Λάκκος Σερρών

Συντεταγμένες: 41°8′54.13″N 23°37′36.80″E / 41.1483694°N 23.6268889°E / 41.1483694; 23.6268889

Λάκκος
Λάκκος is located in Greece
Λάκκος
Λάκκος
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚεντρικής Μακεδονίας
Περιφερειακή ΕνότηταΣερρών
ΔήμοςΣερρών
Δημοτική ΕνότηταΣερρών
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΜακεδονίας
ΝομόςΣερρών
Υψόμετρο420 μέτρα
Πληροφορίες
Ονομασία κατοίκωνΛακκιώτες

Ο Λάκκος είναι πρώην οικισμός στον σημερινό Δήμο Σερρών της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 420 μέτρων μέσα σε φαράγγι, ανάμεσα στα όρη Βροντούς και στο όρος Μενοίκιο, σε απόσταση 1,2 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών.[1][2][3][4]

Ιστορία

Βυζαντινή περίοδος

Από επίσημα πρακτικά που είναι καταχωρημένα στη Συλλογή Β΄ της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, προκύπτει ότι ο Λάκκος, μαζί με τα κοντινά χωριά Κεράνιτσα, Μονόσπιτο (Άγιο Πνεύμα), Ραχωβίτσα (Μαρμαράς) και Τοπόλτζον, ανήκαν κατά τον 14ο αιώνα στην κατοχή της μονής. Σύμφωνα με τον ιερομόναχο Χριστόφορο Προδρομίτη, το έτος 1329 η μονή είχε την κυριότητα των παραπάνω χωριών.[5] Το 1339 ήταν εγκατεστημένες εκεί περίπου 28 οικογένειες προκαθημένων. Μνεία του χωριού γίνεται και επί σερβοκρατίας, σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Δουσάν, με το οποίο επικυρώνονταν οι κτήσεις της μονής. Σε λίστα του 15ου αιώνα, καταγράφονται 12 πάροικοι που κατέβαλλαν στη μονή, έναντι ενοικίων - φόρων, 2 υπέρπυρα και 27 εξάγια.[6]

Οθωμανική περίοδος

Με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού και του τιμαριωτικού καθεστώτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η μονή απώλεσε την ιδιοκτησία των χωριών αυτών. Εξαιρέθηκαν από το μοναστηριακό τιμάριο με βασιλικό διάταγμα της 26ης Απριλίου 1460 του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή.[7] Σε φορολογικά οθωμανικά κατάστιχα του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, ο οικισμός καταγράφεται ως Μεγάλος Λάκκος, ανάμεσα στα πέντε χωριά της περιοχής, με πληθυσμό 156 κατοίκων. Τα επόμενα χρόνια, παραχωρήθηκε σε Οθωμανούς τιμαριούχους, όπως διαπιστώνεται από φορολογικό κατάστιχο του 1478/9, καθώς και από μεταγενέστερα του 16ου αιώνα.[6]

Το 1610, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Β΄ έστειλε επιστολή στον Μητροπολίτη Σερρών, ζητώντας την παρέμβασή του για την επίλυση μιας διαφοράς ανάμεσα στη Μονή Τιμίου Προδρόμου και ορισμένους κατοίκους του Λάκκου. Το ζήτημα αφορούσε τη χρήση ενός νερόμυλου, τον οποίο κάποιοι κάτοικοι του χωριού είχαν καταλάβει και χρησιμοποιούσαν χωρίς τη συγκατάθεση της Μονής.[6] Οι αντιπαραθέσεις των κατοίκων του Λάκκου με τη μονή συνεχίστηκαν και τον 18ο αιώνα. Το 1750 οι κάτοικοι του Λάκκου και της Μπάνιτσας (Καρυές) θέλησαν να οικειοποιηθούν τις εκτάσεις της Μονής Τιμίου Προδρόμου. Ξύλευαν από το δάσος της και έβοσκαν τα ζώα τους στα βοσκοτόπια της, ενώ έδιωξαν τον φύλακα και τα ζώα της μονής από τα κτήματά της. Οι μοναχοί προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Ακολούθησαν έξι δικαστικές διαδικασίες, δύο στο Πρωτοδικείο Σερρών και τέσσερις στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, δικαιώνοντας τους μοναχούς.[8][7][9]

