενώ έλαβαν υπόσχεση ότι σύντομα θα κατέφθαναν στην Ασία απεσταλμένοι να εξετάσουν το ζήτημα.[36][37]
Ο Φαρνάκης αψηφώντας τους Ρωμαίους, οι οποίοι επρόκειτο να εξετάσουν το ζήτημα, έστειλε τον στρατηγό του, Λεώκριτο, να λεηλατήσει τη μικρασιατική Γαλατία με 10.000 άνδρες. Την επόμενη άνοιξη ηγήθηκε ο ίδιος ενός στρατού που εισέβαλε στην Καππαδοκία, την επικράτεια των Αριαραθιδών. Ο Ευμένης Β΄ και ο αδελφός του, Άτταλος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, έσπευσαν με στρατό στη Γαλατία, μόνο για να ανακαλύψουν πως ο Λεώκριτος είχε πλέον αποχωρήσει. Στον Παρνασσό ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον πεθερό του Ευμένη, Αριαράθη Δ΄ της Καππαδοκίας. Είχαν πλέον φτάσει στον Μόκισσο, όταν έλαβαν νέα πως οι Ρωμαίοι είχαν καταφθάσει ώστε να αξιολογήσουν την κατάσταση. Οι Ρωμαίοι δέχτηκαν το αίτημα των βασιλέων να μεσολαβήσουν ώστε να διεξαχθούν δίκαιες διαπραγματεύσεις, συνιστώντας ωστόσο στον Ευμένη και τον Αριαράθη να αποσύρουν τα στρατεύματά τους ώστε να μην γίνει η συνάντηση υπό την απειλή όπλων. Αρχικά ο Φαρνάκης αρνήθηκε να διαπραγματευτεί, κάτι που δημιούργησε στους Ρωμαίους την εντύπωση πως δεν είχε να παρουσιάσει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της θέσης του. Τελικά δέχτηκε να συναντηθεί με τον Ευμένη στην Πέργαμο. Παρόλο που τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά παρουσιάστηκε διατεθειμένη να σταματήσει τον πόλεμο, δεν κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν σε τίποτα προβάλλοντας συνεχώς νέες απαιτήσεις. Οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν πως οι διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε ναυάγιο και αποχώρησαν. Ομοίως και οι απεσταλμένοι του Φαρνάκη, κι έτσι ο πόλεμος μονιμοποιήθηκε.[38]
Ο πόλεμος κράτησε 4 χρόνια, μέχρι το 179 π.Χ., όταν ο Φαρνάκης συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πια τις συνδυασμένες δυνάμεις των αντιπάλων του. Ξεκίνησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων μέχρι να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία. Οι όροι της συνθηκολόγησης υπήρξαν δυσμενείς για τον Φαρνάκη, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει τα περισσότερα από τα εδαφη που είχε κατακτήσει, με εξαίρεση την πόλη της Σινώπης και τις αποικίες της.[24] Συγκεκριμένα κλήθηκε να αποσυρθεί από την Παφλαγονία και την πόλη Τιείον, επιτρέποντας στους κατοίκους που είχαν εκπατριστεί να επιστρέψουν. Επιπλέον να επιστρέψει τις πόλεις που πήρε από τον Αριαράθη στην κατάσταση που τις βρήκε, απελευθερώνοντας παράλληλα τους ομήρους και παραδίδοντας τους λιποτάκτες. Τέλος κλήθηκε να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση.[39]
Έναρξη του Τρίτου Μακεδονικού Πολέμου
Το 179 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας και ηττημένος του Δευτέρου Μακεδονικού Πολέμου, Φίλιππος Ε΄, απεβίωσε. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας, ο οποίος διακατεχόταν από τα ίδια αντιρωμαϊκά συναισθήματα όπως και ο πατέρας του. Οι Σελευκίδες συνήψαν συμμαχία με τον καινούριο βασιλιά, σφραγίζοντας τη συμφωνία τους με γάμο ανάμεσα στον Περσέα και την πριγκίπισσα Λαοδίκη.[40]
