Οι πολιτικές του Πούτιν στο εσωτερικό, ιδιαίτερα στην αρχή της πρώτης προεδρίας του, στόχευαν στη δημιουργία μιας κάθετης δομής εξουσίας. Στις 13 Μαΐου 2000, ο Πούτιν εξέδωσε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο χώριζε τα 89 ομοσπονδιακά υποκείμενα της Ρωσίας σε επτά διοικητικά ομοσπονδιακά διαμερίσματα, διορίζοντας έναν προεδρικό απεσταλμένο υπεύθυνο για καθεμία από αυτές τις περιφέρειες, τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της ρωσικής κυβέρνησης.[1]
Σύμφωνα με τον Στίβεν Ουάιτ, η Ρωσία του Πούτιν κατέστησε σαφές ότι δεν είχε πρόθεση να δημιουργήσει «δεύτερη έκδοση» του αμερικανικού ή βρετανικού πολιτικού συστήματος, αλλά ένα σύστημα που θα ανταποκρινόταν όσο το δυνατόν περισσότερο στις παραδόσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωσικού έθνους.[2] Ορισμένοι σχολιαστές έχουν περιγράψει ότι ο Πούτιν ακολουθεί το μοντέλο της «κυρίαρχης δημοκρατίας».[3][4][5] Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης (όπως ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ), οι ενέργειες και οι πολιτικές της κυβέρνησης πρέπει να απολαμβάνουν την υποστήριξη του λαού της Ρωσίας, να υπαγορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και να μην είναι επηρεασμένες ή υπαγορευμένες από κάποιον ξένο φορέα ή χώρα.[6]
Ο Πούτιν έχει, επίσης, προσπαθήσει να μειώσει την επιρροή των ολιγαρχών και έχει ενισχύσει τον κρατικό τομέα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ρωσικής οικονομίας.[7]
Το σύστημα διακυβέρνησης του Πούτιν χαρακτηρίζεται από τον Σουηδό οικονομολόγο Άντερς Ώσλουντ ως ένα σύστημα χειροκίνητης διαχείρισης: «Αφού ο Πούτιν ανέλαβε εκ νέου την προεδρία το 2012, η διακυβέρνησή του περιγράφεται καλύτερα ως «χειροκίνητη διαχείριση», όπως οι Ρώσοι συνηθίζουν να λένε. Ο Πούτιν έχει δηλαδή ελευθερία κινήσεων για να κυβερνήσει, συχνά με ανεπαρκή αξιολόγηση των συνεπειών μιας απόφασης. Ο λόγος που ο Πούτιν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομία είναι η άποψη του ότι οι οικονομικές κρίσεις αποσταθεροποιούν πολιτικά μια χώρα, μια άποψη που προέρχεται από το κραχ του 1998. Επομένως, νοιάζεται για την οικονομική σταθερότητα» [8]
Την περίοδο μετά το 2012 έχουν σημειωθεί μαζικές διαμαρτυρίες κατά της νοθείας, της λογοκρισίας και της αυστηροποίησης των νόμων του συνέρχεσθαι. Τον Ιούλιο του 2000, σύμφωνα με ένα νόμο που πρότεινε ο ίδιος και εγκρίθηκε από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ρωσίας, ο Πούτιν απέκτησε το δικαίωμα να απολύσει τους επικεφαλής των 89 ομοσπονδιακών υποκειμένων. Το 2004, η άμεση εκλογή των επικεφαλής των ομοσπονδιακών υποκειμένων καταργήθηκε. Πλέον τους επικεφαλής των ομοσπονδιακών υποκειμένων τους προτείνει ο πρόεδρος και ο διορισμός παραπέμπεται στο τοπικό κοινοβούλιο για να εγκριθεί.[9][10]
