Το Μοσχολέμονο (ετυμολ. μόσχος + λεμόνι) ή αλλιώς Λάιμ (από το Αραβικό και το Γαλλικόlim)[1] είναι ένας καρπόςεσπεριδοειδούς, ο οποίος συνήθως είναι στρογγυλός, πράσινος, διαμέτρου 3-6 εκατοστών και περιέχει ξινή (όξινη) σάρκα.[2] Υπάρχουν διάφορα είδη εσπεριδοειδών των οποίων οι καρποί καλούνται «λάιμ», συμπεριλαμβανομένων των Κι λάιμ - Key lime (Citrus aurantifolia), Περσικού λάιμ (Citrus x latifolia), καφίρ λάιμ - kaffir lime (Citrus hystrix) και λάιμ της ερήμου - desert lime (Citrus glauca).[2] Τα μοσχολέμονα αποτελούν εξαιρετική πηγή βιταμίνης C και συχνά χρησιμοποιούνται για να τονίσουν τις γεύσεις διάφορων τροφίμων και ποτών. Καλλιεργούνται όλο τον χρόνο στα τροπικά κλίματα και είναι συνήθως μικρότερα και λιγότερο ξινά από τα λεμόνια, αν και οι ποικιλίες μπορεί να διαφέρουν όσον αφορά τη γλυκύτητα και την οξύτητά τους.[3]
Το δέντρο φιλύρα (Tilia sp., κν. φλαμουριά) είναι γνωστό στη Βρετανία ως lime. Είναι ένα πλατύφυλλο εύκρατο φυτό, το οποίο όμως δεν σχετίζεται με τα εσπεριδοειδή.
Τα μοσχολέμονα πρωτοκαλλιεργήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα στο νότιο Ιράκ[6] και την Περσία[6] και ο καρπός καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά για εμπορικούς σκοπούς στις περιοχές που σήμερα αποτελούν το νότιο Ιράκ (Βαβυλωνία).[6]
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την αποφυγή του σκορβούτου, στους Βρετανούς ναύτες χορηγούνταν μια ημερήσια δόση εσπεριδοειδών, αρχικά λεμονιών αλλά στη συνέχεια μοσχολέμονων.[7] Αρχικά, η χρήση των εσπεριδοειδών αποτελούσε επτασφράγιστο στρατιωτικό μυστικό, καθώς το σκορβούτο ήταν κοινή μάστιγα για τις διάφορες εθνικές ναυτικές δυνάμεις, και η ικανότητα των πληρωμάτων να παραμένουν στη θάλασσα για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να προσβληθούν από αυτή τη διαταραχή ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τους στρατιωτικούς. Έτσι, οι Βρετανοί ναύτες απέκτησαν το παρατσούκλι «Λάιμι» («Limey»), λόγω της χρήσης του λάιμ.[8]
Χρήσεις
Ο χυμός μοσχολέμονου μπορεί να εξαχθεί με συμπίεση από τα φρέσκα μοσχολέμονα, αλλά διατίθεται και σε φιάλες στο εμπόριο, με ή χωρίς ζάχαρη. Ο χυμός λάιμ χρησιμοποιείται για την παρασκευή «λεμονάδας από λάιμ» (limeade) και ως συστατικό (τυπικά ως ξινό μείγμα) σε πολλά κοκτέιλ.
Τα τουρσιά του μοσχολέμονου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ινδικής κουζίνας. Η κουζίνα της νότιας Ινδίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο μοσχολέμονο: η κατανάλωση τουρσί λεμονιού ή μοσχολέμονου αποτελεί βασικό στοιχείο του Όναμ (Ινδουιστικό φεστιβάλ, που γιορτάζεται από τους κατοίκους της Κεράλα) και του Σάντχυα (ποικιλία χορτοφαγικών πιάτων, που παραδοσιακά σερβίρονται πάνω σε φύλλα μπανανιάς, στην Κεράλα).
Στη μαγειρική, το μοσχολέμονο θεωρείται σημαντικό τόσο για την οξύτητα του χυμού του όσο και για το λουλουδένιο άρωμα του ξύσματός του. Είναι κοινό συστατικό στα πιάτα της αυθεντικής Μεξικανικής, Βιετναμέζικης και Ταϊλανδικής κουζίνας. Επίσης, χρησιμοποιείται για τις ιδιότητες τουρσί στα ceviche (πιάτο με θαλασσινά, διαδεδομένο στις παράκτιες περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής). Ορισμένες συνταγές guacamole (ένα dip με βάση το αβοκάντο) απαιτούν χυμό μοσχολέμονου.
Η χρήση των αποξηραμένων μοσχολέμονων (που ονομάζονται «μαύρα λάιμ» ή «λούμι" (loomi)) ως άρτυμα, είναι χαρακτηριστικό της Περσικής κουζίνας και της Ιρακινής κουζίνας, ενώ χρησιμοποιείται και στο μείγμα μπαχαρικών μπαχαράτ (που επίσης ονομάζεται kabsa ή kebsa), στην περιοχή του Περσικού κόλπου.