Ο Ευμένης επενέβη στα εσωτερικά της Συρίας όταν, σύμφωνα με ένα διάταγμα που εξέδωσαν οι Αθηναίοι, βοήθησε να ανέλθει στον θρόνο της Αντιόχειας ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής.[41] Εντούτοις δεν έδειξε την ίδια σύμπάθεια προς τον Περσέα, με τον πατέρα του οποίου είχαν συχνά τριβές για εδαφικά ζητήματα στον χώρο της Θράκης. Πράγματι ο Ευμένης πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη όπου και διατύπωσε κατηγορίες εναντίον του Περσέως. Συγκεκριμένα ο τελευταίος θεωρούταν ύποπτος για τη δολοφονία του αδελφού του, Δημητρίου, πιθανού διαδόχου του θρόνου, και προστάτη των ρωμαϊκών συμφερόντων. Ο Ευμένης ανακοίνωσε τις πληροφορίες του για την υπόθεση, τονίζοντας παράλληλα πως ο νέος βασιλιάς είχε κληρονομήσει την επιθυμία του Φιλίππου για κατακτήσεις.[42][43] Ο λόγος του υπήρξε τόσο πειστικός που τα επιχειρήματα των πρέσβεων του Περσέως που κατέφθασαν λίγες ημέρες μετά έπεσαν στο κενό. Ήδη από την ημέρα της ομιλίας του Περγαμηνού βασιλιά είχε μυστικά αποφασιστεί η διεξαγωγή πολέμου, παρόλο που δεν ανακοινώθηκε επισήμως. Την επιθυμία των Ρωμαίων να δείξουν εύνοια προς τον Ευμένη ενδυνάμωσε το γεγονός πως διάφορες πόλεις της νότιας Ελλάδας, όπως για παράδειγμα η Ρόδος, έδειξαν εχθρική στάση απέναντί του. Η τελευταία μάλιστα αρνήθηκε να υποδεχτεί πρεσβεία δική του κατά τη διάρκεια σημαντικών εορταστικών εκδηλώσεων.[44][45]
Κατά την επιστροφή του Ευμένη προς την πατρίδα έγινε γνωστό ότι θα περνούσε από τους Δελφούς για να προσφέρει λατρευτικές τιμές στον θεό Απόλλωνα. Εκεί έπεσε θύμα ενέδρας όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Σύμφωνα με τον Λίβιο, κατά τη διάρκεια της επίθεσης εγκαταλείφθηκε από την ακολουθία του, με εξαίρεση έναν άνδρα με το όνομα Παντολέων.[46][47] Η βιασύνη των δολοφόνων – που κατά πάσα πιθανότητα υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Μακεδονίας – να διαφύγουν του έσωσε τη ζωή. Επειδή όμως η κατάσταση της υγείας του βασιλιά, ο οποίος ανάρρωσε με δυσκολία στην Αίγινα, ήταν άγνωστη, διαδόθηκε ότι είχε πεθάνει. Η είδηση έφτασε μέχρι τη Ρώμη. Στην Πέργαμο, ο αδελφός του Άτταλος, πήρε γυναίκα του τη βασίλισσα Στρατονίκη και ανέλαβε ουσιαστικά τη βασιλική εξουσία. Εντούτοις μετά την επιστροφή του Ευμένη παρέδωσε αναίμακτα τον θρόνο και με τη σειρά του ο Ευμένης δεν θέλησε να τιμωρήσει ούτε τον αδελφό του, ούτε τη Στρατονίκη. Επέπληξε όμως τον Άτταλο γιατί βιάστηκε να τον αντικαταστήσει στον θρόνο της Περγάμου και στο κρεββάτι της βασίλισσας.[48][49][50] Ακολούθως ξεκίνησε προετοιμασίες για πόλεμο, καθώς οι Ρωμαίοι, που είχαν βεβαιωθεί από τους κατασκόπους τους για διάφορες κινήσεις του Περσέα εναντίον τους, έλαβαν την απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά στην Ιλλυρία. Ζήτησαν μάλιστα από τους Μακεδόνες πολίτες να εγκαταλείψουν το συντομότερο την ιταλική χερσόνησο. Με το ρωμαϊκό στρατόπεδο συντάχθηκε και ο πεθερός του Ευμένη, Αριαράθης Δ' της Καππαδοκίας. Ο Προυσίας Β' της Βιθυνίας με τη σειρά του, όντας γαμπρός του Περσέα, τήρησε ουδέτερη στάση. Οι δε Πτολεμαίοι και Σελευκίδες ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο μεταξύ τους για το αιώνιο ζήτημα της Κοίλης Συρίας. Μόνος σύμμαχος του Περσέως στάθηκε ο Κότυς Β', βασιλιάς των Οδρυσών της Θράκης.