Ο Πούτιν θεώρησε αυτή την απόφαση απαραίτητη κίνηση για να σταματήσει τις αποσχιστικές τάσεις που υπήρχαν σε ορισμένες δημοκρατίες, αλλά και για να απαλλαγεί από εκείνους τους κυβερνήτες που είχαν δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα.[11] Αυτή αλλά και άλλες αποφάσεις του Πούτιν έχουν επικριθεί από πολλά ανεξάρτητα ρωσικά μέσα ενημέρωσης και δυτικούς σχολιαστές ως αντιδημοκρατικές.[12][13] Το 2012, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, διάδοχος του Πούτιν, άλλαξε το νόμο και οι επικεφαλείς των ομοσπονδιακών υποκειμένων της Ρωσίας εκλέγονται από τον λαό.[14]
Κατά την πρώτη του θητεία, ο Πούτιν αντιτάχθηκε σε ορισμένους από τους ολιγάρχες που έβγαλε η εποχή Γιέλτσιν, καθώς και στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα την εξορία ή τη φυλάκιση ανθρώπων όπως ο Μπορίς Μπερεζόφσκι, ο Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι και ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ενώ ολιγάρχες όπως οι Ρομάν Αμπράμοβιτς και Αρκάντι Ροτενμπέργκ είναι φίλοι και σύμμαχοι με τον Πούτιν. Ο Αμπράμοβιτς, μάλιστα, ήταν κυβερνήτης της Τσετσενίας για οχτώ χρόνια, επενδύοντας περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ στη περιοχή.[15] Ο Πούτιν πέτυχε να κωδικοποιήσει το δίκαιο της γης και το φορολογικό δίκαιο και δημοσίευσε νέους κώδικες για το εργατικό, διοικητικό, ποινικό, εμπορικό και αστικό δικονομικό δίκαιο.[16] Υπό την προεδρία του Μεντβέντεφ, η κυβέρνηση του Πούτιν εφάρμοσε ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της κρατικής ασφάλειας, ψηφίζοντας νόμους για τη μεταρρύθμιση της ρωσικής αστυνομίας και του στρατού.[17]
Οικονομικές, βιομηχανικές και ενεργειακές πολιτικές
Ο Σεργκέι Γκουρίεφ διακρίνει την οικονομική πολιτική του Πούτιν σε τέσσερις διακριτές περιόδους: τα χρόνια των «μεταρρυθμίσεων» στην πρώτη θητεία του (1999–2003), τα χρόνια της «κρατικοποίησης» στη δεύτερη θητεία του (2004 – πρώτο εξάμηνο 2008), οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ανάκαμψης (δεύτερο εξάμηνο 2008–2013), αλλά και οι επιπτώσεις της αντιπαράθεσης με την Ουκρανία, τις δυτικές κυρώσεις, την πτώση των τιμών των ορυκτών καυσίμων και τη στασιμότητα (2014–σήμερα).[18]
Το 2000, ο Πούτιν ξεκίνησε το «Πρόγραμμα για την Κοινωνικοοικονομική Ανάπτυξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην περίοδο 2000–2010», αλλά εγκαταλείφθηκε το 2008 όταν το πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί μόνο κατά 30%.[19] Τροφοδοτημένος από την άνθηση του εμπορίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, συμπεριλαμβανομένης της ανόδου των τιμών του πετρελαίου σε επίπεδα ρεκόρ,[20][21] υπό την κυβέρνηση Πούτιν από το 2000 έως το 2016, το εισόδημα του μέσου ρώσου πολίτη αυξήθηκε κατά 4.5 φορές.[22] Κατά τη διάρκεια των πρώτων οκτώ ετών της διακυβέρνησης Πούτιν, η βιομηχανία αναπτύχθηκε σημαντικά, τόσο ως προς τη βιομηχανική παραγωγή αλλά και την παρουσία των βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τον τομέα των κατασκευών, τα πραγματικά εισοδήματα, και η μεσαία τάξη να καταγράφουν μεγάλη άνοδο και βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο.[εκκρεμεί παραπομπή] Το ρωσικό ταμείο εναπόθεσης εισπράξεων από τα πετρέλαια επέτρεψε στη Ρωσία να αποπληρώσει όλα τα χρέη που κληρονόμησε από τη Σοβιετική Ένωση ως το 2005.[23] Η Ρωσία προσχώρησε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στις 22 Αυγούστου 2012.[24]
Το 2006, ο Πούτιν ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ενοποίησης της ρωσικής αεροδιαστημικής βιομηχανίας, για να φέρει τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής υπό την επίβλεψη μιας ενιαίας εταιρείας, της Ενωμένης Αεροδιαστημικής Επιχείρησης (ρωσικά: Объединённая авиастроительная корпорация).[25][26] Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο γενικός διευθυντής της επιχείρησης ανακοίνωσε ότι η επιχείρηση θα λάβει το μεγαλύτερο πακέτο στήριξης στην αεροναυπηγική βιομηχανία που έχει καταβάλλει από το 1991 η ρωσική κυβέρνηση, προκειμένου να πληρώσει και να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος της.[27][28]
Το 2014, ο Πούτιν υπέγραψε συμφωνία προμηθεύοντας στην Κίνα 38 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως. Το εγχείρημα Δύναμη της Σιβηρίας, το οποίο ο Πούτιν αποκάλεσε το «μεγαλύτερο κατασκευαστικό έργο στον κόσμο», ξεκίνησε το 2019 και αναμένεται να συνεχιστεί για 30 χρόνια κοστίζοντας στην Κίνα 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε 30 χρόνια.[29] Η οικονομική κρίση της Ρωσίας ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο του 2014, όταν το ρωσικό ρούβλι κατέρρευσε λόγω της πτώσης της τιμής του πετρελαίου και των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ενώ το 2017 η Ρωσία επέστρεψε σε ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτά τα γεγονότα με τη σειρά τους οδήγησαν στην απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών στη ρωσική οικονομία και την εκροή κεφαλαίων, αν και έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι κυρώσεις είχαν ελάχιστη έως καθόλου επίδραση στην οικονομία της Ρωσίας.[30][31][32] Το 2017 η Ρωσία επανήλθε σε ρυθμούς ανάπτυξης, καταγράφοντας ανάπτυξη 1.8% το 2017, 2.8% το 2018 και 2.2% το 2019.[33] Ακόμη και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που οδήγησε σε κυρώσεις αρκετά μεγαλύτερης κλίμακας από αυτές του 2014, με τις αποχωρήσεις εταιρειών που απασχολούσαν χιλιάδες άτομα στη Ρωσία, έχει οδηγήσει σε χαμηλότερη του αναμενομένου ύφεση.[34] Ο Πούτιν έχει επικριθεί για τη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, κερδίζοντας από το Έργο Αναφοράς της Διαφθοράς και του Οργανωμένου Εγκλήματος τον τίτλο του προσώπου της χρονιάς για το 2014.[35][36]
