Σουμεριακή γλώσσα

Σουμεριακή - eme-ĝir, eme-gi
Κατάσταση: Ομιλείτο στη Σουμερία. Εξαφανίστηκε ουσιαστικά το 2300 ΠΚΕ ως ομιλούμενη γλώσσα, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται ως κλασική γλώσσα για δύο ακόμη χιλιετίες.
Γενετική ταξινόμηση: Απομονωμένη γλώσσα
Επίσημη κατάσταση
Επίσημη γλώσσα: Ουδείς
Ρυθμίζεται από: Ουδείς
Κώδικες γλώσσας
ISO 639-1 -
ISO 639-2 -
SIL sux

Η σουμεριακή γλώσσα είναι αρχαία γλώσσα που ομιλούνταν στη νότια Μεσοποταμία τουλάχιστον από την 4η χιλιετία π.Χ. και είναι η αρχαιότερα μαρτυρημένη γνωστή γλώσσα. Ως ομιλούμενη γλώσσα αντικαταστάθηκε από την ακκαδική περί το 2000 π.Χ., αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται για ιερατικούς, τελετουργικούς και επιστημονικούς σκοπούς έως το 1 μ.Χ. Κατόπιν, ξεχάστηκε εντελώς έως τον 19o αιώνα, οπότε και αποκρυπτογραφήθηκε από τον Χένρι Ρόουλινσον (Henry Rawlinson) (1810-1895). Στη γραπτή εκφορά της η γλώσσα είναι σφηνοειδής και διακρίνεται από άλλες γλώσσες της περιοχής, όπως η εβραϊκή, η ακκαδική, η αραμαϊκή - που ανήκουν στην οικογένεια των σημιτικών γλωσσών - και η ελαμιτική, που ανήκει πιθανώς στις ελαμοδραβίδιες γλώσσες.

Χρονολόγιο

Χρονολογικά η ιστορική συνέχεια της σουμεριακής γλώσσας είναι δυνατόν να διαιρεθεί σε αρκετές περιόδους βάσει γλωσσολογικών και ιστορικών κριτηρίων:

  • Αρχαϊκή σουμεριακή - 3100-2600 π.Χ.
  • Κλασική σουμεριακή - 2600-2300 π.Χ.
  • Νεοσουμεριακή - 2300-2000 π.Χ.
  • Μετασουμεριακή - 2000-100 π.Χ.

Από την αρχή της δεύτερης χιλιετίας, οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι διατήρησαν και χρησιμοποίησαν τη σουμεριακή με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνται σήμερα τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, δηλαδή για καλλιτεχνικούς, θρησκευτικούς και ακαδημαϊκούς σκοπούς.

Ιστορία της «ανακάλυψης» της σουμεριακής γλώσσας

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα τίποτα δεν ήταν γνωστό για τη σουμεριακή γλώσσα. Η ίδια η ύπαρξη του αρχαίου λαού των Σουμερίων αγνοούνταν παντελώς. Το 1852 ο Άγγλος Χένρι Ρόουλινσον (Henry Rawlinson), μελετητής των σφηνοειδών επιγραφών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποιες επιγραφές της Μεσοποταμίας ήταν δίγλωσσες, γραμμένες όχι μόνο στη σημιτική γλώσσα των αρχαίων Βαβυλωνίων, αλλά και σε μια δεύτερη, άγνωστη γλώσσα, την οποία ο ίδιος λανθασμένα ονόμασε «ακκαδική».

Τον επόμενο χρόνο ο Ρόουλινσον ανακοίνωσε ότι υπήρχαν και μονόγλωσσες επιγραφές σε αυτήν την άγνωστη γλώσσα, η οποία κατ' αυτόν έμοιαζε στο σύστημά της με τη μογγολική, ή τη γλώσσα των Μαντσού, έχοντας ωστόσο ένα εντελώς διαφορετικό λεξιλόγιο. Κατά τον Ρόουλινσον, ο λαός που τη μιλούσε ήταν αυτός που έχτισε στη Μεσοποταμία τους ναούς και τις πόλεις που κατοικήθηκαν στη συνέχεια από τους Βαβυλωνίους. Ήδη από το 1850, ο Ιρλανδός γλωσσολόγος Έντουαρντ Χινκς (Edward Hincks) είχε ανακοινώσει ότι η σφηνοειδής γραφή δεν ήταν κατάλληλη για τη γραφή μιας σημιτικής γλώσσας και ότι έπρεπε να είχε αρχικά χρησιμοποιηθεί για κάποιου άλλου είδους γλώσσα.

Το 1855 ο Γάλλος Ασσυριολόγος Ζιλ Οπέρ (Jules Oppert) σε μελέτη του επιβεβαίωνε τα συμπεράσματα των Ρόουλινσον και Χινκς. Ο Οπέρ ανακοίνωσε το 1869 ότι η άγνωστη αυτή γλώσσα έπρεπε να αποκαλείται «σουμεριακή». Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε από την ανάγνωση των επιγραφών που αναφέρονταν στον «βασιλιά του Ακκάδ και του Σουμέρ», θεωρώντας ορθά ότι το όνομα «Ακκάδ» αναφερόταν στους Σημίτες της αρχαίας Μεσοποταμίας. Το «Σουμέρ» πάλι ήταν για τους Ακκαδίους το όνομα της νότιας Μεσοποταμίας. Ο ίδιος ο Οπέρ θεωρούσε ότι η σουμεριακή ήταν συγγενής της τουρκικής, της φινλανδικής και της ουγγρικής γλώσσας. Ο όρος «σουμεριακή» για τη γλώσσα δεν επικράτησε αμέσως, και ο λανθασμένος όρος «ακκαδική» εξακολούθησε να χρησιμοποιείται για δεκαετίες.

Εν τω μεταξύ, ορισμένοι αμφισβητούσαν την ίδια την ύπαρξη ενός ξεχωριστού λαού των Σουμερίων, θωρώντας ότι η σουμεριακή χαλκεύτηκε από τους Σημίτες κατοίκους της Μεσοποταμίας χρησιμεύοντας ως τεχνητή γλώσσα για απόκρυφα κείμενα εσωτερισμού, ενώ ο Γερμανός ασσυριολόγος και εβραϊστής Φραντς Ντέλιτς (Frantz Delitzsch) κατέβαλλε μάταιες προσπάθειες να καταδείξει τις σημιτικές ρίζες της σουμεριακής.

Από τη δεκαετία του 1850 και μετά καταδείχθηκε ότι η σουμεριακή όντως δεν ήταν σημιτική γλώσσα όπως η Ακκαδική και η Βαβυλωνιακή. Κατά τις ανασκαφές στην πόλη της Νιπούρ ανακαλύφθηκαν πλήθος λεξιλογικά και γραμματολογικά κείμενα, πολύτιμα για την κατανόηση της σουμεριακής. Στη Νιπούρ ανακαλύφθηκαν επίσης πολλά λογοτεχνικά κείμενα, πολύτιμα από ιστορική, λογοτεχνική και θρησκευτική άποψη.

Για τη Σουμεριολογία μνημειώδες στάθηκε το έργο «Οι Επιγραφές του Σουμέρ και του Ακκάδ» (Les Inscriptions de Sumer et Akkad) του Φρανσουά Τιρό Ντανζέν ( François Thureau-Dangin), που εκδόθηκε το 1905. Το ίδιο, αν όχι περισσότερο μνημειώδης ήταν η έκδοση του έργου του Γερμανού Ασσυριολόγου Άρνο Πέμπελ (Arno Poebel) «Στοιχεία της Σουμεριακής Γραμματικής» (Grundzüge der sumerischen Grammatik) το 1923.

Σύστημα γραφής και μεταγραφής (στα λατινικά) της σουμεριακής γλώσσας

Το σύστημα γραφής της Σουμεριακής γλώσσας, όπως άλλωστε και της Ακκαδικής, είναι η λεγόμενη σφηνοειδής γραφή. Τα γραπτά σημεία, που ακολουθούσαν κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά, εντυπώνονταν συνήθως πάνω σε μαλακές πήλινες δέλτους, ειδικές για την γραφή, με τη βοήθεια ειδικών καλάμων. Δεν είναι βέβαιο αν η γραφή αυτή αποτελούσε εφεύρεση των ίδιων των Σουμερίων ἠ αν την κληρονόμησαν από ακόμη παλαιότερους πληθυσμούς. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «σφηνοειδής» ήταν ο Άγγλος εβραιολόγος και Οριενταλιστής του 17ου αιώνα Τόμας Χάιντ (Thomas Hyde). Ονόμασε την γραφή σφηνοειδή επειδή τα γραπτά σημεία έμοιαζαν να αποτελούνταν από σύνολα μικρών σφηνών, εκτεινομένων προς πάσαν κατεύθυνση.

Καθαρά σφηνοειδής είναι η γραφή μόνο στις όψιμες δέλτους. Στα αρχαιότερα κείμενα, επειδή τα σημεία δεν εντυπώνονταν αλλά σχεδιάζονταν, η σφηνοειδής μορφή δεν είναι τόσο έντονη. Η σφηνοειδής χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για τα σουμεριακά, αλλά και για πολλές διαφορετικές γλώσσες, όπως τα ακκαδικά, τα ουγκαριτικά, τα χουρριτικά, τα χεττιτικά, τα ελαμιτικά και τα περσικά, είτε ήταν συγγενικές είτε όχι. Το σύστημα γραφής της σφηνοειδούς δεν είχε ακριβή αντιστοιχία με τον πραγματικό προφορικό λόγο, καθώς ήταν σχεδιασμένο για την αναπαραγωγή του γραπτού λόγου ως τέτοιου, και όχι για την αποτύπωση του προφορικού λόγου. Καθώς δεν αντικατοπτρίζει απόλυτα την προφορά, δεν βοηθά στην ανακατασκευή του συστήματος της γλώσσας και δεν διευκρινίζει πολλά ζητήματα της γραμματικής και του συντακτικού. Έως ένα σημείο, ωστόσο, το σύστημα βοηθά την απομνημόνευση του γραφέα και του αναγνώστη.

Λογόγραμμα για τη λέξη dingir (θεός) και an (ουρανός) - Ως συλλαβόγραμμα προφέρεται an

Η Σουμεριακή, όπως αναφέρεται από τον John L. Hayes στο έργο του A Manual of Sumerian Grammar and Texts (2000), γραφόταν με έναν συνδυασμό «λογογραφικών» και «συλλαβικών» σημείων. Ένα λογογραφικό σημείο («λογόγραμμα») αντιπροσωπεύει μιαν ολόκληρη λέξη, π.χ. τρεις «σφήνες» σε σχεδόν τριγωνική διάταξη σχηματίζουν ένα σημείο, το οποίο αντιπροσωπεύει την λέξη utu (ήλιος), ενώ τέσσερεις «σφήνες», οι δύο σταυρωτές και οι άλλες δύο χιαστί, είναι το σημείο για την λέξη diĝir ή dingir (θεός).

Τα σημεία αυτά ήταν αρχικώς εικονογραφικά («πικτογραφήματα») π.χ. το σημείο του ηλίου ήταν ένας ανατέλλων ήλιος πίσω από ένα λόφο, ενώ αυτό για τον θεό ήταν ένα άστρο. Άλλα σημεία είναι πιο αφηρημένα, άλλα δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να εικονογραφούσαν. Ένα σημείο μπορεί να έχει περισσότερες από μία «λογογραφικές αξίες» π.χ το σημείο για τον θεό αντιπροσωπεύει και το σημείο για τον ουρανό (που λέγεται στα σουμεριακά an). Εν τέλει μόνον από τα συμφραζόμενα και το γενικότερο νόημα μπορεί να προσδιοριστεί η έννοια του «σημείου» («λογογράμματος»).

Αντιθέτως, ένα συλλαβικό σημείο («συλλαβόγραμμα») αντιπροσωπεύει μια σειρά ήχων, π.χ. ο Hayes αναφέρει το σημείο για την συλλαβή ga. Αυτή η συλλαβή μπορεί να είναι τμήμα διαφόρων μορφημάτων ή λέξεων όπως π.χ. ένα πρόσφυμα ρήματος ή ένα μέρος της κατάληξης της γενικής των ονομάτων κ.λπ. δηλ. δεν στέκεται ως αντιπροσωπευτικό μιας ολόκληρης λέξης, αλλά μόνον ως σύμβολο της συλλαβής ga. Άλλα τέτοια «συλλαβογράμματα» αντιπροσωπεύουν απλά φωνήεντα, όπως a και i, άλλα συλλαβές τύπου «σύμφωνο – φωνήεν» (Σ-Φ), όπως ba και mu, αλλά και για συλλαβές «σύμφωνο – φωνήεν – σύμφωνο»(Σ-Φ-Σ), όπως τα tug και gal.

Όταν ειδικότερα πρόκειται για μορφήματα γραμματικής φύσεως, η Σουμεριακή δεν χρησιμοποιεί συνήθως σημεία Σ-Φ-Σ. Αντιθέτως χρησιμοποιεί, κατά σύμβαση, δύο σημεία Σ-Φ και Φ-Σ, αντί για ένα Σ-Φ-Σ. π.χ. για να πει nir γράφει ni-ir. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένα μακρύ i. Είναι απλώς μια ορθογραφική σύμβαση που μειώνει τον πιθανό αριθμό των συλλαβών Σ-Φ-Σ, που θα έπρεπε να είναι τεράστιος, στο σύστημα της σφηνοειδούς, για να περιλάβει όλες τις περιπτώσεις συλλαβών τέτοιου είδους.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του σουμεριακού συλλαβισμού είναι η επανάληψη του τελικού συμφώνου ενός λογογράμματος από το πρώτο σύμφωνο του ακολουθούντος συλλαβογράμματος, χωρίς να σημαίνει ότι έχουμε περίπτωση διπλού συμφώνου. Ο Edzard δίνει το ακόλουθο παράδειγμα (σελ. 10): η φράση «στην Ουρ» (Urim-a - το a είναι κατάληξη τοπικής πτώσης) δεν γράφεται Urim-a, αλλά Urim-ma, χωρίς αυτό να σημαίνει παρέκταση του m. Απλώς πρόκειται ξανά για ορθογραφική «σύμβαση».

Κατά τον Hayes επίσης το όλο σύστημα είναι εν μέρει «μορφογραφηματικό». Κάποια γραμματικά μορφήματα απαιτείται να έχουν βραχύτερη και μακρύτερη μορφή, που θα έπρεπε κανονικά να αντικατοπρίζεται και στη γραφή. Το σύστημα γραφής εν τούτοις προβλέπει την μακρύτερη μορφή και εκεί που η γραμματική απαιτεί την βραχύτερη π.χ. η δοτική, κατά την γραμματική, έχει κατάληξη –ra μετά από σύμφωνα και –r μετά από φωνήεντα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις η γραφή έχει –ra. Αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας.

Το σύστημα περιπλέκεται περισσότερο γιατί πολλά σημεία έχουν πάνω από μία συλλαβικές αξίες. Πολλά έχουν και λογογραφική και συλλαβική αξία μαζί π.χ. το σημείο για το diĝir (θεός) που αναφέρθηκε, αναγνωσμένο ως συλλαβή an σημαίνει τόσο «ουρανός», όσο και γενικώς την συλλαβή an σε άλλα συμφραζόμενα. Η σωστή προφορά ενός σημείου προκύπτει έτσι από τα συμφραζόμενα, πράγμα που δεν είναι πάντοτε σαφές. Γενικός κανόνας είναι ότι τα «λεξικά μορφήματα» (αυτά που αντιπροσωπεύουν ολόκληρες λέξεις) γράφονται «λογογραφικώς» και τα «γραμματικά μορφήματα» (αυτά που αντιπροσωπεύουν γραμματικά προσφύματα) γράφονται συλλαβικώς, χωρίς ωστόσο αυτό να ισχύει πάντοτε.

Ορισμένα «συλλαβογράμματα» χρησιμεύουν ως «φωνητικοί δείκτες», δηλαδή χρησιμεύουν στο να αποδίδουν σε μεμονωμένα σημεία (ή και μια ομάδα σημείων) μια ορισμένη φωνητική αξία. Στην μεταγραφή, τόσο οι «φωνητικοί δείκτες», όσο και οι συλλαβές στις οποίες αποδίδουν την συγκεκριμένη φωνητική αξία, γράφονται με κεφαλαία λατινικά γράμματα, π.χ. ο φωνητικός δείκτης (PI) δίδει στα σημεία GIŠ.TUG την προφορά ĝeštug που σημαίνει «αυτί».

Ορισμένα σημεία («προσδιοριστικά») είναι υποδηλωτικά της γενικής «σημασιολογικής τάξεως» στην οποία ανήκει το όνομα που έπεται (ή ορισμένες φορές, που προηγείται), π.χ. σχεδόν μπροστά από όλα τα θεϊκά ονόματα (και ορισμένες φορές σε ονόματα βασιλέων) υπάρχει το αστρόσχημο σημείο diĝir («θεός») που προειδοποιεί ότι το όνομα που ακολουθεί είναι ένα όνομα θεού. Τα προσδιοριστικά σημεία κατά πάσαν πιθανότητα δεν προφέρονταν, αλλά απλώς ήταν στοιχεία του συστήματος γραφής. Τα σημεία αυτά («πικτογράμματα») ανάλογα με τα συμφραζόμενα λειτουργούσαν και ως «λογογραφικά» ή συλλαβικά στοιχεία. Στην μεταγραφή γράφονται με πεζά λατινά στοιχεία, τα οποία προηγούνται του ονόματος που προσδιορίζουν σε πάνω αριστερή θέση, π.χ. dInnana είναι η θεά Ινάννα (το d πάνω αριστερά είναι για το diĝir = θεός).

Άλλα προσδιορίστικα σημεία εκτός από το diĝir = θεός, είναι τα ki = χώρα (το οποίο έπεται του ονόματος που προσδιορίζει), íd = ποταμός, ĝiš = δέντρο, ξύλο (χρησιμοποιείται και για διάφορα εργαλεία), urudu = χαλκός, μέταλλο, dug = δοχείο, ku = ψάρι, mušen = πουλί, lu = άνθρωπος, πρόσωπο, sar = λαχανικό, u = φυτό, gi = καλάμι, na = λίθος, tug = ρούχο, kuš = δέρμα, še = σιτηρά, zid = αλεύρι.

Επειδή διαφορετικά σφηνοειδή σημεία (φαίνεται να) έχουν την ίδια προφορά, στην μεταγραφή τους στην λατινική συνοδεύονται συνήθως από αριθμούς ως διακριτικά, π.χ. υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικά σημεία που προφέρονταν ως u. Για να ξέρουμε σε ποιο σφηνόγραμμα αντιστοιχούν στην λατινική τους μεταγραφή, τα προσδιορίζουμε ως u, u2, u3, u4 και u5, ανάλογα με το πόσες φορές (την συχνότητα με την οποία) εμφανίζονται στις δέλτους. Οι αριθμοί δηλαδή δεν υποδηλώνουν διαφορά στην προφορά. Επειδή μάλιστα πρώτα αποκρυπτογραφήθηκε η Ακκαδική και εν συνεχεία η Σουμεριακή, η αριθμητική αξία αναφέρεται στη συχνότητα που εμφανίζονται τα σφηνογράμματα στα κείμενα της Ακκαδικής. Έτσι ένα σημείο, π.χ. το bi2 που στα Ακκαδική είναι δεύτερο στην συχνότητα, στα σουμεριακά κείμενα μπορεί να είναι κοινότερο, εν τούτοις όμως δεν θα γραφεί bi, αλλά, όπως και για τα ακκαδικά, bi2. Τούτο γίνεται χάριν ευκολίας, για να μην χρησιμοποιούνται διάφορα συστήματα μεταγραφής, και για την αποφυγή σύγχυσης, καθώς τα ίδια σφηνοειδή σύμβολα χρησιμοποιούνταν για διάφορες γλώσσες. Έτσι το πρωταρχικό σύστημα κατάταξης (της Ακκαδικής) χρησιμοποιείται και στην Σουμεριακή.