Γενικότερα οι αρχαίοι ιστορικοί αναγνωρίζουν τρεις αφορμές για τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο: την άνοδο στον θρόνο του Περσέως που έτρεφε, σε αντίθεση με τον Δημήτριο, αντιρωμαϊκά αισθήματα, την επίσκεψη του Ευμένη στη Ρώμη – κάποιοι Ρωμαίοι τον κατηγόρησαν τελικά πως παρέσυρε το κράτος τους σε πόλεμο για προσωπικά συμφέροντα – καθώς και την επίθεση που δέχτηκε ο Περγαμηνός στους Δελφούς.
Απώλεια της ρωμαϊκής εμπιστοσύνης
Όσο ακόμη μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στον βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και στη Ρώμη, ο πρώτος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις τόσο με τον Ευμένη, όσο και με τους Σελευκίδες. Βασικό του επιχείρημα ήταν πως αφενός ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ήταν κάτι φυσικό εφόσον επρόκειτο για γείτονες, αφετέρου η Ρώμη εκμεταλλευόταν τον ανταγωνισμό αυτό για να ελέγχει την κατάσταση στην Ανατολή κατά βούληση. Εάν η Μακεδονία έπεφτε, σύντομα θα ακολουθούσαν τα ασιατικά κράτη. Κατ’ επέκταση τους παρότρυνε να πάψουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες, ενώ παράλληλα να ζητήσουν από τη Ρώμη να συνάψει ειρήνη με τη Μακεδονία.
Η επικοινωνία Περσέα και Ευμένη διεξήχθη με μυστικότητα. Στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα πολλές μυστικές διαβουλεύσεις, οι λεπτομέρειες των οποίων δεν έμειναν κρυφές. Λογικά ο Ευμένης δεν επιθυμούσε να δει τον Περσέα να αναδεικνύεται νικητής στον πόλεμό του με τη Ρώμη. Ωστόσο βλέποντας τον πόλεμο να κρατά σε μάκρος, διέγνωσε την πρόθεση των δύο στρατοπέδων να έρθουν σε κάποιο είδος συμφωνίας για ειρήνη. Με αυτό το γνώμονα άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Περσέα, αθετώντας κατά κάποιο τρόπο την υπόσχεση να μην αποστείλει βοήθεια στους Ρωμαίους, κρατώντας ουδετερότητα. Εντούτοις, οι δύο βασιλείς, προσπαθώντας ο ένας να ξεγελάσει τον άλλο, δεν κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία και απλώς δυσφήμισαν τον εαυτό τους. Οι Ρωμαίοι, όχι αβάσιμα, άρχισαν να υποψιάζονται τον Ευμένη για προδοσία και άρχισαν να ανταλλάσσονται μεταξύ τους βαριές κατηγορίες προς το πρόσωπό του. Η δυσαρέσκειά τους αυτή εκφράστηκε με το να του απαγορεύσουν να εισέλθει στην πόλη της Ρώμης το 167 π.Χ., ενώ τον διέταξαν να αποχωρήσει το συντομότερο από την ιταλική χερσόνησο μέσα στο καταχείμωνο. Αντιθέτως, εξακολουθούσαν να δείχνουν μεγάλη εύνοια στον αδελφό του Ευμένη, τον Άτταλο, στον οποίο και επέτρεπαν να απευθύνεται στη Σύγκλητο όποτε το επιθυμούσε.[51][52][53][54]
Λήμμα για τον Ευμένη στη Σούδα, λεξικό του 10ου αιώνα.