Σύμφωνα με το αντιπολιτευόμενο Meduza, ο Πούτιν έχει προβλέψει από το 2007 σε πολλές περιπτώσεις ότι η Ρωσία θα γίνει μία από τις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Το 2013, είπε ότι το ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν ένα από τα πέντε μεγαλύτερα παγκοσμίως, αλλά η ρωσική οικονομία εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες σε δείκτες όπως η παραγωγικότητα της εργασίας.[37]
Περιβαλλοντική πολιτική
Το 2004, ο Πούτιν υπέγραψε τη συνθήκη του Πρωτοκόλλου του Κιότο, ένα πρωτόκολλο του οποίου η εφαρμογή αποσκοπούσε στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.[38] Ωστόσο, η Ρωσία υποχρεώθηκε σε μείωση των εκπομπών αερίων, επειδή το Πρωτόκολλο του Κιότο λαμβάνει σαν πρότυπο τα επίπεδα εκπομπών του 1990 και οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της Ρωσίας έπεσαν πολύ μετά το 1990 λόγω της αποβιομηχάνισης που προέκυψε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η ίδια κατακόρυφη πτώση συνέβη και στα άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη.[39]
Ο Πούτιν παρακολουθεί τακτικά τις πιο σημαντικές λειτουργίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τις κύριες ιερές ημέρες και έχει δημιουργήσει καλή σχέση με τους Πατριάρχες της Ρωσικής Εκκλησίας, τον αείμνηστο Αλέξιο Β΄ της Μόσχας και τον σημερινό Κύριλλο της Μόσχας. Ως πρόεδρος, ο Πούτιν συμμετείχε στην προώθηση της πράξης κανονικής επανένωσης με το Πατριαρχείο Μόσχας, η οποία υπεγράφη στις 17 Μαΐου 2007, η οποία αποκατέστησε τις σχέσεις μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας μετά από ένα σχίσμα 80 ετών.[40]
Υπό τον Πούτιν, η Χασιδική Ομοσπονδία Εβραϊκών Κοινοτήτων της Ρωσίας έχει αυξήσει την επιρροή της στην εβραϊκή κοινότητα, εν μέρει λόγω της επιρροής επιχειρηματιών που υποστήριζαν την Ομοσπονδία, όπως οι Λεβ Λεβίεφ και Ρομάν Αμπράμοβιτς.[41][42] Σύμφωνα με το Εβραϊκό Τηλεγραφικό Πρακτορείο, ο Πούτιν είναι δημοφιλής πολιτικός στην κοινότητα των Ρωσοεβραίων, η οποία τον βλέπει σαν δύναμη σταθερότητας. Ο αρχιραβίνος της Ρωσίας, Μπερέλ Λαζάρ, έχει υποστηρίξει ότι ο Πούτιν «έδινε μεγάλη προσοχή στις ανάγκες της κοινότητάς μας και συνδέθηκε με εμάς με βαθύ σεβασμό».[43] Το 2016, ο Ρόναλντ Σ. Λάουντερ, πρόεδρος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου, επαίνεσε επίσης τον Πούτιν επειδή αυτός έκανε τη Ρωσία «μια χώρα όπου οι Εβραίοι είναι ευπρόσδεκτοι».[44]
Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υποστηρικτές της θρησκευτικής ελευθερίας έχουν επικρίνει την κατάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας στη Ρωσία.[45] Το 2016, ο Πούτιν επέβλεψε την ψήφιση νομοθεσίας που απαγόρευε τη δράση ιεραποστόλων στη Ρωσία.[45] Θρησκευτικές μειονότητες έχουν καταπιεστεί σύμφωνα με τους νόμους κατά του εξτρεμισμού, ιδιαίτερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.[46]
Μία από τις τροποποιήσεις του 2020 στο Σύνταγμα της Ρωσίας έχει οδηγήσει στην αναφορά του Θεού στο σύνταγμα της Ρωσίας.