Παρόλο που υπάρχουν πολλά σημεία που μπορεί να προφέρονται το ίδιο, τόσο τα λεξικά όσο και τα γραμματικά μορφήματα τείνουν να γράφονται με έναν μόνο τρόπο. π.χ. ενώ υπάρχουν διάφορα σημεία με προφορά e, η λέξη για το e = «σπίτι» γράφεται μόνο με το σημείο e2 και όχι με άλλα σημεία (το e2 σημείο αρχικά εικονογραφούσε τμήμα μιας οικίας). Άλλο σύστημα είναι να χρησιμοποιούνται διάφοροι «τόνοι» (βαρεία και οξεία) αντί για αριθμούς π.χ. ú, ù. Και εδώ οι «τόνοι» δεν έχουν καμία σχέση με την προφορά, απλά χρησιμεύουν (τουλάχιστον στην Ευρώπη) πιο εύκολα ως διακριτικά. Το σύστημα με τους «τόνους» είναι το πιο παλιό, αυτό με τους αριθμούς διαδόθηκε πρόσφατα, μαζί με την ευκολία που πρόσφερε η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Για τα δισύλλαβα, όταν υπάρχουν περισσότερα του ενός σύμβολα που αποτυπώνουν την ίδια φωνητική αξία, η χρήση των γραμμάτων προτιμάται, π.χ. kala, kala2, kala3. Ορισμένες φορές το ίδιο σύμβολο μπορεί να διαβάζεται με δύο πιθανούς τρόπους. π.χ. λέγεται πως το σημείο zar διαβάζεται και ως bul. Αυτό υποδεικνύεται με την υποσημείωση x (εν προκειμένω ως bulx). Τα προσδιοριστικά γράφονται ως εκθέτες π.χ. το προσδιοριστικό για το diĝir γράφεται, όπως ειπώθηκε dIštar (= θεά Ιστάρ).

Συνήθως στη μεταγραφή στα λατινικά τα σημεία που σχηματίζουν μια λέξη ενώνονται με παύλες (αν και δεν είναι εύκολο να ορίσεις τι είναι μια «λέξη» στα Σουμεριακά). Τα προσδιοριστικά δεν έχουν ποτέ παύλες. Τέλος, σε περιπτώσεις που οι ειδικοί δεν είναι σίγουροι για την προφορά ενός σφηνογράμματος (ή και μιας λέξης), οι αβέβαιες αυτές αναγνώσεις γράφονται σε κεφαλαία (συνήθως αυτό αντιπροσωπεύει την πιο κοινή προφορά αυτού του σφηνογράμματος). Αν, μεταγενέστερα, κάποιος είναι πιο σίγουρος για την προφορά, μπορεί να την γράψει με μικρά. Ό,τι όμως θεωρεί ένας Σουμεριολόγος δεν βρίσκει πάντοτε σύμφωνο έναν άλλον, όπως παρατηρεί ο Hayes.

Κύρια γνωρίσματα της Σουμεριακής γλώσσας

Η σειρά των βασικών όρων μίας πρότασης στη Σουμεριακή γλώσσα είναι «υποκείμενο – αντικείμενο – ρήμα (μεταβατικό)» ή «υποκείμενο - ρήμα (αμετάβατο)». Μεταξύ αυτών των βασικών στοιχείων της πρότασης εισάγονται και άλλοι όροι, αν και σπάνια μεταξύ του αντικειμένου και του ρήματος. Επιφωνήματα και σύνδεσμοι προηγούνται πάντοτε του υποκειμένου. Ορισμένες φορές κάποιος όρος μπορεί να προηγείται του υποκειμένου (βλ. Thomsen, σελ. 41).

Ως κύρια γνωρίσματα της Σουμεριακής γλώσσας θεωρούνται τα εξής:

α) Η συγκολλητικότητα (agglutination). Η Σουμεριακή αναφέρεται συχνά ως συγκολλητική γλώσσα, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες γλωσσών π.χ. τις συγχωνευτικές (fusional) γλώσσες, όπως η Ελληνική. Στις συγκολλητικές γλώσσες, τα διάφορα μορφήματα ναι μεν ενώνονται, ωστόσο παραμένουν ξεχωριστά χωρίς να συγχωνεύονται. Έτσι οι διάφορες ρίζες στη Σουμεριακή παίρνουν διάφορα προσφύματα, σχηματίζοντας «προτάσεις - αλυσίδες» .

β) Η εργαστικότητα (ergativity). Σε αντίθεση με τις γλώσσες «ονομαστικής – αιτιατικής» ή αλλιώς «γλώσσες αιτιατικής», όπως είναι και η Ακκαδική γλώσσα, η οποία έχει το σύστημα «ονομαστική – ρήμα» ή «ονομαστική – αιτιατική – ρήμα», η Σουμεριακή ανήκει στις λεγόμενες «εργαστικές – απόλυτες» γλώσσες (ή απλά εργαστικές γλώσσες). Σε αυτού του είδους τις γλώσσες, το υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος είναι στην λεγόμενη «εργαστική» πτώση.

Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των γλωσσών είναι ότι τόσο το υποκείμενο του αμετάβατου ρήματος, όσο και το αντικείμενο του μεταβατικού ρήματος είναι στην ίδια πτώση, την λεγόμενη απόλυτη (absolutive). Στη Σουμεριακή, όπως και σε κάποιες γλώσσες τέτοιου είδους, η εργαστική πτώση διακρίνεται με μία κατάληξη, ενώ η απόλυτη διακρίνεται από την απουσία κατάληξης.

Συνοψίζοντας, διακρίνουμε δύο κατηγορίες ονομάτων: α) αντικείμενο μεταβατικού και υποκείμενο αμετάβατου ρήματος, που συντάσσονται με πτώση «απόλυτη» (η οποία εκφράζεται στη Σουμεριακή με έλλειψη επιθήματος) και β) υποκείμενο μεταβατικού ρήματος, που συντάσσεται με εργαστική πτώση (συγκεκριμένα στη Σουμεριακή παίρνει την κατάληξη -e).

Παράδειγμα δύο απλών προτάσεων που δίνει ο Hayes:

Α) lugal iĝin, αναλυόμενο ως lugal(-) i-ĝin = ο βασιλιάς (lugal) πήγε (ĝin = πάω. Το i- είναι ένα ρηματικό πρόθημα). Το lugal (βασιλιάς) στην πρόταση αυτή («ο βασιλιάς πήγε») ως υποκείμενο αμετάβατου ρήματος είναι στην απόλυτη πτώση, δηλαδή στη Σουμεριακή δεν παίρνει καμία κατάληξη (lugal).

Β) lugale e mundu, αναλυόμενο ως lugal-e e mu-n-du(-) = ο βασιλιάς (lugal) τον οίκο (e) έφτιαξε (du = φτιάχνω. Το mu-n- είναι ένα ρηματικό πρόθημα). Το lugal σε αυτή την πρόταση («ο βασιλιάς τον οίκο έφτιαξε» ή «από τον βασιλιά ο οίκος φτιάχτηκε») ως υποκείμενο μεταβατικού ρήματος είναι στην εργαστική πτώση και λαμβάνει κατάληξη -e (lugale). Εξάλλου το e = οίκος, δεν παίρνει καμιά κατάληξη ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος.

Άλλο παράδειγμα (από την Thomsen, σελ. 50) είναι το εξής:

lue saĝ munzig, αναλυόμενο σε lu-e saĝ(-) mu-n-zig = ο άνθρωπος (lu) σήκωσε (zig) το κεφάλι (saĝ). Το lu εδώ είναι σε εργαστική πτώση ως υποκείμενο μεταβατικού ρήματος και παίρνει την κατάληξη -e, ενώ το saĝ είναι σε απόλυτη ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος δίχως να παίρνει κάποια κατάληξη.

Δίχως κατάληξη είναι και το lu στη φράση lu ikur, αναλυόμενο σε lu(-) i-kur-(-) = ο άνθρωπος μπήκε (kur = μπαίνω), ως υποκείμενο αμετάβατου ρήματος, το οποίο στη Σουμεριακή είναι επίσης σε απόλυτη πτώση.

Η Σουμεριακή θεωρείται από πολλλούς γλωσσολόγους ότι είναι εργαστική στη λεγόμενη «τετελεσμένη» διάθεση (hamtu), ενώ στην «μη τετελεσμένη» (maru) συμπεριφέρεται ως γλώσσα ονομαστικής – αιτιατικής. Κατά την Thomsen το σύστημα είναι μάλλον πιο περίπλοκο, ενώ ο Edzard αρνείται την ημι-εργαστικότητα.

γ) Η φωνηεντική αρμονία (vowel harmony). Στη Σουμεριακή παρατηρείται το φαινόμενο της φωνηεντικής αρμονίας, δηλαδή της αλλαγής των φωνηέντων κάποιων λέξεων σε συμφωνία με συγκεκριμένα φωνήεντα των λέξεων (ριζών ή προσφυμάτων) με τα οποία αυτές συγκολλούνται.

Κατά την Thomsen το φαινόμενο της φωνηεντικής αρμονίας άφορά καταρχήν τα προθήματα i- και bi-, τα οποία εμφανίζονται ως i- και bi- προ ρηματικών ριζών ή προσφυμάτων που περιέχουν τα φωνήεντα i και u, ενώ προ των a και e εμφανίζονται ως e- και be-.

Κατά την Thomsen επίσης (σελ. 40) είδος «φωνηεντικής αρμονίας» είναι και η αφομοίωση φωνηέντων, π.χ. το πρόθημα u- είναι u προ του i (u-bi-), ενώ γίνεται a προ του a (a-ba-).

Διάλεκτοι και Λεξιλόγιο

Η Σουμεριακή γλώσσα στα σουμεριακά ονομάζεται συνήθως eme-gir ή eme-gi ή eme-ku (το δεύτερο συνθετικό είναι αβέβαιο). Το πρώτο συνθετικό eme στα σουμεριακά σημαίνει γλώσσα. Το girgi ή ku) αρχικά θεωρήθηκε ότι σημαίνει Σουμέριος, αλλά μάλλον σημαίνει «ευγενής», επομένως κάποιοι συνάγουν ότι eme-gir είναι η ευγενής, η καθαρή διάλεκτος. Η eme-gir θεωρείται γενικά ως η βασική διάλεκτος της Σουμεριακής.

Πέραν της eme-gir υπάρχει η λεγόμενη eme-sal (εμε-σάλ). Η λέξη sal στα σουμεριακά σημαίνει «εκλεπτυσμένος» - επίσης σημαίνει και «γυναίκα».

Η eme-sal άλλοτε μοιάζει πιο συντηρητική από την eme-gir και άλλοτε πιο δεκτική σε νεοτερισμούς. Δεν είναι κατανοητό ωστόσο από ποιους χρησιμοποιείτο η eme-sal. Συνήθως θεωρείται ως «η διάλεκτος των γυναικών», καθώς τα γραπτά κείμενά της αναφέρονται επί το πλείστον σε διαλόγους μεταξύ θηλυκών θεοτήτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.

Επίσης στην eme-sal είναι γραμμένοι διάφοροι θρήνοι. Μία θεωρία λέει ότι είναι η διάλεκτος της περιοχής όπου λατρευόταν η θεά Ιννάνα (στη νότια Σουμερία).

Οι διαφορές μεταξύ eme-gir και eme-sal δεν είναι στην τυπολογία, αλλά κυρίως στην φωνολογία και το λεξιλόγιο π.χ. στην eme-gir το «τι» είναι ana, ενώ στην eme-sal είναι ta. Ως προς την φωνολογία, λέξεις της eme-gir με d λέγονται στην eme-sal με z. Π.χ. το «πρόβατο» στην eme-gir είναι udu, ενώ στην eme-sal είναι eze. Αλλού είναι πιο δύσκολο να εξηγηθούν οι διαφορές. Π.χ. το en στην eme-gir, το οποίο σημαίνει «άρχοντας», «κύριος», στην eme-sal είναι umun.

Αναφορές, σύμφωνα με τον Hayes, υπάρχουν στα κείμενα και για άλλες διαλέκτους π.χ. την eme–udul (γλώσσα των ποιμένων), την eme-malah (γλώσσα των ναυτικών), και την eme-gal («μεγάλη γλώσσα») ή την eme-sukud («υψηλή γλώσσα») χωρίς να είναι σαφείς οι διακρίσεις μεταξύ αυτών.

Όσον αφορά το Σουμεριακό λεξιλόγιο, εκτός από τις λέξεις που θεωρούνται καθαρά σουμεριακές (που πιστεύεται πως είναι κυρίως οι μονοσύλλαβες) και τις λέξεις που είναι ξεκάθαρα δάνεια από την Ακκαδική, υπάρχουν διάφορες λέξεις της Σουμεριακής που εικάζεται ότι προήλθαν από την γλώσσα των προγενέστερων γηγενών κατοίκων (γλωσσικό υπόστρωμα, substratum, της Σουμεριακής).

Κάποιοι φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι όλα τα δισύλλαβα ονόματα της Σουμεριακής είναι δάνεια. Δάνειες θεωρούνται συνήθως διάφορες λέξεις που αφορούν την γεωργία και την κτηνοτροφία, πολλά επαγγέλματα (όπως οι λέξεις για τον ξυλουργό και τον βυρσοδέψη) ή και για τα βασικά μέταλλα και εργαλεία.

Πιστεύεται ακόμα ότι τα περισσότερα ονόματα για τα βουνά, τους ποταμούς (συμπεριλαμβανομένων των ονομασιών για τον Τίγρη και τον Ευφράτη), τις πόλεις και τις χώρες, καθώς και πολλά προσωπικά ονόματα είναι δάνεια από τη γλώσσα που μιλούσαν οι προ-Σουμεριακοί πληθυσμοί.

Φωνολογία

Δεν είναι εύκολο να αποκατασταθεί το φωνολογικό σύστημα της Σουμεριακής. Δεν υπάρχουν γλώσσες της ιδίας οικογένειας για σύγκριση και όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε για την Σουμεριακή φωνολογία τα συνάγουμε από το φωνολογικό σύστημα της Ακκαδικής. Π.χ. στα ακκαδικά δεν υπάρχει το φωνήεν o και βασιζόμενοι μόνο σε ακκαδικά στοιχεία αναγκαστικά θα βλέπουμε παντού το φωνήεν u, ακόμα και αν υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος μπορεί να υποθέσει βάσιμα ότι η προφορά της Σουμεριακής λέξης ήταν o. Ως έναν βαθμό, περισσότερα γνωρίζουμε για τα γραμματικά παρά για τα λεξικά μορφήματα, καθώς τα πρώτα γράφονται ως επί το πλείστον συλλαβογραφικά, ενώ τα δεύτερα λογογραφικά. Δίχως τους δίγλωσσους καταλόγους (σουμεριακούς - ακκαδικούς) λέξεων δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθεί η φωνητικά αξία ενός λογογράμματος. Έτσι, η Σουμεριακή μπορεί κάλλιστα να διέθετε ήχους που δεν είχε η Ακκαδική, των οποίων την ύπαρξη μπορούμε να συναγάγουμε εμμέσως. Λόγω όμως αυτής της δυσκολίας για έμμεσες αποδείξεις υπάρχουν διάφορες ανακατασκευές του φωνητικού συστήματος της Σουμεριακής.

Φωνήεντα

Τα φωνήεντα (συμπεριλαμβανομένου του υποτιθέμενου o) είναι τα εξής: a, e, i, o, u.

Επειδή σε ορισμένες λέξεις συμβαίνει να προφέρεται ένα φωνήεν π.χ. άλλοτε ως u και άλλοτε ως i, αυτό πιθανώς να σημαίνει ότι η ορθή προφορά ήταν κάτι ενδιάμεσο π.χ. όπως το γερμανικό ü. Βέβαια υπάρχει και η πιθανότητα, επειδή αυτές οι προφορές μας έρχονται από μία περίοδο που η Σουμεριακή ήταν πλέον μια νεκρή φιλολογική γλώσσα, να μην αντιπροσωπεύουν την πραγματική προφορά. Έχει υποτεθεί ότι η Σουμεριακή διέθετε έρρινα φωνήεντα, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Αν υπήρχαν μακρά και βραχέα φωνήεντα (όπως πολλοί υποθέτουν) επίσης δεν το γνωρίζουμε, καθώς δεν φαίνονται στο σύστημα γραφής. Αμφιβολίες υπάρχουν και για άλλα φωνήεντα της Σουμεριακής πλην του o. Δεν είναι καθαρό, λέει ο Edzard (σελ. 14) από τον συλλαβισμό, αν με το σουμεριακό i εννοείται το e ή το i. Δεν ξέρουμε π.χ. αν το NI προφερόταν ni ή ne και αν το BI προφέρονταν bi ή be.

Σύμφωνα

Τα σύμφωνα είναι τα εξής: b, d, dr, g, ĝ, h, k, l, m, n, p, r, s, š, t, z.

Τα ζεύγη bp, dt και gk, κατά τον Hayes, φαίνεται επιφανειακά να αποτελούν διαφορετικά σύμφωνα. Ενδεχομένως όμως η διαφορά τους να είναι διαφορά δάσυνσης (aspiration). Έτσι, τα p, t και k μπορεί να ήταν τα στιγμιαία δασυνόμενα ph, th, kh (δηλ. τα φ, θ, και χ της αρχαιοελληνικής), ενώ τα b, d και g μπορεί να είναι τα ψιλούμενα στιγμιαία, δηλ. τα π, τ και κ. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από την μεταγραφή των σουμεριακών λέξεων στα ακκαδικά. Π.χ. το barag (= εξέδρα θρόνου) στα ακκαδικά γίνεται parraku, ενώ το gala (= είδος ιερέα) γίνεται kalu. Αντιστρόφως γίνεται με τα ακκαδικά δάνεια στην Σουμεριακή π.χ. το ακκαδικό tamharu (= μάχη) γίνεται στη Σουμεριακή damhara. Έτσι η μεταγραφή των σουμεριακών λέξεων είναι κάπως προβληματική.

Η ακριβής αξία του ĝ δεν είναι γνωστή. Η ύπαρξή του συνάγεται από διάφορες προφορές που μπορεί να εμφανίζουν στα Ακκαδικά είτε m είτε n ή g ή ng. Γενικά θεωρείται πως είναι ένα έρρινο n (προφέρεται συνήθως ως έρρινο ng όπως περίπου στη λέξη "Αγγλία" - γράφεται και ως ng ή ŋ ή ğ). Δεν υπήρχε στην Ακκαδική. π.χ. στο ĝu που σημαίνει «μου» (στο «δικό μου») το ακκαδικό αντίστοιχο είναι το mu, και άρα μεταγράφεται στα λατινικά έτσι π.χ. lugal-mu = βασιλιά μου. Άλλοι το μεταγράφουν ως ŋu ή ğu, αναλόγως. π.χ. το Σουμεριακό saĝa (= είδος ιερέα) εμφανίζεται στα ακκαδικά, που δεν διέθεταν το ĝ, ως šangǔ. Το ĝuruš (= δυνατός άντρας, νεαρός άντρας) φαίνεται ως nurišum σε ένα εβλαϊτικό κείμενο (από την Έβλα, πόλη της αρχαίας Συρίας - η εβλαϊτική είναι η παλαιότερη καταγεγραμμένη σημιτική γλώσσα). Από αυτό συνάγεται ότι η προφορά αυτού του ĝ ήταν διαφορετική των m, n, και g.

