Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/07/2014.
Ο Αλέξιος Β΄ (κατά κόσμον Αλεξέι Μιχάιλοβιτς Ρίντιγκερ, ρωσικά: Алексей Михайлович Ри́дигер, 23 Φεβρουαρίου 1929 - 5 Δεκεμβρίου 2008) ήταν Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών για δεκαοκτώ έτη, από το 1990 έως το 2008.
Στις 9 Μαρτίου 1945, μετά την προσάρτηση της Εσθονίας στη Σοβιετική Ένωση, κατά την διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου καταργήθηκε παράνομα και αντικανονικά από το Πατριαρχείο Μόσχας η αυτονομία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Εσθονίας. Έτσι συστάθηκε η Επισκοπή Ταλλίνης του Πατριαρχείου Μόσχας. Για τον λόγο αυτό ό,τι εσθονικό ορθόδοξο είχε οικοδομηθεί στα χρόνια του ελευθέρου βίου της Αυτονομίας (1923-1940) της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Εσθονίας στοχοποιήθηκε ώστε να ρωσοποιηθεί και να υπαχθεί στο Πατριαρχείο Μόσχας.[1] Στις 3 Σεπτεμβρίου 1961 στον Καθεδρικό Ναό του Τάλιν χειροτονήθηκε επίσκοποςΤαλλίνης και Εσθονίας της Εκκλησίας της Ρωσίας και ανέλαβε και τοποτηρητής της Επισκοπής Ρίγας και Λετονίας. Μάλιστα ως Μητροπολίτης Ταλλίνης ο Αλέξιος διακήρυσσε απερίφραστα πως «ό,τι είναι εσθονικό, είναι λουθηρανικό· ό,τι είναι ρωσικό, είναι ορθόδοξο».[1]
Το 1964 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπος και διορίστηκε Αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ρωσίας. Το 1968 προήχθη στο βαθμό του Μητροπολίτη. Το 1986 εξελέγη Μητροπολίτης Λένινγκραντ και Νόβγκοροντ και ανέλαβε παράλληλα τοποτηρητής της Επισκοπής Ταλλίνης και Εσθονίας.
Στις 10 Ιουνίου 1990 εξελέγη Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών.
Ήταν επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης και της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης εργάστηκε για την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας, το χτίσιμο νέων ναών και την επανόρθωση του κύρους της Εκκλησίας. Από την άλλη μεριά, «ερευνητές που είχαν πρόσβαση στα αρχεία της KGB έχουν δηλώσει ότι [...] ο Αλέξιος ήταν πράκτορας, γεγονός το οποίο ουδέποτε επιβεβαίωσε το Πατριαρχείο»[2].
Επί των ημερών του οι σχέσεις του Πατριαρχείου Ρωσίας με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, ιδίως δε τις ελληνόφωνες και μάλιστα το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορούν να χαρακτηριστούν ως ψυχρές. Η ψυχρότητα αυτή οφειλόταν κυρίως στην άρνηση της Ρωσικής Εκκλησίας να υπαναχωρήσει από εκκλησιαστικά τετελεσμένα που προκλήθηκαν από την εγκαθίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης, και τα οποία πλέον είχαν εκλείψει. Έτσι, αρνούνταν για παράδειγμα την ανεξαρτησία της Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας, η οποία είχε προσαρτηθεί βιαίως το 1940 στην Εκκλησία της Ρωσίας, ως αποτέλεσμα της βίαιης προσάρτησης του κράτους της Εσθονίας στη Σοβιετική Ένωση.[3]