Μετά την οριστική ήττα της Μακεδονίας, το μέλλον προδιαγραφόταν ήρεμο για τον Ευμένη. Ωστόσο γαλατικά φύλα της Μικράς Ασίας βρήκαν την ευκαιρία να παρενοχλήσουν αναπάντεχα το περγαμηνό βασίλειο.[55] Με την αφορμή αυτή ο Άτταλος ταξίδεψε ξανά στη Ρώμη ως απεσταλμένος του Ευμένη, τόσο γα να εκθέσει την κατάσταση, όσο και για αναθερμάνει τις σχέσεις της Συγκλήτου με την Πέργαμο. Έγινε δεκτός με αφύσικα πολλές τιμές και παρόλο που είχε πράγματι συνάψει καλές φιλίες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πολέμων και διπλωματικών αποστολών, ακόμη κι ο ίδιος άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι ύποπτο συνέβαινε. Πράγματι του αποκαλύφθηκε πως οι Ρωμαίοι πλέον δεν έτρεφαν καμία εκτίμηση προς το πρόσωπο του αδελφού του, ο οποίος έφερε το στίγμα του προδότη. Αντίθετα φίλοι και γνωστοί τον προέτρεψαν να μην εμφανιστεί ενώπιον της Συγκλήτου υπηρετώντας τα συμφέροντα του Ευμένη, αλλά να μιλήσει μοναχά για προσωπικό του όφελος. Ο Άτταλος άρχισε να βρίσκει τις προσφορές αυτές αρκετά δελεαστικές.[56][57]
Εντούτοις, ο Ευμένης είχε αντιληφθεί πού οδηγούσε η κατάσταση και απέστειλε στη Ρώμη έναν άντρα στον οποίο έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη, τον ιατρό του Στράτο. Ο τελευταίος συνομίλησε με τον Άτταλο και με τη δύναμη της λογικής τον έπεισε να εγκαταλείψει τις επικίνδυνες φιλοδοξίες του. Από τη μία οι δύο άνδρες ουσιαστικά συμβασίλευαν και κατείχαν ίσες εξουσίες. Από την άλλη ο Ευμένης είχε επιβαρυμένη υγεία και σύντομα θα επιλεγόταν διάδοχός του: καθώς ο Ευμένης ακόμη δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει τον διάδοχό του ως πραγματικό του παιδί, επικρατέστερη επιλογή ήταν ο ίδιος ο Άτταλος. Τέλος, η γαλατική απειλή κινδύνευε να αφήσει τα αδέλφια χωρίς βασίλειο, οπότε ήταν μάταιο να εμπλακούν σε εμφύλιο τη δεδομένη στιγμή.[56] Τελικά, κατά την ομιλία του στη Σύγκλητο, προς έκπληξιν όλων, ο Άτταλος δεν έκανε καμία νύξη στο ζήτημα.[57][58] Η Πέργαμος απαλλάχτηκε με τη συνδρομή μισθοφορικών στρατευμάτων από τη γαλατική απειλή το 166 π.Χ.[59]
Λίγα χρόνια μετά, το 164 π.Χ., στην πόλη της Ρώμης παρουσιάστηκαν πρέσβεις του βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Β΄ του Κυνηγού, της Ρόδου και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Σύγκλητος παρείχε ακρόαση σε όλους. Οι απεσταλμένοι της Βιθυνίας παραπονέθηκαν για τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, αφενός επειδή είχε καταλάβει ορισμένα από τα εδάφη τους, αφετέρου επειδή, αντί να συμμορφωθεί με τις προσταγές της Ρώμης, εξακολουθούσε να προσπαθεί να αποκτήσει δύναμη μπλέκοντας στις υποθέσεις των Γαλατών της Μικράς Ασίας. Την ίδια αφήγηση παρουσίασαν και άλλες πόλεις της περιοχής, τονίζοντας τις ανησυχητικές σχέσεις που διατηρούσε ο Ευμένης με τον βασιλιά των Σελευκιδών, Αντίοχο Δ΄. Οι Ρωμαίοι απέφυγαν να δώσουν σαφή απάντηση, ωστόσο συγκράτησαν τις πληροφορίες αυτές.