Τα συριστικά z, s και š θεωρούνται ότι προφέρονται όπως τα αντίστοιχα ακκαδικά (αν και για την προφορικά των συριστικών της αρχαίας Ακκαδικής, όπως γενικά της Σημιτικής, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά).

Το σουμεριακό r θεωρείται μάλλον υπερωϊκό (uvular) και όχι επιγλωττιδικό (flap). Αυτό προκύπτει από μεταγραφές λέξεων στα ακκαδικά (και το αντίστροφο). Π.χ. το ακκαδικό šuršu = «ρίζα», στα σουμεριακά φαίνεται ως šu-hu-uš. Η Thomsen διαβλέπει πάντως την ύπαρξη δύο ειδών r (σελ. 46).

Το σουμεριακό h αντιστοιχεί στο νεοελληνικό χ (υπερωϊκό), όχι στο αγγλικό h (που αντιστοιχεί στο δασύ πνεύμα της αρχαίας ελληνικής), χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ύπαρξη σουμεριακού δασέως πνεύματος (δασεία). Για να διακρίνεται από το αγγλικό h, γράφεται συνήθως με μία παύλα από κάτω.

Ένα άλλο φώνημα που πιθανώς υπάρχει στην Σουμεριακή (χωρίς ωστόσο να υπάρχει βεβαιότητα γι' αυτό) είναι το dr. Αυτό θεωρείται επιγλωττιδικό. Η ύπαρξή του βασίζεται κυρίως σε προφορές όπου εμφανίζεται να διαφέρει από τα d, t και r. Π.χ. το τελικό σύμφωνο του ρήματος kudr (κόβω), καμιά φορά φαίνεται ως d και άλλοτε ως r, δηλ. άλλοτε ως kud και άλλοτε ως kur, αν και μπορεί να πρόκειται για διαφορετικά ρήματα. Η ύπαρξη του dr εικάζεται σε ένα πολύ μικρό αριθμό λέξεων. Ο Edzard φαίνεται πως δεν αποδέχεται την ύπαρξή του.

Κατά την Thomsen, μπορεί να συμβεί εναλλαγή μεταξύ των g και b σε ορισμένες λέξεις, ιδίως προ του u, π.χ. buru / guru = κοράκι. Εναλλαγή μπορεί να γίνεται και μεταξύ l και r (π.χ. στα kibir / gibil = προσάναμμα). Τα m και n επίσης μπορούν να εναλλάσσονται στην τελική θέση μιας ρίζας (σελ. 44 και 46).

Πόλλές φορές, όπως προαναφέρθηκε, το τελικό σύμφωνο παραλείπεται στη γραφή, π.χ. το e-ak = του σπιτού, ποτέ δεν γράφεται ως e-ak, αλλά ως e-a. Στις περιπτώσεις όμως αυτές δεν είναι βέβαιο ποια ήταν η πραγματική προφορά της λέξης.

Τονισμός

Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον τονισμό της Σουμεριακής. Επειδή η Σουμεριακή διαθέτει πολλά ομώνυμα, θεωρείται συχνά από πολλούς ότι διέθετε επιτονισμό. Αλλιώς θα υπήρχε μεγάλο πρόβλημα συνεννόησης, π.χ. με την λέξη u εννοούνται σημασίες όπως «δέκα», «φυτό», «και» ή «ιππεύω».

Συλλαβική δομή

Αυτή και πάλι καθορίζεται ιδωμένη υπό το πρίσμα της Ακκαδικής. Αν με το Φ συμβολίσουμε το φωνήεν και με Σ το σύμφωνο, οι συλλαβές παρουσιάζονται ως Φ, Φ-Σ, Σ-Φ και Σ-Φ-Σ, όπως γίνεται και στην Ακκαδική. Δεν υπάρχουν π.χ. συλλαβές τύπου Σ-Σ-Φ ή Φ-Σ-Σ. Εγείρεται εδώ όμως το ερώτημα αν υπήρχαν όντως αυτές οι συλλαβές και αν αυτό υποκρύπτεται υπό το προσωπείο της Ακκαδικής. Το συλλαβογραφικό σύστημα γραφής δεν βοηθά στην ανίχνευση π.χ. τυχόν Σ-Σ-Φ συλλαβών, αν και υπάρχουν υποθέσεις γι’ αυτό, χωρίς και να μπορεί να αποδειχθεί. Είναι πιθανόν πάντως ότι οι συλλαβές δεν προφέρονταν πάντοτε όπως γράφονταν. Εξάλλου, κατά μία άποψη, το γεγονός πως το σουμεριακό φωνολογικό σύστημα δεν φαίνεται να καλύπτεται από το σύστημα γραφής (της σφηνοειδούς) οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το σύστημα γραφής δεν το εφηύραν Σουμέριοι.

Η δομή των προτάσεων στη Σουμεριακή γλώσσα

Η τυπική σουμεριακή πρόταση αποτελείται από μία σύνθετη σειρά προσφυμάτων, την «προσφυματική αλυσίδα» (chain), που αποτελείται με τη σειρά της από μία ή περισσότερες «ονοματικές αλυσίδες» και μία «ρηματική αλυσίδα», η οποία πρέπει να είναι «παρεμφατική» (finite), δηλαδή να λειτουργεί ως το ρήμα της προτάσεως και όχι ως όνομα (μετοχή ή απαρέμφατο). Κάθε σουμεριακή πρόταση περιέχει πάντα ένα υποκείμενο ή δέκτη της ενέργειας (patient). Μπορεί επίσης να περιέχει (αν και δεν είναι υποχρεωτικό) και τον δράστη της ενέργειας (agent).

Μια ονοματική αλυσίδα συνίσταται από μία ονοματική ρίζα και διάφορα επιθήματα που δηλώνουν το κτητικό, τον αριθμό και την πτώση.

Μια τυπική ρηματική αλυσίδα περιλαμβάνει, εκτός από τη ρηματική ρίζα, διάφορα προθήματα και επιθήματα που διευκρινίζουν το νόημα ή παραπέμπουν συσχετιστικά σε άλλους όρους της πρότασης (υποκείμενο, δέκτη της ενέργειας, δράστη της ενέργειας, πτώσεις, αριθμό, επιρρηματικούς σχηματισμούς κλπ).

Η ονοματική αλυσίδα

Διάκριση σε Έμψυχα και Άψυχα

Η Σουμεριακή δεν διαθέτει οριστικό ή αόριστο άρθρο και δεν διακρίνει γραμματικά γένη, δηλαδή αρσενικό και θηλυκό ή και ουδέτερο ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για πρόσωπα ή αντικείμενα. Έχει όμως την διάκριση μεταξύ «εμψύχων» και «αψύχων».

Έμψυχα θεωρούνται οι άνθρωποι και άψυχα τα πράγματα και τα ζώα. Τα ζώα δηλαδή θεωρούνται πράγματα, γι' αυτό και ο Edzard θεωρεί καλύτερη τη διάκριση ανάμεσα σε «πρόσωπα» και «μη πρόσωπα».

Η διάκριση μεταξύ εμψύχων και αψύχων γίνεται καταρχήν στα κτητικά, όπου η προσωπική αντωνυμία ane, ene (= αυτός, αυτή) δέχεται το κτητικό πρόσφυμα (εγκλιτικό) -ani = (= δικό του, δικό της) για τα πρόσωπα («έμψυχα») και -bi (= δικό του), για ένα ζώο ή πράγμα («άψυχα»).

Επίσης, στο πτωτικό σύστημα, δοτική έχουν μόνο τα «έμψυχα», ενώ τοπική, αφαιρετική και τοπική-τελική υπάρχει μόνο για τα «άψυχα». Επίσης το πρόσφυμα -ene του πληθυντικού αριθμού χρησιμοποιείται μόνο για τα «έμψυχα».

Στη Σουμεριακή ένα κύριο όνομα συνοδευόμενο από το nitah (= άρρην) υποδηλώνει το (φυσικό) αρσενικό γένος. Αντίθετα, αν ακολουθείται από το munus (= θήλυ, θηλυκό) υποδηλώνει το (φυσικό) θηλυκό γένος. Τα ονόματα μπορούν επίσης να συνοδεύονται από το dumu (= γιός ή κόρη), το dumu nitah (= γιος) και το dumu munus (= κόρη). Επίσης, όπως προσθέτει ο Hayes, η λέξη ur (= άντρας, ήρωας) όταν ακολουθείται από όνομα θεότητας, σημαίνει «άντρας του ...», «πολεμιστής του ...».

Παραγωγή Ονομάτων

Στη Σουμεριακή γλώσσα τα ρήματα μπορεί να χρησιμεύουν και ως ουσιαστικά (βλ. Thomsen σελ. 48 και 55-57). Νέα ουσιαστικά επίσης μπορεί να προκύψουν από συνδυασμό περισσότερων ουσιαστικών, π.χ. an-ša «μέσο του ουρανού, μεσουράνημα», από τα an (= ουρανός), και ša (= ψυχή), από συνδυασμό ουσιαστικού και ρήματος, π.χ. di-kud(r) «δικαστής», από το di (= δίκη – απόφαση) και το kud(r) (= κόβω ή βάζω φόρο) ή και περισσότερων ονομάτων και ενός ρήματος π.χ. gaba-šu-ĝar = «αντίπαλος», από τις λέξεις gaba (= στήθος), šu (= χέρι) και ĝar (= τοποθετώ).

Συνηθισμένα είναι τα σύνθετα ονόματα με τα nu, nam και nig. Το nu (+ ουσιαστικό) υποδηλώνει τα επαγγέλματα (το nu ίσως είναι τύπος του lu = άνθρωπος) π.χ. nu-eš = ιερέας ( = το ιερό του ναού) και συνδυάζεται μόνο με ουσιαστικό. Το nam επίσης είναι παραγωγικότατο συνθετικό. Σε συνδυασμό με ένα ουσιαστικό δηλώνει την αφηρημένη έννοια αυτού, π.χ. nam-ursaĝ = «ηρωισμός» (ursaĝ = ήρωας), nam-lugal = η βασιλεία (lugal = βασιλιάς, το οποίο είναι και αυτό σύνθετο, εκ του lu = άνθρωπος και gal = μεγάλος). Σε συνδυασμό με ρήμα, το nam υποδηλώνει επίσης το αντίστοιχο αφηρημένο όνομα π.χ. nam-ti(l) = «ζωή» (από τα ti ή til = ζω). Τέλος, το nig υποδηλώνει το «πράγμα», το «κάτι». π.χ. nig-gu (gu = «τρώω», «γεύομαι») = «φαγητό», «γεύμα». Ομοίως το nig-dug = «κάτι γλυκό» (dug = γλυκός).

Αριθμοί

Τα «έμψυχα» στη Σουμεριακή γλώσσα σχηματίζουν τον πληθυντικό με την κατάληξη -ene, π.χ. diĝir-ene = «οι θεοί» (το -ene προστίθεται μετά το επίθετο που προσδιορίζει το ουσιαστικό ή μετά το κτητικό.

Κατά τον Edzard (σελ. 45) με το -ene δεν συντάσσονται, πλην της τοπικής και της αφαιρετικής (που αφορούν μόνο άψυχα), ούτε η απόλυτη και η ομοιωτική πτώση (Edzard, σελ. 45).

Χαρακτηριστικό φαινόμενο της Σουμεριακής είναι ο αναδιπλασιασμός καταρχήν του άψυχου, αλλά πολλές φορές και του έμψυχου ονόματος, για να δηλωθεί ο πληθυντικός. Ο αναδιπλασιασμός του ονόματος, κατά την Thomsen δήλωνε αρχικά μάλλον το «απαξάπαν», το «όλα τα» ή το «καθ' ολοκληρίαν» π.χ. kur-kur = «άπασες οι (ξένες) χώρες» (ή «άπαντα τα βουνά», αναλόγως με τα συμφραζόμενα). Σε μεταγενέστερη περίοδο σήμαινε απλώς τον πληθυντικό, π.χ. kur-kur = «οι (ξένες) χώρες» (ή «τα βουνά»).

Ο Hayes (όπως και η Thomsen) προσθέτει έναν αναδιπλασιασμό με την έννοια της έμφασης ή του υπερθετικού, π.χ. diĝir-gal-gal = ο πιο μεγάλος θεός, και diĝir-gal-gal-ene (= οι πιο μεγάλοι θεοί). Ο Edzard ωστόσο αρνείται ότι ο παραπάνω σχηματισμός αποτελεί υπερθετικό βαθμό και επομένως diĝir-gal-gal-ene σημαίνει απλώς «οι μεγάλοι θεοί».

Επίσης, το hi-a, που αρχικά σήμαινε «αναμεμιγμένα», «διάφορα», όπως π.χ. udu hi-a = «διάφορα (hi-a) πρόβατα (udu)», σε κείμενα ύστερης εποχής υποδηλώνει τον πληθυντικό αριθμό, δηλ. udu-hi-a = «πολλά πρόβατα» (βλ. Thomsen σελ 62).

Επίσης το -meš (από το -me-eš ( -me = «είμαι» + ένα πρόσφυμα πληθυντικού), που είχε ως αρχική του σημασία «αυτοί είναι οι ...», χρησιμοποιείται και αυτό σε κείμενα ύστερης εποχής για να δηλώσει τον πληθυντικό (βλ. Thomsen, σελ. 63).

Τέλος, δεν υπάρχει δυικός αριθμός στη Σουμεριακή.

Πτώσεις

Οι πτώσεις των ονομάτων στη Σουμεριακή δηλώνονται με συγκεκριμένα επιθήματα. Τα επιθήματα αυτά μέσα στην πρόταση συσχετίζονται με αντίστοιχα πτωτικά προθήματα της ρηματικής ρίζας, δηλαδή υπάρχει αντιστοιχία ή εναρμόνιση ανάμεσά τους, η οποία δηλώνεται στην πρόταση (αν και όχι πάντοτε με απόλυτη σαφήνεια). Σύμφωνα με τον Hayes, τα συσχετιστικά – παραπεμπτικά προσφύματα της ρηματικής ρίζας πολλές φορές παραλείπονται ή και καμιά φορά μπορούν να υπάρχουν χωρίς να παραπέμπουν σε κάποια σχετική πτώση ονόματος.

Οι πτώσεις της Σουμεριακής είναι οι εξής:

  • Εργαστική

Η εργαστική πτώση, όπως έχει ειπωθεί, δηλώνεται με το επίθημα -e και δηλώνει το υποκείμενο ή δράστη της ενέργειας (έμψυχο ή άψυχο) ενός μεταβατικού ρήματος. Όπως γράφει ο Edzard, στον γραπτό λόγο, όταν το όνομα λήγει σε φωνήεν, το e της εργαστικής είτε παραλείπεται, είτε αντικαθίσταται από ένα πλήρες φωνηεντικό σημείο, αντίστοιχο με το τελευταίο φωνήεν του ονόματος. π.χ. ama = μητέρα, ama-a (εργαστική πτώση, αντί για ama-e).

  • Απόλυτη

Στην απόλυτη πτώση, που όπως ειπώθηκε δηλώνει είτε α) το υποκείμενο του αμετάβατου ρήματος ή β) το αντικείμενο (ή δέκτη της ενεργείας), η ρίζα του ονόματος παρατίθεται χωρίς επίθημα. Η απόλυτη χρησιμεύει και ως κλητική.

  • Αφαιρετική

Η αφαιρετική (ή αφαιρετική - οργανική) σχηματίζεται με το επίθημα -ta (= από, υπό). Ορισμένες φορές το πρόσφυμα αυτό γράφεται ως –da, πράγμα που δημιουργεί σύγχυση μεταξύ της αφαιρετικής και της συνοδευτικής πτώσης. Σημαίνει την κίνηση από κάπου, αλλά χρησιμοποιείται και για κάθε πράξη που εκπορεύεται ή έχει την αρχή της από κάπου (και με χρονική έννοια). Επίσης σημαίνει το μέσο ή το όργανο μέσω του οποίου γίνεται κάτι. Χρησιμοποιείται μόνο με άψυχα (π.χ. e-ta = από το σπίτι, οίκοθεν).

Για να λεχθεί και για έμψυχα χρησιμοποιείται η έκφραση: ki-x-ak-ta, αναλυόμενο σε ki (= γη, τόπος, μέρος)-x-(= όνομα)-ak(= του)-ta(= από) = από το μέρος του τάδε x. Το -ak είναι η κατάληξη της γενικής, μπορεί κάποιες φορές να παραλείπεται, ολικά ή εν μέρει (βλ. Γενική).

Επίσης, άλλες εκφράσεις: eĝer-x-ak-ta, αναλυόμενο ως eĝer(= πίσω)-x-(= όνομα)-ak(= του).ta(= από), «όπισθεν του ...», ša-x-ak-ta, αναλυόμενο σε ša(= μέσα)-x-(= προσωπικό όνομα)-ak(= του).ta(= από), «εντός του ...», šu-x-ak-ta, αναλυόμενο σε šu (= χέρι)-x(= όνομα)-ak.ta, «υπό την εξουσία του ...» ή κυριολεκτικά «από το χέρι του ...».

Το –ta επίσης έχει την έννοια του «καθενός», σε περιπτώσεις που μοιράζεται κάποιο πράγμα.

Ορισμένες φορές το –ta χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τοπική πτώση, π.χ. sahar-ta = στην έρημο (βλ. Thomsen, σελ. 103-107 & Edzard, σελ. 41-42).

  • Συνοδευτική

Η Συνοδευτική (Comitative, από το λατ. comitor = ακολουθώ, παρακολουθώ) έχει την έννοια του «μαζί», «με», «και», τόσο για έμψυχα, όσο και για άψυχα. Σχηματίζεται με το επίθημα –da, που ως ξεχωριστή λέξη σημαίνει «πλάι», «πλευρό» (βλ. και το ελληνικό τε ή το λατινικό -que).

Το x-(= όνομα)-y-(= άλλο όνομα)–bi-da- έχει την έννοια του «ο x και ο y» (κυριολεκτικά «ο x με το y του»), π.χ. ab-amar-bi-da = η αγελάδα (ab) με (da) το μοσχάρι (amar) της (bi), ενώ η έκφραση x-da-nu-me-a = «μη όντας μαζί με τον x» (το nu εδώ είναι το αρνητικό μόριο), έχει την έννοια του «δίχως τον x», π.χ. ĝa-da-nu-me-a = δίχως εμένα (βλ. Thomsen, σελ. 99-101, και Edzard, σελ. 40-41).

  • Δοτική

Η δοτική δηλώνει το πρόσωπο για το οποίο (ή προς το οποίο) γίνεται η πράξη και χρησιμοποιείται μόνο για έμψυχα. Δοτική λαμβάνουν τα περισσότερα ρήματα, εκτός από εκείνα που δηλώνουν πράξη που δεν μπορεί να γίνει προς έμψυχο.

Η κατάληξη της δοτικής είναι -r(a). Κατά τον Edzard ο κανόνας (με εξαιρέσεις) ήταν, πιθανώς, -r μετά από φωνήεν (αυτό συμβαίνει ιδίως μετά το -ani (= « -του, -της»), καθώς και το πρόσφυμα -ene του πληθυντικού, βλ. και Thomsen σελ. 97), ενώ είναι -ra μετά από σύμφωνο.