Το μοσχολέμονο είναι ένα συστατικό πολλών κουζινών από την Ινδία και γίνονται πολλές ποικιλίες από τουρσιά, π.χ. ζαχαρωμένο τουρσί μοσχολέμονο, παστό τουρσί και τσάτνεϊ (φρουτομπαχάρ)[9] μοσχολέμονο.
Το Key Lime δίνει το χαρακτηριστικό του άρωμα και τη γεύση στο Αμερικανικό επιδόρπιο που είναι γνωστό ως πίτα key Lime. Στην Αυστραλία, το λάιμ της ερήμου (desert lime) χρησιμοποιείται για την παρασκευή μαρμελάδας.
Το μοσχολέμονο είναι συστατικό αρκετών κοκτέιλ highball (Highball είναι το όνομα μιας οικογένειας από ανάμεικτα ποτά που αποτελούνται από ένα οινοπνευματώδες ποτό και με ένα άλλο μη-αλκοολούχο ποτό μεγαλύτερης όμως αναλογίας), συχνά με βάση το τζιν, όπως το τζιν και τόνικ, το (κοκτέιλ) τζίν με λεμονάδα (gimlet (cocktail)) και το Rickey. Ο φρεσκοστυμμένος χυμός μοσχολέμονου θεωρείται επίσης βασικό συστατικό στο κοκτέιλ μαργαρίτα, αν και μερικές φορές υποκαθίσταται από χυμό λεμονιού.
Εκχυλίσματα μοσχολέμονου και αιθέρια έλαια μοσχολέμονου χρησιμοποιούνται συχνά σε αρώματα, προϊόντα καθαρισμού και στην αρωματοθεραπεία.
Επιδράσεις στην υγεία και έρευνα
Διατροφική αξία
Σε σύγκριση με τα λεμόνια, τα μοσχολέμονα περιέχουν λιγότερη βιταμίνη C, αλλά παρόλα αυτά αποτελούν εξαιρετική πηγή της βιταμίνης, παρέχοντας το 35% της Ημερήσιας Αξίας ανά μερίδα 100 g..[10] Τα μοσχολέμονα είναι καλή πηγή διαιτητικών ινών και περιέχουν πολλές ακόμα θρεπτικές ουσίες σε μικρές ποσότητες.
Φυτοχημικά και έρευνα
Η σάρκα και η φλούδα του μοσχολέμονου περιέχουν διαφορετικές φυτοχημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των πολυφαινολών (polyphenols) και των τερπενίων (terpenes),[11] πολλές από τις οποίες είναι κάτω από βασική έρευνα για τις πιθανές ιδιότητές τους στους ανθρώπους.[12]
Δερματίτιδα
Όταν το ανθρώπινο δέρμα εκτίθεται στο υπεριώδες φως μετά από την επαφή του με χυμό μοσχολέμονου, μπορεί να συμβεί μια αντίδραση που είναι γνωστή ως φυτοφωτοδερματίτιδα, η οποία μπορεί να προκαλέσει το σκούρωμα στο χρώμα του δέρματος, πρήξιμο ή φουσκάλες. Οι μπάρμαν που χειρίζονται μοσχολέμονα και άλλα εσπεριδοειδή κατά την προετοιμασία των κοκτέιλ μπορεί να αναπτύξουν φυτοφωτοδερματίτιδα, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης των φουροκουμαρινών (furocoumarins) στα μοσχολέμονα.[13] Η κύρια φουρανοκουμαρίνη στα μοσχολέμονα είναι η λεμιττίνη (lemittin).[14]
Οι τάσεις παραγωγής
Η Κίνα, η Ινδία και το Μεξικό παράγουν περίπου το 43% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής λεμονιού και μοσχολέμονου, πρώτες στην κορυφή της λίστας παραγωγής για το 2012, ακολουθούμενες από την Αργεντινή και τη Βραζιλία (βλ. τον σχετικό πίνακα).
Οι πρώτες πέντε χώρες-παραγωγοί λεμονιού και λάιμ (μοσχολέμονου) — 2012
↑Loizzo MR, Tundis R, Bonesi M, Menichini F, De Luca D, Colica C, Menichini F (2012). «Evaluation of Citrus aurantifolia peel and leaves extracts for their chemical composition, antioxidant and anti-cholinesterase activities». J Sci Food Agric92 (15): 2960–1967. doi:10.1002/jsfa.5708. PMID22589172.
↑Gorgus E, Lohr C, Raquet N, Guth S, Schrenk D (2010). «Limettin and furocoumarins in beverages containing citrus juices or extracts». Food Chem Toxicol48 (1): 93–98. doi:10.1016/j.fct.2009.09.021. PMID19770019.