[60] Την επόμενη χρονιά, ο Άτταλος μετέβη προσωπικά στη Ρώμη, με τον έτερο αδελφό του, τον Αθηναίο, προκειμένου να υπερασπιστεί τη θέση του βασιλιά της Περγάμου και να αντικρούσει τις κατηγορίες. Γενικά η αποστολή αυτή κρίθηκε ικανοποιητική και οι απεσταλμένοι έλαβαν τιμές προτού επιστρέψουν στην Ασία. Ωστόσο η Ρώμη έστειλε απεσταλμένους στην Ελλάδα να επιβλέπουν την κατάσταση από κοντά.[61] Το ίδιο σενάριο έλαβε χώρα και πάλι το 159 π.Χ. όταν ο Προυσίας και οι Γαλάτες και πάλι κατηγόρησαν τον Ευμένη στους Ρωμαίους. Για άλλη μια φορά, ο Άτταλος μετέβη στη Ρώμη, για να υπερασπιστεί τον αδελφό του.[62]
Διαδοχή
Ο Ευμένης Β΄ απεβίωσε από φυσικά αίτια το 158 π.Χ. Στον θρόνο ανήλθε ο αδελφός του Άτταλος Β΄, ο οποίος νυμφεύθηκε εκ νέου τη βασίλισσα Στρατονίκη. Γιος του Ευμένη και της Στρατονίκης υπήρξε ο Άτταλος Γ΄ ο Φιλομήτωρ, ο οποίος διαδέχτηκε τον θείο του μετά τον θάνατό του το 138 π.Χ. Καθώς ο τελευταίος άσκησε φιλειρηνική και φιλορωμαϊκή πολιτική ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη βασιλεία του. Το αξιοσημείωτο είναι πως μετά τον θάνατό του εμφανίστηκε στο προσκήνιο μια διαθήκη βάσει της οποίας κληροδοτούσε το περγαμηνό βασίλειο στη Ρώμη. Αυτό ξεκίνησε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που οδήγησαν στην ενσωμάτωση των εδαφών της Μικράς Ασίας στη ρωμαϊκή επικράτεια. Το 133 π.Χ. ήρθε στο προσκήνιο ένας νέος διεκδικητής του θρόνου, ο Αριστόνικος, ο οποίος και επωφελήθηκε του κενού εξουσίας. Υποστηρίζοντας πως υπήρξε νόθος γιος του Ευμένη Β΄, υποκίνησε εξέγερση και βασίλεψε για σύντομο διάστημα υπό το όνομα Ευμένης. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εξέγερσης αυτής αποτέλεσε αντικείμενο διαμάχης και ζωηρών συζητήσεων μεταξύ των ιστορικών, οι οποίοι τείνουν να διαφωνούν κατά πόσο το κίνημά του αποτέλεσε εθνικό πόλεμο ή κοινωνική εξέγερση.
Αποτίμηση
Πολιτιστικό έργο
Ανάμεσα στα έτη 188 και 181 π.Χ. ο Ευμένης εισήγαγε μια νέα νομισματική πολιτική στο μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειάς του. Το νέο νόμισμα που έκοψε κυκλοφόρησε ωστόσο εντός του βασιλείου του και οι Ατταλίδες δεν επεδίωξαν να επιβάλλουν τη χρήση του εκτός συνόρων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.), ο Ευμένης υλοποίησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, το οποίο και μετέτρεψε την πόλη της Περγάμου σε ένα από τα κοσμήματα του ελληνιστικού κόσμου. Επέκτεινε το ιερό της Νικηφόρου Αθηνάς και όρισε την επανέναρξη των εορτασμών των Νικηφορίων, μιας εκδήλωσης που απέκτησε παννελλήνιο χαρακτήρα. Επέκτεινε επίσης την περίφημη Βιβλιοθήκη της Περγάμου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας του και που υπολοιπόταν σε λάμψη μόνο από εκείνη της Αλεξάνδρειας.