Σε παλαιότερα κείμενα το πρόσφυμα της δοτικής συχνά παραλείπεται εντελώς μετά από φωνήεν, ενώ εμφανίζεται μόνο μετά από σύμφωνο. To ότι το -r(a) στη γραφή άλλοτε γράφεται και άλλοτε όχι δεν σημαίνει και ότι δεν προφερόταν. Δεν είναι σαφές γιατί γίνεται αυτό στη γραφή, διότι αυτό το r της δοτικής δεν μπορεί να παραλείπεται, όπως π.χ. συμβαίνει με άλλα παραλειπτά (amissable) σύμφωνα.

  • Τοπική

Η τοπική δηλώνει καταρχήν τον τόπο (το «πού») και χρησιμοποιείται μόνο για άψυχα. Σε νεότερα σουμεριακά κείμενα ωστόσο η τοπική αντικαθιστά την δοτική. Σχηματίζεται με το επίθημα -a. π.χ. an-ki-a = «στον ουρανό (και) στη γη». Η τοπική δηλώνει επίσης τον χρόνο, π.χ. ud-ba (< ud-bi-a) = «εκείνη την μέρα», «όταν». Επίσης δηλώνει την «θέση» ή «κατάσταση» ή την «ικανότητα». π.χ. limmu-bi-nam.ir-nam.ĝeme-a-ba-a-gi ( = «αυτοί οι τέσσερεις επέστρεψαν στη θέση τους ως σκλάβοι και σκλάβες»). Αυτό αναλύεται ως εξής: «αυτοί (bi) οι τέσσερεις (limmu) επέστρεψαν (gi) στη (a) θέση ή κατάστασή (nam.) τους (ba) ως σκλάβοι (ir) και σκλάβες (ĝeme)».

Επίσης χρησιμοποιείται σε επιρρηματικές φράσεις όπως π.χ. he-ĝal-la = «εν αφθονία», «αφθόνως» (βλ. Thomsen, σελ. 98-99).

Στην «προσφυματική αλυσίδα» του παρεμφατικού ρήματος, η τοπική δηλώνεται (συσχετιστικά) κυρίως με το πρόθημα –ni- που αντιστοιχεί με την τοπική-τελική, και την τελική πτώση. Σύμφωνα όμως με τον Hayes, για την τοπική πτώση δεν υπάρχει συσχετιστικό – παραπεμπτικό επίθημα (τουλάχιστον στην νεότερη περίοδο της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ).

Για την χρησιμοποίηση του –ta της αφαιρετικής στην τοπική, βλ. ανωτέρω (Αφαιρετική).

  • Τοπική – Τελική

Η τοπική - τελική (ή τοπική του σκοπού ή κατευθυντική) παραπέμπει σε κατεύθυνση ή προσέγγιση και δηλώνεται με το επίθημα -e, όπως και η εργαστική, πράγμα που δημιουργεί κάποιο μπέρδεμα (ο Foxvog θεωρεί ότι το πρόσφυμα είναι το ένα και το αυτό με της εργαστικής). Χρησιμοποιείται μόνο για τα άψυχα και μόνο κατ' εξαίρεση για τα έμψυχα (στα οποία χρησιμοποιείται η δοτική) και συντάσσεται με ορισμένα μόνο ρήματα, κυρίως σύνθετα (π.χ. με το ki… aĝ = «αγαπώ», το gu...de = «καλώ, μιλώ σε» και το ĝiš...tuku = «ακούω».

Τα ρήματα που παίρνουν (συσχετιστικά) τοπική-τελική πτώση μπορεί να έχουν το πτωτικό πρόθημα -ni-, που πιθανώς υποδηλώνει τόπο – σκοπό. Επίσης το πρόθημα -bi και η προσφυματική αλυσίδα ba-ni απαντούν ως συσχετιστικά προθήματα επίσης.

Το -e (όπως και στην εργαστική πτώση) μετά από φωνήεν μπορεί να μένει ως -e ή να γίνεται -a ή -u. Ορισμένες φορές πάλι αφομοιώνεται ή εξαφανίζεται εντελώς μετά από φωνήεν, π.χ. μετά τα προσωπικά προσφύματα bi και ani. Επίσης εξαφανίζεται και μετά το πρόσφυμα –ene του πληθυντικού (βλ. Thomsen σελ. 93-96).

  • Τελική

Η τελική έχει την έννοια του «προς το», «προς χάρη του»), αλλά και του «μέχρι» ή ακόμα και τού «ως προς το, αναφορικά με το…». Βασικό επίθημα της τελικής είναι το –še, π.χ. το an-še = προς τον ουρανό. Χρησιμοποιείται τόσο για άψυχα, όσο και για άψυχα. Το –še μέσα στην ονοματική σαλυσίδα εμφανίζεται ως -ši-, ενώ στο τέλος της πρότασης μπορεί να έχει τη μορφή απλώς , μετά από φωνήεν.

Η τελική πτώση χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει την αιτία και ως εκ τούτου στο σχηματισμό ερωτηματικών εκφράσεων και επιρρημάτων (βλ. Thomsen, σελ.101-103 και Edzard, σελ. 42-43.)

  • Ομοιωτική

Ως σχετικό επίθημα της ομοιωτικής (ή εξισωτικής) πτώσης θεωρείται το –gin, το οποίο σημαίνει «σαν, όπως» και χρησιμοποιείται τόσο για τα έμψυχα όσο και για τα άψυχα. Προηγείται το πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο στη συνέχεια συγκρίνεται ο όρος μετά τον οποίο προστίθεται το –gin. (βλ. Thomsen σελ. 108-109).

Καμιά φορά το -gin φαίνεται σαν -gim. Ο Edzard (σελ. 44) θεωρεί πιθανόν ότι ο δεύτερος τύπος έχει επιρροή από τον ακκαδικό τύπο kīma ( = σαν). Σπανιότερα φαίνεται και ως -ge.

  • Γενική

Η γενική ακολουθεί συνήθως τον τύπο κτήμα – κτήτωρ. Η κατάληξη της είναι -ak. π.χ. e-lugal-ak = οίκος του βασιλέως (βασιλικός οίκος). Το k της γενικής –ak σε γενικές γραμμές παραλείπεται. Συνήθως το k εξαφανίζεται όταν βρίσκεται σε τελική θέση και γράφεται μόνο όταν ακολουθείται από φωνήεν.

Η Σουμεριακή έχει και έναν άλλο ιδιάζοντα τύπο γενικής. Ένα παράδειγμα από τον Hayes: Enlil-a(k)-e-ani = (κατά λέξη) «του Ενλιλ ο ναός του» = ο ναός του Ενλίλ. Αυτού η είδους η γενική χρησιμοποιείτο συνήθως σε στερεότυπες εκφράσεις.

Επίθετα

Τα επίθετα είναι ρίζες που προσδιορίζουν ουσιαστικά, π.χ. gal = «μεγάλος». Ο κανόνας είναι τα επίθετα να προέρχονται από ρήματα. Μερικά επίθετα ωστόσο (όπως τα gal = μεγάλος, tur = μικρός και mah = μέγας) δεν προέρχονται από ρήματα. Μορφολογικά τα επίθετα δεν διαφέρουν από τα ουσιαστικά και τα ρήματα. Έπονται του ουσιαστικού, και τα σχετικά επιθήματα έπονται του επιθέτου. π.χ. e-gal = «ο μεγάλος οίκος», uru-kug-ga-ni = «η ιερή του πόλη» (uru = πόλη, kug = ιερός, άγιος, -ani = του).

Το kug (= άγιος), προηγείται, κατ' εξαίρεση, των «θεϊκών» ονομάτων, π.χ. kug dInnana = αγία Ιννάνα.

Κάποια επίθετα (μερικά πάντοτε, ενώ άλλα ευκαιριακά) λαμβάνουν το πρόσφυμα –a, π.χ. ur.saĝ.kalag-ga «ο ανδρείος (= kalag ήρωας (= ur.saĝ)». Το πρόσφυμα αυτό θεωρείται ότι συγκεκριμενοποιεί το ουσιαστικό, ελλείψει άρθρου.

Μερικά επίθετα χρησιμοποιούνται και ως ρήματα, π.χ. dug (= «ηδύς, γλυκός» και «γλυκαίνω»), daĝal (= «πλατύς» και «πλαταίνω, κάνω ευρύ, πλατύ»).

Τα επίθετα μπορεί να αναδιπλασιάζονται, όπως τα ουσιαστικά. Τα συνηθέστερα αναδιπλασιασμένα επίθετα είναι τα gal («μεγάλος»), kal (πολύτιμος, «καλός»), dirig (= «πλεονάζον, υπερβολικός»). Τα mah (= «μεγάλος, εξέχων») και nun (= «ηγεμονικός, πριγκιπικός») δεν αναδιπλασιάζονται. Κάποια σαν το bar (= «λευκός, αστραφτερός») και το di (= «μικρός») εμφανίζονται πάντα σε διπλή μορφή, ήτοι bar-bar (προφέρεται babbar) και di-di αντίστοιχα (βλ. Thomsen, σελ. 65).

Ο συνδυασμός ουσιαστικών και επιθέτων, άπαξ και δημιουργηθεί, είναι «αδιαπέραστος» από προσφύματα, τα οποία πρέπει να ακολουθούν. Εξαίρεση γίνεται, κατά τον Edzard (βλ. σελ 47) για το dedli = «τα συγκεκριμένα» (πληθ.) π.χ. bad-dedli-gal-gal = «τα συγκεκριμένα μεγάλα κάστρα» (bad = κάστρο, τείχος, οχυρό). Το dedli είναι αναδιπλασιασμός του deli = μόνος, μοναδικός (βλ. Edzard, σελ. 62).

Επιρρήματα

Από τα επίθετα δημιουργούνται επιρρηματικοί τύποι με τα προσφύματα -eš, -bi (το οποίο σημαίνει και «του» για τα άψυχα) ή και με τα δύο μαζί. π.χ. da-re-eš = «για πάντα, αιωνίως» από το dari = αιώνιος, gal-le-eš και gal-bi = «μεγάλως», από το gal = μεγάλος, gibil-bi (κυρ. = το νέο του) και gibil-bi-še = «εκ νέου, με νέο τρόπο», από το gibil = νέος. Το -še προκύπτει από το -eš και πιθανώς το πρόσφυμα να είναι -eš(e). Το -še αυτό διακρίνεται από το -še της τελικής πτώσης, αν και πιθανολογείται η κοινή καταγωγή τους (βλ. Edzard, σελ. 42).

Σημειώνεται ότι επιρρηματικές εκφράσεις προκύπτουν και από ρήματα με την προσθήκη στο ρηματικό θέμα του προσφύματος -a συν το -bi π.χ. ul-la-bi «γρήγορα» (ul = σπεύδω, βιάζομαι). Πολλές φορές επιρρηματικοί σχηματισμοί προκύπτουν και από ουσιαστικά π.χ. teš-bi = «όλοι μαζί, αρμονικά» (teš = ενότητα), ud-de-es < ud- eš(e) = «σαν στο φως της μέρας» (ud = ημέρα, ήλιος).

Αριθμητικά

Τα αριθμητικά (βλ. Thomsen, σελ. 82 και Edzard, σελ. 61-66) έχουν ως εξής:

1: aš, diš (ge), dilideli, duli). Το dili σημαίνει «μοναδικός, μόνος». Το diš ίσως ήταν το κανονικό αριθμητικό (για λογαριασμό: 1-2-3 κ.λπ. κατά τον Edzard).

2: min

3: eš

4: limmu

5: ia

6: aš (πιθανώς από τα ia και aš, 5+1). Ίσως να προφερόταν yaš διακρινόμενο από το aš = ένα.

7: umun, imin (πιθανώς από τα ia και min, 5+2).

8: ussu, (πιθανώς, κατά Thomsen, από τα ia και eš, 5+3, αν και ο Edzard αμφιβάλλει).

9: ilimmu (πιθανώς από τα ia + limmu, 5+4)

10: u (γράφεται ως ha, hu, a και u, U. Πιθανή προφορά hau και εν τέλει hō, hū).

Από τα ένδεκα ως τα δεκαεννέα δεν υπάρχουν λεξικογραφικά στοιχεία και δεν ξέρουμε τις ακριβείς ονομασίες.

20: niš (ή neš)

30: ušu

40: nimin, nīn (πιθανώς από το niš min = δύο είκοσι)

50: ninnū (πιθανώς από το niš min u = δύο είκοσι και δέκα, σε σύμπτυξη)

60: ĝiš, ĝeš ή ĝeš(d)

120 = ĝeš-min = «δύο εξήντα» (ερώτημα: πώς διακρινόταν το 120 από το 62, ĝeš-min και αυτό;).

600 = ĝeš(d)u = «δέκα εξήντα» (ερώτημα: πώς διακρινόταν το 600 από το 70, ĝeš(d)u και αυτό;).

1.200 = ĝeš(d)u-min = «δύο εξακόσια».

3.600 = šar. Το šar σημαίνει και «κύκλος», «μυριάδα».

36.000: šaru (= «δέκα šar»)

72.000: šar- niš (= «είκοσι šar»)

216.000: šarĝeš(d) = εξήντα šar (αλλιώς šargal (κατἀ Halloran λέγεται και šardiš, šarĝeš).

Στην eme-sal υπήρχαν κάπως διαφορετικές λέξεις, π.χ. οι πρώτοι τρεις αριθμοί είναι did, imam και ammuš.

Τα αριθμητικά ακολουθούν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως όλα τα επίθετα (σε οικονομικά - λογιστικά κείμενα προηγούνται των ουσιαστικών, για λόγους πρακτικούς) και δεν λαμβάνουν ποτέ την κατάληξη –ene του πληθυντικού. Όταν δεν προσδιορίζουν ουσιαστικό παίρνουν κτητικό πρόσφυμα. π.χ. min-na-ne-ne < min-anene = «οι δυο τους» (κυριολεκτικά = το δύο τους).

Αν και (σύμφωνα με τον Edzard, σελ. 66-67) τα απόλυτα αριθμητικά χρησιμοποιούνται και ως τακτικά, τακτικά αριθμητικά σχηματίζονται επίσης με την γενική (-ak) + το εγκλιτικό συνδετικό (am ), π.χ. min-ak-am > min-(na-)kam «δεύτερος, -η, -ο». Ο Edzard λέει ότι μετέπειτα προσετέθη και μια δεύτερη κατάληξη γενικής, ούτως ώστε το σχετικό πρόσφυμα έγινε πρακτικά (a)kama(k) π.χ. umun-kam-ma = ο έβδομος.

Τέλος, για να πούμε το «άπαξ, δις, τρις, τετράκις» κ.λπ θέτουμε πριν τον αντίστοιχο αριθμό την λέξη a-ra (βλ. Thomsen, σελ. 70).

Αντωνυμίες

Τα είδη αντωνυμιών είναι τα εξής:

  • Προσωπικές Αντωνυμίες

Οι προσωπικές αντωνυμίες (βλ. Thomsen, σελ. 67-70 και Edzard, σελ. 55-57) διαθέτουν τύπους για το α΄, β΄ και γ΄ ενικό πρόσωπο, καθώς και το γ΄ πληθυντικό. Δεν υπάρχουν (ή δεν φαίνεται να υπάρχουν) τύποι για το α΄ και το β΄ πληθυντικό. Αντί γι’ αυτές χρησιμοποιούνται τύποι που προκύπτουν από το ρήμα «είμαι» + το αντίστοιχο πρόσφυμα πληθυντικού.

Οι προσωπικές αντωνυμίες στην «ονομαστική πτώση» (εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.) είναι οι εξής:

α΄ ενικό ĝa(-e) ή me(-e) = εγώ

β΄ ενικό za(-e) ή ze (μόνο στα Νέα Σουμεριακά ο συνηρημένος τύπος) = εσύ

γ΄ ενικό a-ne ή e-ne (για τα έμψυχα) = αυτός, -ή, -ό

α΄ πληθ. me ή me-en-de-en Ο πρώτος τύπος (me) βρίσκεται μόνο στις λεξικογραφικές δέλτους. Ο δεύτερος τύπος είναι ίδιος με την φράση «εμείς είμαστε».

β΄ πληθ. me-en-ze-en ή za-e-me-en-ze-en Ο πρώτος τύπος είναι ίδιος με την φράση «εσείς είσαστε». Και οι δύο τύποι μαρτυρούνται μόνο στις λεξικογραφικές δέλτους. (βλ. Edzard, σελ. 55).

γ΄ πληθ. a-ne-ne ή e-ne-ne = αυτοί, αυτές, αυτά

Στις προσωπικές αντωνυμίες δεν υπάρχει τοπική και αφαιρετική πτώση. Η δοτική σχηματίζεται κανονικά με το πρόσφυμα -ra, η τελική με το -še, η συνοδευτική με το -da και η ομοιωτική με το το -gin. Π.χ. στο α΄ πρόσωπο, ο σχετικός τύποι της δοτικής είναι ĝa-a-ra ή ĝa-ar (ή ma-a-ra), της τελικής ĝa-(-a/e)-še, της συνοδευτικής ĝa-(-a/e)-da και της ομοιωτικής ĝa-(-a/e)-gin.

Στις προσωπικές αντωνυμίες πάρχει και γενική πτώση, που σχηματίζεται από την προσωπική αντωνυμία + γενική (-ak) + το εγκλιτικό συνδετικό -am (= το «είμαι» ως συνδετικό, στο γ' πρόσωπο). Η γενική αυτή ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία, π.χ. ĝa(-a/e)kam < ĝa + -ak + -am = είναι εμού = (είναι) δικό μου (βλ. Edzard, σελ. 56). Εξάλλου, οι προσωπικές αντωνυμίες συχνά ενώνονται με το ρήμα «είμαι», π.χ. ĝa-e-me-en = «είμαι εγώ», e-ne-am = «είναι αυτός». Οι προσωπικές αντωνυμίες έχουν εμφατική σημασία, καθώς μπορεί να υποδηλώνονται και από τα διάφορα προσφύματα και έτσι είναι δυνατόν να παραλείπονται. Όταν υπάρχει επεξήγηση στην πρόταση δεν εμφανίζεται η προσωπική αντωνυμία αλλά το εγκλιτικό συνδετικό, π.χ. lugal-me-en (κατά λέξη: «ο βασιλιάς, που είμαι» = εγώ, ο βασιλιάς).

Η Thomsen γράφει ότι η λέξη ur (= «αυτό») χρησιμοποιείται ως γ΄ ενικό πρόσωπο αντωνυμίας σε ορισμένες εκφράσεις, όπως π.χ. στο ur-gin = «όπως αυτό» (όμως ο Edzard την θεωρεί δεικτική αντωνυμία, βλ. Edzard σελ. 57). Η λέξη ne-e(n) χρησιμοποιείται επίσης ως «δεικτική αντωνυμία» κυρίως για «άψυχα» π.χ. ne-en-nam-di-ku-Nanna-kam = αυτή είναι (ne-en-nam) η κρίση (di-ku) του Ναννά (Nanna-kam). Ο Ναννά ήταν ο θεός της σελήνης.

  • Κτητικά προσφύματα - κτητικές αντωνυμίες

Τα κτητικά προσφύματα (βλ. Thomsen, σελ 71-73 και Edzard, σελ. 29-31) έχουν ως εξής:

α΄ ενικό. –ĝu (= ... μου)

β΄ ενικό –zu (= ... σου)

γ΄ πληθ. (-a)-ni = ... του, της, του (για έμψυχα) και -bi (για άψυχα)

α΄ πληθ. –me (... μας) ή me-en-de-en (ο δεύτερος τύοπος είναι ακριβώς ίδιος με το «εμείς είμαστε»).

