Ο Οίκος των Μπάτορυ, πολων.: Báthory ήταν μια παλιά και ισχυρή ουγγρική ευγενής οικογένεια της φυλής Γκουτκέλεντ. Η οικογένεια είχε σημαντική επιρροή στην Κεντρική Ευρώπη κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, κατέχοντας υψηλές στρατιωτικές, διοικητικές και εκκλησιαστικές θέσεις στο βασίλειο της Ουγγαρίας. Στην πρώιμη σύγχρονη περίοδο, η οικογένεια παρήγαγε αρκετούς πρίγκιπες της Τρανσυλβανίας, έναν βασιλιά της Πολωνίας και έναν μεγάλο δούκα της Λιθουανίας (τον Στέφανο Μπάτορυ). [1]
Προέλευση
Η οικογένεια Μπάτορυ ανήκε στους Gutkeled, μια φυλή Ούγγρων ευγενών, η οποία κατάγεται από τους Σουηβούς αδελφούς Gut και Kelad, οι οποίοι μετανάστευσαν στην Ουγγαρία από το κάστρο Στοφ (πιθανώς Στάουφεν ιμ Μπράισγκαου ή Χοενστάουφεν στη Βυρτεμβέργη) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πιέτρο της Ουγγαρίας (βασ. 1038–1046), που ήταν εν μέρει βενετικής καταγωγής. [2]
Το 1279 ο βασιλιάς Λαδίσλαος Δ' της Ουγγαρίας αντάμειψε τον αδελφό τού Ανδρέα, τον Χόντο και τους γιους του Ανδρέα, τους Γεώργιο (απεβ. 1307), Βενέδικτο (απεβ. 1321) και Μπρίτσιο (απεβ. 1322) για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες παραχωρώντας τους το Μπάτορ (Bátor) στην κομητεία Σαμπόλτς (Szabolcs). Το Μπάτορ ήταν η ιδιοκτησία του Βάιντα, γιου του Λάνγκος, ο οποίος είχε νυμφευτεί μία συγγενή του Aνδρέα, αλλά απεβίωσε χωρίς απογόνους.
Το 1310 το Μπάτορ περιήλθε στην αποκλειστική κατοχή του Μπρίτσιους, όταν κατέληξε σε συμφωνία με τον ανιψιό του Mιχαήλ και τον εξάδελφό του Βιντ να μοιράσουν τις κοινές κτήσεις. Μετά από αυτό, ο Μπρίτσιους και οι απόγονοί του ονόμασαν τούς εαυτούς τους Μπάτορυ, δηλαδή «του Μπάτορυ».
Κλάδοι
Η οικογένεια χωρίστηκε σε δύο μεγάλους κλάδους, οι οποίοι κατάγονταν από τους γιους και τους εγγονούς του Μπρίτσιου:
Ο μεγαλύτερος κλάδος της οικογένειας, οι Μπάτορυ του Σομλυό (Somlyó), κατάγονταν από τον Ιωάννη κόμη του Σατμάρ (Szatmár), τον πρωτότοκο γιο του Μπρίτσιου, μέσω του μεγαλύτερου γιου εκείνου Λαδίσλαο (απεβ. το 1373). Ο Λαδίσλαος, κόμης του Σαμπόλτς, νυμφεύτηκε την Άννα Μέγκυεσι και έλαβε το Σομλυό ως προίκα. Ο μικρότερος αδελφός του Λαδίσλαου, Γεώργιος Β' είναι ο πρόγονος της οικογένειας Σιμόλιν (Simolin), που αργότερα ονομάστηκε Μπάτορυ του Σιμόλιν (βλ. παρακάτω). Μία περαιτέρω διαίρεση σημειώθηκε κάτω από τα δισέγγονα του Λαδίσλαου (το δεύτερο μισό του 15ου αι.): ο Ιωάννης και ο Στέφανος εγκατέλειψαν το όνομα Μπάτορυ και ίδρυσαν την οικογένεια Σανισλόφι (Szaniszlófi), ενώ ο Nικόλαος συνέχισε τον κλάδο Σομλυό.
Ο νεότερος κλάδος της οικογένειας, οι Μπάτορυ του Έτσεντ (Ecsed), κατάγονταν από τον Λουκά, τον μικρότερο γιο του Mπρίτσιου. Ο Λουκάς κατείχε μεγάλες ιδιοκτησίες στο Σατμάρ (Szatmár) και του δόθηκε από τον βασιλιά Κάρολο Α΄ της Ουγγαρίας η κυριότητα του Έτσεντ, όπου έκτισε το κάστρο που ονομάζεται Χούσεγκ (Hűség, πιστότητα). Αυτός ο κλάδος, δεδομένου ότι διατήρησαν την κατοχή του Μπάτορ, μερικές φορές ονομάζεται Μπάτορ ή, ως ο νεότερος κλάδος, Νύιρμπατορ (Nyírbátor, Νέος Μπάτορυ). [3]
Θρύλος και οικόσημα
Μία θρυλική αφήγηση, που τοποθετεί την καταγωγή των Μπάτορυ το έτος 900 (πριν από την έλευση της φυλής Γκουτκέλεντ), αφηγείται, πώς ένας θεοσεβούμενος πολεμιστής ονόματι Βίτους (Vitus, ο συνονόματος ενός μέλους της πρώτης γενιάς της φυλής Γκουτκέλεντ) ξεκίνησε να πολεμήσει έναν δράκο, που κρυβόταν στους βάλτους δίπλα στο κάστρο του Έτσεντ (στην πραγματικότητα κτίστηκε μόνο στον 14ο αι.) και παρενοχλούσε την ύπαιθρο. Ο Βίτος τον σκότωσε με τρεις πλήξεις της λόγχης του, και ως ανταμοιβή έλαβε το κάστρο. Οι ευγνώμονες άνθρωποι τον τίμησαν με τα ονόματα Μπάτορυ, που σημαίνει «καλός ήρωας» και μεγαλόψυχος (animus magnanimus). Στα ουγγρικά η λέξη bátor σημαίνει «γενναίος».
Το οικόσημο των Μπάτορυ, που δόθηκε το 1325 στους γιους του Μπρίτσιου, ήταν διαμορφωμένο σε σχέση με αυτόν τον μύθο: τρία οριζόντια τοποθετημένα δόντια, που περιβάλλονται από έναν δράκο που δαγκώνει την ουρά του: ο γύρω δράκος είναι το έμβλημα του Τάγματος των Δράκοντος.
Περαιτέρω ιστορία
Ο κλάδος Έτσεντ αναδείχθηκε για πρώτη φορά με τους γιους τού εγγονού του Λουκά, Ιωάννη Ε'. Ο μεγαλύτερος γιος του Βαρθολομαίος Α' έπεσε το 1432 πολεμώντας ενάντια στους Χουσίτες. Ο δεύτερος γιος, ο Στέφανος Γ' έγινε παλατινός [κόμης] της Ουγγαρίας και το 1444 έπεσε στη μάχη της Βάρνας ως σημαιοφόρος του Βλαδίσλαου Γ΄, βασιλιά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Είχε επίσης λάβει το κάστρο Μπούιακ (Bujak) από τον Αλβέρτο Β΄ των Αψβούργων βασιλιά της Γερμανίας.
Από τους έξι γιους του Στεφάνου, ο Λαδίσλαος Ε' (απεβ. 1474) ήταν ο ανώτατος κόμης των κομητειών Σατμάρ και Zαράντ, ενώ ο δεύτερος, ο Ανδρέας Γ' (απεβ. 1495) επιβεβαιώθηκε ότι κατείχε το Μπούιακ. Ο τρίτος γιος, ο Στέφανος Ε' (απεβ. 1493) διέπρεψε ως στρατιωτικός διοικητής και έγινε βοεβόδας της Τρανσυλβανίας, ο πρώτος από μια μακρά σειρά ηγεμόνων Μπάτορυ αυτής της χώρας.
Ο νεότερος γιος, ο Νικόλαος Γ' (απεβ. 1506), επίσκοπος πρώτα της Συρμίας και μετά το 1474 του Βακ (Vác), διέπρεψε ως λόγιος της Αναγέννησης, και υπηρέτησε ως σύμβουλος του βασιλιά Ματθία Κορβίνου της Ουγγαρίας.