Στρατιωτική ανάπτυξη
Μετά την ανακοίνωση της επανέναρξης των μεγάλης απόστασης πτήσεων των στρατηγικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων της Ρωσίας ακολούθησε η ανακοίνωση του Ρώσου υπουργού Άμυνας Ανατόλι Σερντιουκόφ κατά τη συνάντησή του με τον Πούτιν στις 5 Δεκεμβρίου 2007, ότι 11 πλοία, συμπεριλαμβανομένου του αεροπλανοφόρου Ναύαρχος Κουζνετσόφ, θα συμμετείχαν στο πρώτο μεγάλο ναυτικό ταξίδι του ρωσικού ναυτικού στη Μεσόγειο από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.[47][48]
Ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Ρωσία άρχισε να αφιερώνει ένα μεγαλύτερο χρηματικό ποσό στη στρατιωτική και αμυντική βιομηχανία της, μόλις το 2008 ξεκίνησε η πλήρης μεταρρύθμιση του ρωσικού στρατού, με στόχο τον εκσυγχρονισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και την αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους και του αξιόμαχού τους. Η μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον υπουργό Άμυνας Σερντιουκόφ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μεντβέντεφ, υπό την επίβλεψη τόσο του Πούτιν, ως αρχηγού της κυβέρνησης, όσο και του Μεντβέντεφ, ως αρχιστράτηγου των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων.[49]
Τα βασικά στοιχεία της μεταρρύθμισης του ρωσικού στρατού περιελάμβαναν τη μείωση των ενόπλων δυνάμεων σε ένα εκατομμύριο, τη μείωση του αριθμού των αξιωματικών, τον συγκεντρωτισμό με την αλλαγή του τρόπου εκπαίδευσης των αξιωματικών καθώς οι 65 στρατιωτικές σχολές έγιναν 10 «συστημικά» στρατιωτικά κέντρα εκπαίδευσης, τη δημιουργία ενός επαγγελματικού σώματος Υπαξιωματικών, τη μείωση του μεγέθους της κεντρικής στρατιωτικής διοίκησης, την εισαγωγή περισσότερης επιμελητείας από πολίτες και βοηθητικού προσωπικού, την αναδιοργάνωση των εφεδρειών, την αναδιοργάνωση του στρατού πάνω σε ένα σύστημα ταξιαρχιών και την αναδιοργάνωση των αεροπορικών δυνάμεων σε σύστημα βασισμένο στις αεροπορικές βάσεις και όχι στα συντάγματα.[49]
Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, ο Πούτιν ξεκίνησε το πρόγραμμα ανάπτυξης των πυρηνικών δυνατοτήτων της Ρωσίας λόγω της μονομερούς απόφασης του Προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συνθήκη του 1972 κατά των βαλλιστικών πυραύλων.[50] Για να αντιμετωπίσει, κατά τον Πούτιν, την αμερικανική προσπάθεια για την υπονόμευση των δυνατοτήτων πυρηνικής αποτροπής της Ρωσίας, η Μόσχα έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης νέων όπλων ικανών να νικήσουν κάθε νέο αμερικανικό σύστημα άμυνας βαλλιστικών πυραύλων ή αναχαίτισης. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι αυτή η στρατηγική πυρηνικού επανεξοπλισμού της Ρωσίας επί Πούτιν παραβιάζει τους όρους της Συνθήκης για τις πυρηνικές δυνάμεις μέσου βεληνεκούς που συνήψαν τον Δεκέμβριο του 1987 οι Γκορμπατσώφ και Ρήγκαν.[51]
Ως εκ τούτου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ δεν θα θεωρούν πλέον ότι δεσμεύονται από τους όρους της συνθήκης, αυξάνοντας τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.[51] Έπειτα ο Πούτιν δηλώσει ότι η Ρωσία δεν θα ξεκινήσει πρώτη σε μια πυρηνική σύγκρουση, αλλά θα απαντήσει και θα εκμηδενίσει τον αντίπαλο, και ότι η Ρωσία θα είναι το θύμα. Παράλληλα ισχυρίστηκε ότι οι Ρώσοι θα πάνε στο παράδεισο σαν μάρτυρες.[52]