β΄ πληθ. –zu-ne-ne (... σας)

γ΄ πληθ. (-a)-ne-ne (... τους, για έμψυχα) και -bi (για άψυχα)

Τα κτητικά προσφύματα μέσα στην ονοματική αλυσίδα καταλαμβάνουν θέση ακριβώς μετά το ουσιαστικό, ενώ ακολουθούνται συνήθως από τα επιθήματα που δηλώνουν δοτική (-ra) και σκοπό (-še): -ĝu-ra > -ĝu-ur, ĝu-še > ĝu-uš. Επίσης μπορεί να ακολουθούνται από το εγκλιτικό συνδετικό, π.χ. –ĝu-m > -ĝu-um, zu-m > zu-um.

Στον ενικό αριθμό το τελικό φωνήεν των προσφυμάτων εξαφανίζεται προ της τοπικής /–a/ και της γενικής (/–ak/) π.χ. –ĝu-ak > ĝa(-k) = του δικού μου. Αντίθετα στο πληθυντικό εξαφανίζεται το a του προσφύματος –ak. π.χ.-me-ak > me(-k). Εξάλλου, το πρόσφυμα /-e/ γενικώς εξαφανίζεται μετά από φωνήεν του προσωπικού προσφύματος. π.χ. -ani-e > -a-ni, επομένως είναι δύσκολο να ανιχνευθεί (π.χ. σε περίπτωση εργαστικής πτώσης), αν και δεν γνωρίζουμε πως ήταν η τελική προφορά του εν λόγω προκύψαντος φωνήεντος.

  • Ερωτηματικές αντωνυμίες

Οι κυριότερες ερωτηματικές αντωνυμίες είναι το aba = ποιος; και το ana = τι; (μπορεί να σημαίνει και ό,τι). Αυτά λαμβάνουν επιθήματα, όπως και το συνδετικό ρήμα (πρόσφυμα). Το περίεργο είναι ότι, ενώ το b είναι γενικά για τα «άψυχα» και το n για «έμψυχα» εδώ αυτό φαίνεται να αντιστρέφεται (βλ. Thomsen, σελ. 73 και Edzard, σελ. 57)'

Άλλες ερωτηματικές αντωνυμίες είναι οι εξής:

a.na-aš = γιατί; (κυριολεκτικά: για τι πράγμα είναι αυτό; - αυτό το -aš είναι το -še της τελικής πτώσης, το οποίο μπορεί να εμφανίζεται ως φωνήεν +š (βλ. Edzard, σελ. 42).

a.na-aš-am = ίνα τι; προς τι; (κυρ. για ποιο λόγο είναι»;)

a.na-am = γιατί; (κυρ. τι είναι;)

a.na-gin, a.na-gin-nam = πώς; (κυρ. με τι τρόπο;)

Στην Έμε-σαλ, ο τύπος a.na (και όλοι οι σχετικοί), είναι ta. π.χ. ta-am, ta-gin κ.λπ.

Υπάρχουν και ερωτηματικά «επιρρήματα», τα οποία σχηματίζονται με τη ρίζα –me(n) και ορισμένα επιθήματα (ή το εγκλιτικό συνδετικό -am)

π.χ. me-a = πού; (με τοπική), me-še = προς τα πού; (με τελική) me-na-am = πότε; (με τοπική και το -am) me-na-še = για πόσο διάστημα; (με τοπική και τελική).

  • «Αόριστη» αντωνυμία

Αυτή είναι το na.me = κανείς (με θετική, αλλά και με αρνητική σημασία όταν συνοδεύει ρηματική ρίζα με αρνητικό). Μπορεί να προστίθεται σε ουσιαστικό, το οποίο προσδιορίζει (π.χ. lu-na.me = κανείς άνθρωπος) ή να βρίσκεται και μόνη της.

  • «Αυτοπαθής» αντωνυμία

Σχηματίζεται από το ουσιαστικό nini-te) = «εαυτός» και την προσωπική αντωνυμία, π.χ. ni-ĝu (εμαυτόν), ni-zu (σεαυτόν), ni-te-a.ni (εαυτόν, για έμψυχα), ni-bi (εαυτόν, για άψυχα) κ.λπ.

Το ni-ĝu-ak = εμαυτού = δικό μου ή δικά μου. Επίσης ni-ĝa = από μόνος μου, ni-za = από μόνος σου, ni-te-na = από μονος του, ni-a ή ni-bi-a ή ni-ba = από μόνο του.

  • Δεικτικά μόρια - δεικτικές αντωνυμίες

Τα «δεικτικά» μόρια - δεικτικές αντωνυμίες (βλ. Εdzard, σελ. 49-51 και 57) αποτελούν προσφύματα στα ουσιαστικά. Τα κυριότερα είναι το -ne(n) = αυτό, π.χ. u-nen-a (= «αυτή τη μέρα» u είναι η μέρα) και το –bi, π.χ. u-bi-a (= «αυτή, εκείνη τη μέρα»). Αυτό το -bi πιθανώς είναι το ίδιο με το κτητικό του γ΄ ενικού για τα «άψυχα».

Ως δεικτικά μόρια πιθανολογούνται επίσης τα εξής: το -ri = «εκείνο», κυρίως στις εκφράσεις u-ri-a = «εκείνες τις ημέρες», ǧi-ri-a = «εκείνες τις νύχτες», (ǧi είναι η νύχτα), και mu-ri-a = «εκείνα τα χρόνια» (mu είναι ο χρόνος, το έτος).

Το -a στην κατάληξη των προτάσεων αυτών είναι το λεγόμενο «ονοματοποιητικό» ή «ουσιαστικοποιητικό» -a).

Άλλα προσφύματα είναι το –e (από το οποίο πιθανώς να προήλθε ο τύπος –e της εργαστικής) και το πρόσφυμα –še (π.χ. lu—še = «εκείνος ο άνθρωπος»).

Το πρόσφυμα ne(n) –και για την ακρίβεια ne-e(n)- θεωρείται ότι λειτουργεί και ανεξάρτητα, ως «δεικτική αντωνυμία» για τα «άψυχα» (βλ. Edzard, σελ. 57). Κατά τον Edzard υπάρχει και η «δεικτική αντωνυμία» ur = «αυτό», που χρησιμοποιείται και ως προσωπική αντωνυμία γ΄ ενικού για τα «άψυχα» (η οποία ελλείπει) π.χ. ur-gin = «όπως αυτό».

  • Αναφορικές προτάσεις

Η Σουμεριακή δεν διαθέτει ιδιαίτερες αναφορικές αντωνυμίες, αλλά «αναφορικές (ρηματικές) προτάσεις», που δημιουργούνται συνήθως με την πρόσθεση του ονοματοποιητή -a σε παρεμφατική ρηματική πρόταση, π.χ. π.χ. e-Nanna(-)mundu(-) = «αυτός έχτισε τον ναό του Νάννα» > lu[e-Nanna(-)mundu.(-)]-a = «αυτός ο οποίος έχτισε τον ναό του Νάννα» (lu = «άνθρωπος», και το -a = «αυτός που, αυτός ο οποίος»).

Η ρηματική αλυσίδα

Το ρήμα

Το σουμεριακό ρήμα θεωρείται το δυσκολότερο κομμάτι της σουμεριακής γραμματικής. Σε μία πρόταση με αμετάβατο ρήμα η σειρά των όρων, όπως ειπώθηκε, είναι υποκείμενο - ρήμα. Όταν υπάρχει μεταβατικό ρήμα, η διάταξη των όρων της πρότασης (που περιέχει, ως ονοματικές αλυσίδες, έναν δέκτη της ενέργειας και έναν δράστη) είναι συνήθως δράστης - δέκτης της ενέργειας - ρήμα. Τυχόν έμμεσα αντικείμενα και επιρρηματικές φράσεις, παρεμβάλλονται μεταξύ της όποιας ονοματικής αλυσίδας και του ρήματος (βλ. Foxvog, σελ. 68).

Τα ρήματα διαθέτουν μία ρίζα (ή βάση), στην οποία προστίθενται διαφόρων ειδών προθήματα και / ή επιθήματα.

Μία ρηματική αλυσίδα θεωρητικά μπορεί να περιλαμβάνει το πολύ τα εξής προθήματα: ένα πρόθημα για την εργαστική, ένα πρόθημα για την τοπική-τελική, ένα πρόθημα για την δοτική και ένα άλλο πρόθημα. Μπορεί να περιέχει επίσης το πρόθημα ba-. Δεν μπορεί να περιλάβει περισσότερα από ένα προθήματα από την υποκατηγορία συνοδευτική, αφαιρετική - οργανική και τελική, όταν χρησιμοποιείται κάποιο αντωνυμικό πρόσφυμα που υποδηλώνει την κατεύθυνση προς την οποία στρέφεται το νόημα του ρήματος (βλ. Foxvog, σελ. 70).

Η ρηματική ρίζα είναι αδιαπέραστη, δηλαδή δεν δέχεται ενθήματα (όπως π.χ. συμβαίνει με τα ακκαδικά ρήματα) και μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο με μεταβατική όσο και με αμετάβατη σημασία, π.χ. η ρίζα kur σημαίνει είτε «εισέρχομαι» είτε και «κάνω κάποιον να εισέλθει», «φέρνω μέσα».

Υπάρχουν δύο ειδών τύποι «ρηματικών σχηματισμών»: οι παρεμφατικοί και οι μη παρεμφατικοί ρηματικοί σχηματισμοί.

  • Οι παρεμφατικοί σχηματισμοί (finite forms) χρησιμεύουν ως κύριο ρήμα μιας προτάσεως και συνδέονται πάντα με κάποιο πρόσωπο. Υπό αυτή την έννοια θεωρείται ότι τα ρήματα «κλίνονται». Οι ρηματικοί αυτοί σχηματισμοί αποτελούνται από τρία ή τέσσερα προθήματα, την ρηματική ρίζα και πιθανώς ένα αντωνυμικό επίθημα. Π.χ. mu-na-ni-kur-en = εγώ (υποδηλώνεται από το πρόθημα mu - ένα ρηματικό πρόσφυμα που φανερώνει «συναισθηματική εμπλοκή» του δρώντος προσώπου - και την κατάληξη –en για το α' πρόσωπο) μπήκα (η ρίζα kur) εκεί ( -ni-, δηλώνει τόπο) πριν από αυτόν (-na-).

Ένας παρεμφατικός ρηματικός σχηματισμός έχει τρεις συζυγίες: την αμετάβατη, την μεταβατική hamtu, και την μεταβατική maru.

Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις (σε λογοτεχνικά κείμενα, και κυρίως σε θρήνους) υπάρχουν παρεμφατικοί ρηματικοί σχηματισμοί δίχως σειρά από προθήματα. Μία περίπτωση «ανώμαλου» παρεμφατικού σχηματισμού είναι η περίπτωση της προστακτικής, όπου εδώ η «προθηματική αλυσίδα» (η οποία, σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ μικρή) έπεται και δεν προηγείται της ρηματικής ρίζας (Βλ. Thomsen, σελ. 137).

  • Οι μη παρεμφατικοί σχηματισμοί (non finite forms), που μπορεί να είναι απαρέμφατα ή μετοχές και αποτελούνται μόνο από τη ρηματική ρίζα, ή μόνο από τη ρηματική ρίζα και ένα επίθημα, όπως π.χ. το –a, το -e ή το εγκλιτικό συνδετικό (-am). Αυτοί οι σχηματισμοί αφορούν αποκλειστικά σε ονόματα.

Το χωριζόμενοσύνθετο) ρήμα είναι ένας τύπος ρήματος κοινός στη Σουμεριακή. Ένα τέτοιο ρήμα αποτελείται από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι συνήθως ένα όνομα. Το δεύτερο είναι μια κοινή ρηματική ρίζα. Μέσα σε μια πρόταση το ονοματικό μέρος του χωριζόμενου ρήματος προηγείται, και εν συνεχεία έπεται ένας ολόκληρος κανονικός ρηματικός σχηματισμός με όλα του τα συνθετικά. Κάποτε, το πρώτο συνθετικό είναι (ή τουλάχιστον ήταν, αρχικά ή ιστορικά) ο αποδέκτης της ενέργειας. Π.χ. gu ... de = μιλώ (από τα gu = φωνή και de = εκχέω). Άλλα παραδείγματα: ki ... ĝar = ιδρύω, εγκαθιδρύω π.χ. έναν ναό ή κτήριο (από τα ki = έδαφος και ĝar = τοποθετώ), igi ... bar = κοιτάζω (από το igi = μάτια και το bar =ανοίγω). Ορισμένες φορές, ωστόσο, το νόημα του σύνθετου ρήματος δεν συνάγεται εύκολα από τα επιμέρους νοήματα των συστατικών του μερών, ενώ ολλές φορές το νόημα συμπληρώνεται με ένα επίθετο ή επίρρημα ως συμπλήρωμα, π.χ. igi zid ... bar = «κοιτάζω πιστά» (από το igi = μάτια, το zid = πιστός/πιστά και το bar = ανοίγω).

Πολλά σύνθετα ρήματα σχηματίζονται από κάποιο ουσιαστικό και το ρήμα du(g) = κάνω ή το a(k) = κάνω, διενεργώ (αυτά τα δύο ρήματα κάποτε λέγονται βοηθητικά). π.χ. in ... du = ονειδίζω, šud ... du = προσεύχομαι, al ... a(k) = εργάζομαι με την αξίνη.

Είδη ρηματικών ριζών (hamtu και maru)

Υπάρχουν δύο διαφορετικές ρίζες (ή βάσεις) στα ρήματα της Σουμεριακής. Οι Ακκάδιοι γραφείς έδωσαν ακκαδικά ονόματα σε αυτές τις δύο ρίζες του σουμεριακού ρήματος: την μία ρίζα ονόμασαν hamtu («ταχεία» στα ακκαδικά) και θεωρείται ότι υποδηλώνει είτε το τετελεσμένο είτε, σε μερικά απλά κείμενα, τον αόριστο χρόνο. Η άλλη ρηματική ρίζα ονομάστηκε στα ακκαδικά maru, δηλαδή «παχεία» (και επομένως «αργή», «βραδεία»), και υποδήλωνε μάλλον είτε το μη τετελεσμένο ή, σε ορισμένες απλές περιπτώσεις, το ενεστώς ή και το μελλοντικό. Στα σουμεριακά ως βασική ρίζα θεωρείται η hamtu. Από τους περισσότερους σουμεριολόγους γίνεται δεκτό ότι στην hamtu η Σουμεριακή γλώσσα λειτουργεί με «εργαστική» βάση, ενώ στην maru λειτουργεί ως γλώσσα με «αιτιατική» βάση (πιθανώς υπό την επιρροή της Ακκαδικής).

Εκτός από την διαφοροποίηση όσον αφορά τις ρίζες hamtu και maru υπάρχει και μια διαφοροποίηση όσον αφορά την διάκριση μεταξύ ενικού - πληθυντικού. Υπάρχουν κάποια ρήματα που σχηματίζουν δύο εντελώς ξεχωριστές ρίζες για ενικό και πληθυντικό. Αυτά, κατά την Thomsen, είναι μόλις επτά - π.χ. το ρήμα «στέκομαι» είναι gub στον ενικό και su(g) ή šu(g-) στον πληθυντικό. Το dug = μιλώ έχει e για τον πληθυντικό, αλλά έχει και e επίσης για τη maru, ενώ ο μη παρεμφατικός τύπος στην maru έχει di. Το πιο ανώμαλο ρήμα, κατά τον Edzard, είναι το ǧen (ǧin), «πηγαίνω» (hamtu), που πιθανώς έχει ere στον πληθυντικό (για την hamtu), ενώ στην maru, ο ενικός έχει du και ο πληθυντικός su(-b).

Δεν είναι γνωστός ο τύπος της maru για κάθε ρήμα. Θεωρείται γενικώς ότι ο τύπος της maru σχηματίζεται από την ρίζα της hamtu, κατά διάφορους τρόπους:

α) Με αναδιπλασιασμό της ρίζας hamtu (ολικό ή μερικό). Τα ρήματα αυτά ονομάζονται «αναδιπλασιασμένης τάξεως» (reduplication class). Παραδείγματα: gi = επιστρέφω (hamtu), gigi (maru). Αν το ρήμα είναι τύπου Σ-Φ-Σ, στον αναδιπλασιασμό χάνεται συνήθως το τελικό σύμφωνο. π.χ. ĝar = «τοποθετώ, θέτω, βάζω» (hamtu) > ĝaĝa (maru). Ο Edzard αναφέρει επίσης τα παραδείγματα των naĝ = πίνω (hamtu) > nana (marû) και kur (hamtu) = εισέρχομαι > kuku (marû). Αυτός είναι ο λεγόμενος «μερικός αναδιπλασιασμός». Λόγω του συστήματος γραφής, που δεν αποδίδει πάντοτε επακριβώς τον προφορικό λόγο, οι δύο τύποι αναδιπλασιασμού πολλές φορές συγχέονται. Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες και για άλλες έννοιες ή χρήσεις αυτού του ρηματικού αναδιπλασιασμού.

β) Με χρήση μιας ελαφρώς διαφορετικής ρίζας (σε σχέση με την ρίζα της hamtu). Αυτά τα ρήματα (που είναι ελάχιστα) ονομάζονται «εναλλάσσουσας τάξεως» (alternating class) ή και «παρεκταθείσας ρίζας» (επειδή σχηματίζεται συνήθως με την παρέκταση της ρίζας hamtu): π.χ. το e = «βγαίνω» (hamtu) > ed (maru), το ri = «ρίχνω, εκχέω» (hamtu) > rig (maru), και το te / ti = πλησιάζω, προσεγγίζω, αγγίζω (hamtu) > te / tiĝ (maru).

γ) Με χρήση μιας εντελώς διαφορετικής ρίζας. Αυτά τα ρήματα είναι επίσης λίγα και ονομάζονται «παραπληρωματικής / συμπληρωματικής τάξεως» (suppletion class ή complementary class). Παράδειγμα: το «μιλώ» στην hamtu είναι dug, ενώ στην maru είναι e. Κάποιες φορές μπορεί αυτές οι διαφορετικές λέξεις να δηλώνονται στην γραφή με τον ίδιο τρόπο. π.χ. το «πηγαίνω» στην hamtu είναι ĝin, ενώ στην maru είναι du. Το σημείο όμως για τα ĝin και du είναι ακριβώς το ίδιο, οπότε μόνο από τα συμφραζόμενα προκύπτει αν το ρήμα είναι σε hamtu ή maru.

δ) Με την πρόσθεση του συμπληρωματικού στοιχείου «e» στη ρίζα της hamtu. π.χ. du = χτίζω στην hamtu, ενώ du-e στην maru Το «e» αυτό ονομάζεται «στοιχείο της maru» ή «επίθημα maru». Οι Edzard και Thomsen δεν δέχονται ότι το «e» αυτό είναι κατάληξη της maru, αλλά θεωρούν ότι είναι ρηματική κατάληξη του γ΄ ενικού.

Η Thomsen θεωρεί ως ξεχωριστή ρίζα αυτήν που προκύπτει από την προσθήκη του «ed» στην hamtu. Η ξεχωριστή αυτή ρίζα υποδηλώνει, κατά πάσα πιθανότητα, τον μέλλοντα.

Κάποιες φορές ο σχηματισμός μιας ρίζας maru εμπίπτει και σε δύο ή και σε τρεις από τις παραπάνω κατηγορίες, ιδίως στα νεότερα σουμεριακά κείμενα. Ορισμένες φορές οι δύο ρίζες hamtu και maru ταυτίζονται (π.χ αυτό συμβαίνει με τα šúm = δίνω, sar = γράφω και gu = τρώγω). Η Thomsen θεωρεί τα περισσότερα (50% - 70%) σουμεριακά ρήματα ως «ομαλά» επειδή δεν διαθέτουν ξεχωριστή ρίζα maru.