Το 1870, με την αναγνώριση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την κήρυξή της ως σχισματικής το 1872, ξεκίνησε έντονος ανταγωνισμός Ελλάδας και Βουλγαρίας για την επιρροή στις υπό Οθωμανική κυριαρχία περιοχές. Σε επιστολή του 1892, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Η΄ αναφέρει νομικές διεκδικήσεις της Μονής Τιμίου Προδρόμου κατά των κατοίκων της Μπάνιτσας (Καρυές), της Ραχωβίτσας (Μαρμαράς) και του Λάκκου, χαρακτηρίζοντας τα χωριά ως «βουλγαρικά».[10][11][12]

Με την έναρξη του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908), ενδεκαμελής συμμορία κομιτατζήδων υπό την αρχηγία του αρχικομιτατζή Ράδεφ, εισέβαλε στις 26 Σεπτεμβρίου 1903 στον Λάκκο και δολοφόνησε σε ενέδρα τον πρόκριτο Ιάκωβο Ιακώβου και τον Νικόλαο Δίγκο, σε μια προσπάθεια τρομοκράτησης των Ελλήνων κατοίκων.[13] Ο οθωμανικός στρατός κατέφθασε αμέσως μόλις ειδοποιήθηκε και συνεπλάκη μαζί τους. Μετά από επτάωρη συμπλοκή τραυματίστηκε ο Κωνσταντίνος Γεράκης από την οικογένεια του Ιακώβου, αλλά και ο επικεφαλής Τούρκος αξιωματικός. Παρών ήταν και ο Πρόξενος των Σερρών Ίων Δραγούμης, που είχε ενημερωθεί για τους κομιτατζήδες από τον ηγούμενο της Μονής Προδρόμου. Σε επιστολή του στις 31 Οκτωβρίου 1903, ο Δραγούμης περιγράφει τον φόβο των πατριαρχικών κατοίκων του χωριού Λάκκος να καλέσουν τουρκικό απόσπασμα για να διώξει τη βουλγαρική συμμορία. Ο λόγος ήταν η συνηθισμένη βία, οι ωμότητες και οι ατιμώσεις γυναικών από τους Οθωμανούς στρατιώτες, φανερώνοντας το κλίμα φόβου και ανασφάλειας της εποχής.[14][15] Παρόμοια περιστατικά σημειώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.[10]

Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 ο οικισμός αποτελούνταν από 41 σπίτια και 160 κατοίκους.[16] Στο άρθρο «Η επαρχία Σερρών κατά την εκκλησιαστικήν διαίρεσιν και την εκπαιδευτικήν κίνησιν» που δημοσιεύθηκε στο «Ημερολόγιο της Ανατολής» του 1986, ο Λάκκος αναφέρεται ως βουλγαρόφωνο χωριό, χωρίς σχολείο, με πληθυσμό 210 κατοίκων.[17] Το έτος 1891, ο Γκεόργκι Στρέζοφ έγραψε σχετικά: «Λάκκος, ένα μικρό χωριό βόρεια από το μοναστήρι, ένα τέταρτο της ώρας. Επειδή ο τόπος είναι πετρώδης και δεν υπάρχει γη για όργωμα, οι κάτοικοι διασκορπίζονται στα γύρω χωριά για δουλειά. Οι περισσότεροι είναι φτωχοί ξυλοκόποι. Εκκλησιάζονται στο μοναστήρι. Δεν υπάρχει σχολείο. 25 σπίτια με 175 κατοίκους. Βούλγαροι».[18] Σύμφωνα με τη μελέτη «Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου» του Πέτρου Παπαγεωργίου, το 1894 ο οικισμός αριθμούσε πληθυσμό 210 χριστιανών κατοίκων.[19] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσωφ εκτιμά ότι το 1900 υπήρχαν 400 κάτοικοι,[20] ενώ η μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, ότι το 1904 ζούσαν εκεί 520 κάτοικοι.[21] Η «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, αναφέρει 160 «ορθόδοξους Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν».[22] Σε υπολογισμούς που εξέδωσε το 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 275 «Βούλγαροι Σχισματικοί Διαμαρτυρόμενοι κ.λπ».[23] Οι παραπάνω στατιστικές μελέτες υπολογισμού του πληθυσμού της Μακεδονίας έως τις αρχές του 20ου αιώνα, δεν χρησιμοποίησαν ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια και, ως εκ τούτου, το κύρος και η αξιοπιστία τους τίθενται υπό αμφισβήτηση.[24]

Σύγχρονη ιστορία

Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, το χωριό πυρπολήθηκε και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Λόγω εθνοτικών συγκρούσεων και αλλαγών συνόρων, οι περισσότεροι κάτοικοι που επιβίωσαν των πολέμων, διασκορπίστηκαν και κατέφυγαν στη Βουλγαρία.[10][12][25] Ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 είχε πληθυσμό 78 κατοίκων.[26] Σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1915 ο πληθυσμός είχε μειωθεί σε 50 κατοίκους και 225 άτομα είχαν ήδη μεταναστεύσει.[23] Το 1920 προσαρτήθηκε στη νεοσυσταθείσα κοινότητα Ντουτλή (Ελαιώνας), μαζί με τα χωριά Μπάνιτσα (Καρυές) και Ραχωβίτσα (Μαρμαράς), καθώς και τη Μονή Τιμίου Προδρόμου.[27][28] Υπό τις πιέσεις της συνθήκης του Νεϊγύ, που προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, οι εναπομείνασες οικογένειες εκδιώχθηκαν στη Βουλγαρία, γι' αυτό και ο οικισμός δεν καταγράφηκε στην απογραφή του 1928.[29]

Την περίοδο του μεσοπολέμου, στον οικισμό διέμεναν κατά τους θερινούς μήνες νομάδες Σαρακατσάνων.[25] Έτσι, στην απογραφή του 1940 καταγράφηκαν 109 κάτοικοι.[30] Συνέχισε να κατοικείται έως και την Γ΄ βουλγαρική κατοχή (1941-1944).[31] Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949), όταν πολλά ορεινά χωριά της περιοχής των Σερρών εκκενώθηκαν, για να αποτραπεί η τροφοδοσία των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού.[10] Καταργήθηκε τυπικά το 1951, καθώς έπαψε να καταγράφεται στις ελληνικές απογραφές.[32]

Σήμερα, στη θέση του πρώην οικισμού υπάρχουν σε λιθοσωρούς τα ερείπια των σπιτιών που υπήρχαν κάποτε εκεί. Το μοναδικό οικοδόμημα που έχει απομείνει όρθιο είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου, που ανεγέρθηκε το 1858, πιθανόν στη θέση προγενέστερου βυζαντινού ναού.[6][33] Κοντά στον οικισμό, υπάρχουν τρία εγκαταλελειμμένα πέτρινα γεφύρια.[34][35] Από τον Λάκκο ξεκινάνε ή διέρχονται αρκετές περιπατητικές διαδρομές με σηματοδοτημένα μονοπάτια.[36][37]

Πληθυσμός

Απογραφή Ονομασία Κάτοικοι Αναφ.
Άνδρες Γυναίκες Σύνολο
1913 Λάκκος 39 39 78 [26]
1915 Λάκκος 24 26 50 [23]
1920 Λάκκος 17 18 35 [38]
1928 δεν καταγράφηκε [29]
1940 Λάκκος 65 44 109 [30]

Προσωπικότητες

Γεννήθηκαν στον Λάκκο
Σχετίζονται με τον Λάκκο

Παραπομπές

  1. «Gov.gr - Θέαση». gov.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  2. Χρυσοχόος, Μιχαήλ (1897). Πίναξ της Μακεδονίας, Ιλλυρίας και Ηπείρου. Αθήνα, Ελλάδα: Λιθογραφείο Κ. Γρούνδμαν, Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (Bibliothèque nationale de France). Λάκκος 
  3. 41° 41° Θεσσαλονίκη (κλίμακα 1:200.000). Αθήνα, Ελλάδα: Κ. Α. Κοντογόνης, Bibliothèque numérique de l’Institut Catholique de Paris. 1914. Λάκκος 
  4. Επιτελικός Χάρτης της Ελλάδος - Σέρραι (Κλίμακα 1:100.000). Ελλάδα: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations Library & Archives). 1931. Λάκκος 
  5. Προδρομίτης, Χριστόφορος (1904). Προσκυνητάριον της εν Μακεδονία παρά τη πόλει των Σερρών Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Λειψία. σελ. 30. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Σαμσάρης, Πέτρος (2004). Βυζαντινοί τόποι και μνημεία της κάτω κοιλάδας του Στρυμόνα. Ο σημερινός νομός Σερρών: συμβολή στη μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας και μνημειακής τοπογραφίας της περιοχής. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. σελ. 366-367. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  7. 7,0 7,1 Παπακυριάκου, Κυριάκος (2013). Ιστορία του Νομού Σερρών - Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και της απελευθέρωσής του το 1912-1913 (PDF). Θεσσαλονίκη. σελ. 375. ISBN 978-960-92213-8-2. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  8. Παπακυριάκος, Κυριάκος (2013). «Τα Εγκαταλειφθέντα Χωριά στο Νομό Σερρών». Σερραϊκά Σύμμεικτα, Τόμος Β': 284-285. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-06-12. https://web.archive.org/web/20220612195803/http://emeiserron.gr/wp-content/uploads/2016/10/%CE%A3%CE%A5%CE%9C%CE%9C%CE%95%CE%99%CE%9A%CE%A4%CE%91-2%CE%BF%CF%82.pdf. Ανακτήθηκε στις 2024-12-29. 
  9. Προδρομίτης, Χριστόφορος (1904). Προσκυνητάριον της εν Μακεδονία παρά τη πόλει των Σερρών Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Λειψία. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Γιαννογλούδης, Βασίλειος (11 Νοεμβρίου 2015). «Ιστορικά Στοιχεία του χωριού Λάκκος». Εφημερίδα Καθημερινός Παρατηρητής. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  11. Γιαννογλούδης, Βασίλειος. «Ιστορικά Στοιχεία του χωριού Λάκκος». Academia. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  12. 12,0 12,1 Georgiev, Jordan Pop· Schishkov, St. N. (1918). Οι Βούλγαροι στη Σερραϊκή Πεδιάδα. Φιλιππούπολη. σελ. 20. 
  13. Παπακυριακού, Κυριάκος (2012). Ο Μακεδονικός αγώνας στο Νομό Σερρών (PDF). Σέρρες. σελ. 40. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  14. Πέννας, Π. Θ.· Πέτροβιτς, Ν. Ε., επιμ. (1963). Σερραϊκά Χρονικά. Αθήνα: Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Σερρών-Μελένικου. σελ. 11. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2024. 
  15. Κυριακίδης, Στίλπων (1963). Ίωνος Στεφάνου Δραγούμη, Η Μονή του Προδρόμου και το χωριό Λάκκος των Σερρών. Απάντηση του Ι. Στ. Δρ. (1878-1920), γραμμένη γαλλικά τον Οκτώβριο του 1903 από τας Σέρρες, σε γράμμα Έλληνα φίλου του από το Παρίσι. Μετάφραση Φιλίππου Στεφάνου Δραγούμη. Θεσσαλονίκη: Μακεδονικά. σελ. 528. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2025. 
  16. Ethnographic des Vilayets d'Andrinople, de Monastir, et de Salonique (Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης) (στα Γαλλικά). Κωνσταντινούπολη: Courrier d`Orient. 1878. σελ. 28. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Lakos 
  17. Ημερολόγιον της Ανατολής: Πολιτειογραφικόν, Φιλολογικόν και Επιστημονικόν του έτους 1986. 5. Κωνσταντινούπολη: Αθ. Παλαιολόγος, Τυπογραφείο Ι. Παλαμάρης. 1885. σελ. 164. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2025. 1. Λάκκος 
  18. Στρέζοφ, Γκεόργκι (1891). Два санджака отъ Источна Македония (Δυο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας) (PDF) (στα Βουλγαρικά). σελ. 835. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  19. Παπαγεωργίου, Πέτρος (1987) [1894]. Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου (PDF). Θεσσαλονίκη: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών. σελ. 77. 22. Λάκκος 
  20. Κάντσωφ, Βασίλ (1900). Македония. Етнография и статистика - Сѣрска Каза (Μακεδονία. Εθνογραφία και στατιστική - Καζάς Σερρών) (στα Βουλγαρικά). Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. 9. Лакосъ 
  21. Μπρανκόφ, Ντίμιταρ (1905). La Macédoine et sa Population Chrétienne (στα Γαλλικά). Παρίσι: Librairie Plon. σελ. 198-199. 39. Lakos 
  22. Χαλκιόπουλος, Αθανάσιος (1910). Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου. Αθήνα: Τυπογραφείου "Νομικής". σελ. 47. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Λάκκος 
  23. 23,0 23,1 23,2 Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ' εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας. Αθήνα: Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού. 1919. σελ. 4. 32. Λάκκος 
  24. Μιχαηλίδης, Ιάκωβος (18 Μαρτίου 2013). «Ο αγώνας των στατιστικών υπολογισμών του πληθυσμού της Μακεδονίας». Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2024. 
  25. 25,0 25,1 Σιμόφσκι, Τόντορ (1998). Населени места во егејска Македонија 2 (στα Σλαβομακεδονικά). Σκόπια: Печатница Гоце Делчев. σελ. 227. ISBN 9989-9819-6-5. 
  26. 26,0 26,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1915). Απαρίθμησις των Κατοίκων των Νέων Επαρχιών της Ελλάδος του Έτους 1913 (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 44. 
  27. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 2Α΄/4-1-1920. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 6. 
  28. «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών - Λάκκος (Σερρών)». Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ). Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2024. 
  29. 29,0 29,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1935). Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 318. 
  30. 30,0 30,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (1950). Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 349. 
  31. Deutsche Heereskarte - Bulgarien 1:100.000 - IX 2 Petritsch. Γερμανία: Herausgefeben vom OKH, Gen St d H, Chef des Kriegskarten- und Vermessungswesens. 1944. 
  32. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (1955). Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 7ης Απριλίου 1951 - Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους, κοινότητας, πόλεις και χωρία. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 167. 
  33. Miturinov, Georgi. «Η Εκκλησία "Αγίου Δημητρίου" στο χωριό Λάκκος Σερρών (Църквата „Св. Димитър" в село Лакос, Сярско)» (στα Βουλγαρικά). bulgariantourist.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  34. Τιλκίδη, Αθανασίου (2006). Τα Πέτρινα Γεφύρια του Νομού Σερρών - Σειρά Εκδόσεων για την Πόλη και το Νομό Σερρών 7 (PDF). Σέρρες: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών. σελ. 84-87. ISBN 960-85648-3-2. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 47. Το γεφύρι κάτω από την εκκλησία του χωριού Λάκκος, 48. Το γεφύρι του χωριού Λάκκος, 49. Το γεφύρι μετά το χωριό Λάκκος 
  35. Μπασγιούράκης, Θεόφιλος· Καλαϊτζή (Φωτογραφίες), Άννα (2010). Σέρρες: Φαράγγι Πέτρινων Γεφυριών, Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα, Τεύχος 76 (PDF). Ελληνικό Πανόραμα. σελ. 99-102. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. 
  36. Ζιάκας, Πέτρος. Κρούπης, Νικόλαος, επιμ. «Λάκκος - Παλαιά Γέφυρα - Αρχείο ορεινών διαδρομών για GPS στα Ελληνικά βουνά». Hellaspath. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2025. 
  37. «Λάκκος». Wikiloc. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2025. 
  38. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1921). Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου 1920 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 280. 
  39. Χρηστίδης, Νικόλαος (Μάρτιος 2012). Οι Δρόμοι των Σερρών και η Ονοματολογία των (PDF). Σέρρες: Αφοι Χαραλαμπίδη Ο.Ε. σελ. 75. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. ΙΑΚΩΒΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