Η έναρξη της κατασκευής του περίφημου «Βωμού της Περγάμου» πρέπει να ξεκίνησε προς τα τέλη της δεκαετίας του 180 π.Χ. Μια σειρά από ανάγλυφα αναπαριστούσε δραματικά τη Γιγαντομαχία, ενώ μια μικρότερη τα πεπραγμένα του μυθικού προπάτορα των Ατταλιδών, του ήρωα Τήλεφου. Παρόλο που το μνημείο αυτό θεωρείται από πολλούς μελετητές κορωνίδα της ελληνιστικής τέχνης, διασώζονται πολύ λίγες πληροφορίες για την κατασκευή και τη λειτουργικότητά του. Σημαντική μερίδα επιστημόνων συμφωνούν τουλάχιστον ότι η Γιγαντομαχία συμβόλιζε τις νίκες των Ατταλιδών έναντι των Γαλατών και γενικότερα των πολιτισμένων δυνάμεων έναντι των «βαρβάρων».
Επιπροσθέτως, περίπου το 160 π.Χ. ο Ευμένης χρηματοδότησε την ανέγερση της «Στοάς του Ευμένους» στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης των Αθηνών στον χώρο μεταξύ του Θεάτρου του Διονύσου και του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού.[63] Επρόκειτο για ένα επιβλητικό διώροφο κτίριο, μήκους 164,48 μ. και πλάτους 17,65 μ., που πρόσφερε προστασία από τη βροχή στους θεατές του Θεάτρου του Διονύσου, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως χώρος συναντήσεων και συζητήσεων.[64] Η στοά ήταν σε χρήση μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ., οπότε δομικά υλικά της χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του υστερορωμαϊκού τείχους.[64]
Τέλος, υπό την προστασία του βασιλιά Ευμένη Β΄ τέθηκε το Ασκληπιείο στην Κω και τότε ήταν που απέκτησε τη σημερινή του μνημειακή όψη. Κατασκευάσθηκε μία μεγαλύτερη, επιβλητική κεντρική κλίμακα, που οδηγούσε στο ανώτερο άνδηρο, στο κέντρο του οποίου οικοδομήθηκε μεγάλος δωρικός ναός αφιερωμένος στον Ασκληπιό, αντίγραφο του αντίστοιχου ναού της Επιδαύρου.[65]
Χαρακτήρας
Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, ο Ευμένης υπήρξε καλύτερος και ευστροφότερος βασιλιάς σε σύγκριση με όλους τους συγχρόνους του. Αυτό καταδεικνύεται από το ίδιο το γεγονός ότι κληρονόμησε ένα βασίλειο που το αποτελούσαν λίγες ασήμαντες πόλεις και εκείνος, βασιζόμενος όχι στην τύχη αλλά στην εξυπνάδα και την ενεργητικότητά του, το μετέτρεψε σε ισχυρό ανταγωνιστή των μεγαλύτερων δυνάμεων της εποχής του. Σημαντική του επιτυχία υπήρξε επίσης το γεγονός ότι ενώ διέθετε τρεις αδελφούς περίπου στην ίδια ηλικία με εκείνον, με ισχυρό χαρακτήρα σαν το δικό του, κατάφερε ωστόσο να τους κρατήσει στο πλευρό του υπάκουους και φύλακες των συμφερόντων του, κάτι που ελάχιστοι βασιλείς στην ιστορία έχουν να επιδείξουν.[66]
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Ε΄, συνάπτει συμμαχία με τον Αννίβα εναντίον της Ρώμης.
Ξεσπά ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τη Μακεδονία. Η Πέργαμος, υπό τον Άτταλο Α΄, αποτελεί σύμμαχο των Ρωμαίων, κάτι που κληροδοτήθηκε και στους μετέπειτα βασιλείς της.
205 π.Χ.
Υπογραφή της Συνθήκης της Φοινίκης που δίνει τέλος στον αμφίρροπο Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο.
Τερματίζεται ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος. Η καθοριστική νίκη των Ρωμαίων τους παρέχει την απόλυτη κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο.
200 π.Χ.
