Ο Ραμόν Μενέντεθ Πιδάλ (Ramόn Menéndez Pidal, Α Κορούνια, 1869 – Μαδρίτη, 1968) ήταν Ισπανός φιλόλογος, ακαδημαϊκός, ιστορικός και κριτικός. Κοινωνός των ιδεών της Γενιάς του 1898, που υποστήριζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Καστίλης στην ιστορία της Ιβηρικής, θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της Ισπανικής Φιλολογίας και Γλωσσολογίας στην Ισπανία. Ακόλουθος του θετικισμού, ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε την επιστημονική έρευνα σε σημαντικά ζητήματα της ιστορίας της γλώσσας και της μεσαιωνικής λογοτεχνίας με έργα όπως Το άσμα του Ελ Σιντ (1908-11), το Romancero hispánico (1910) και Οι απαρχές της ισπανικής γλώσσας (1926), χωρίς να ξεφεύγει ωστόσο από την ισπανική παραδοσιοκρατία. Υπήρξε καθηγητής και σημείο αναφοράς για ισπανιστές και φιλολόγους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και ιδρυτής του ακαδημαϊκού περιοδικού Περιοδικό Ισπανικής Φιλολογίας ενώ το 1954 προτάθηκε για το Νόμπελ λογοτεχνίας.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Α Κορούνια το 1869 από Αστουριανούς γονείς. Το επάγγελμα του πατέρα του (δικαστικός) ανάγκασε την οικογένεια σε διαρκείς μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας, γεγονός που προκάλεσε στον νεαρό Ραμόν τη «καστιλιανικοποίησή» του έναντι των αστουριασμών της γλώσσας που χρησιμοποιούσε στο σπίτι. Εντούτοις διατήρησε σε όλη του τη ζωή μια ιδιαίτερη σχέση με την Αστούριας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης υπό την καθοδήγηση του Μαρθελίνο Μενέντεθ Πελάγιο και το 1899 έλαβε την έδρα Ρομανικής Φιλολογίας. Παράλληλα εργάστηκε στη Βασιλική Βιβλιοθήκη ενώ το 1904 ορίστηκε απεσταλμένος του Αλφόνσου ΙΓ΄ στη διαιτησία για την επίλυση των συνοριακών διαφορών Περού-Εκουαδόρ. Το 1900 παντρεύτηκε τη Βάσκα Μαρία Γκοΐρι, την πρώτη Ισπανίδα που ολοκλήρωσε ακαδημαϊκές σπουδές στη χώρα. Μαζί ξεκίνησαν τη συγκέντρωση προφορικών ασμάτων στην Καστίλη (γνωστά ως romances στα ισπανικά), που συμπληρώθηκαν με τα άσματα της Λατινικής Αμερικής που συγκέντρωσε ο Πιδάλ κατά τα ταξίδια του στην ήπειρο, και που μερικά χρόνια αργότερα θα κατέληγαν στην έκδοση του Romancero hispánico. Έναν χρόνο αργότερα ενσωματώθηκε στη Βασιλική Ακαδημία, την οποίας αποτέλεσε πρόεδρος το 1925.
Οι δεσμοί του με την εκπαιδευτική ανανέωση που έφεραν εις πέρας οι συνεργάτες του Φιλελεύθερου Μορφωτικού Ιδρύματος τον έφεραν στη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Φοιτητικής Εστίας και του Κέντρου Ιστορικών Σπουδών. Κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο διέφυγε παράνομα στο εξωτερικό, διδάσκοντας μεταξύ άλλων στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1939· παρόλο που ήταν ένας από τους ελάχιστους επιστήμονες με διεθνή φήμη που παρέμειναν στη χώρα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και του γεγονότος ότι μέρος του ισπανικού φασισμού υιοθέτησε θέσεις του, ποτέ δεν υποστήριξε το καθεστώς.[9]
Έργο
Το έργο του Πιδάλ εντάσσεται στη χρονική συγκυρία της άνθησης του θετικισμού ως κυρίαρχου επιστημονικού παραδείγματος. Ωστόσο η υιοθέτησή του από τον φιλόλογο δεν ήταν απόλυτη. Στις γλωσσολογικές του έρευνες εντοπίζονται επιρροές από τον Φρίντριχ Ντιτς και τον Άουγκουστ Σλάιχερ.[10] Οι δύο Ισπανοί ακαδημαϊκοί που επηρέασαν τον Πιδάλ υπήρξαν ο Μαρθελίνο Μενέντεθ Πελάγιο και ο Καταλανός Μανουέλ Μιλά ι Φοντανάλς.[11] Ο πρώτος ήταν καθηγητής του κατά τη διάρκεια του διδακτορικού του στη Μαδρίτη ενώ τα βιβλία του δεύτερου αποτέλεσαν σταθερά αναγνώσματα για τον νεαρό Πιδάλ.[12] Από τη διεθνή ρομανιστική αντίστοιχα, κύρια επιρροή του ήταν ο Γάλλος φιλόλογος Γκαστόν Παρί, το βιβλίο του οποίου Histoire poétique de Charlemagne αποτέλεσε βάση του πρώτου του βιβλίου, La leyenda de los Infantes de Lara (1896, «Ο θρύλος των Πριγκήπων της Λάρα»).[13] Με το βιβλίο αυτό ο Πιδάλ έτρεψε την προσοχή της φιλολογίας για πρώτη φορά στην καστιλιανική επική ποίηση που μέχρι τότε είχε παραγκωνιστεί. Η μελέτη του αντικειμένου αυτού ενισχύθηκε με την έκδοση της διδακτορικής του διατριβής Cantar del Mío Cid: texto, gramática y vocabulario (1908–1912, «Άσμα του Ελ Σιντ: κείμενο, γραμματική και λεξιλόγιο») που ενσωμάτωνε την παλαιογραφική έκδοση του αυθεντικού κειμένου. To 1904 ακολούθησε το Manual elemental de gramática histórica española («Στοιχειώδες εγχειρίδο ιστορικής γραμματικής της ισπανικής γλώσσας») και το 1906 το άρθρο του αναφορικά με τη λεονική γλώσσα «El dialecto leonés». Στη συνέχεια, το 1910 ο Αστουριανός φιλόλογος εξέδωσε το La epopeya castellana a través de la literatura española («Η καστιλιανική εποποιΐα διαμέσω της ισπανικής λογοτεχνίας»), έργο όπου λαμβάνει ξεκάθαρη μορφή η υιοθέτηση της θεωρίας της παραδοσιοκρατίας[14] και που έχει ως θέση τη διαχρονική επιβίωση των μεσαιωνικών λαϊκών ασμάτων της Καστίλης (π.χ. στο θέατρο του ισπανικού Μπαρόκ) μέχρι την εποχή του.
