|
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|29|12|2024}} |
Ο θετικισμός είναι ένα επιστημονικό φιλοσοφικό δόγμα, το οποίο υποστηρίζει, πως μία πρόταση ή ένας φυσικός νόμος είναι αληθής, μόνο όταν είναι λογικά επαληθεύσιμος. Η επαλήθευση θα πρέπει να είναι κατ' ανάγκην έμμεση, δηλαδή μία πρόταση είναι αληθής μόνο αν, συνδυαζόμενη με κάποια άλλη αληθή πρόταση, δίνει αληθή συμπεράσματα. Απορρίπτει καθετί υπερβατικό, απόκρυφες δυνάμεις κ.ά., που θεωρεί ανύπαρκτες και ασύλληπτες από τη νόηση. Ιδρυτής του είναι ο Γάλλος φιλόσοφος Ογκίστ Κοντ (Auguste Comte).
Οι βασικές θέσεις του πρωτογενούς Θετικισμού
1. Κάθε γνώση που αφορά γεγονότα βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία της εμπειρίας, και
2. πέρα από τον κόσμο των γεγονότων υπάρχει ο κόσμος της καθαρής Λογικής και των καθαρών Μαθηματικών.
Οι θετικιστές έγιναν γνωστοί για την απόρριψη της Μεταφυσικής, δηλαδή των εικασιών σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, που πηγαίνουν πέρα από κάθε πιθανό στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει ή να διαψεύσει τέτοιες «υπερβατικές» αξιώσεις.
Ο θετικισμός ως δόγμα απορρίπτει καθετί υπερβατικό, όπως άλλωστε και τις απόκρυφες δυνάμεις ή αιτίες, τις οποίες και θεωρεί ουσιαστικά ανύπαρκτες ή ασύλληπτες για την ανθρώπινη νόηση. Είναι γεγονός ότι ο θετικισμός, ως μοναδική γνωσιολογική περιοχή θεωρεί την εμπειρία – τα θετικά γεγονότα -, ενώ περιορίζει την αποστολή όλων των επιστημών μόνο στην αναγνώριση και καταγραφή – και όχι στην ερμηνεία των γεγονότων και των φαινομένων. Ουσιαστικά, ο θετικισμός υποστηρίζει ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στην εμπειρία και έτσι να γνωρίζουμε μόνο τα αντικείμενα των φυσικών επιστημών.[1]
Πράγματι, οι θετικιστές πιστεύουν στον εμπειρισμό, στην ιδέα δηλαδή ότι η παρατήρηση και η μέτρηση αποτελούν τον πυρήνα της κάθε επιστημονικής προσπάθειας. Παράλληλα θεωρούν ότι το πείραμα – δηλαδή η προσπάθεια να γίνουν διακριτοί οι φυσικοί νόμοι μέσω άμεσων χειρισμών και παρατηρήσεων – είναι η βάση κάθε επιστημονικής μεθόδου. Έτσι, με αυτές τις θέσεις του, η θετική υπηρεσία που προσέφερε ο θετικισμός στην επιστήμη ήταν η απομάκρυνση από μια άγονη θεωρητικολογία και η στροφή στην έρευνα των γεγονότων, βασισμένη στην εμπειρία, στην παρατήρηση, στο πείραμα και στα Μαθηματικά.
Ο θετικισμός ως φιλοσοφική θεωρία είναι πολύ κοντά στη Φυσική, αφού σαν απόλυτο δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο παρά μόνο ένα, την αρχή ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο, μια άποψη που είναι δόγμα για τις απόψεις της σύγχρονης Φυσικής και Αστροφυσικής. Ο θετικισμός, ως κύρια συνιστώσα της φυσικής σκέψης, είναι: λαϊκός, εγκόσμιος, αντιθεολογικός και αντιμεταφυσικός – απόρριψη της Μεταφυσικής -, με αυστηρή εμμονή στη μαρτυρία της παρατήρησης και της εμπειρίας – γνώση και πείραμα.
Τελικά ο θετικισμός, απορρίπτοντας τη Μεταφυσική, βοήθησε να ξεπεραστούν προκαταλήψεις του παρελθόντος και προώθησε την ανάπτυξη της λογικής φυσικής σκέψης. Σε μια θετικιστική θέαση του κόσμου, η επιστήμη θεωρείται ο τρόπος, με τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια και να κατανοήσουμε τον κόσμο όσο το δυνατόν καλύτερα, ούτως ώστε να καταφέρουμε είτε να τον προβλέψουμε, είτε να τον ελέγξουμε.
Ιστορική πορεία του θετικισμού
Στην αρχαία Φιλοσοφία υπάρχουν σαφή προμηνύματα του Θετικισμού. Μολονότι η σχέση του Πρωταγόρα, σοφιστή του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη μετέπειτα θετικιστική σκέψη ήταν μάλλον απόμακρη, ωστόσο υπήρξε μια πολύ πιο έντονη ομοιότητα με τον κλασικό σκεπτικό φιλόσοφο Σέξτο Εμπειρικό (3ος μ.Χ. αιώνας), ενώ αιώνες αργότερα ο νομιναλιστής φιλόσοφος του Μεσαίωνα Γουλιέλμος του Όκαμ (William of Ockham, 1300-1349) είχε σαφή συνάφεια με τον σύγχρονο Θετικισμό.