Οι επεκτατικές διαθέσεις του Βασιλείου της Μακεδονίας προκαλούν την επέμβαση της Ρώμης. Ο Πρώτος Κρητικός Πόλεμος δίνει τη θέση του στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο.
Διεξάγεται η Μάχη στις Κυνός Κεφαλές ανάμεσα στον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας και τους Ρωμαίους. Η νίκη των δεύτερων είναι καθοριστική, δίνοντας τέλος στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο. Το γεγονός σφραγίζεται με τη Συνθήκη της Τεμπέας.
195 π.Χ.
Ο Ευμένης Β΄ παρέχει πλοία στον ρωμαϊκό στρατό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Φλαμινίνου ενάντια στον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι.
193 π.Χ.
Ο ηγεμόνας των Σελευκιδών, Αντίοχος Γ' ο Μέγας, συνάπτει συμμαχίες με τους γείτονες βασιλείς εναντίον των Ρωμαίων. Οι συμμαχίες σφραγίζονται με επιγαμίες ανάμεσα στους βασιλικούς οίκους. Εντούτοις ο Ευμένης αρνείται να παντρευτεί μια από τις κόρες του Αντίοχου, επιλέγοντας να ασκήσει φιλορωμαϊκή πολιτική, όπως ο πατέρας του.
192 π.Χ.
Έναρξη πολέμου ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τον Αντίοχο Γ΄ τον Μέγα. Ο Ευμένης Β΄ συμμετέχει ενεργά στο πλευρό των Ρωμαίων, ενημερώνοντας τη Σύγκλητο πως ο Αντίοχος πέρασε τον Ελλήσποντο. Επιπλέον συμμετέχει προσωπικά με τα αδέλφια του σε όλες τις μάχες που διεξάγονται.
191 π.Χ.
Ο Ευμένης λαμβάνει μέρος σε μία επιτυχημένη ναυμαχία ενάντια στον Ρόδιο ναύαρχο Πολυξενίδα, στα ανοιχτά μιας πόλης της Κιλικίας με το όνομα Κώρυκος.
190 π.Χ.
Ο Σέλευκος Δ' Φιλοπάτωρ, γιος και μελλοντικός διάδοχος του Αντίοχου Γ΄, πολιορκεί την Πέργαμο εκμεταλλευόμενος την απουσία του Ευμένη. Την πόλη υπερασπίζεται με επιτυχία ο αδελφός του βασιλιά, Άτταλος.
Λαμβάνει χώρα η καθοριστική Μάχη της Μαγνησίας. Ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας ηττάται κατά κράτος και αναγκάζεται να συνθηκολογήσει.
189 π.Χ.
Ο Ευμένης πραγματοποιεί ταξίδι στη Ρώμη, όπου και γίνεται δεκτός με θέρμη. Ταυτόχρονα, ο ρωμαϊκός στρατός διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλατία. Τους συνοδεύει ο Άτταλος.
188 π.Χ.
Υπογράφεται η Συνθήκη της Απάμειας, χάρη στην οποία η Πέργαμος ισχυροποιείται και επεκτείνεται εδαφικά.
Η Καππαδοκία παύει να είναι φιλικά προσκείμενη στους Σελευκίδες και αποβλέπει στη συμμαχία της Ρώμης δια μέσου της Περγάμου. Ο βασιλιάς της Αριαράθης Δ΄ προσφέρει το χέρι της κόρης του, Στρατονίκης, στον Ευμένη Β΄.
Διεξάγεται πόλεμος ανάμεσα στον Ευμένη και τον βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Α΄. Στην αυλή του τελευταίου είχε καταφύγει ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας ο οποίος συμμετέχει ενεργά.
185 π.Χ.
Πρέσβεις της Περγάμου καταγγέλουν στους Ρωμαίους την επεκτατική πολιτική του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄.
183 π.Χ.
Φίλιππος και Ευμένης στέλνουν διπλωματικές αποστολές στη Ρώμη. Την ίδια χρονιά η Ρόδος υποβάλλει τα παράπονά της για την εχθρότητα που επέδειξε ο Ευμένης απέναντι στη Σινώπη.
