Η Εκάβη, βασίλισσα των Τρώων και μητέρα του Έκτορα, του πιο τρομερού από τους Τρώες πολεμιστές, θωρεί τα απομεινάρια του βασιλείου της. Η Ανδρομάχη, χήρα του θανατωμένου Έκτορα και μητέρα του γιου του, του Αστυάνακτα, πρέπει να μεγαλώσει τον γιο της μετά το πέρας του πολέμου. Η Κασσάνδρα, κόρη της Εκάβης η οποία οδηγήθηκε στην παράνοια από τις φρικαλεότητες του πολέμου, αναμένει έως ότου ο Αγαμέμνονας εάν θα την κάνει παλλακίδα του. Η Ωραία Ελένη, περιμένει να δει αν θα ζήσει.[2][3]
Μα η πλέον φριχτή αλήθεια τους είναι άγνωστη έως ότου ο Ταλθύβιος, αγγελιοφόρος του Έλληνα βασιλιά, αφιχθείς στην πόλη τους ανακοινώσει πως ο βασιλιάς Αγαμέμνονας και ο αδερφός του ο Μενέλαος έχουν αποφασίσει τον θάνατο του Αστυάνακτα, του τελευταίου αρσενικού διαδόχου της δυναστείας της Τροίας, ο οποίος πρέπει να εκτελεστεί ώστε να διασφαλιστεί πως δεν θα υπάρξουν μελλοντικές διεκδικήσεις.[2][3]
Ο Κακογιάννης αρχικά είχε επιλέξει διαφορετικούς πρωταγωνιστές για την ταινία, ανάμεσα τους και τον Ροντ Στάιγκερ, και σκόπευε να την γυρίσει στην Ιταλία το 1963, το ανέβαλε όμως λόγω άλλων υποχρεώσεων. Σχετικά με την πλοκή του έργου ανέφερε πως είναι ρεαλιστικό και διαχρονικό, χωρίς να έχει χάσει την δύναμη του με το πέρασμα του καιρού καθώς αυτή η γυναίκα (Εκάβη) θα μπορούσε να υπάρχει και σήμερα, και αφορά την ματαιότητα του πολέμου.[4][3]
Η Χέπμπορν ανέφερε πως συνήθως στους περισσότερους ρόλους τους ήταν εκφραστική και ζωηρή, για τον συγκεκριμένο ρόλο της Εκάβης όμως έπρεπε να προετοιμαστεί ώστε να εκδηλώσει τα απολύτως απαραίτητα, ενώ για τις ανάγκες της ταινίας άλλαξε τον τόνο της φωνής της σε πιο βαθιά και αποχρωμάτισε την αμερικανική προφορά της.[4]
Βραβεία
Η ταινία κέρδισε το βραβείο Διεθνούς Οργανισμού Ειρήνης.[5] Η Κάθριν Χέπμπορν βραβεύτηκε για την ερμηνεία της με το βραβείο κοινού του Κάνσας Σίτυ, και η Ειρήνη Παππά από το Εθνικό Συμβούλιο Επιθεώρησης Κινηματογράφου των ΗΠΑ με το βραβείο της καλύτερης ηθοποιού.