Ο Πούτιν επιδίωξε επίσης να αυξήσει τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ρωσίας στην Αρκτική και τη στρατιωτική της παρουσία εκεί. Τον Αύγουστο του 2007, η ρωσική αποστολή Αρκτική 2007, η οποία αποτελεί μέρος της έρευνας που σχετίζεται με τη ρωσική αξίωση εδαφικής επέκτασης του 2001, τοποθέτησε μια ρωσική σημαία στον βυθό της θάλασσας στο Βόρειο Πόλο.[53] Τόσο η παρουσία του ρωσικού στρατού και των υποβρυχίων στην Αρκτική αυξάνεται.[54][55]
Πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ισχυρίζεται ότι από τον Μάιο του 2012, όταν ο Πούτιν επανεξελέγη πρόεδρος, η Ρωσία έχει θεσπίσει πολλούς περιοριστικούς νόμους, έχει ξεκίνησε επιθεωρήσεις σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, έχει παρενοχλήσει και φυλακίσει πολιτικούς ακτιβιστές και έχει αρχίσει να περιορίζει τους επικριτές του καθεστώτος. Η Ρωσία έχει ψηφίσει νόμο για τους «ξένους πράκτορες», ο οποίος θεωρείται υπερεκτενής καθώς περιλαμβάνει ρωσικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που χρηματοδοτούνται από κυβερνήσεις και οργανώσεις του εξωτερικού, το νόμο περί προδοσίας και το νόμο του συνέρχεσθαι που τιμωρεί πολλές εκφράσεις διαφωνίας.[56][57]
Οι ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων επέκριναν τη Ρωσία για λογοκρισία κατά των ΛΟΑΤ με τις διατάξεις του «νόμου για την προπαγάνδα των ομοφυλοφίλων». Ο νόμος αναφέρεται στην απαγόρευση προώθησης μηνυμάτων που στρέφονται εναντίον της παραδοσιακής έννοιας της οικογένειας.[58] Σύμφωνα με τα δυτικά ΜΜΕ, η ύπαρξη του νόμου αυτού έχει αυξήσει τη βία κατά των ΛΟΑΤ.[59][60]
Νόμος για τους «ξένους πράκτορες» στη Ρωσία
Το 2012, υπερψηφίστηκε από το ρωσικό κοινοβούλιο, νόμος που καθόριζε ότι οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό και εμπλέκονται σε πολιτικές δραστηριότητες θεωρούνται ως «ξένοι πράκτορες» που δρουν ενάντια στα συμφέροντα της Ρωσίας. Ο νόμος συμπεριέλαβε ΜΜΕ και οργανώσεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με μετέπειτα προσθήκες συμπεριέλαβε μεμονωμένους δημοσιογράφους και μπλόγκερ. Με την τελευταία τροποποίηση του νόμου, που έγινε το 2020, άτομα που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό προκειμένου να διερευνήσουν στρατιωτικές ή στρατιωτικές - τεχνικές δραστηριότητες εντός της Ρωσίας θα χαρακτηρίζονται ως ξένοι πράκτορες. Με το νόμο θεσπίζεται η υποχρέωση όλων όσων χαρακτηρίζονται ξένοι πράκτορες - να αναφέρουν τις δραστηριότητές τους και να υπόκεινται σε συχνούς φορολογικούς ελέγχους.[61] Οι υπερασπιστές του νόμου θεωρούν ότι είναι απαραίτητος προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα της Ρωσίας και να ελεγχθεί η ανάμιξη των ξένων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας.[62]
Πολιτική για τα ΜΜΕ
Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα η Ρωσία ήταν 148η στην ελευθερία του τύπου το 2013, σε κατάλογο 179 χωρών. Ιδιαίτερα επέκρινε τη Ρωσία για την καταστολή της αντιπολίτευσης και την αποτυχία των αρχών να καταδιώξουν σθεναρά και να προσαγάγουν στη δικαιοσύνη εγκληματίες που έχουν δολοφονήσει δημοσιογράφους. Το Freedom House κατατάσσει τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης ως "μη ελεύθερα", υποδεικνύοντας ότι απουσιάζουν βασικές διασφαλίσεις και εγγυήσεις για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων και τις επιχειρήσεις των μέσων ενημέρωσης να κάνουν τη δουλειά τους ελεύθερα.[63]