Στα «ομαλά» ρήματα συμβαίνει επίσης αναδιπλασιασμός όχι για να σχηματιστεί η ρίζα maru, αλλά για άλλο λόγο, όπως για να υποδηλωθεί η πληθυντική ποιότητα ενός υποκειμένου ή αντικειμένου (συνήθως στο γ΄ πληθυντικό των αψύχων, και, λιγότερο, των εμψύχων), για να δοθεί έμφαση στο μεγεθός του ή την ισχύ του ή στο πόσο σημαντικό είναι ή να δοθεί έμφαση στην διάρκεια ή την επαναληπτικότητα της πράξεως κ.α. Αυτού του είδους ο αναδιπλασιασμός της ρίζας hamtu ονομάζεται «ελεύθερος αναδιπλασιασμός» (free reduplication).

Και ο αναδιπλασιασμός αυτός μπορεί να είναι ολικός ή μερικός (απώλεια του τελικού συμφώνου, είτε στην πρώτη είτε στην δεύτερη ρίζα ή και στις δύο, αντιμεταθέσεις και/ ή απώλειες φωνηέντων ή συμφώνων ή και τελικών συλλαβών σε πολυσύλλαβες ρίζες κ.α.). Ορισμένες φορές παρατηρείται και τριπλασιασμός ή ακόμα και τετραπλασιασμός της ρίζας (βλ. Edzard, σελ. 79-81).

Με την αλλαγή της ρίζας από hamtu σε maru αλλάζει και η δομή της πρότασης ως προς την κατανομή προθημάτων και επιθημάτων, όπως π.χ. των λεγόμενων συσχετιστικών. Έτσι, στην hamtu έχουμε το ήδη αναφερθέν παράδειγμα του Hayes: lugal-e-e(-)-mu-n-du(-) = «ο βασιλιάς τον οίκο έχτισε» (lugal = ο βασιλιάς, -e = κατάληξη εργαστικής πτώσης, e = οίκος, (-) = κατάληξη της απόλυτης πτώσης, mu- = πρόθημα της ρηματικής ρίζας, -n- = συσχετιστικό πρόθημα της εργαστικής και du = η ρηματική ρίζα «χτίζω», στην hamtu, δηλαδή «έχτισε»). Εδώ το -e της εργαστικής πτώσης συσχετίζεται με το -n- προ της ρηματικής ρίζας. Η δε απόλυτη (-) πτώση συσχετίζεται με το (-) μετά την ρηματική ρίζα.

Στην maru το παραπάνω παράδειγμα γίνεται lugal-e-e-(-)-i-b-du-e(-) = «ο βασιλιάς τον οίκο χτίζει / θα χτίσει» (ή «εργαζομένου του βασιλέως, ο οίκος χτίζεται /θα χτιστεί», όπου lugal = ο βασιλιάς, -e = κατάληξη εργαστικής πτώσης, -e- = οίκος, (-) = κατάληξη της απόλυτης πτώσης, -i- = ένα ρηματικό πρόθημα, -b- = ένα πρόθημα ρηματικής ρίζας που υποδηλώνει το απόλυτο (για άψυχα) και du-e = ρηματική ρίζα «χτίζω» (du) στην hamtu (= χτίζει / θα χτίσει) ή πιθανώς το e αυτό να αποτελεί απλώς κατάληξη γ΄ ενικού. Εδώ το (-e) της εργαστικής πτώσης στο lugal συσχετίζεται με το (-) μετά την ρηματική ρίζα. Το δε (-) της απόλυτης πτώσης (στο e = σπίτι) συσχετίζεται με το -b- πριν τη ρηματική ρίζα. Το -b- χρησιμοποιείται ως συσχετιστικό με ένα προηγηθέν άψυχο, ενώ το -n- ως συσχετιστικό με ένα προηγηθέν έμψυχο. Παρεμπιπτόντως, ο συσχετισμός bi-b (γράφεται bi-ib) στην ρηματική αλυσίδα είναι πολύ συχνός.

Κλίση ρημάτων

Ο Edzard (σελ. 81-91) διακρίνει τριών ειδών «κλίσεις» των σουμεριακών ρημάτων:

  • Μία κλίση για τα αμετάβατα ρήματα που λαμβάνουν «υποκείμενο» σε απόλυτη πτώση. Η κλίση αυτή («1») είναι ουδέτερη, όσον αφορά χρόνο ή διάθεση. Ένα παράδειγμα αυτής της κλίσης δίνει ο Edzard για το ρήμα «δραπετεύω, φεύγω» (ρίζα zah) ως εξής:

α΄ εν. ba-zah-en

β΄ εν. ba-zah-en

γ΄ εν. ba-zah(-)

α΄ πλ. ba-zah-en-de-en (ba-zah-enden)

β΄ πλ. ba-zah-en-ze-en (ba-zah-enzen)

γ΄ πλ. ba-zah-eš

Σύμφωνα με τον Foxvog το πρώτο e των καταλήξεων (en κ.λπ.) δεν αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος της κατάληξης, αλλά ένα βοηθητικό επενθετικό φωνήεν ανάμεσα σε μια ρηματική ρίζα που τελειώνει σε σύμφωνο και πριν το σύμφωνο της κατάληξης, το οποίο παρεισάγεται για λόγους ευφωνίας.

Στο παραπάνω παράδειγμα έχουμε τα εξής: το ba- είναι ένα ρηματικό πρόθημα που χρησιμοποιείται για αμετάβατα ρήματα, το zah είναι η ρίζα («δραπετεύω») και τα λοιπά καταλήξεις που υποδηλώνουν το πρόσωπο. Παρατηρούμε ότι οι καταλήξεις (-en), είναι κοινές για το α΄ και το β΄ ενικό πρόσωπο. Επίσης στο γ΄ ενικό πρόσωπο δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ εμψύχων και αψύχων.

Ο Foxvog θεωρεί ότι στο γ΄ πληθυντικό το πρόσφυμα -eš αφορά μόνο τα έμψυχα, ενώ σε παλιότερα κείμενα το πρόσφυμα αυτό μπορεί να είναι απλώς-e.

Ο Edzard θεωρεί ότι με την προσθήκη του -ed στην ρίζα του ρήματος υποδηλώνεται ο μέλλοντας, π.χ. ba-zah-ed-en = θα δραπετεύσω. Επίσης αναφέρει ότι το -e- των καταλήξεων αφομοιώνεται με το φωνήεν της ρηματικής ρίζας, συχνά κατά μη προβλέψιμο τρόπο (βλ. Edzard, σελ. 82). Ο Foxvog (σελ. 64) θεωρεί ότι το -e- αυτό δεν είναι μέρος των καταλήξεων, αλλά απλώς ευφωνικό, που αλλάζει ανάλογα με το φωνήεν της ρηματικής ρίζας.

  • Δύο κλίσεις για μεταβατικά ρήματα (τις «» και «»), των οποίων το «υποκείμενο» είναι σε εργαστική, ενώ το «αντικείμενο» σε απόλυτη πτώση.

Η κλίση «» έχει για το ρήμα «πληρώνω» (ρίζα la) κατά τον Edzard ως εξής:

α΄ εν. i-la-en

β΄ εν. i-la-en

γ΄ εν. i-la-e

α΄ πλ. i-la-en-de-en

β΄ πλ. i-la-en-ze-en

γ΄ πλ. i-la-e-ne

Στο παραπάνω παράδειγμα έχουμε το εξής: το i- είναι ένα ρηματικό πρόθημα, το la η ρίζα στην maru και τα λοιπά οι καταλήξεις που υποδηλώνουν το πρόσωπο. Παρατηρούμε ότι στο α΄ και β΄ πρόσωπο η κλίση αυτή («2α») είναι όμοια με την προηγούμενη («1»), ενώ διαφέρει στο γ΄ (ενικού - πληθυντικού) όπου οι δείκτες της απόλυτης πτώσης (-) και (-eš) έχουν αντικατασταθεί από αυτούς της εργαστικής (-e) και (-ene), που είναι κοινοί με τους αντίστοιχους τύπους της εργαστικής στα ονόματα για το γ΄ ενικού - πληθυντικού (-e, -ene). Σημειώνεται ότι το -e που εμφανίζεται σε αυτή την κλίση (-en κ.λπ.) για τους περισσότερους σουμεριολόγους είναι το στοιχείο -e της maru και (και άρα πρέπει να γράφουμε i-la-e-n).

Και στις δύο προηγούμενες κλίσεις («1» και «2α»), το -e της κατάληξης μπορεί να αφομοιωθεί από το (τελικό ή μη) φωνήεν της ρηματικής ρίζας, π.χ. šum-un = δίνω (όχι šum-en). Η αφομοίωση αυτή, και στις δύο κλίσεις, δεν είναι προβλέψιμη.

Το σύστημα περιέχει επίσης τα ακόλουθα προθήματα, τα οποία εκφράζουν (ή υποδηλώνουν) στοιχεία «απολύτου» ως προς το «αντικείμενο» του ρήματος (τόσο για άψυχα, όσο και για έμψυχα) και δεν πρέπει να συγχέονται με τα προθήματα τα οποία προηγούνται αυτών και αφορούν τον δράστη της ενέργειας.

α΄ εν. -(e)n-Β (Β η βάση -ή αλλιώς ρίζα- του ρήματος)

β΄ εν. -(e)n-Β

γ΄ εν. -n-Β (για έμψυχα)

γ΄ εν. -b-Β (για άψυχα)

α΄ πλ. ? (άγνωστο)

β΄ πλ. ? (άγνωστο)

γ΄ πλ. -ne-Β

Η κλίση αυτή («2α»), για όσους δέχονται ότι η Σουμεριακή εργάζεται ως γλώσσα ονομαστικής - αιτιατικής στην maru, δεν μπορεί να εξετάζεται με όρους εργαστικότητας όπως κάνει ο Edzard.

Η επόμενη κλίση («2β») έχει κατά τον Edzard) ως εξής:

α΄ εν. -(Φ?)-la «πλήρωσα»

β΄ εν. -e-la

γ΄ εν. -n-la (για έμψυχα)

γ΄ εν. -b-la (για άψυχα)

α΄ πλ. ?-la-enden

β΄ πλ. -e-la-enzen

γ΄ πλ. -n-la-eš

Στην κλίση αυτή, σε αντιστροφή με την προηγούμενη, η εργαστικότητα εκφράζεται με συσχετιστικά προθήματα, ενώ το απόλυτο με συσχετιστικά επιθήματα. Οι δείκτες της εργαστικής στον ενικό και στον γ΄ πληθυντικό προηγούνται αμέσως της ρίζας του ρήματος (το οποίο είναι στην hamtu). Επίσης, τα εργαστικά προθήματα -n- και -b για το γ΄ ενικό είναι τα ίδια με τα προθήματα για το «απόλυτο» της προηγούμενης κλίσης («2α»), ενώ το εργαστικό πρόθημα (φωνήεν) για το α΄ ενικό είναι αβέβαιο (πιθανώς να είναι e όπως το β΄ ενικό, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι είναι μηδενικό). Για το β΄ ενικό υπάρχει επίσης η υπόνοια ότι το συσχετιστικό εργαστικό πρόθημα είναι er, αντί για e. Επίσης στο α΄ πληθυντικό δεν είναι βέβαιο αν το πρόθημα είναι e (όπως το β΄ πληθυντικό) ή κάτι άλλο.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη κλίση, το απόλυτο εκφράζεται από επιθήματα, τα οποία έπονται της ρηματικής ρίζας κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α΄ εν. -Β-en

β΄ εν. -Β-en

γ΄ εν. -Β-(-) (για έμψυχα)

γ΄ εν. -Β-(-) (για άψυχα)

α΄ πλ. -Β-enden

β΄ πλ. -Β-enzen

γ΄ πλ. -Β-eš (?)

Παρατηρείται ότι οι καταλήξεις αυτές είναι ίδιες με της κλίσης «1», που αφορούσαν επίσης το απόλυτο, αφού επρόκειτο για αμετάβατα ή παθητικά ρήματα.

Αναφορικές Προτάσεις - Υπόταξη

Η Σουμεριακή δεν έχει αναφορικές αντωνυμίες, όπως ειπώθηκε. Μπορεί να σχηματίσει όμως αναφορικές προτάσεις. Μια αναφορική πρόταση σχηματίζεται με δύο τρόπους:

Ο πρώτος τρόπος γίνεται με την «ονοματοποίηση» («ουσιαστικοποίηση» μιας προτάσεως με ένα τελικό επίθημα, το –a. Κατά την Thomsen (σελ. 241-250) το επίθημα -a απαντάται στο τέλος του ρηματικού σχηματισμού και μπορεί να συντάσσεται με ένα παρεμφατικό ρήμα (finite verb), το οποίο στην περίπτωση αυτή συμπεριφέρεται ως όνομα (ουσιαστικό). Το -a- ονομάζεται γι’ αυτό το λόγο «ονοματοποιητής» («ουσιαστικοποιητής»). Εν συνεχεία μπορεί να ακολουθείται από διάφορα επιθήματα ή κτητικά προσφύματα. Κατά την Thomsen ωστόσο το -a δεν είναι στοιχείο που απλώς μετατρέπει ρήματα σε ονόματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα συντακτικό στοιχείο «υποτάξεως» της πρότασης. Σε περίπτωση π.χ. που το παρεμφατικό ρήμα με -a- εξαρτάται από άλλο ρήμα, η λειτουργία του είναι της υποτακτικής «έγκλισης» (π.χ. «είπε ότι/να ….»). Σε αυτή την περίπτωση το ρήμα που «υποτάσσεται» προηγείται ( = «ότι ... /να ..., είπε ο …»). Στην περίπτωση που εξαρτάται από όνομα, τότε έχουμε αναφορικό λόγο (ή και άλλο υποτακτικό λόγο π.χ. χρονικό, τελικό ή υποθετικό). Σε αυτή την περίπτωση ο αναφορικός λόγος αυτός έχει θέση μετά το ουσιαστικό που προσδιορίζει. Καμιά φορά μεταξύ του ονόματος και του αναφορικού λόγου στέκει το lu («αυτός», για έμψυχα) = ο οποίος, ή το nig («πράγμα», για άψυχα) = «το οποίο». Ο κανόνας είναι ότι το ρήμα σε υποτακτικούς λόγους δεν μπορεί να συντάσσεται με βοηθητικά επιθήματα εκτός από το prospective u- και το αρνητικό nu-.

π.χ. e.Nanna(-)mu.ndu(-) = αυτός έχτισε τον ναό του Νάννα > lu[e.Nanna(-)mu.ndu.(-)].a = αυτός ο οποίος έχτισε τον ναό του Νάννα.

Ο δεύτερος τρόπος δεν είναι πλήρως σαφής: συνίσταται στην απάλειψη ολόκληρης της «αλυσίδας προθημάτων» και στην «ονοματοποίηση» («ουσιαστικοποίηση») της ρηματικής ρίζας με την κατάληξη –a (βλ. σελ. 178 Hayes). Αυτό ονομάζεται «συμπεπτυγμένη αναφορική πρόταση». Στην πραγματικότητα πολλές «παθητικές μετοχές» είναι πιθανότατα συμπεπτυγμένες αναφορικές προτάσεις (σύμφωνα με τον παραπάνω β΄ τύπο).

π.χ. mu-n-du = έχτισε > du.a = αυτός που έχτισε. Αυτός ο τύπος είναι πανομοιότυπος με το du.a = χτισμένος. (παθητική μετοχή).

Προστακτική

Η προστακτική σύμφωνα με την Thomsen (σελ. 251-253) σχηματίζεται αλλάζοντας τη θέση της ρηματικής ρίζας και της ρηματικής αλυσίδας προθημάτων του παρεμφατικού σχηματισμού, χωρίς ωστόσο να αλλάζει η διάταξη των στοιχείων της προθηματικής αλυσίδας. Η προθηματική αλυσίδα, εξάλλου, στην προστακτική είναι πολύ μικρή.

Ο Edzard γράφει ότι η προστακτική σχηματίζεται από την ρίζα του ρήματος με κατάληξη ένα φωνήεν, που δεν είναι όμως προβλέψιμο.

π.χ. gi-a = «γύρνα πίσω!», e ĝal-u = «άνοιξε τον οίκο!».

Στην προστακτική χρησιμοποιείται ο ενικός τύπος της hamtu και στον πληθυντικό, ακόμη και αν υπάρχει άλλος τύπος για τον πληθυντικό. Στον πληθυντικό η προστακτική σχηματίζεται με την προσθήκη της κατάληξης -nzen μετά από φωνήεν ή -zen μετά από σύμφωνο. Σύμφωνα με τον Edzard υπάρχει και η «εκτεταμένη προστακτική» με διάφορα προσφύματα (έως τέσσερα, πλην της καταλήξεως).

Μη παρεμφατικοί ρηματικοί σχηματισμοί

Οι μη παρεμφατικοί ρηματικοί σχηματισμοί(non-finite forms) σύμφωνα με την Thomsen (σελ. 254-268) αποτελούνται απλώς από την ρίζα του ρήματος και (πιθανώς) κάποια στοιχεία «συντακτικά». Κατά την Thomsen μη παρεμφατικό μπορεί να είναι το ρήμα σε ρίζα hamtu, σε αναδιπλασιασμένη ρίζα hamtu ή σε maru ρίζα με το στοιχείο –ed, ενώ δεν υπάρχει μη παρεμφατικό) ρήμα σε μορφή maru ρίζας δίχως –ed.

Οι περιπτώσεις μη παρεμφατικών τύπων είναι τέσσερεις:

  • «Ασυντακτικού» τύπου, δηλ. με το ρήμα χωρίς προσφύματα. Εδώ υπάρχουν ένα ή δύο ονόματα και η ρηματική ρίζα. π.χ. ki-bala = «επαναστατημένη χώρα». Η ρίζα μπορεί να είναι hamtu ρίζα, αναδιπλασιασμένη hamtu ρίζα ή maru ρίζα με το στοιχείο –ed. Σχεδόν πάντοτε οι σχετικοί τύποι είναι «ενεργητικοί».
  • «Υποτακτικού τύπου», δηλαδή όταν το ρήμα (με το επίθημα –a) εξαρτάται εξ υποτάξεως. Διακρίνονται καταρχήν οι εξής υποπεριπτώσεις: με ρηματική ρίζα hamtu και με maru + ed. Ο πρώτος τύπος είναι αναφορικός, και εξαρτάται από όνομα, ενώ ο δεύτερος, που εξαρτάται από ρήμα, μπορεί να συγκριθεί με υποτακτική.

π.χ. lu-e-du-a = «αυτός που έκτισε τον οίκο» (αναφορ. ενεργητική «μετοχή»)

e-a-ni-du-da-ma-an-dug = «με διέταξε να χτίσω τον οίκο του»

Με την κατάληξη –a δεν δηλώνεται μόνο «παθητική μετοχή» (όπως είχε υποτεθεί αρχικά), αλλά και ενεργητική. Ο σχηματισμός αυτός δεν είναι δηλαδή καθαρά παθητικός ή ενεργητικός, καθώς η Σουμεριακή δεν διακρίνει αυτές τις έννοιες.

  • «Τελικού» τύπου, όταν το ρήμα με το επίθημα -e εξαρτάται από άλλο ρήμα και εκφράζει έναν σκοπό («ούτως ώστε», «για να…» ή κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Μόνο για maru ρίζα με το στοιχείο –ed.

π.χ. e-du-de-igi-zu-u-dug-ga-nu-ši-ku-ku = «για να χτίσεις τον οίκο δεν θα αφήσεις τον γλυκό ύπνο να εισέλθει στα μάτια σου»

  • Όταν το ρήμα χρησιμεύει ως κατηγόρημα, μαζί με το εγκλιτικό συνδετικό (βλ. παρακάτω).