Οι Ρωμαίοι επεμβαίνουν και τερματίζουν τον πόλεμο υπέρ του συμμάχου τους βασιλιά της Περγάμου.
Ο Ευμένης εμπλέκεται σε νέο πόλεμο, αυτή τη φορά με τον βασιλιά του Πόντου, Φαρνάκη Α΄. Στο πλευρό του τάσσεται και ο πεθερός του, Αριαράθης Δ' της Καππαδοκίας, ενώ ο Σέλευκος Δ' παραμένει ουδέτερος.
181 π.Χ.
Τα αδέλφια του Ευμένη πραγματοποιούν ταξίδι στη Ρώμη προκειμένου να ζητήσουν στήριξη στη διαμάχη του βασιλιά με τον Πόντο.
Οι Σελευκίδες συμμαχούν με τον Περσέα. Η συμφωνία σφραγίζεται με γάμο ανάμεσα στον βασιλιά της Μακεδονίας και τη Λαοδίκη, κόρη του Σέλευκου Δ΄ του Φιλοπάτωρος.
175 π.Χ.
Ο Σέλευκος Δ΄ δολοφονείται. Ο Ευμένης Β΄ βοηθά τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή να ανέλθει στον θρόνο, θανατώνοντας τον σφετεριστή Ηλιόδωρο.
172 π.Χ.
Ο Ευμένης Β΄ επισκέπτεται τη Ρώμη, όπου γίνεται δεκτός με τιμές. Εκεί ενημερώνει τη Σύγκλητο σχετικά με την εχθρική στάση του Περσέα, πείθοντάς τη να εμπλακεί σε πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Ευμένη στους Δελφούς, δέχεται δολοφονική επίθεση. Όταν διαδίδεται εσφαλμένα πως απεβίωσε, ο Άτταλος ανεβαίνει προσωρινά στον θρόνο λαμβάνοντας ως σύζυγο τη βασίλισσα Στρατονίκη. Κατά την επιστροφή, ωστόσο, του αδελφού του παραδίδει αναίμακτα τον θρόνο.
Με τη Μάχη της Πύδνας, λαμβάνει τέλος ο Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος.
167 π.Χ.
Μετά την οριστική ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους, γαλατικά φύλα επωφελούνται και παρενοχλούν την Πέργαμο. Ο Άτταλος αποστέλλεται και πάλι στη Ρώμη για να συγχαρεί τους Ρωμαίους για τη νίκη τους επί της Μακεδονίας, αλλά και για να εκθέσει την κατάσταση.
Οι Ρωμαίοι φίλοι του Αττάλου τον προτρέπουν να ανατρέψει τον αδελφό του. Παρόλο που η προοπτική αυτή τον δελεάζει αρχικά, τελικά ο ίδιος κρίνει λογικότερο το να αρνηθεί.
↑Γιαννικαπάνη, Έφη. ««Στοά Ευμένους»». Οδυσσεύς. Υπουργείο Πολιστισμού και Τουρισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010.
↑Δ. Μποσνάκης, E. Σκέρλου. ««Ασκληπιείο Κω»». Οδυσσεύς. Υπουργείο Πολιστισμού και Τουρισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010.
Allen R.E. (1983). «The Attalid Kingdom: A Constitutional History». Oxford University Press, USA. ISBN 978-0-19-814845-6.
Austin M.M. (2006). «The Hellenistic World from Alexander to the Roman Conquest: A Selection of Ancient Sources in Translation». Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-82860-4
Hansen, Esther V. (1971). «The Attalids of Pergamon». Ithaca, New York: Cornell University Press; London: Cornell University Press Ltd. ISBN 0-8014-0615-3.
Kosmetatou, Elizabeth (2003) «The Attalids of Pergamon», Andrew Erskine, ed., «A Companion to the Hellenistic World». Oxford: Blackwell: σελ. 159–174. ISBN 1-4051-3278-7. Κείμενο
Jona Lendering (2006). «Eumenes II Soter». Articles on Ancient History. Livius.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2010.
Γιαννικαπάνη, Έφη. «Στοά Ευμένους». Οδυσσεύς. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010.