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Πούτιν και ο κύκλος του άρχισαν να προωθούν στα ΜΜΕ την εικόνα των σταθεροποιητών που δημιουργούν μια νέα ισχυρή Ρωσία, παρομοιάζοντας τη διακυβέρνησή τους με αυτή των ηγετών του 17ου αιώνα που τερμάτισαν την πιο δύσκολη περίοδο του Βασιλείου της Ρωσίας την επονομαζόμενη «Εποχή των αναστατώσεων» της Ρωσίας,[64]
Παρά το γεγονός ότι τα ελαττώματα της κυβέρνησης Πούτιν είναι γνωστά, οι νέοι θαυμάζουν τον Πούτιν για πολλούς λόγους, όπως η σταθερότητα, η ανάπτυξη, η επαναφορά της εθνικής υπερηφάνειας με διπλωματικές και στρατιωτικές νίκες, με τα ΜΜΕ να έχουν παίξει ρόλο σε αυτό.[65]
Προώθηση του συντηρητισμού
Ο Πούτιν έχει προωθήσει συντηρητικές πολιτικές σε κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά ζητήματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ο Πούτιν έχει επιτεθεί στην παγκοσμιοποίηση και στον νεοφιλελευθερισμό. Οι μελετητές συνδέουν τον Πούτιν με τον ρωσικό συντηρητισμό.[66] Ο Πούτιν έχει προωθήσει νέες δεξαμενές σκέψης που συγκεντρώνουν ομοϊδεάτες διανοούμενους και συγγραφείς. Για παράδειγμα, ο σύλλογος Ιζμπόρσκι, ο οποίος ιδρύθηκε το 2012 από τον συντηρητικό δεξιό δημοσιογράφο Αλεξάντερ Προχάνοφ, τονίζει τον ρωσικό εθνικισμό, την αποκατάσταση του ιστορικού μεγαλείου της Ρωσίας και τη συστηματική αντίθεση στις φιλελεύθερες ιδέες και πολιτικές.[67] Ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ, ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος, έχει αποτελέσει έναν από τους βασικούς συμβούλους του Πούτιν σε θέματα οικονομίας.[68]
Σε πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα ο Πούτιν έχει συνεργαστεί στενά με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Πατριάρχης της Μόσχας Κύριλλος, επικεφαλής της ρωσικής Εκκλησίας, ενέκρινε την εκλογή του το 2012 δηλώνοντας ότι η θητεία του Πούτιν ήταν σαν «ένα θαύμα από τον Θεό».[69] Στη Σοβιετική εποχή η εκκλησία δεχόταν καταπιέσεις. Πλέον έχει σημαντική επιρροή στη κοινωνία και είναι πολύ σεβαστή. Έτσι ο Κύριλλος έχει ενισχύσει τη σύσφιγξη των δεσμών των πιστών με το κράτος.[70]
Η Ρωσική Εκκλησία έχει υποστηρίξει την επέκταση της ρωσικής εξουσίας στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία.[71] Ορισμένοι Ρώσοι ορθόδοξοι θεωρούν τον Πούτιν διεφθαρμένο και βάναυσο ισχυρό άνδρα ή ακόμα και τύραννο. Άλλοι δεν τον θαυμάζουν, αλλά εκτιμούν το γεγονός ότι μάχεται ενάντια στους πολιτικούς τους αντιπάλους. Άλλοι πάλι εκτιμούν το γεγονός ότι ο Πούτιν υπερασπίζεται μερικές Ορθόδοξες διδασκαλίες, είτε πιστεύει σε αυτές είτε όχι.[72]
Για τις αμβλώσεις, ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι «Στον σύγχρονο κόσμο, η απόφαση εξαρτάται από την ίδια τη γυναίκα».[73] Αυτό τον έφερε σε αντίθεση με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.[74][75] Το 2020, υποστήριξε τις προσπάθειες για τη μείωση του αριθμού των αμβλώσεων αντί της απαγόρευσής τους.[76]
↑Sharlet, Robert (2005). «In Search of the Rule of Law». Στο: White, επιμ. Developments in Russian Politics. 6. Duke University Press. ISBN978-0-8223-3522-1.
↑Main, John. (2009). Russia country study guide : army and national. [Place of publication not identified]: Intl Business Pubns Usa. ISBN978-1-4387-4042-3.