Ο Ντάντλεϊ Στιούαρτ Τζον Μουρ (αγγλικά: Dudley Stuart John Moore19 Απριλίου 1935 – 27 Μαρτίου 2002) ήταν Άγγλος ηθοποιός, κωμικός, συνθέτης και μουσικός. Ο Μουρ πρωτοεμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως ηγετική φυσιογνωμία της βρετανικής σάτιρας της δεκαετίας του 1960, κατά την άνθησή της. Ήταν από το 1960 ένας από τους τέσσερις συγγραφείς-ερμηνευτές της κωμικής επιθεώρησης Beyond the Fringe, που δημιούργησε έκρηξη στη σατιρική κωμωδία. Με ένα μέλος αυτής της ομάδας, τον Πίτερ Κουκ, συνεργάστηκε στην τηλεοπτική σειρά του BBCNot Only... But Also. [9] Έλαβαν από κοινού το 1966 το τηλεοπτικό βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας για την Καλύτερη Ψυχαγωγική Παράσταση. Εργάστηκαν μαζί σε άλλα έργα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οπότε ο Μουρ μετακόμισε μόνιμα στο Λος Άντζελες για να επικεντρωθεί στην κινηματογραφική του καριέρα.
Η καριέρα του Μουρ ως ηθοποιού κινηματογραφικών κωμωδιών σημαδεύτηκε από επιτυχίες, ιδιαίτερα το Εφτά αμαρτήματα (1967, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον Κουκ) και τις παραγωγές του ΧόλιγουντΠαιχνίδι για δολοφόνους (Foul Play, 1978), Δέκα (1979) και Άρθουρ (Arthur, 1981). Για το Άρθουρ, ο Μουρ ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου και κέρδισε Χρυσή Σφαίρα. Έλαβε δεύτερη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στο Και τη μία και την άλλη (Micki + Maude, 1984).
Τα πρώτα χρόνια
Ο Μουρ γεννήθηκε στο κέντρο του Λονδίνου. Ήταν γιος της Έιντα Φράνσις (το γένος Χιουζ), γραμματέως, και του Τζον Μουρ, ηλεκτρολόγου σιδηροδρόμων από τη Γλασκώβη. [10] Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή, την Μπάρμπαρα. [11] Ο Μουρ μεγάλωσε στο Ντάγκεναμ του Έσεξ. Ήταν κοντός (1,57 μ.) και είχε ραιβοποδία, που απαιτούσε εκτεταμένη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Ο Μουρ τραγουδούσε σε χορωδία από την ηλικία των έξι ετών. Σε ηλικία 11 ετών κέρδισε μια υποτροφία στο Guildhall School of Music, όπου ασχολήθηκε με το τσέμπαλο, το εκκλησιαστικό όργανο, το βιολί, τη μουσική θεωρία και τη σύνθεση. [12] Εξελίχθηκε γρήγορα σε εξαιρετικά ταλαντούχο πιανίστα και οργανίστα και έπαιζε σε τοπικούς θρησκευτικούς γάμους μέχρι την ηλικία των 14 ετών. Παρακολούθησε το γυμνάσιο της κομητείας Ντάγκεναμ όπου έλαβε μουσική υποτροφία από τον Πίτερ Κορκ (1926-2012), ο οποίος τον βοήθησε να λάβει μουσική υποτροφία στην Οξφόρδη. [13] Ο Μουρ διατήρησε επαφή με τον Κορκ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και οι επιστολές του προς αυτόν δημοσιεύτηκαν το 2006. [14]
Ο Μουρ κέρδισε μια υποτροφία για εκκλησιαστικό όργανο στο Κολλέγιο Μώντλιν της Οξφόρδης.[12][15] Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών του χρόνων, ο Μουρ ανέπτυξε αγάπη για τη μουσική τζαζ και έγινε καταξιωμένος πιανίστας και συνθέτης τζαζ.
Καριέρα
Beyond the Fringe
Ο Τζον Μπάσετ, απόφοιτος του Wadham College της Οξφόρδης, σύστησε τον Μουρ, με τον οποίο έπαιζε μαζί τζαζ, στον παραγωγό Ρόμπερτ Πόνσομπι, ο οποίος έφτιαχνε μια κωμική επιθεώρηση με τίτλο Beyond the Fringe. Ο Μπάσετ επέλεξε και τον Τζόναθαν Μίλερ. Στη συνέχεια, ο Μουρ σύστησε τον Άλαν Μπένετ, ο οποίος με τη σειρά του πρότεινε τον Πίτερ Κουκ.
Το Beyond the Fringe ήταν στην πρώτη γραμμή της βρετανικής σάτιρας της δεκαετίας στη δεκαετία του 1960, αν και οι αρχικές εκπομπές της σειράς στο Εδιμβούργο και τις επαρχίες το 1960 είχαν χλιαρή ανταπόκριση. Όταν η επιθεώρηση μεταφέρθηκε στο Fortune Theatre του Λονδίνου, έκανε αίσθηση. [16] Στην παράσταση χρησιμοποιούνταν και μουσική του Ντάντλεϊ Μουρ, όπως μια διασκευή του Εμβατηρίου του συνταγματάρχη Μπόγκεϊ σε στιλ Μπετόβεν, την οποία ο Μουρ φαίνεται να μην μπορεί να ολοκληρώσει.
Το 1962 η παράσταση μεταφέρθηκε στο John Golden Theatre της Νέας Υόρκης, με το αρχικό της καστ. Ο πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι παρακολούθησε μια παράσταση στις 10 Φεβρουαρίου 1963. Η παράσταση συνεχίστηκε στη Νέα Υόρκη μέχρι το 1964.
Συνεργασία με τον Πίτερ Κουκ
Όταν ο Μουρ επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, του προσφέρθηκε η δική του σειρά στο BBC με τίτλο Not Only... But Also (1965, 1966, 1970). Η σειρά ήταν ειδική παραγγελία για τον Μουρ, αλλά όταν εκείνος έφερε τον Πίτερ Κουκ ως καλεσμένο, η συνεργασία τους στην κωμωδία ήταν τόσο αξιοσημείωτη που έγινε μόνιμο στοιχείο της σειράς. Ο Κουκ και ο Μουρ μνημονεύονται περισσότερο για τα σκετς τους ως Πιτ και Νταντ, δύο άντρες της εργατικής τάξης που σχολιάζουν την πολιτική και τις τέχνες.
Το ντουέτο ανέπτυξε μια ανορθόδοξη μέθοδο για τη συγργαφή του σεναρίου, χρησιμοποιώντας μαγνητόφωνο για να μαγνητοφωνήσει μια σειρά από αυτοσχεδιασμούς, που στη συνέχεια μετέγραφαν και επεξεργάζονταν. Αυτό δεν άφηνε αρκετό χρόνο για να μάθουν καλά το σενάριο, έτσι συχνά χρησιμοποιούσαν κάρτες. Καθώς τα Τα προγράμματα έβγαιναν συχνά ζωντανά, ο Κουκ έκανε τον Μουρ επίτηδες να γελάει για να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη αντίδραση από το ζωντανό κοινό στο στούντιο. Το BBC διέγραψε μεγάλο μέρος της σειράς, αν και κάποια αρχεία ήχου (τα οποία εκδόθηκαν σε δίσκο LP) έχουν διασωθεί. Το 1968 ο Κουκ και ο Μουρ πήγαν για λίγο στο κανάλι ATV για τέσσερις εκπομπές διάρκειας μιας ώρας με τίτλο Goodbye Again. Ωστόσο, αυτά δεν έτυχαν τόσο θετικής αποδοχής.
Στον κινηματογράφο, ο Μουρ και ο Κουκ εμφανίστηκαν στη βρετανική κωμωδία του 1966 13.000.000 δολάρια ζητούν κληρονόμο (The Wrong Box), πριν συνυπογράψουν συμβόλαιο και συμπρωταγωνιστήσουν στα Εφτά αμαρτήματα (1967). [17] Με φόντο στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1960, το Εφτά αμαρτήματα σκηνοθετήθηκε από τον Στάνελϊ Ντόνεν. Το ντουέτο έκλεισε τη δεκαετία με εμφανίσεις στα Η μεγάλη κούρσα του αιώνος (Monte Carlo or Bust) και The Bed Sitting Room. Το 1968 και το 1969 ο Μουρ ξεκίνησε δύο σόλο κωμωδίες, στον κινηματογράφο με την ταινία 30 is a Dangerous Age, Cynthia και στο θέατρο, σε μια αγγλική μεταφορά του έργου του Γούντι ΆλενΩραίος και σέξι (Play It Again, Sam) στο Λονδίνο.
Στη δεκαετία του 1970, η σχέση μεταξύ του Μουρ και του Κουκ έγινε ολοένα και πιο τεταμένη καθώς ο αλκοολισμός του τελευταίου άρχισε να επηρεάζει τη δουλειά του. Το 1971, ωστόσο, ο Κουκ και ο Μουρ συνδύασαν παλιά τους σκετς μαζί με νέο υλικό για τη δημιουργία της θεατρικής επιθεώρησης Behind the Fridge. Αυτή η παράσταση περιόδευσε στην Αυστραλία το 1972 πριν μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη το 1973, με τίτλο Good Evening. Ο Κουκ εμφανιζόταν συχνά μεθυσμένος εντός και εκτός σκηνής. Ωστόσο, η παράσταση έγινε πολύ δημοφιλής και απέσπασε βραβεία Τόνυ και Γκράμι.
Όταν τελείωσε το Good Evening στο Μπρόντγουεϊ, ο Μουρ παρέμεινε στις ΗΠΑ για να συνεχίσει την κινηματογραφική του καριέρα στο Χόλιγουντ.
Η τελευταία σημαντική εμφάνιση για τη συνεργασία ήταν στο Οι τρελές τρελές περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς (The Hound of the Baskervilles) του 1978, όπου ο Μουρ έπαιξε τον δρα Γουότσον απέναντι στον Σέρλοκ Χολμς του Κουκ, καθώς και τρεις άλλους ρόλους. Έγραψε επίσης τη μουσική της ταινίας. Η ταινία δεν είχε επιτυχία ούτε σε κριτικές ούτε σε εισπράξεις.
Ο Μουρ επηρεάστηκε βαθιά από τον θάνατο του Κουκ το 1995 και για εβδομάδες τηλεφωνούσε τακτικά στο σπίτι του Κουκ στο Λονδίνο, μόνο και μόνο για να ακούσει τη φωνή του φίλου του στον τηλεφωνητή. Ο Μουρ παρευρέθη στο μνημόσυνο του Κουκ στο Λονδίνο, όπου πολλοί παρατήρησαν ότι ο Μουρ συμπεριφερόταν παράξενα και το απέδωσαν στη θλίψη ή το ποτό.
Τον Δεκέμβριο του 2004 ο τηλεοπτικός σταθμός Channel 4 στο Ηνωμένο Βασίλειο μετέδωσε το Not Only But Always, μια τηλεοπτική ταινία που δραματοποιεί τη σχέση μεταξύ του Μουρ και του Κουκ, αν και η κύρια εστίαση ήταν στον Κουκ.
Μουσική
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Μουρ ίδρυσε το Dudley Moore Trio, με τον ντράμερ Κρις Κάραν και τον μπασίστα Πιτ Μαγκέρκ. Μετά την αυτοκτονία του Μαγκέρκ τον Ιούνιο του 1968, εντάχθηκε στην ομάδα ο Πίτερ Μόργκαν ως αντικαταστάτης του. [19]
Οι κύριες μουσικές επιρροές του Μουρ, κατά τα λεγόμενά του, ήταν οι Όσκαρ Πίτερσον και Έρολ Γκάρνερ. Ανάμεσα στις πρώτες ηχογραφήσεις του ήταν τα "My Blue Heaven", "Lysie Does It", "Poova Nova", "Take Your Time", " Indiana", "Sooz Blooz", "Baubles, Bangles & Beads ", "Sad One for George" και "Autumn Leaves". Το τρίο έπαιζε τακτικά στη βρετανική τηλεόραση, έκανε πολυάριθμες ηχογραφήσεις και είχε μακροχρόνια συνεργασία με το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Πίτερ Κουκ στο Λονδίνο, το Establishment.
Ο Μουρ συνέθεσε τα σάουντρακ για τις ταινίες Τα εφτά αμαρτήματα (1967), 30 is a Dangerous Age, Cynthia (1968), Inadmissible Evidence (1968), Οι δύο φίλοι (Staircase, 1969), Οι τρελές τρελές περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς (1978) και Έξι εβδομάδες (Six Weeks, 1982), μεταξύ άλλων.
Προσωπική καριέρα στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τη μουσική
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Μουρ μετακόμισε στο Χόλιγουντ, όπου έπαιξε έναν δεύτερο ρόλο στην επιτυχημένη ταινία Παιχνίδι για δολοφόνους (1978) με τους Γκόλντι Χον και Τσέβι Τσέις. Το επόμενο έτος πήρε πρωταγωνιστικό ρόλο του στο Δέκα του Μπλέικ Έντουαρντς, το οποίο έγινε μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του 1979. Ο Μουρ συνέχισε με την κωμωδία Ένας υπέροχος Μωυσής (Wholly Moses!), η οποία δεν είχε μεγάλη επιτυχία.
Το 1981 ο Μουρ εμφανίστηκε στον ομώνυμο ρόλο της Δική σου... με απιστίακωμωδίας Άρθουρ, που σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία από το Δέκα. Με συμπρωταγωνιστές τη Λάιζα Μινέλι και τον σερ Τζον Γκίλγκουντ, το Άρθουρ ήταν τόσο εμπορικά όσο και κριτικά επιτυχημένο και ο Μουρ κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, ενώ ο Γκίλγκουντ απέσπασε Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για τον ρόλο του ως αυστηρού αλλά συμπονετικού υπηρέτη του Άρθουρ. Ο Μουρ έχασε το Όσκαρ από τον Χένρι Φόντα (που κέρδισε το βραβείο για την ταινία Στη χρυσή λίμνη). Κέρδισε, ωστόσο, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού σε Μιούζικαλ/Κωμωδία.
Οι επόμενες ταινίες του, Έξι εβδομάδες (1982), Lovesick (1983), Romantic Comedy (1983) και Δική σου με απιστία (1984) δεν σημείωσαν παρά μέτρια επιτυχία. Ο Μουρ κέρδισε μία ακόμη Χρυσή Σφαίρα Α' Ανδρικού Ρόλου σε Μιούζικαλ/Κωμωδία το 1984, πρωταγωνιστώντας στην ταινία Και τη μία και την άλλη σε σκηνοθεσία Μπλέικ Έντουαρντς, με συμπρωταγωνίστρια την Έιμι Ίρβινγκ.
Μεταγενέστερες ταινίες, μεταξύ των οποίων η Το δίδυμο της συμφοράς (1984), Σάντα Κλάους, ο Άι Βασίλης (1985), Μικρός πατέρας, μεγάλος γιος (1987), Απένταρος εκατομμυριούχος (1988), συνέχεια του Άρθουρ, Crazy People (1990), Πονηρά ξενοδοχεία (1992) και μια προσαρμογή του Κινγκ Κονγκ για κινούμενα σχέδια, ήταν ασυνεπή όσον αφορά τόσο την κριτική όσο και την εμπορική υποδοχή.
Εκτός από την υποκριτική, ο Μουρ συνέχισε να εργάζεται ως συνθέτης και πιανίστας, γράφοντας μουσική για μια σειρά από ταινίες και δίνοντας συναυλίες πιάνου, οι οποίες περιελάμβαναν δημοφιλείς παρωδίες αγαπημένων του κλασικών έργων.
Το 1991 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Songs Without Words και το 1992 Live From an Aircraft Hangar, ηχογραφημένο στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου.
Συνεργάστηκε με τον μαέστρο σερ Γκέοργκ Σόλτι το 1991 για να δημιουργήσουν την τηλεοπτική σειρά Orchestra! στο Channel 4, που σχεδιάστηκε για να μυήσει το κοινό στη συμφωνική ορχήστρα. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Αμερικανό μαέστρο Μάικλ Τίλσον Τόμας σε μια παρόμοια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Concerto! (1993), επίσης σχεδιασμένη για να εισαγάγει το κοινό στα κονσέρτα κλασικής μουσικής.
Ο Μουρ εμφανίστηκε σε δύο σειρές για το CBS, Dudley (1993) και Daddy's Girls (1994). Ωστόσο, και οι δύο κόπηκαν πριν το τέλος της πορείας τους.
Η Μουρ είχε δώσει συνέντευξη για την εφημερίδα New York Times το 1987 στη μουσικοκριτικό Ρίνα Φρούχτερ, η οποία ήταν καταξιωμένη πιανίστρια, και οι δυο τους έγιναν στενοί φίλοι. Μέχρι το 1995 η κινηματογραφική καριέρα του Μουρ ακολούθησε φθίνουσα πορεία και ο ίδιος δυσκολευόταν να θυμηθεί τις ατάκες του, ένα πρόβλημα που δεν είχε συναντήσει ποτέ στο παρελθόν. Για αυτόν τον λόγο απολύθηκε από την ταινία της Μπάρμπρα ΣτράισαντΟ καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα (The Mirror Has Two Faces). [20] Ωστόσο, οι δυσκολίες του οφείλονταν, στην πραγματικότητα, στην εμφάνιση μιας ασθένειας που τελικά οδήγησε στον θάνατό του. Επιλέγοντας να επικεντρωθεί στο πιάνο, στρατολόγησε τον Φρούχτερ ως καλλιτεχνική συνεργάτιδα. Μαζί έπαιξαν ως ντουέτο στις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Ωστόσο, η ασθένειά του άρχισε σύντομα να γίνεται εμφανής και εκεί, καθώς τα δάχτυλά του δεν τον υπάκουαν πάντα. Περαιτέρω συμπτώματα όπως η μπερδεμένη ομιλία και η απώλεια ισορροπίας παρερμηνεύτηκαν από το κοινό και τα μέσα ενημέρωσης ως ένδειξη μέθης. Ο ίδιος ο Μουρ δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Μετακόμισε στο σπίτι της οικογένειας της Φρούχτερ στο Νιου Τζέρσεϊ και έμεινε εκεί πέντε χρόνια. Ωστόσο, αυτό άσκησε μεγάλη πίεση τόσο στον γάμο της Νιου Τζέρσεϊ όσο και στη φιλία της με τον Μουρ, έτσι αργότερα τον εγκατέστησε στο διπλανό σπίτι.
