Από επίσημα πρακτικά που είναι καταχωρημένα στη Συλλογή Β΄ της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, προκύπτει ότι ο Λάκκος, μαζί με τα κοντινά χωριά Κεράνιτσα, Μονόσπιτο (Άγιο Πνεύμα), Ραχωβίτσα (Μαρμαράς) και Τοπόλτζον, ανήκαν κατά τον 14ο αιώνα στην κατοχή της μονής. Σύμφωνα με τον ιερομόναχο Χριστόφορο Προδρομίτη, το έτος 1329 η μονή είχε την κυριότητα των παραπάνω χωριών.[5] Το 1339 ήταν εγκατεστημένες εκεί περίπου 28 οικογένειες προκαθημένων. Μνεία του χωριού γίνεται και επί σερβοκρατίας, σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Δουσάν, με το οποίο επικυρώνονταν οι κτήσεις της μονής. Σε λίστα του 15ου αιώνα, καταγράφονται 12 πάροικοι που κατέβαλλαν στη μονή, έναντι ενοικίων - φόρων, 2 υπέρπυρα και 27 εξάγια.[6]
Οθωμανική περίοδος
Με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού και του τιμαριωτικού καθεστώτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η μονή απώλεσε την ιδιοκτησία των χωριών αυτών. Εξαιρέθηκαν από το μοναστηριακό τιμάριο με βασιλικό διάταγμα της 26ης Απριλίου 1460 του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή.[7] Σε φορολογικά οθωμανικά κατάστιχα του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, ο οικισμός καταγράφεται ως Μεγάλος Λάκκος, ανάμεσα στα πέντε χωριά της περιοχής, με πληθυσμό 156 κατοίκων. Τα επόμενα χρόνια, παραχωρήθηκε σε Οθωμανούς τιμαριούχους, όπως διαπιστώνεται από φορολογικό κατάστιχο του 1478/9, καθώς και από μεταγενέστερα του 16ου αιώνα.[6]
Το 1610, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Β΄ έστειλε επιστολή στον Μητροπολίτη Σερρών, ζητώντας την παρέμβασή του για την επίλυση μιας διαφοράς ανάμεσα στη Μονή Τιμίου Προδρόμου και ορισμένους κατοίκους του Λάκκου. Το ζήτημα αφορούσε τη χρήση ενός νερόμυλου, τον οποίο κάποιοι κάτοικοι του χωριού είχαν καταλάβει και χρησιμοποιούσαν χωρίς τη συγκατάθεση της Μονής.[6] Οι αντιπαραθέσεις των κατοίκων του Λάκκου με τη μονή συνεχίστηκαν και τον 18ο αιώνα. Το 1750 οι κάτοικοι του Λάκκου και της Μπάνιτσας (Καρυές) θέλησαν να οικειοποιηθούν τις εκτάσεις της Μονής Τιμίου Προδρόμου. Ξύλευαν από το δάσος της και έβοσκαν τα ζώα τους στα βοσκοτόπια της, ενώ έδιωξαν τον φύλακα και τα ζώα της μονής από τα κτήματά της. Οι μοναχοί προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Ακολούθησαν έξι δικαστικές διαδικασίες, δύο στο Πρωτοδικείο Σερρών και τέσσερις στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, δικαιώνοντας τους μοναχούς.[8][7][9]
Το 1870, με την αναγνώριση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την κήρυξή της ως σχισματικής το 1872, ξεκίνησε έντονος ανταγωνισμός Ελλάδας και Βουλγαρίας για την επιρροή στις υπό Οθωμανική κυριαρχία περιοχές. Σε επιστολή του 1892, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Η΄ αναφέρει νομικές διεκδικήσεις της Μονής Τιμίου Προδρόμου κατά των κατοίκων της Μπάνιτσας (Καρυές), της Ραχωβίτσας (Μαρμαράς) και του Λάκκου, χαρακτηρίζοντας τα χωριά ως «βουλγαρικά».[10][11][12]
Με την έναρξη του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908), ενδεκαμελής συμμορία κομιτατζήδων υπό την αρχηγία του αρχικομιτατζή Ράδεφ, εισέβαλε στις 26 Σεπτεμβρίου 1903 στον Λάκκο και δολοφόνησε σε ενέδρα τον πρόκριτο Ιάκωβο Ιακώβου και τον Νικόλαο Δίγκο, σε μια προσπάθεια τρομοκράτησης των Ελλήνων κατοίκων.[13] Ο οθωμανικός στρατός κατέφθασε αμέσως μόλις ειδοποιήθηκε και συνεπλάκη μαζί τους. Μετά από επτάωρη συμπλοκή τραυματίστηκε ο Κωνσταντίνος Γεράκης από την οικογένεια του Ιακώβου, αλλά και ο επικεφαλής Τούρκος αξιωματικός. Παρών ήταν και ο Πρόξενος των Σερρών Ίων Δραγούμης, που είχε ενημερωθεί για τους κομιτατζήδες από τον ηγούμενο της Μονής Προδρόμου. Σε επιστολή του στις 31 Οκτωβρίου 1903, ο Δραγούμης περιγράφει τον φόβο των πατριαρχικών κατοίκων του χωριού Λάκκος να καλέσουν τουρκικό απόσπασμα για να διώξει τη βουλγαρική συμμορία. Ο λόγος ήταν η συνηθισμένη βία, οι ωμότητες και οι ατιμώσεις γυναικών από τους Οθωμανούς στρατιώτες, φανερώνοντας το κλίμα φόβου και ανασφάλειας της εποχής.[14][15] Παρόμοια περιστατικά σημειώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.[10]
Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 ο οικισμός αποτελούνταν από 41 σπίτια και 160 κατοίκους.[16] Στο άρθρο «Η επαρχία Σερρών κατά την εκκλησιαστικήν διαίρεσιν και την εκπαιδευτικήν κίνησιν» που δημοσιεύθηκε στο «Ημερολόγιο της Ανατολής» του 1986, ο Λάκκος αναφέρεται ως βουλγαρόφωνο χωριό, χωρίς σχολείο, με πληθυσμό 210 κατοίκων.[17] Το έτος 1891, ο Γκεόργκι Στρέζοφ έγραψε σχετικά: «Λάκκος, ένα μικρό χωριό βόρεια από το μοναστήρι, ένα τέταρτο της ώρας. Επειδή ο τόπος είναι πετρώδης και δεν υπάρχει γη για όργωμα, οι κάτοικοι διασκορπίζονται στα γύρω χωριά για δουλειά. Οι περισσότεροι είναι φτωχοί ξυλοκόποι. Εκκλησιάζονται στο μοναστήρι. Δεν υπάρχει σχολείο. 25 σπίτια με 175 κατοίκους. Βούλγαροι».[18] Σύμφωνα με τη μελέτη «Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου» του Πέτρου Παπαγεωργίου, το 1894 ο οικισμός αριθμούσε πληθυσμό 210 χριστιανών κατοίκων.[19] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσωφ εκτιμά ότι το 1900 υπήρχαν 400 κάτοικοι,[20] ενώ η μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, ότι το 1904 ζούσαν εκεί 520 κάτοικοι.[21] Η «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, αναφέρει 160 «ορθόδοξους Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν».[22] Σε υπολογισμούς που εξέδωσε το 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 275 «Βούλγαροι Σχισματικοί Διαμαρτυρόμενοι κ.λπ».[23] Οι παραπάνω στατιστικές μελέτες υπολογισμού του πληθυσμού της Μακεδονίας έως τις αρχές του 20ου αιώνα, δεν χρησιμοποίησαν ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια και, ως εκ τούτου, το κύρος και η αξιοπιστία τους τίθενται υπό αμφισβήτηση.[24]
Σύγχρονη ιστορία
Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, το χωριό πυρπολήθηκε και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Λόγω εθνοτικών συγκρούσεων και αλλαγών συνόρων, οι περισσότεροι κάτοικοι που επιβίωσαν των πολέμων, διασκορπίστηκαν και κατέφυγαν στη Βουλγαρία.[10][12][25] Ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 είχε πληθυσμό 78 κατοίκων.[26] Σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1915 ο πληθυσμός είχε μειωθεί σε 50 κατοίκους και 225 άτομα είχαν ήδη μεταναστεύσει.[23] Το 1920 προσαρτήθηκε στη νεοσυσταθείσα κοινότητα Ντουτλή (Ελαιώνας), μαζί με τα χωριά Μπάνιτσα (Καρυές) και Ραχωβίτσα (Μαρμαράς), καθώς και τη Μονή Τιμίου Προδρόμου.[27][28] Υπό τις πιέσεις της συνθήκης του Νεϊγύ, που προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, οι εναπομείνασες οικογένειες εκδιώχθηκαν στη Βουλγαρία, γι' αυτό και ο οικισμός δεν καταγράφηκε στην απογραφή του 1928.[29]
Σήμερα, στη θέση του πρώην οικισμού υπάρχουν σε λιθοσωρούς τα ερείπια των σπιτιών που υπήρχαν κάποτε εκεί. Το μοναδικό οικοδόμημα που έχει απομείνει όρθιο είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου, που ανεγέρθηκε το 1858, πιθανόν στη θέση προγενέστερου βυζαντινού ναού.[6][33] Κοντά στον οικισμό, υπάρχουν τρία εγκαταλελειμμένα πέτρινα γεφύρια.[34][35] Από τον Λάκκο ξεκινάνε ή διέρχονται αρκετές περιπατητικές διαδρομές με σηματοδοτημένα μονοπάτια.[36][37]
↑Χρυσοχόος, Μιχαήλ (1897). Πίναξ της Μακεδονίας, Ιλλυρίας και Ηπείρου. Αθήνα, Ελλάδα: Λιθογραφείο Κ. Γρούνδμαν, Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (Bibliothèque nationale de France). Λάκκος
↑ 25,025,1Σιμόφσκι, Τόντορ (1998). Населени места во егејска Македонија 2 (στα Σλαβομακεδονικά). Σκόπια: Печатница Гоце Делчев. σελ. 227. ISBN9989-9819-6-5.
↑Χρηστίδης, Νικόλαος (Μάρτιος 2012). Οι Δρόμοι των Σερρών και η Ονοματολογία των(PDF). Σέρρες: Αφοι Χαραλαμπίδη Ο.Ε. σελ. 75. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. ΙΑΚΩΒΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