π.χ. lu-e-lugal-na-du-dam (du-dam = du-ed + -a-m) = «αυτός είναι ο άνθρωπος που φτιάχνει (ή θα φτιάξει) τον οίκο του βασιλέως του»

Το ρήμα «είμαι» και το εγκλιτικό συνδετικό

Η ρίζα me σημαίνει «είμαι» (για το «είμαι» βλ. Thomsen, σελ. 273-278 και Edzard, σελ. 82-83). Στην Έμεσαλ η ρίζα είναι ĝe. Η ρίζα αυτή (me) δεν αλλάζει σε χρόνο ή διάθεση. Χρησιμεύει τόσο ως ρίζα σε παρεμφατικούς ή μη παρεμφατικούς σχηματισμούς, όσο και ως «εγκλιτικό συνδετικό» (enclitic copula). Οι «παρεμφατικού» (ή «ελεύθερου») τύπου καταλήξεις του me είναι οι εξής:

α΄ ενικό ... –me-en

β΄ ενικό ... –me-en

γ΄ ενικό ... –me(-am)

α΄ πληθ. ... –me-en-de-en

β΄ πληθ. ... –me-en-ze-en

γ΄ πληθ. ... –me-eš

Παραδείγματα «ελεύθερου τύπου» από τον Edzard: ba-ra-me = «(αυτός) σίγουρα δεν θα είναι», i-me-am = «(αυτός) ήταν».

Παράδειγμα από την Thomsen: diĝir-he-me-en-ze-en-inim-ga-mu-ra-an-dug = «εάν είσαστε θεοί, θα σας πω μια λέξη» (από την «Κάθοδο της θεάς Ιννάνα»).

Κατά τον Edzard (σελ. 83), ο ελεύθερος τύπος χρησιμοποιείται κυρίως όταν πρόκειται για παρωχημένο ή μελλοντικό χρόνο, και όταν ο τύπος «ονοματικοποιείται» με το -a.

Οι καταλήξεις του me ως «εγκλιτικού συνδετικού» είναι οι εξής:

α΄ ενικό ... –me-en

β΄ ενικό ... –me-en

γ΄ ενικό ... (–a)-m (-am)

α΄ πληθ. ... –me-enden

β΄ πληθ. ... –me-enzen

γ΄ πληθ. ... –me-eš

Παρατηρούμε ότι η διαφορά μεταξύ του «ελεύθερου τύπου» και του «συνδετικού» είναι μόνο στο γ΄ ενικό. Ο τύπος αυτός (του «συνδετικού») είναι αυτός της πλειονότητας των περιπτώσεων.

Μία φράση που τελειώνει με το εγκλιτικό συνδετικό είναι μια πλήρης πρόταση όμοια με αυτήν που θα τελείωνε με ένα παρεμφατικό ρήμα, λέει η Thomsen.

π.χ. diĝir-ra-ni-Šulutul-am = «ο θεός του είναι ο Šulutul».

Εξάλλου, το συνδετικό μπορεί να παρουσιάζεται και μετά από ένα παρεμφατικό ρήμα, πιθανώς για να δώσει έμφαση. Επίσης, ορισμένες φορές, κυρίως σε μεταγενέστερα κείμενα, το εγκλιτικό συνδετικό έχει την έννοια του –gin = «σαν», «ομοίως».

π.χ. e-kur-gal-am-an-ne-im-us = «ο οίκος σαν μέγα όρος στον ουρανό ανέρχεται».

Άλλο παράδειγμα «συνδετικού», από την Thomsen: sipa-me(-en)-e-mu-du = «ο βοσκός εγώ έκτισα τον οίκο». Στην περίπτωση αυτή το συνδετικό χρησιμοποιείται, όπως έχουμε πει, ως αντωνυμία. Το -a του -am μπορεί να υπερκαλύπτεται από ένα προηγηθέν φωνήεν, π.χ. -bi-im < bi-(a)m = «είναι δικό του». Αυτό δεν είναι γενικός κανόνας, π.χ. he-am σημαίνει «ας είναι».

Μετοχή - Απαρέμφατο

Η Σουμεριακή διαθέτει «μετοχές» με ρηματικές ρίζες. Η «ενεργητική» μετοχή έχει κατάληξη –(-). Η «παθητική» μετοχή έχει κατάληξη –a. Οι μετοχές (όπως και τα απαρέμφατα) σχηματίζονται εν μέρει με το στοιχείο -ed. Έτσι, μια μετοχή μπορεί να έχει τη μορφή x.(-), x.a (παθητική), x.ed(-), x.ed.a (παθητική).

Τα απαρέμφατα έχουν τις εξής καταλήξεις: -a (hamtu και maru), -ed.a (μόνο στην hamtu, πιθανώς) και -ed.e (μόνο στην marû, πιθανώς.)

Παράρτημα: Προσφύματα της ρηματικής αλυσίδας

Τα προσφύματα της ρηματικής αλυσίδας (ή αλλιώς δείκτες διαθέσεως ή διαθετικοί δείκτες - dimensional indicators, βλ. Thomsen, σελ. 162-186 και Edzard, σελ. 92-127) τα οποία δείχνουν την «διάθεση» του ρήματος είναι ένα αρκετά μπερδεμένο κομμάτι της γραμματικής. Η σειρά των προσφυμάτων (στην πραγματικότητα προθημάτων) στην ρηματική αλυσίδα (από αριστερά προς τα δεξιά) είναι η εξής: πρώτα προηγούνται τα βοηθητικά, μετά τα ρηματικά, έπειτα τα πτωτικά προσφύματα - προθήματα (πρώτα για τη δοτική, μετά τη συνοδευτική, έπειτα την τελική ή την αφαιρετική και τέλος την τοπική), ενώ προ των πτωτικών υπάρχουν και τα αντωνυμικά προθήματα (που υποδηλώνουν το πρόσωπο). Όπως γράφει ο Foxvog (σελ. 70) οι διαθετικοί δείκτες θεωρητικά επαναλαμβάνουν πληροφορία που ήδη έχει παρουσιαστεί στην ονοματική αλυσίδα (ή τις ονοματικές αλυσίδες) της πρότασης. Μερικές φορές μπορεί μάλιστα είτε μια πτωτική κατάληξη (ονοματικής αλυσίδας) ή ο αντίστοιχος διαθετικός δείκτης να παραλειφθεί, ιδίως εάν επρόκειτο για την ζωντανή γλώσσα.

  • Βοηθητικά προθήματα (modal prefixes): Τα κυριότερα βοηθητικά προθήματα (βλ. ιδίως Thomsen, σελ.190-213), τα οποία - εφόσον υφίστανται στη ρηματική πρόταση- προηγούνται των ρηματικών προθημάτων - είναι τα παρακάτω:

i) το nu-, το οποίο υποδηλώνει άρνηση. Πριν από τα προσφύματα ba- και bi- το nu μετατρέπεται σε la- και li- αντιστοίχως. Το nu μπορεί να συναντάται και χωρίς ρήμα, και τότε σημαίνει «δεν είναι» π.χ. uru nu = «δεν είναι πόλη», in-nu = «δεν υπάρχει».

ii) Το bara-, το οποίο συντασσόμενο με hamtu σημαίνει την αποφατική βεβαίωση ή δήλωση (negative affirmative), ενώ συντασσόμενο με maru υποδηλώνει κάτι που όντως δεν ισχύει ή που δεν πρόκειται να γίνει.

iii) Το na-, το οποίο έχει δύο σημασίες. Με maru ισοδυναμεί με απαγόρευση, ενώ με hamtu είναι καταφατικό (πολλές φορές όμως δεν ισχύει αυτό το σχήμα). To na- της απαγόρευσης συνδέεται πιθανώς με το αρνητικό nu. Μέσα στην φράση χρησιμοποιείται όπως το «μην». Το καταφατικό na- (που κατά τον Edzard, πιθανώς ήταν κοντά στην προφορά ne), χρησιμοποιείτο για να δώσει έμφαση σε μία θετική δήλωση.

Το na μαζί με το me (= «είμαι») σημαίνει «όντως είναι». na-nam (na-am) = «όντως έτσι είναι», ενώ το in-ga-na-nam σημαίνει «είναι και τούτο επίσης». Το nam-me όμως σημαίνει «να μην είναι».

iv) Το ga-, το οποίο απαντάται κυρίως σε πρώτο ενικό και σε hamtu και έχει πιθανώς την έννοια της παρότρυνσης (ας …). Στην Εμεσάλ αντί για ga- το πρόσφυμα είναι da-. Το φωνήεν του ga- μένει κατά κανόνα αμετάβλητο στη συνάντησή του με άλλα επιθήματα Σε ορισμένες περιπτώσεις αντί για ga- χρησιμοποιείται το ha-.

v) Το ha-, το οποίο υποδηλώνει πιθανώς παράκληση, ευχή ή και κατάφαση ( = όντως, αληθώς), και συνταιριάζεται με όλα τα ρηματικά προθήματα. Ορισμένες φορές φαίνεται ως he- (κυρίως προ των ī- και bi-)

vi) Το ša-, το οποίο συνήθως παρουσιάζεται ως ši- πριν από τα προσφύματα ī- και bí-. Φαίνεται να είναι «λόγιο» πρόσφυμα. Το νόημά του δεν είναι σαφές.

Υπάρχουν υποθέσεις, κατά την Thomsen, ότι έχει την έννοια του «αντιστοίχως» ή «από μέρους μου» Ο Edzard θεωρεί ότι η κυριότερη λειτουργία του είναι να επιβεβαιώνει κάτι που έχει ήδη δηλωθεί ή συμβεί, ενώ του na είναι να υπογραμμίζει την σημασία κάποιου γεγονότος παρελθοντικού, το οποίο θα συνεχίζεται και στο μέλλον.

vii) Το u- (καμιά φορά, υπό την επίδραση του ακολουθούντος φωνήεντος αλλάζει σε a- ή i-). Σημαίνει γενικά την προοπτική = όταν, αφότου (σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται στην εισαγωγή επιστολών) ή την υπόθεση (εάν) και κατά κανόνα συντάσσεται σε hamtu.

viii) Το iri-, το οποίο είναι σχετικά σπάνιο πρόσφυμα που συνταιριάζει μόνο με το -(i)nga- και πιθανώς σημαίνει τον αίνο ή τον έπαινο. Συναντάται συχνά με το ρήμα mi ... dug «αινώ» στην maru μορφή του.

ix) Το nuš-, το οποίο γράφεται και nu-uš-, συνταιριάζεται με όλα τα ρηματικά προθήματα πλην του -m- και φαίνεται να σημαίνει υποθετική ερώτηση.

  • Ρηματικά (κλιτικά) προθήματα: Των βοηθητικών προθημάτων έπονται τα λεγόμενα ρηματικά (ή κλιτικά) προθήματα. Εφόσον δεν υπάρχει βοηθητικό πρόθημα, τότε μία πρόταση αρχίζει με ρηματικό. Αν και πρόκειται για τα αρκτικά προθήματα, η χρησιμότητά τους δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα εξής:

i) Το i-. Τo πρόσφυμα αυτό (πρόκειται για ī μακρό) δεν έχει κάποιο εμφανές νόημα. Δεν φαίνεται πάντα στην γραφή (ιδίως σε παλιότερα κείμενα), ενώ μερικές φορές εμφανίζεται και ως -e-. Ο Foxvog το θεωρεί ως ευφωνικό, στις περιπτώσεις που η ρηματικά σειρά αρχίζει αμέσως με ένα αντωνυμικό πρόθημα σε εργαστική (βλ. παρακάτω) για να διευκολύνεται η προφορά.

π.χ. i-du = το έφτιαξα (αντί για (-)du(-) [ όπου το πρώτο (-) = το αντωνυμικό πρόθημα για τον δράστη σε α΄ πρόσωπο = εγώ, ενώ το δεύτερο (-) = η κατάληξη γ΄ ενικού του ρήματος για τον δέκτη της ενέργειας.

i-n-du = το έφτιαξε (αντί για n-du(-) [ όπου το n- = το αντωνυμικό πρόθημα για τον δράστη σε γ΄ πρόσωπο = αυτός/αυτή, ενώ το (-) = η κατάληξη γ΄ ενικού του ρήματος για τον δέκτη της ενέργειας. (βλ. παρακάτω για τα αντωνυμικά προθήματα).

Εάν η ρηματική αλυσίδα αρχίζει με ένα πρόθημα που τελειώνει σε φωνήεν, το -i- δεν είναι απαραίτητο. Σύμφωνα με τον Foxvog (και τον Edzard) το -i- χρησιμεύει πάντως στην περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιο αντωνυμικό πρόθημα (δηλ. όταν δεν υποδηλώνεται δράστης σε εργαστική, ήτοι όταν το ρήμα δεν είναι μεταβατικό), απλά για να δηλωθεί ότι η πρόκειται για ρήμα παρεμφατικού τύπου. π.χ. lu i-ĝen = ο άνθρωπος πήγε. Ούτως η άλλως πρόκειται για το πιο ουδέτερο πρόθημα (βλ. Thomsen, σελ. 162-166).

Το -i- συνήθως γράφεται με το μόρφημα NI και γι'αυτό θεωρείται κάποτε ως έρρινο (-in-). To -i- μπορεί να συνδυαστεί και με άλλα ρηματικά προθήματα. Δεν μπορεί να συνδυαστεί με το mu (πλην του γ΄ενικού για τα άψυχα), και πιθανώς ούτε με το ba (βλ. γι' αυτά τα προσφύματα παρακάτω).

Ένα άλλο (σπάνιο) πρόσφυμα, το a- που θεωρείται και αυτό έρρινο, ήτοι a-n - (επειδή οι συνδυασμοί a- + ba και a- + bi γράφονται ως am-ma και am-mi) πιστεύεται ότι είναι μια εκδοχή του -i-.

ii) Το al- ή a(l)- ένα μάλλον σπάνιο πρόθημα, δεν απαντάται σχεδόν ποτέ συνοδευόμενο από άλλα προσφύματα. Δηλώνει την διάρκεια, το σύνηθες και το στατικό (σε αντίθεση με την κίνηση, την δράση και γενικά το γίγνεσθαι).

π.χ. diĝir-ama diĝir-as-a ul-su-ge-eš-a-ta = «τότε που οι θεϊκές μητέρες και οι θεϊκοί πατέρες στάθηκαν εδώ», όπου η ρηματική πρόταση (ul-su-ge-eš-a-ta) αναλύεται ως εξής ul (u = τότε που, βοηθητικό πρόθημα + al, για το στατικό)+ sug (ρήμα) + + a + ta (u + ρηματική πρόταση + a + ta = αφότου, Foxvog, σελ. 68).

iii) Το inga-, που κατά την Thomsen, είναι συνδυασμός του i- με το ga- (που σημαίνει «επίσης» - το i με τη συνένωση γίνεται έρρινο) και το οποίο κατά τον Edzard λειτουργεί ως συμπλεκτικός δείκτης, συνδυαζόμενο με πολλά βοηθητικά προθήματα, καθώς και με το αρνητικό πρόθημα nu. To inga- έχει την έννοια του «και τότε», «ως εκ τούτου», «και ευθύς μόλις», «και πάλι», «και επιπλέον», «επίσης»

iv) Το mu-, το οποίο είναι ίσως το πιο συχνό ρηματικό πρόθημα (μαζί με τα ba- και bi-). Το mu- είναι πρόσφυμα που υποδηλώνει (ή κατέληξε να υποδηλώνει) ότι η ενέργεια του υποκειμένου αφορά κατά κύριο λόγο τον εαυτό του, είναι δηλαδή στραμμένη προς το «εδώ», ενώ η παράλειψή του υπονοεί ενέργεια που στρέφεται εκτός του εαυτού («εκεί»). Έτσι, εκ των πραγμάτων, στο α΄ ενικό και α΄ πληθυντικό πρόσωπο είναι υποχρεωτική η παρουσία του mu- (υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη - ότι δηλαδή το mu- υποδήλωνε αρχικά το α΄ πρόσωπο και κατέληξε να είναι στοιχείο που δηλώνει ενέργεια που αφορά τον εαυτό (ventive element) Το mu- εμφανίζεται προ προσφυμάτων που υποδηλώνουν έμψυχο. (βλ. και παρακάτω)

Ένα άλλο πρόσφυμα με αβέβαιη σημασία, το πρόσφυμα -m-, το οποίο πάντοτε έπεται ενός i- (δηλ. είναι i-) πιθανώς να έχει σχέση με το -mu-.

v) Το ba-, το οποίο εμφανίζεται προ των προσφυμάτων που υποδηλώνουν συνήθως άψυχο ή τοποθεσίες (αντιστοιχεί δηλαδή γενικά στο στοιχείο b που χαρακτηρίζει τα άψυχα). Σε μεταγενέστερα ωστόσο κείμενα, κυρίως σε νομικά έγγραφα, διατάγματα κλπ το ba- χρησιμοποιείται, ακόμη και για έμψυχα, όταν το ρήμα (ενικού αριθμού), δεν διαθέτει αντίστοιχο ενεργητικό υποκείμενο. Γι' αυτό το ba- θεωρείται από πολλούς ως πρόσφυμα της «παθητικής φωνής» (στη θέση του i-). Π.χ. (από τον Foxvog) e(-) ba-du(-) = ο οίκος χτίστηκε (απόλυτη πτώση, γ΄ ενικό), ενώ lugal-e e mu-n-du = ο βασιλιάς έχτισε τον οίκο.

lu(-) ba-uš(-) = ο άνθρωπος πέθανε (απόλυτη πτώση, γ΄ ενικό).

mu lugal-la ba-pa = όρκος βασιλικός πάρθηκε (μη ενεργητικό υποκείμενο), ενώ

mu lugal-la in-pa = όρκο βασιλικό αυτός πήρε (ενεργητικό υποκείμενο).

Σε μεταγενέστερα κείμενα, το ba- χρησίμευε και από μόνο του ως πτωτικό πρόσφυμα με αναφορά σε άψυχα ή σε συλλογικά πρόσωπα, κατ’ αντιστοιχία με το mu-na- ή mu-ne- της δοτικής, που αναφέρεται σε έμψυχα. Κατά μιαν άλλην άποψη (Foxvog), το ba- αρχικώς μάλλον ταυτιζόταν με το πρόθημα για την δοτική (γ΄ πρόσωπο, για άψυχα και για συλλογικά πρόσωπα, βλ. παρακάτω) και η χρήση του επεκτάθηκε και ως κλιτικό πρόθημα. Με αυτή την έννοια (δηλ. ως κλιτικό πρόθημα) μπορεί να προηγείται των πτωτικών προθημάτων για δοτική σε β΄ και γ΄ πρόσωπο, εκτός από τον εαυτό του (δηλ. με το -ba-, στο γ΄ πρόσωπο για τα άψυχα).

Όταν η προσφυματική αλυσίδα δεν περιέχει πτωτικά προθήματα (βλ. παρακάτω), το mu- χρησιμοποιείται με υποκείμενα έμψυχα, δρώντα και ενεργητικά, δηλ. σε μεταβατικά ρήματα, ενώ το ba- σε ρήματα αμετάβατα, ή και με έναν συμμετέχοντα. Εν τούτοις, στις περιπτώσεις αυτές, τόσο το mu-, όσο και το ba- μπορούν να αντικατασταθούν από το ī- ή το το ī-m-, συχνά μάλιστα το mu- παραλείπεται, ή αντικαθίσταται από το ī- μετά και από ένα βοηθητικό πρόθημα που αφορά έμψυχο.

vi) το bi-, το οποίο φαίνεται να παρατηρείται μόνο σε ορισμένα ρήματα, ή ακόμα και σε ορισμένες μόνο έννοιες των ρημάτων αυτών.