Ο Γάλλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού Πιερ Μπαιλ (Pierre Bayle, 1647-1706), μέσω του έργου του Σύστημα της Φιλοσοφίας (Systeme de la philosophie), έδωσε κάποια ώθηση στη διδασκαλία θετικιστικών απόψεων, ενώ στη συνέχεια ο Γερμανός φυσικός και λόγιος Γκέοργκ Κριστόφ Λίχτενμπεργκ (Georg Christoph Lichtenberg, 1742-1799) είχε πολλά κοινά με τη θετικιστική αντιμεταφυσική του 19ου αιώνα.
Ο Θετικισμός είχε τις βαθύτερες ρίζες του στον γαλλικό Διαφωτισμό, που τόνιζε ιδιαίτερα το καθαρό φως της Λογικής, όπως και στον βρετανικό εμπειρισμό του 18ου αιώνα, ιδιαιτέρως στον εμπειρισμό του Ντέιβιντ Χιουμ και του Τζορτζ Μπέρκλεϊ που τόνιζαν τον ρόλο της αισθητηριακής εμπειρίας (αισθήσεις – αισθητήριο).
Είναι γεγονός ότι ο Ογκίστ Κοντ (Auguste Comte), ο εισηγητής του Θετικισμού, επηρεάστηκε απόλυτα από τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές του Διαφωτισμού, όπως τον Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot), τον Ζαν ντ’ Αλαμπέρ (Jean d’Alambert) και τον Κλωντ Ανρί (Claude Henri), κόμη του Saint Simon, ιδρυτή του γαλλικού σοσιαλισμού, του οποίου ο Κοντ υπήρξε μαθητής και οπαδός στη νεαρή ηλικία του.
Νεοθετικισμός
Η πρώτη γενιά των Βιεννέζων θετικιστών του 20ού αιώνα άρχισε τις δραστηριότητες της γύρω στο 1907. Από αυτούς ξεχώρισαν ένας φυσικός, ο Φίλιπ Φρανκ (Philipp Frank), οι μαθηματικοί Χανς Χαν (Hans Hahn) και Ρίχαρντ φον Μίζες (Richard von Mises), καθώς και ο οικονομολόγος-κοινωνιολόγος Όττο Νόυρατ (Otto Neurath).
Εξίσου σημαντική υπήρξε και η συμβολή μερικών διαπρεπών διανοητών, που ήταν ταυτόχρονα μαθηματικοί και φιλόσοφοι, όπως: ο Μπέρναρντ Ρίμαν (Georg Friedrich Bernhard Riemann), εισηγητής μιας μη Ευκλείδειας Γεωμετρίας, ο Χέρμαν φον Χέλμχολτς (Hermann von HelmhoJtz), πρωτοπόρος σ’ ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων, ο Λούντβιχ Μπόλτσμαν (Ludwig Boltzmann), σπουδαίος φυσικός και πρωτοπόρος ερευνητής της Στατιστικής Μηχανικής, ο Ανρί Πουανκαρέ (Henri Poincare), ο οποίος διέπρεψε τόσο στα Μαθηματικά, όσο και στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, και ο Ντάβιντ Χίλμπερτ (David Hilbert), που διακρίθηκε στην τυπολογία των Μαθηματικών.
Μεγαλύτερη σημασία είχε πάντως η επίδραση του Άλμπερτ Αϊνστάιν και των τριών μεγαλύτερων εκπροσώπων της μαθηματικής Λογικής στα τελευταία εκατό χρόνια, του πρωτοπόρου Γερμανού μαθηματικού Γκότλοπ Φρέγκε (Gottlob Frege) και των Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russell) και Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ (Alfred North Whitehead), συγγραφέων του μνημειακού έργου Principia Mathematica (δημοσιεύτηκε σε τρεις τόμους το 1910, το 1912 και το 1913), μέσω του οποίου προσπάθησαν να εξαγάγουν όλα τα Μαθηματικά από την καθαρή Λογική.
Ο Θετικισμός επηρέασε τον Άγγλο φιλόσοφο του 19ου αιώνα Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill) -λογικό φιλόσοφο και οικονομολόγο- τόσο, ώστε να θεωρείται ένας από τους εξέχοντες θετικιστές του αιώνα του. Στο έργο του Σύστημα της Λογικής (System of Logic, 1843), ο Μιλ ανέπτυξε μια εμπειριστική θεωρία της γνώσης και του επιστημονικού συλλογισμού με βάση τις εμπειρικές, όπως έλεγε, επιστήμες – δηλαδή, τη Λογική και τα Μαθηματικά.
Ακόμη και ο Βρετανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ, (Herbert Spencer, 1820-1903), ο εισηγητής τόσο της θεωρίας του «ακατάληπτου», όσο και της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου στην Ηθική και την Κοινωνιολογία, θεωρείται υπέρμαχος του εν γένει θετικιστικού προσανατολισμού. Ο Σπένσερ πίστευε, ότι η Φιλοσοφία είναι τελείως ενοποιημένη γνώση. Έτσι, ταύτισε τις απόψεις του με τις θέσεις του Θετικισμού, ότι η Φιλοσοφία είναι ένα γενικό σύστημα αντιλήψεων -μια καθολική επιστήμη- και όχι η αναζήτηση του απολύτου, της προέλευσης και του σκοπού του κόσμου. Τέτοια προβλήματα δεν έχουν νόημα και δεν υφίστανται για τον Θετικισμό.
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
- Geymonat, Ludovico, «Ὁ Θετικισμός » , Οὐτοπία, 29 (1998), σσ. 151-156
Εξωτερικοί σύνδεσμοι