Η ίδρυση του ακαδημαϊκού περιοδικού Revista de Filología Española το 1914 έδωσε νέα πνοή στον ντόπιο ισπανισμό, προωθώντας όμως και την επαφή με ξένους ισπανιστές και ρομανιστές όπως τον Βίλχελμ Μέγερ-Λύμπκε. Το 1926 εκδόθηκε το Orígenes del español («Οι απαρχές της ισπανικής γλώσσας») ενώ ακολούθησαν εκδόσεις σχετικές με την ιβηρική και κελτική τοπωνυμία της Ιβηρικής και τη βασκική γλώσσα. Όσον αφορά την ιστορία, προώθησε από το 1927 τη συγγραφή μιας συλλογικής ιστορίας της Ισπανίας που είδε το φως σταδιακά στα τέλη του 20ού αιώνα.
Φιλολογικές και γλωσσολογικές θέσεις
Ο Πιδάλ υπήρξε προωθητής μιας οξείας καστιλιανοκεντρικής θέσεις σε φιλολογικό και γλωσσολογικό επίπεδο. Στο πρώτο υποστήριξε την αυτόνομη ύπαρξη μιας ιθαγενούς καστιλιανικής λογοτεχνίας αγνοώντας τις ευρωπαϊκές συνδέσεις των λογοτεχνικών παραδόσεων της Ιβηρικής με τη δυτική Ευρώπη. Η ισχύς της λογοτεχνίας της, απόδειξη της κατά τον Πιδάλ πολιτισμικής της πυγμής, ήταν αυτή που την οδήγησε στην καθιέρωσή της ως κύρια πολιτική δύναμη της χερσονήσου, επιβάλλοντας τη διάλεκτό της στα εδάφη που ενσωματώθηκαν αρχικά στο βασίλειο κι έπειτα στο στέμμα της .[15] Στο δεύτερο, υποστήριξε την πρωτοκαθεδρία της καστιλιανικής ρομανικής διαλέκτου στη διαδικασία διαμόρφωσης της ισπανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, την ευρύτερη ποικιλία των διαδικασιών που όρισαν τη διαλεκτολογική πραγματικότητα της ισπανικής στην Ιβηρική και περιθωριοποιώντας τη συνδρομή των δύο έτερων πρωτογενών ρομανικών διαλέκτων, της αστουρλεονικής και ναβαροαραγωνικής διαλέκτου, μα και τις επιρροές από τα καταλανικά και τα γαλικιανά σε αυτή. Ως αποτέλεσμα, η διαλεκτολογική εικόνα της Ιβηρικής περιέκλυε το περίφημο καστιλιανικό τρίγωνο, κατά το οποίο η καστιλιανική διάλεκτος εξαφάνισε τις συγγενείς της διαλέκτους στα δυτικά και τα ανατολικά. Σήμερα αντιθέτως η διαλεκτολογία της Ιβηρικής έχει αποδείξει ότι οι επιρροές των αμφότερων «περιθοριοποιημένων» διαλέκτων είναι εμφανείς, διαχωρίζοντας την διαλεκτολογία της Ιβηρικής όχι μόνο σε έναν άξονα βορρά-νότου (που θα ακολουθούσε τις θέσεις της ισπανικής σχολής περί παράλληλης προώθησης των γλωσσών με την χριστιανική ανακατάκτηση) αλλά και σε έναν άλλο, δύσης-ανατολής.[16]
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
- Portoles, J. (1986): Medio siglo de Filología Española. Μαδρίτη: Crítica.
- Φερνάντεθ-Ορδόνιεθ, Ι. (2011): «La lengua de Castilla y la formación del español». Λόγος αποδοχής της στην Βασιλική Ισπανική Ακαδημία.