Ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984. Ήταν όμως ποδοσφαιριστής του "Δικεφάλου" και στα εφηβικά τμήματα [3] του συλλόγου, ήδη από το 1958. Οι φίλοι του ΠΑΟΚ τον αποκαλούσαν "Μεγαλέξανδρο".
Το καλοκαίρι του 1966 αποκτήθηκε από την ομάδα του Ολυμπιακού[4], στην οποία όμως ουδέποτε συμμετείχε σε επίσημο αγώνα, γιατί δεν δόθηκε συγκατάθεση από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ (δεν υπήρχαν ακόμη τα επαγγελματικά συμβόλαια) κι αυτό ως αποτέλεσμα είχε να μείνει για περίπου 2 χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης.[5] Η ιστορία εκείνη προκάλεσε και βεντέτα μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, που κράτησε πολλά χρόνια.
Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 133 γκολ, ενώ στο κύπελλο σε 70 συμμετοχές σκόραρε 27 γκολ. Συνολικά μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς έχει αγωνιστεί 780 φορές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, σκοράροντας 220 τέρματα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975-76 και 2 κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974. Ως αρχηγός της ομάδας, ευτύχησε ο ίδιος να σηκώσει πρώτος αυτά τα τρόπαια.
Τον Σεπτέμβριο του 1995 δόθηκε προς τιμήν του φιλικός αγώνας στο γήπεδο της Τούμπας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, στον οποίο αγωνιζόμενος στα πρώτα λεπτά του αγώνα έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα, σε ηλικία 49 ετών.[6][6][7]
Κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1968 με την εθνική Ενόπλων. Επίσης αγωνίστηκε με την εθνική Νέων στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα το 1965 σε δύο αγώνες πετυχαίνοντας ισάριθμα τέρματα, καθώς και στην εθνική Ελπίδων, με την οποία το 1969 κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο.
Σχετική βιβλιογραφία
Θωμάς Κοροβίνης, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
Κώστας Μπλιάτκας, Της ζωής μου το παιχνίδι - Γιώργος Κούδας, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2005