Ο Στέφανος Ζ΄ (γιος του Ανδρέα Γ΄) αποδείχθηκε αρχικά κόμης του Τεμεσβάρ, και το 1519 εξελέγη παλατινός [κόμης] της Ουγγαρίας, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει την αντίθεση των ευγενών. Το 1526 πολέμησε στην καταστροφική μάχη του Μόχατς κατά των Οθωμανών, στην οποία έπεσε ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β' της Ουγγαρίας.
Μετά τη σκληρή και άγρια μάχη, η Ουγγαρία διχάστηκε από τη σύγκρουση μεταξύ των αντίπαλων βασιλικών αξιώσεων. Οι δύο κλάδοι της οικογένειας τοποθετήθηκαν στις αντίπαλες πλευρές της σύγκρουσης. Ο κλάδος του Έτσεντ τάχθηκε συνήθως στο πλευρό των Αψβούργων: ο Στέφανος Ζ', ο οποίος είχε διαφύγει από τη μάχη, κατέφυγε με τη χήρα του Λουδοβίκου στο Ποζόνυ (τώρα Μπρατισλάβα), όπου οργάνωσε την εκλογή του Φερδινάνδου Α΄ της Αυστρίας ως βασιλιά της Ουγγαρίας. Στη δεκαετία του 1550, όταν ο Φερδινάνδος κέρδισε για λίγο τον έλεγχο της Τρανσυλβανίας το 1551, τοποθέτησε τον ανιψιό του Στέφανου, Μποναβεντούρα ως υποδιοικητή του για να κυβερνήσει τη χώρα.
Ο κλάδος Σομλυό, από την άλλη πλευρά, υποστήριξε τον Ιωάννη Ζάπολυα, τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος της ουγγρικής αριστοκρατίας είχε εκλέξει βασιλιά. Ο Ζάπολυα διόρισε τον Στέφανο Η΄ βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, την οποία κυβέρνησε μέχρι το τέλος του το 1534. Αργότερα, το συμφέρον των Zάπολυα εκπροσωπήθηκε στην Αυλή των Αψβούργων από τον γιο του βοεβόδα, τον Στέφανο Θ΄ Μπάτορυ, ο οποίος μετά έγινε πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας και βασιλιάς της Πολωνίας.
Εντυπωσιασμένος από τον Στέφανο, ο Γεώργιος ΣΤ΄ Μπάτορυ, του κλάδου Έτσεντ, πείστηκε να αλλάξει την πίστη του από τους Αψβούργους στον Ζάπολυα, για το οποίο ο βασιλιάς των Αψβούργων του στέρησε το κάστρο του Μπούιακ. Ο Γεώργιος ενίσχυσε τη συμμαχία του με τον Στέφανο νυμφευόμενος την αδελφή εκείνου Άννα, ενώνοντας τους κλάδους. Η Άννα Μπάτορυ ήταν η χήρα του τελευταίου απόγονου της οικογένειας Ντράγκφι και ο Γεώργιος κατέλαβε τώρα τα κάστρα των Ντράγκφι. Δεδομένου ότι οι ιδιοκτησίες Ντράγκφι ήταν υποτελή στο στέμμα, οι Αψβούργοι ανάγκασαν τον Γεώργιο να παραδώσει τα κάστρα, και να αποσυρθεί στην Τσίτσβα στην κομητεία Ζεμπλέν.
Ο Γεώργιος και η Άννα Μπάτορυ έκαναν το πιο διαβόητο μέλος της οικογένειας, την Eλισάβετ, μια χήρα κόμισσα που τελικά δικάστηκε, και κρίθηκε ένοχη σε μια θεαματική δίκη για τη δολοφονία εκατοντάδων νεαρών αγροτισσών κατά τη διάρκεια είκοσι ετών. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη σε ένα από τα κάστρα Μπάτορυ. Σύμφωνα με τις απόψεις της πλειοψηφίας των ιστορικών, θρύλοι όπως το μπάνιο της στο αίμα των νεαρών γυναικών βασίστηκαν σε μεταγενέστερες φήμες. Οι ίδιες οι κατηγορίες ήταν πιθανότατα ψευδείς, προσποιητές για να της κλέψουν τα εδάφη της. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει, ότι αυτή έγινε μια από τις επιρροές του Μπραμ Στόκερ για τη συγγραφή του μυθιστορήματος Δράκουλας, αλλά τα στοιχεία που το υποστηρίζουν είναι ελάχιστα.
Αξιόλογα μέλη του κλάδου Σομλυό
Στέφανος Η΄ (1477–1534), βοεβόδας της Τρανσυλβανίας.
Στέφανος Θ΄ (1533–1586), νεότερος γιος του Στεφάνου Η΄, βοεβόδας (και αργότερα πρίγκιπας) της Τρανσυλβανίας και βασιλιάς της Πολωνίας και μεγάλος δούκας της Λιθουανίας.
Χριστόφορος (1530–1581), γιος του Στέφανου του Σομλυό και μεγαλύτερος αδελφός του βασιλιά της Πολωνίας, διοικούσε την Τρανσυλβανία ως βοεβόδας κατά την απουσία του αδελφού του.
Σιγισμούνδος (1572–1613), γιος του Χριστόφορου, πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας.
Aνδρέας (1562/63–1599) καρδινάλιος, εξάδελφος του Σιγισμούνδου, πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας, μεγάλου μαγίστρου του Τάγματος του Δράκου.
Βαλτάσαρ, αδελφός του προηγουμένου, σύμβουλος του ανήλικου Σιγισμούνδου.
Γαβριήλ (1589–1613), γιος του προηγουμένου, πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας.
Σοφία (απεβ. το 1680), ανιψιά του Γαβριήλ, παντρεύτηκε τον Γεώργιο Β΄ Ράκοτσι ενώνοντας τις οικογένειες των Μπάτορυ και των Ράκοτσι. Υποστήριξε την Αντιμεταρρύθμιση.
Αξιόλογα μέλη του κλάδου 'Ετσεντ
Στέφανος Γ΄ (απεβ. το 1444), παλατινός της Ουγγαρίας.
Στέφανος Ε΄ (απεβ. το 1493), Βοεβόδας της Τρανσυλβανίας
Βαρβάρα, κόρη του Aνδρέα Γ΄, παντρεύτηκε τον παλατινό Εμέρικο του Περέν.
Γεώργιος Ε΄, γιος του Aνδρέα Γ΄, agazonum regalium magister (κύριος των βασιλικών αποθηκών), ανώτατος κόμης του Σούμεγκ.
Στέφανος Ζ΄ (απεβ. το 1530), γιος του Aνδρέα Γ΄, Ούγγρος διοικητής, παλατινός της Ουγγαρίας.
Ανδρέας Δ΄, γιος του Aνδρέα Γ΄, μπαν του Βελιγραδίου, ανώτατος κόμης του Σατμάρ, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη του Ρόζγκον, κάτι που του έφερε τα κάστρα Σίτσβα, Τσερέπ, Ρόζγκον και Tόρα.
Μποναβεντούρα (ονομαζόταν επίσης Aνδρέας από τους στρατιώτες του) (απεβ. 1566), πρωτότοκος γιος του Aνδρέα Δ΄, ανώτατου κόμη του Σατμάρ και Σάμπολτς, αργότερα tabernicorum regalium magister (κύριος των βασιλικών καταστημάτων) και βασιλικός δικαστής. Νυμφεύτηκε δύο φορές χωρίς να έχει απογόνους.
Νικόλαος ΣΤ΄ (απεβ. το 1585), γιος του Ανδρέα Δ', βασιλικός δικαστής, περιγράφεται ως "άνθρωπος με σπάνια εντιμότητα, ισχυρός σε ιδιοκτησίες και επιρροή ανατολικά του ποταμού Tέις", απεβίωσε μετά από πτώση από άμαξα.
Γεώργιος ΣΤ΄, γιος του Aνδρέα Δ΄, στράφηκε εναντίον των Αψβούργων. Πατέρας της Ελισάβετ Μπάτορυ.
Στέφανος ΙΒ΄ (απεβ. το 1605), γιος του Γεωργίου ΣΤ΄, βασιλικού δικαστή στις κομητείες Σούμεγκ και Σατμάρ, και ανώτατος κόμης του Σάμπολτς, άνοιξε τις πόρτες του κάστρου του Έτσεντ στον Στέφεν Μπότσκαϊ στην εξέγερσή του κατά των Αψβούργων, απεβίωσε λίγο αργότερα.
Γαβριήλ, ο μικρότερος αδελφός του Στεφάνου ΙΒ΄, ήταν το τελευταίο άρρεν μέλος του κλάδου Έτσεντ. Δεν είναι σαφές εάν απεβίωσε πριν ή μετά τις αδελφές του Ελισάβετ και Σοφία.
Eλισάβετ (απεβ. το 1614), κόρη του Γεωργίου ΣΤ΄ και μέσω τής μητέρας της, ανιψιά του βασιλιά Στεφάνου Μπάτορυ της Πολωνίας. Γόνος τόσο του κλάδου Έτσεντ όσο και του Σομλυό του Οίκου των Μπάτορυ. Έγινε σύζυγος του Φέρεντς Νάντασντυ, και μετά το τέλος του, ο πλούτος και οι ιδιοκτησίες κληρονομήθηκαν από αυτήν.
Μπάτορυ του Σιμόλιν
Ένας άλλος κλάδος της οικογένειας είναι η οικογένεια Μπάτορυ του Σιμόλιν, η οποία πήρε το όνομά της από το κτήμα τους Simony (ή Simolin). Κατάγονταν από τον Γεώργιο Β', τον νεότερο γιο του Ιωάννη Α', μέσω του εγγονού τού Γεωργίου, Μιχαήλ. Τον 15ο αι. οι αδελφοί του Μιχαήλ, Γεώργιος και Λαδίσλαος, που απεβίωσαν και οι δύο χωρίς απογόνους, είχαν πωλήσει την κληρονομιά τους στον τότε επικεφαλής του κλάδου του Σομλυό, Νικόλαο. Η οικογένεια Σιμόλιν διέθετε μεγάλες ιδιοκτησίες στην Πρωσία και την Κουρλάνδη, και τα μέλη υπηρέτησαν τις Ρωσίδες Αυτοκράτειρες Ελισάβετ και Αικατερίνη Β΄ ως διπλωμάτες. Τον 19ο αι., πολύ μετά την εξάλειψη των άλλων κλάδων, η οικογένεια διεκδίκησε το όνομα και τον τίτλο των κομήτων Μπάτορυ, καθώς ο πρόγονός τους Μιχαήλ δεν είχε ποτέ συναινέσει στην πώληση που διεξήγαγαν τα αδέλφια του, και το 1852 η ρωσική κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της αξίωσής της.
↑Simon Kezai, Lázló Veszprémy, Frank Schaer (ed.), Gesta Hungarorum: The Deeds of the Hungarians (Central European Medieval Texts). Central European University Press, 1999. (ISBN963-9116-31-9)
↑Moritz Wertner, "Urgeschlechter in Siebenbürgen.", in Archiv des Vereins für siebenbürgische Landeskunde. Neue Folge, Bd. 29, Heft 1 (1899), Hermannstadt 1899, pp. 156-235 - also excerpted in Farin, Heroine des Grauens, p. 356-358.
Πηγές
Craft, Kimberly, "Infamous Lady: The True Story of Countess Erzsébet Báthory." (2009). (ISBN1-4495-1344-1).
Farin, Michael, Heroine des Grauens. Elisabeth Báthory. Munich: P. Kirchheim, 2003. (ISBN3-87410-038-3).
Wertner, Moritz, "Urgeschlechter in Siebenbürgen.", in Archiv des Vereins für siebenbürgische Landeskunde. Neue Folge, Bd. 29, Heft 1 (1899), Hermannstadt 1899, pp. 156–235.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Báthory family στο Wikimedia Commons