Εστιατόριο
Ο Τόνι Μπιλ και ο Μουρ άνοιξαν ένα εστιατόριο το 1983 (έκλεισε τον Νοέμβριο του 2000). Το όνομά του ήταν 72 Market Street Oyster Bar and Grill και βρισκόταν στο Βένις του Λος Άντζελες. [21][22]
Προσωπική ζωή
Ο Μουρ παντρεύτηκε και χώρισε τέσσερις φορές: με τις ηθοποιούς Σούζι Κένταλ (15 Ιουνίου 1968 – 15 Σεπτεμβρίου 1972), Τιούσντεϊ Γουέλντ (20 Σεπτεμβρίου 1975 – 18 Ιουλίου 1980, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Πάτρικ στις 26 Φεβρουαρίου 1976), την Μπρόγκαν Λέιν (21 Φεβρουαρίου 1988 – 1991) [23] και τη Νικόλ Ρότσιλντ (16 Απριλίου 1994 – 1998· με την οποία απέκτησε έναν ακόμη γιο, τον Νίκολας, στις 28 Ιουνίου 1995). [24][25][26][27]
Διατηρούσε καλές σχέσεις με τις Κένταλ, Γουέλντ και Λέιν, αλλά απαγόρευσε ρητά στη Ρότσιλντ να παραστεί στην κηδεία του. Την εποχή που έγινε εμφανής η ασθένειά του, περνούσε ένα δύσκολο διαζύγιο από τη Ρότσιλντ ενώ ταυτόχρονα μοιραζόταν ένα σπίτι στο Λος Άντζελες με εκείνη και τον προηγούμενο σύζυγό της. [25]
Ο Μουρ είχε δεσμό με τη Σούζαν Άντον στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την οποία είχαν μεγάλη διαφορά ύψους τους, καθώς εκείνη είχε ύψος 1,80 μ.
Το 1994, ο Μουρ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για ενδοοικογενειακή βία κατά της τότε συντρόφου του, Νικόλ Ρότσιλντ. [28]
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1999, ο Μουρ ανακοίνωσε ότι έπασχε από υπερπυρηνική παράλυση (PSP), μια εκφυλιστική διαταραχή του εγκεφάλου στο τελευταίο στάδιο και σύνδρομο Parkinson plus. Μερικά από τα πρώτα συμπτώματα ήταν τόσο παρόμοια με αυτά της μέθης, που είχε αναφερθεί ότι ήταν μεθυσμένος και ότι η ασθένεια είχε διαγνωστεί νωρίτερα μέσα στο έτος. [29]
Ο Μουρ πέθανε το πρωί της 27ης Μαρτίου 2002 [17] ως αποτέλεσμα πνευμονίας, στο Πλέινφιλντ του Νιου Τζέρσεϊ, σε ηλικία 66 ετών. Η Ρίνα Φρούχτερ του κρατούσε το χέρι όταν πέθανε και ανέφερε ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «Ακούω μουσική παντού γύρω μου». [30][31] Ο Μουρ ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Χίλσαϊντ στο New Jersey. Η Φρούχτερ έγραψε αργότερα ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο για τη σχέση τους με τίτλο Dudley Moore (Ebury Press, 2004).
Φιλμογραφία
Έτος
Πρωτότυπος τίτλος
Ελληνικός τίτλος
Ρόλος
1961
The Third Alibi
πιανίστας
1966
The Wrong Box
13.000.000 δολάρια ζητούν κληρονόμο
Τζον Φίνσμπουρι
1967
Bedazzled
Τα εφτά αμαρτήματα
Στάνλεϊ Μουν
1968
30 Is a Dangerous Age, Cynthia
Ρούπερτ Στριτ
1969
Monte Carlo or Bust!
Η μεγάλη κούρσα του αιώνος
υπολοχαγός Μπάρινγκτον
The Bed Sitting Room
αρχιφύλακας
1972
Alice's Adventures in Wonderland
Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων
ποντικός
1974
'Rameau's Nephew' by Diderot (Thanx to Dennis Young) by Wilma Schoen
Το 1981, ο Μουρ κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Α' Ανδρικού Ρόλου για τον ρόλο του στην ταινία Άρθουρ, για την οποία ήταν επίσης υποψήφιος για Όσκαρ. Τον Νοέμβριο του 2001, ο Μουρ ονομάστηκε Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (CBE). Παρά την επιδείνωση της κατάστασής του, παρευρέθηκε με αμαξίδιο στην τελετή στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ στις 16 Νοεμβρίου για να παραλάβει το μετάλλιό του. [20] Ήταν η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. [32]
Βιβλιογραφία
Dudley Moore (1966). Originals. Arranged as Piano Solos Transcribed from the Decca L.P. 'The Other Side of Dudley Moore'. Essex Music.
↑«Famous last words». Julian James, Monster lists - Lists.MonstersAndCritics.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2016.