Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 ο οικισμός αποτελούνταν από 50 σπίτια και 170 κατοίκους,[5] ενώ η στατιστική μελέτη του ΒούλγαρουΒασίλ Κάντσωφ, «Μακεδονία, Εθνογραφία και Στατιστική», εκτιμά ότι το 1900 το Χατζή-Μπεϊλίκ είχε 300 κατοίκους.[6] Σύμφωνα με την «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός του οικισμού ήταν 200 εξαρχικοί κάτοικοι.[7] Σε υπολογισμούς που εξέδωσε, το έτος 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 150 εξαρχικοί κάτοικοι.[2]
Το 1912, ως εκδίκηση για τον θάνατο ομοεθνών τους, οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν επιδρομή και κατέστρεψαν ολοσχερώς το Κισισλίκ. Όσοι κάτοικοι κατάφεραν να επιβιώσουν διέφυγαν στη Βουλγαρία.[8]
Σύγχρονη ιστορία
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 καταγράφηκε ως κατεστραμμένος.[1] Το 1920 προσαρτήθηκε στη νεοσυσταθείσα κοινότητα Βετρίνης (Νέο Πετρίτσι), μαζί με το χωριό Ουμπαγιά (Αγριόλευκα), ενώ το 1927 μετονομάστηκε σε Αετοβούνι.[9][10][11]
Λίγο πριν τη Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο οικισμός εκκενώθηκε και ο πληθυσμός μετακινήθηκε προσωρινά σε άλλα κοντινά χωριά, παραμένοντας εκεί μέχρι την εισβολή των Γερμανών. Στην αρχή οι άνδρες και μετά οι υπόλοιποι κάτοικοι, επέστρεψαν στον οικισμό, αντιμετωπίζοντας τις οδυνηρές δυσκολίες της Γ' βουλγαρικής κατοχής.[14]
Το 1949, κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, το Αετοβούνι εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι, ήδη πρόσφυγες, μετεγκαταστάθηκαν σε νέα τοποθεσία, περίπου 2 χλμ. προς νότια-νοτιοδυτικά, δίπλα στον ήδη υπάρχον, τότε, Σιδηροδρομικό Σταθμό Βυρώνειας.[15] Στη συγκεκριμένη θέση, είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται οικισμός με επίσημη αρχική ονομασία Σιδηροδρομικός Σταθμός Βυρώνειας.[16] Εκεί μετεγκαταστάθηκαν την ίδια χρονική περίοδο και οι κάτοικοι από το παλιό χωριό της Βυρώνειας (μετέπειτα Άνω Βυρώνεια), καθώς και κάποιες οικογένειες από τη Ράμνα.[17] Ο νέος οικισμός που δημιουργήθηκε, αποτελεί το σημερινό χωριό Βυρώνεια Σερρών, με πληθυσμό 761 κατοίκων (2011).[18]
Το 1959 ο οικισμός του Αετοβουνίου αποσπάστηκε από την κοινότητα Νέου Πετριτσίου και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Βυρωνείας.[19] Κατά την απογραφή του έτους 1961 οι οικισμός συναπεγράφη για πρώτη φορά στη Βυρώνεια και έπαψε να καταγράφεται στις ελληνικές απογραφές.[20]
Σήμερα, στην τοποθεσία του οικισμού εντοπίζονται ίχνη από τα θεμέλια των σπιτιών που υπήρχαν κάποτε εκεί. Υπάρχουν, επίσης, τα ερείπια του δημοτικού σχολείου, όπου στέκει ακόμη όρθια μόνο η τοιχοποιία του, καθώς και η εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρoς σε καλή κατάσταση.
Σε μικρή απόσταση, περίπου 300 μέτρα δυτικά του οικισμού, στη θέση «Ανάληψη», υπάρχει εγκαταλελειμμένο λατομείο, το οποίο έπαψε να λειτουργεί με την ένταξη της ευρύτερης περιοχής του υγροβιότοπου της Λίμνης Κερκίνης στις υπό προστασία περιοχές της Σύμβασης Ραμσάρ.[21]
↑Κάντσωφ, Βασίλ (1900). Македония. Етнография и статистика (στα Βουλγάρικα). Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. 44. КешишлъкъCS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)