Κατά την Thomsen, με τα προσφύματα αυτά (τα mu-, ba- και i- συμβαίνουν οι εξής αλλαγές (φαινόμενα φωνηεντικής αρμονίας): το mu- με δοτική α΄ ενικού γίνεται ma-, το ba- μετά το i- γίνεται ī-ma, im-ma- ή e-ma- (αυτό δεν γίνεται καθολικά δεκτό - επειδή δεν υπάρχει iba, ο Edzard θεωρεί ότι το i δεν συνδυάζεται με το ba). Στο bi- έχουμε φωνηεντική αρμονία, βλ. σελ. 39.

  • Αντωνυμικά προθήματα

Όπως είδαμε, όταν έχουμε ρηματική ρίζα hamtu, το «υποκείμενο» του μεταβατικού ρήματος (το οποίο είναι σε εργαστική πτώση) υποδηλώνεται κατά κανόνα από ένα πρόθημα το οποίο ονομάζεται αντωνυμικό. π.χ. za-e saĝ(-) mu-e-zig = «εσύ σήκωσες το κεφάλι» ή lu-e saĝ(-) mu-n-zig = «ο άνθρωπος σήκωσε το κεφάλι». Το «υποκείμενο» του μεταβατικού ρήματος (ή μάλλον ο δράστης - agent), εκτός από προσωπική αντωνυμία, μπορεί να είναι μια ονοματική αλυσίδα σε εργαστική πτώση, που δηλώνει το πρόσωπο. Το αντικείμενο του μεταβατικού ρήματος (ή δέκτη της ενέργειας), το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί από μία προσωπική αντωνυμία, δηλώνεται από μία αντωνυμική κατάληξη (επίθημα) στο παρεμφατικό ρήμα, εάν το ρήμα δεν έχει ήδη κατάληξη. π.χ. ane i-n-tud-en «αυτή με/σε γέννησε (-en = εμένα/ εσένα) (μεταβατικός hamtu σχηματισμός). Τα επιθήματα αυτά είναι όμοια με αυτά των υποκειμένων του αμετάβατου ρήματος και δηλώνουν πάντα απόλυτη πτώση.

Άλλα αντωνυμικά επιθήματα είναι τα: -enden (εμείς/εμάς), -enzen (εσείς/εσάς)/-es/(αυτοί/ούς,-ες,-ά). (βλ. και Thomsen σελ. 50-51). Πάντως, αντικείμενο (δέκτης της ενέργειας) είναι συνήθως μια ονοματική αλυσίδα που προηγείται της ρηματικής στην οποία παραπέμπει συσχετιστικά το αντίστοιχο αντωνυμικό επίθημα.

Αντιθέτως, όπως έχουμε δει, στην μεταβατική maru το υποκείμενο δηλώνεται από αντωνυμικά επιθήματα. Πρόκειται για τα ίδια επιθήματα με αυτά του υποκειμένου της αμετάβατης κλίσης. π.χ. zae zaĝ(-)mu-zi.zi-en' «εσύ σηκώνεις το κεφάλι». Στα αντωνυμικά επιθήματα το υποκείμενο του αμετάβατου και το αντικείμενο του μεταβατικού ρήματος σχηματίζουν μία κοινή κατηγορία, την «υποκειμενική πτώση».

Τα αντωνυμικά προθήματα είναι τα εξής: -e-/-0- για το β΄ ενικό, -n- για έμψυχο γ΄ ενικό και -b- για άψυχο γ΄ ενικό. Δεν υπάρχουν προθήματα για το α΄ ενικό (ο Foxvog θεωρεί ότι είναι το mu-, ως αντωνυμικό πρόθημα) και τα πρόσωπα του πληθυντικού. Σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζεται και αντωνυμικό πρόθημα για τον α΄ πληθυντικό (me-). Για τον Foxvog μπορεί να είναι -e-ne- για το β΄ πληθυντικό και -ne- για το γ΄ πληθ. για τα πρόσωπα). Πολλές φορές αυτά τα αντωνυμικά προσφύματα δεν γράφονταν, αλλά κατά τους σουμεριολόγους πάντα προφέρονταν, ακόμη και αν δεν δηλώνονταν στην γραφή.

Τα αντωνυμικά προθήματα μαζί με τα σχετικά πτωτικά προθήματα (αυτά που υποδηλώνουν τις αντίστοιχες πτώσεις - βλ. παρακάτω) ακόμη και αν δεν παραπέμπουν σε κάποια ονοματική αλυσίδα, χρησιμεύουν όπως είπαμε ως διαθετικοί δείκτες (δείκτες διαθέσεως), δηλαδή ως στοιχεία που δίδουν πληροφορές επιρρηματικής φύσεως περί της διαθέσεως του ρήματος (π.χ. για την κατεύθυνση της ενέργειας του ρήματος). Από τα πτωτικά προθήματα αυτά, η συνοδευτική και η τελική μπορούν να ακολουθήσουν μετά όλα τα αντωνυμικά προθήματα, ενώ η αφαιρετική – οργανική μόνο με το -b- μιας που αυτή η πτώση αφορά μόνο «άψυχα».

  • Πτωτικά προθήματα

Στην προσφυματική αλυσίδα των παρεμφατικών ρηματικών τύπων ενσωματώνονται ορισμένες φορές τα λεγόμενα πτωτικά προθήματα (βλ. Thomsen, σελ. 214-240). Οι σχετικές πτώσεις είναι η δοτική, η συνοδευτική, η τελική, η αφαιρετική, και η τοπική. Κατά κανόνα αντιστοιχούν (και έχουν την ίδια μορφή) με τις αντίστοιχες πτωτικές καταλήξεις των ονομάτων, με ελάχιστες αλλαγές στην γραφή και στην προφορά.

Όσον αφορά τα ρηματικά προθήματα (mu- κλπ.) προ των πτωτικών προσφυμάτων: το mu- προηγείται των προσφυμάτων που αφορούν πρόσωπο, το ba- πριν από πτωτικά προσφύματα που αφορούν άψυχα, το ī- πριν και από έμψυχα και από άψυχα. Το -m- μπορεί να πηγαίνει προ των –da-, -si- ή –ta- αλλά όχι πριν από άλλο πτωτικό πρόσφυμα. Το –m- φαίνεται να πηγαίνει κατά κανόνα μόνο πριν από προσφύματα που αφορούν άψυχα. Επίσης το -m- δεν μπορεί να συνυπάρχει με ένα ονοματικό πρόθημα (σε αντίθεση με τα -mu- και -ba-), αλλά μάλλον το αντικαθιστά.

Γενικά, ανάμεσα στα ρηματικά προθήματα και τα αντίστοιχα επιθήματα των ονομάτων υπάρχει εναρμόνιση, δηλαδή οι δείκτες για δοτική, αφαιρετική κ.λπ. παραπέμπουν στα (ή συσχετίζονται με τα) αντίστοιχα ονοματικά επιθήματα για τις πτώσεις αυτές, που εμφανίζονται στην πρόταση. Αυτοί όμως οι «παραπεμπτικοί συσχετισμοί» απέχουν πολύ από το να είναι τέλειοι.

Οι πτώσεις των ρηματικών προθημάτων είναι οι παρακάτω (στη σειρά που εμφανίζονται: πρώτα η δοτική, μετά η συνοδευτική, έπειτα η τελική ή η αφαιρετική και τέλος η τοπική):

i) Δοτική (ή δοτική -τοπική) κατά Edzard). Συσχετίζεται με το -ra της αντίστοιχης πτώσης στην ονοματική σειρά. Έχει τα εξής προθήματα, για κάθε πρόσωπο ρήματος: α΄ ενικό : ma- (<mu-a) β΄ ενικό : -ra- γ΄ ενικό : -na- (<-na-a-) γ΄ ενικό : ba- (για μη πρόσωπα και για συλλογικά πρόσωπα, κατά Foxvog) > αυτό κατά Foxvog συσχετίζεται με το επίθημα -e της τοπικής τελικής, στην ονοματική σειρά, και όχι με το -ra, που είναι για τη δοτική). α΄ πληθυντικό : -me- β΄ πληθυντικό : ? (-e-ne, πιθανώς, κατά τον Foxvog) γ΄ πληθυντικό : -ne-

Η προθηματική δοτική είναι μόνο για έμψυχα (όπως συμβαίνει και με το επίθημα για την δοτική –ra). Για τα «άψυχα» υπάρχει η τελική ή η τοπική.

ii) Συνοδευτική (Comitative) Έχει πρόθημα -da-, ίδιο με το επίθημα της πτώσεως αυτής. Πολλές φορές το φωνήεν του αλλάζει λόγω φωνηεντικής αρμονίας σε i (κυρίως όταν ακολουθεί –ni-) η και σε e. Η χρήση του είναι ίδια με του επιθήματος. Έχει την έννοια του «μαζί» ή «με» (ρήματα όπως αγωνίζομαι, μιλάω, θυμώνω, χαίρομαι, γεμίζω, μεγαλώνω κλπ). Επίσης έχει την έννοια του «είμαι ικανός, μπορώ». Το πρόσφυμα και το (ονοματικό) επίθημα μπορεί να συνυπάρξουν, όμως αυτό είναι σπάνιο` γενικά το πρόθημα είναι πιο συχνό από το επίθημα.

Σημ: Το ne-da = γ΄ πληθ. πρόσωπο (με αυτούς) γράφεται με ένα ξεχωριστό σημείο neda (PI). Επίσης η φράση dam nitadam-a-ni γράφεται ως dam neda (PI)-ni, και πιθανώς η αξία nigida γράφεται με PI (Foxvog σελ. 78).

iii) Τελική (Terminative)

Έχει πρόσφυμα –še-, δηλ. ίδιο με το επίθημα της πτώσεως (σε ορισμένες περιπτώσεις είναι -ši- (κατά τον Foxvog είναι -še- προ ρηματκών ριζών σε e ή a, δηλ. και -ši προ ρηματκών ριζών σε i ή u - περίπτωση φωνηεντικής αρμονίας, κυρίως σε παλιά κείμενα από την Λαγκάς. Ο Edzard το δέχεται γενικώς ως -ši-). Έχει την έννοια του «προς», «σε».

iv) Αφαιρετική (ή αφαιρετική - οργανική)

Πρόσφυμα –ta-, ίδιο με το επίθημα της αντίστοιχης πτώσεως. Κάποτε (κυριώς όταν ακολουθεί το πρόθημα ba) γίνεται -da- ενώ ορισμένες φορές φαίνεται ως -ti- (προ του -ni-). Έχει την έννοια του «από» (τοπικά, αλλά και χρονικά = τότε, αφότου), ενώ στην οργανική του (σπάνια) σημασία έχει την έννοια του «με».

Η αφαιρετική μπορεί να χρησιμοποιεί επίσης το πρόσφυμα -ra- (όχι ως οργανική). Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις με το –ri-.

v) Τοπική (Locative) (ή κατευθυντική, κατά Edzard)

Πρόσφυμα -ni- (ή, καμιά φορά, -ri-). Είναι το τελευταίο πρόθημα της αλυσίδας. Συντάσσεται με τα «άψυχα». Η χρησιμότητά του είναι τριπλή: α) Καθαρά τοπική («στο»). Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται μόνο ως –ni- και σε μεγάλο ποσοστό συνυπάρχει με το επίθημα της τοπικής (-a-) Το -ni- είναι το μόνο πρόσφυμα που συντάσσεται με το ρηματικό πρόσφυμα -bi- Μπορεί εξάλλου να συνοδεύει το πρόσφυμα της δοτικής, της συνοδευτικής και της τελικής, και, σε παλιότερα κείμενα, της αφαιρετικής -ta-.

β) Το –ni- υποδηλώνει επίσης το δεύτερο αντικείμενο με τα σύνθετα ρήματα. Σε αυτή την περίπτωση δεν αφορά μόνο μέρος (τόπο), αλλά και πρόσωπα και ζώα.

γ) Επίσης το -ni- υποδηλώνει το αίτιο, και πιθανώς το υποκρυπτόμενο. Παράδειγμα από τον Foxvog (σελ. 81) lugal-e ugnim eden-ta iri-ni-še ib-ši-in-de = ο βασιλιάς έφερε τον στρατό από την έρημο στην πόλη του.

Σύνδεσμοι - Επιφωνήματα - Μόρια

Ο πιο συνηθισμένος σύνδεσμος είναι ο u = «και», «και γαρ», «αλλά», «και δη». Αποτελεί δάνειο από τα ακκαδικά. Άλλο (μεταγενέστερο) δάνειο από τα ακκαδικά είναι το πρόσφυμα -ma = «και» (αναφέρεται από τον Edzard). Το -bi-da = «και» (απλό «και»), κυριολεκτικά σημαίνει «με το… -του». Το tukumbi σημαίνει «εάν» (+ ρήμα σε μορφή hamtu). Με το αρνητικό πρόσφυμα –nu σημαίνει «εκτός από». Το ud-da < ud-a (τοπική) = «όταν», «εάν» (= κυρ. «την ημέρα») με ρήμα σε μορφή hamtu. Το i.gi.in.zu = «σαν να» (ή igi.zu ή i.gi.su). Το i.ne.se ή i.ne.es σημαίνει «τώρα». Επίσης το a.da.al ή a.da.lam σημαίνει «τώρα», «τώρα δα». Το en-na μαζί με ονομαστικοποιημένο ρηματικό σχηματισμό, με ή χωρίς πρόσφυμα καταληκτικής πτώσης (ή en-na + με παρεμφατικό ρηματικό τύπο) σημαίνει «μέχρι».

Τα πιο συνηθισμένα επιφωνήματα είναι τα gana ή ganam = «αληθώς!», «καλώς!», meleea = «αλίμονο!» και τα ua, u , a, = ω!, ουαί!

Ορισμένα προσφύματα (που εμφανίζονται συνήθως στο τέλος της πρότασης) προσδίδουν ορισμένο νόημα στην πρόταση. Τα κυριότερα είναι τα εξής: το επίθημα –eše υποδηλώνει τον ευθύ λόγο, ως άκρος όρος την πρότασης. Εμφανίζεται σε σχετικά μεταγενέστερα κείμενα, σε παροιμίες, μύθους κλπ. και δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με το πρόσφυμα -še της τελικής πτώσης ούτε με το επιρρηματικό -eš(e). Το (σπάνιο) πρόσφυμα -ĝišen-ĝešen) εμφανίζεται επίσης στο τέλος της πρότασης, συνήθως μετά από ένα παρεμφατικό ρήμα, και δηλώνει το μη πραγματικό. Υπάρχει επίσης το πρόσφυμα –nanna, το οποίο συντάσσεται μετά από ονόματα, αντωνυμίες και ονοματοποιημένους (ουσιαστικοποιημένους) ρηματικούς σχηματισμούς. Τέλος το μόριο šuba έχει την έννοια του «εκτός από...» Προέρχεται από το ρήμα šub = πετάω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω και παίρνει διάφορες θέσεις στην πρόταση (βλ. Thomsen, σελ. 83-86 και 279-280).

Το πρόβλημα της καταγωγής της Σουμεριακής γλώσσας

Σε αντίθεση με την Ακκαδική, μια Σημιτική γλώσσα που έχει γίνει περισσότερο κατανοητή λόγω της συγγένειάς της με τις άλλες γλώσσες της ίδιας γλωσσικής οικογένειας, η Σουμεριακή θεωρείται απομονωμένη γλώσσα (language isolate), χωρίς δηλαδή καμία γλωσσική συγγένεια. Από κάποιους Σουμεριολόγους θεωρείται ότι είναι πιθανόν να αποχωρίστηκε από την υποθετική της γλωσσική οικογένεια γύρω στα μέσα ή προς το τέλος της τέταρτης χιλιετίας π.Χ.

Για όσους θεωρούν ότι οι Σουμέριοι ήταν αυτόχθονες, η γλώσσα τους αποτελούσε κάποτε τμήμα ενός γλωσσικού συνεχούς μεταξύ Καυκάσου, Μικράς Ασίας και Ινδικού Ωκεανού που υπήρχε πριν την εξάπλωση των ινδοευρωπαϊκών και των σημιτικών γλωσσών. Υπάρχει η υπόθεση ότι η Σουμεριακή μπορεί να είναι μακρινή συγγενής άλλων εξαφανισμένων γλωσσών όπως η Ελαμιτική ή η Ετρουσκική.

Για όσους τους θεωρούν τους Σουμέριους επήλυδες, ως τόποι καταγωγής τους έχουν προταθεί οι Ινδίες, η Μικρά Ασία, η περιοχή της Κασπίας ή ακόμη ο μακρινός Βορράς και η Ανατολή.

Συγκρίσεις έχουν γίνει με τις περισσότερες εν ζωή γλώσσες: με τις Ουραλικές γλώσσες, τις Αλταϊκές γλώσσες, τις Σημιτικές γλώσσες, τις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, την Ιαπωνική γλώσσα, την Κορεατική γλώσσα, την Βασκική γλώσσα, τις Γλώσσες του Καυκάσου , τις Δραβιδικές γλώσσες, τις Αυστρονησιακές γλώσσες, την Ταϊλανδική γλώσσα, με τις Γλώσσες Μπαντού, καθώς και τις Σινοθιβετικές γλώσσες και την Γενισεϊκή γλώσσα. Δεν έχει αποδειχθεί, ωστόσο, η γενετική σύνδεση της Σουμεριακής με κάποια από αυτές.

Οι συγκρίσεις που γίνονται με Ινδοευρωπαϊκές και τις Σημιτικές γλώσσες αφορούν κυρίως τα γλωσσικά δάνεια. Τελευταία, ο Γκόρντον Γουίτακερ (Gordon Whittaker) υποστηρίζει την θεωρία για την ύπαρξη μιας προ-Σουμεριακής Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας στη νότιο Μεσοποταμία, την οποία ονομάζει Ευφρατική (Euphratean). Γενικά, ως Πρωτο-Ευφρατική γλώσσα (Proto-Euphratean language) ονομάζεται από τους Σουμεριολόγους η γλώσσα του Σουμεριακού υποστρώματος.

Τέλος, υπάρχει και η θεωρία της «Νοστρατικής» (Nostratic) μακρο-οικογένειας γλωσσών με υποτιθέμενα μέλη την Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή, την Πρωτο-Σημιτική, την Πρωτο-Δραβιδική, την Πρωτο-Ουραλική, την Πρωτο-Αλταϊκή και πιθανώς και την Πρωτο-Σουμεριακή.

Κάποιοι στο παρελθόν θεωρούσαν ότι η Σουμεριακή γλώσσα ήταν ένα κατασκεύασμα των Σημιτών της Μεσοποταμίας για να καταγράφουν απόκρυφα ιερά κείμενα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, η Σουμεριακή είναι ένα είδος κρεολικής γλώσσας, δηλαδή ένα αρχικά τεχνητό αποτέλεσμα σύντηξης διαφορετικών γλωσσών, που διασταυρώθηκαν στη νότιο Μεσοποταμία. Αυτές οι υποθέσεις δεν γίνονται αποδεκτές από κανέναν Σουμεριολόγο.

Βιβλιογραφία

  • Edzard, Dietz Otto. (2003) Sumerian Grammar.
  • Hayes, John L. (2000) A Manual of Sumerian Grammar and Texts.
  • Thomsen, Marie-Louise. (2001). The Sumerian Language: An Introduction to Its History and Grammatical Structure.
  • Volk, Konrad. (1997) A Sumerian Reader.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι