Η Ράμνα είναι εγκαταλελειμμένος οικισμός που βρισκόταν σε υψόμετρο 570 μ. στο όρος Μπέλλες, στον σημερινό Δήμο Σιντικής της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Διοικητικά, πρόκειται για τον αρχικό οικισμό του σημερινού κατοικημένου χωριού Ομαλό Σερρών, αν και είχαν διαφορετική θέση, πληθυσμό και ιστορία. Η Ράμνα ήταν το μοναδικό χωριό στην ανατολική Μακεδονία με αποκλειστικά Βλάχους κατοίκους, που κατοικούσαν εκεί μόνιμα όλες τις εποχές του έτους. Καταστράφηκε το 1916, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ καταστράφηκε ξανά από γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό το 1941 κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ιστορία
Οθωμανική περίοδος
Η ίδρυση της Ράμνας ανάγεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν την εποχή της διοίκησης του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, δημιουργήθηκαν προβλήματα με τους ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν στην περιοχή, οδηγώντας σε μεγάλες μετακινήσεις βλάχικων πληθυσμών της Ηπείρου, κυρίως σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση σημειώθηκε ανάμεσα στα έτη 1820 με 1822, ενώ η δεύτερη ανάμεσα στα 1822 με 1830. Τα αίτια των διωγμών αυτών, μπορούν να θεωρηθούν συνέπειες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821[1]. Από αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμών και μετά από πολύχρονη περιπλάνηση στον Μακεδονικό χώρο, βλάχικοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν και σε περιοχές του νομού Σερρών.
Ο οικισμός της Ράμνας εκτιμάται ότι δημιουργήθηκε μετά το 1840 και ήταν το μοναδικό χωριό με αμιγές βλαχόφωνο πληθυσμό κατά τον 19ο αιώνα στην ανατολική Μακεδονία.[2] Βρισκόταν σε υψόμετρο 570 μέτρων, στις νότιες πλαγιές του όρους Μπέλλες, σε απόσταση 3 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά από τον σημερινό οικισμό Ομαλό-Θρακικό.[3] Προφορικές μαρτυρίες των Βλάχων κατοίκων του Νέου Πετριτσίου Σερρών, των οποίων οι γονείς έζησαν στη Ράμνα, αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του χωριού προέρχονταν κυρίως από τα χωριά Αβδέλλα και Γράμουστα, καθώς και από άλλα χωριά, όπως το Νυμφαίο, η Σαμαρίνα, η Μοσχόπολη και η Νικολίτσα του Γράμμου.[1]
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο οικισμός ανήκε διοικητικά στον Καζά του Ντεμίρ Ισάρ του Σαντζακίου των Σερρών του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 ο οικισμός αποτελούνταν από 106 σπίτια και 350 Βλάχους κατοίκους,[4] ενώ στη μελέτη «Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στατιστική και Εθνογραφική Μελέτη» του Αλεξάντρ Συνβέ που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι αποτελούνταν από 90 κατοίκους.[5] Η στατιστική μελέτη του ΒούλγαρουΒασίλ Κάντσωφ, «Μακεδονία, Εθνογραφία και Στατιστική», εκτιμά ότι το 1900 η Ράμνα είχε 550 Βλάχους κατοίκους,[6] ενώ σύμφωνα με τη μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, το 1904 ζούσαν εκεί 1.024 κάτοικοι.[7] Σύμφωνα με την «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν 382 βλαχόφωνοι Έλληνες κάτοικοι.[8] Τέλος, σε υπολογισμούς που εξέδωσε, το έτος 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912, αλλά και κατά τον Αύγουστο του 1915, αναφέρονται 350 βλαχόφωνοι Έλληνες κάτοικοι.[9]
Σύγχρονη ιστορία
Ράμνα
Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι της Ράμνας εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα, όπου δούλευαν σε καπνομάγαζα, ενώ παράλληλα στο χωριό αναπτύχθηκαν ομάδες αντίστασης με μακεδονομάχους και καπετανάτα. Σημαντική ήταν η βοήθεια των κατοίκων της Ράμνας στον απελευθερωτικό πόλεμο του 1913. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 είχε πληθυσμό 469 κατοίκων.[10]
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την άφιξη των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων (Β΄ Βουλγαρική Κατοχή) τον Αύγουστο του 1916 και τη δημιουργία πολεμικού μετώπου στην περιοχή του Στρυμόνα, η Ράμνα καταλήφθηκε από στρατεύματα. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή και εξορίστηκαν δια μέσου των στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας στη Βουλγαρία. Όσοι βρίσκονταν στα καπνομάγαζα της Καβάλας εξορίστηκαν στη Σερβία.
Όταν με τη λήξη του πολέμου επέστρεψαν το 1919 στην Ελλάδα, βρήκαν το χωριό τους κατεστραμμένο και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε γειτονικά χωριά, οι περισσότεροι στο Νέο Πετρίτσι και άλλοι στην τότε Βυρώνεια (στην σημερινή περιοχή Άνω Βυρώνειας). Πολλοί έφυγαν και εγκαταστάθηκαν σε κοντινές πόλεις, όπως η Σέρρες και η Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Αθήνα. Λίγες μόνο οικογένειες, περίπου δέκα, εγκαταστάθηκαν πάλι στην τοποθεσία της Ράμνας.[11][1]
Το 1941, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή της Ράμνας καταστράφηκε ολοσχερώς από γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό.[13] Σε απόσταση 3 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά της Ράμνας και σε υψόμετρο 1.637 μέτρων, βρισκόταν το οχυρό Ποποτλίβιτσα της Γραμμής Μεταξά.
Το 1988 δημιουργήθηκε από κατοίκους του Νέου Πετριτσίου απογόνους Ραμνιωτών, ο σύλλογος Βλάχων «Η Ράμνα»,[14] ενώ αναφέρεται ως ημερομηνία ίδρυσης και το 1990, όπως αναγράφεται στο λάβαρο του συλλόγου.[15]
Σήμερα, στη θέση του κατεστραμμένου οικισμού της Ράμνας, τοποθεσία γνωστή στους κατοίκους της περιοχής ως Άνω Ράμνα, υπάρχει η εκκλησία Προφήτη Ηλία, η οποία είχε χτιστεί σε νοτιότερο σημείο από την παλιά εκκλησία Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει, επίσης, κατασκήνωση κωφών και βαρήκοων παιδιών, η οποία δεν λειτουργεί.[16]
Ομαλό (παλιό)
Την δεκαετία του 1920 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο, σχηματίζοντας οικισμό σε χαμηλότερο υψόμετρο 190 μέτρων, περίπου ένα χιλιόμετρο νότια-νοτιοδυτικά της Ράμνας.
Το 1926 η έδρα της κοινότητας Ράμνης μεταφέρθηκε στο Δερβέντι (Ακριτοχώρι) και μετονομάστηκε σε κοινότητα Δερβεντίου.[17]
Το 1928 ο νέος προσφυγικός οικισμός αναγνωρίστηκε με την ονομασία Ομαλόν, ως μετονομασία της Ράμνας, ενώ το ίδιο έτος αποσπάστηκε από την προηγούμενη κοινότητα Δερβεντίου και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Βυρωνείας.[18][19][20][21]
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οικισμός μεταφέρθηκε ακόμη πιο νότια, στο σημείο όπου βρίσκεται έως σήμερα. Έχοντας ουσιαστικά ενωθεί με τον οικισμό Θρακικό, καθώς τους χωρίζει νοητά ένας κοινός δρόμος, το σημερινό χωριό αναφέρεται συχνά ως Ομαλό-Θρακικό ή Θρακικό-Ομαλό.
Στην τοποθεσία του παλιού Ομαλού, μεταξύ της Ράμνας και των σημερινών οικισμών Ομαλό-Θρακικό, υπάρχουν σήμερα αγροκτήματα και στάνες, ενώ από τα κτήρια του παλιού χωριού, σώζονται μόνο τα ερείπια της εκκλησίας Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει, επίσης, ένας ταμιευτήρας νερού που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 2000, αλλά δεν έχει λειτουργήσει έως σήμερα.
↑Κάντσωφ, Βασίλ (1900). Македония. Етнография и статистика (στα Βουλγάρικα). Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. 46. РамнаCS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)