Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας (1901 – 13 Ιουλίου 1998) ήταν Έλληνας ανώτατος δικαστικός λειτουργός που διετέλεσε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου από το 1962 έως τον Ιανουάριο του 1968, καθώς και πρωθυπουργός της Ελλάδας από τον Απρίλιο έως το Δεκέμβριο του 1967, ο πρώτος που κατείχε το αξίωμα στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ήταν γνωστός για τις άριστες σχέσεις του με τα Ανάκτορα, αλλά και την αντικομμουνιστική πτέρυγα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως και για τις παρεμβάσεις του στο έργο του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, που σκοπό είχαν να προστατεύσουν από διώξεις τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής που είχαν αναμειχθεί στην υπόθεση, κυρίως τον στρατηγό Κωνσταντίνο Μήτσου.[1][2]
Πρώτα χρόνια και επαγγελματική σταδιοδρομία
Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας γεννήθηκε το 1901 στα Στύλια του νομού Κορινθίας.[2] Ο πατέρας του, Βλάσης, ήταν ο ιερέας του χωριού. Ο ίδιος ο Κόλλιας ήταν βαθιά θρησκευόμενος και εκκλησιαζόταν τακτικά, ενώ είχε στενές σχέσεις με την παραεκκλησιαστική οργάνωση «Ζωή».[3]
Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακολούθησε καριέρα στον εισαγγελικό κλάδο. Το 1945 έγινε εισαγγελέας Εφετών, και την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1946, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.[2]
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, χρημάτισε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, αλλά δεν άφησε καλό όνομα, καθώς δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ασκούσε ποινικές διώξεις «για ψύλλου πήδημα», ενώ ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με την Αριστερά λόγω ποινικών διώξεων που ασκούσε για πολιτικούς λόγους σε δημοσιογράφους και συνδικαλιστές.[3]
Το 1962 έγινε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διαδεχόμενος τον Δημήτριο Κιουσόπουλο που αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας.
Υπόθεση Λαμπράκη
Ως εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο Κόλλιας αναμίχθηκε παρατύπως στην ανάκριση για την υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς. Η ανάμιξή του είχε στόχο να συσκοτίσει την υπόθεση. Επιδίωξή του ήταν ο χωρισμός της δικογραφίας και η χωριστή ανάκριση για τους φυσικούς και τους ηθικούς αυτουργούς (αυτούς που έδωσαν εντολή για τη δολοφονία), ώστε τελικά οι ηθικοί αυτουργοί (αξιωματικοί της Χωροφυλακής με προεξάρχοντα το στρατηγό Μήτσου) να παραμείνουν ατιμώρητοι. Επίσης παρενέβη (χωρίς επιτυχία) ώστε να μην προφυλακισθεί κανένας αξιωματικός της Χωροφυλακής. Ο ανακριτής Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Μπούτης διέταξαν την προφυλάκιση τεσσάρων αξιωματικών, του στρατηγού Μήτσου (γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, του συνταγματάρχη Καμουτσή (διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης), του ταγματάρχη Δόλκα (κλιμάκιο ΚΥΠ Βορείου Ελλάδος) και του μοίραρχου Καπελώνη (διοικητή Ε΄ Αστυνομικού Τμήματος Θεσσαλονίκης).
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου το Νοέμβριο του 1963 διατάχθηκε έρευνα για τις παράτυπες ενέργειές του Κόλλια, που ανατέθηκε στον αρεοπαγίτη Αντώνιο Φλώρο. Ο αρεοπαγίτης συνέταξε έκθεση, στην οποία κατέγραφε τις παράνομες παρεμβάσεις του εισαγγελέα Κόλλια στο έργο της ανάκρισης. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Πολυχρόνης Πολυχρονίδης άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά του Κόλλια και τον παρέπεμψε στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τελικά του επιβλήθηκε ποινή εξάμηνης αργίας από τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Ο Κόλλιας προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με την 2942/1964 απόφασή του ακύρωσε την υπουργική απόφαση, με αφορμή νομικές πλημμέλειες, και ανέπεμψε την υπόθεση στον υπουργό. Ο Πολυχρονίδης επέβαλλε εκ νέου ποινή τρίμηνης αργίας και παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το ερώτημα της οριστικής απόλυσης του Κόλλια. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου όμως έκρινε ότι, κατά ορθή ερμηνεία του νόμου, ο υπουργός δεν είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχική ποινή σε ανώτατους δικαστές, παρά μόνο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, και έκρινε την υπουργική απόφαση άκυρη. Έτσι ο Κόλλιας επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία.
Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ
Στις 23 Φεβρουαρίου 1967, κατέθεσε στο Στρατοδικείο που δίκαζε τους αξιωματικούς του ΑΣΠΙΔΑ ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Κωνσταντίνος Τσολάκας, ο οποίος υποστήριξε πως οι κατηγορούμενοι συνταγματάρχες Αλέξανδρος Παπατέρπος και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ήταν οι «αδάμαντες του Στρατεύματος» και πως η όλη υπόθεση αποτελούσε γελοίο κατασκεύασμα που διέσυρε διεθνώς τις Ένοπλες Δυνάμεις. Επειδή αυτή η κατάθεση προκάλεσε συντριπτικό πλήγμα στο κατηγορητήριο, την αμέσως επόμενη μέρα (24 Φεβρουαρίου) ο Κόλλιας, διαμέσου του εισαγγελέα Εφετών Μουστάκα, ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής την άρση της ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου προκειμένου να του απαγγελθεί κατηγορία για εσχάτη προδοσία για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ.[4] Τρία σχετικά έγγραφα έφεραν την ίδια ημερομηνία, 24 Φεβρουαρίου: η αναφορά του ανακριτή Σωκράτη Σωκρατείδη προς τον Μουστάκα, η διαβιβαστική επιστολή του Μουστάκα προς τον πρόεδρο της Βουλής και το έγγραφο του τελευταίου προς την Βουλή, γεγονός που δεν άφηνε αμφιβολία πως επρόκειτο περί μεθόδευσης.[4]
Χούντα
Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας. Ο διορισμός του στο αξίωμα αυτό ήταν προϊόν συμβιβασμού μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. Ο πρώτος έθεσε ως όρο για να νομιμοποιήσει την κυβέρνηση των συνταγματαρχών ο πρωθυπουργός να μην είναι στρατιωτικός, ενώ οι συνταγματάρχες δεν επιθυμούσαν αντίστοιχα κανέναν πολιτικό. Ως αποτέλεσμα του συμβιβασμού επελέγη ο Κόλλιας που απετέλεσε τον βασικό μοχλό επιρροής του βασιλιά στην κυβέρνηση. Στην πράξη βέβαια αυτοί που κυβερνούσαν ήταν οι στρατιωτικοί με προεξάρχοντα τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Διατηρήθηκε στην πρωθυπουργία μέχρι το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του βασιλιά Κωνσταντίνου εναντίον της χούντας, στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 στο οποίο πήρε ενεργό μέρος, οπότε την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο Κόλλιας απέδρασε στη Ρώμη με το αεροπλάνο του Κωνσταντίνου, τον οποίο είχε συνοδεύσει στην Βόρεια Ελλάδα την ημέρα του κινήματος. Λίγες μέρες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1968 η χούντα τον καθαίρεσε από τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Το τέλος
Γύρισε στην Αθήνα το 1974, μετά την κατάρρευση της χούντας, όπου και πέθανε στις 13 Ιουλίου 1998, σε ηλικία 97 ετών, ενώ είχε περιορίσει δραστικά τις δημόσιες εμφανίσεις του την περίοδο 1974 - 1998.
Το 1984 εξέδωσε το βιβλίο «Βασιλεύς και Επανάστασις 1967», όπου παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα που οδήγησαν στη χούντα και το βασιλικό κίνημα, ενώ επιτίθεται στον Ανδρέα Παπανδρέου.[5] Από την δική του πλευρά, ο Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα» χαρακτηρίζει τον Κόλλια με τα πιο μελανά χρώματα: «Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ήταν μια απαίσια φυσιογνωμία, αντιδραστικός ως το κόκκαλο, παρόλο που η εξυπνάδα του και το ταλέντο του ήταν παραπάνω από μέτρια. Ως μέλος της βασιλικής δικαστικής χούντας και προσωπικός φίλος της Φρειδερίκης, έκανε ό,τι μπορούσε για να με εμφανίσει αναμεμειγμένο στην περιβόητη συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ.»[6]
Πηγές
- Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, εφημερίδα «Ελευθερία» της 27/3/1965 (σελ. 5) [1]
- Επιστολή του Ευάγγελου Γιαννόπουλου στο Βήμα της 2/8/1998 [2][νεκρός σύνδεσμος]
- Επιστολή του ανακριτή της υπόθεσης Λαμπράκη Χρ. Σαρτζετάκη στο Βήμα της 26/7/1998 (με λίγο διαφορετική εκδοχή) [3][νεκρός σύνδεσμος]
Παραπομπές
- ↑ http://www.greekencyclopedia.com/kollias-kwnstantinos-stylia-korinthias-1901-athina-1998-p20826.html
- ↑ 2,0 2,1 2,2 The International Who's Who 1992-93, σελίδα 889
- ↑ 3,0 3,1 Γιάννης Κάτρης, Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1971
- ↑ 4,0 4,1 Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, 1970, Ειδική Έκδοση 2006, σελ. 332-333, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη
- ↑ Κωνσταντίνος Βλ. Κόλλιας, Βασιλεύς και Επανάστασις 1967, 1984
- ↑ Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, 1970, Ειδική Έκδοση 2006, σελ. 60, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη