Γεννήθηκε γύρω στο 315 στον οικισμό Βησανδούκη κοντά στην Ελευθερόπολη της Παλαιστίνης από Χριστιανούς γονείς εβραϊκής καταγωγής. Σε νεαρή ηλικία εισήλθε στον μοναχικό βίο και συναναστράφηκε με πολλές θρησκευτικές ομάδες (ακόμη και κάποιες που κατηγορούνταν ως αιρετικές) με σκοπό να έρθει σε επαφή με όλες τις μορφές της χριστιανικής ζωής και σκέψης της εποχής του. Επιπλέον σπούδασε στην Αλεξάνδρεια όπου απέκτησε σημαντική θεολογική κατάρτιση και πλούσια[6] ή κατ΄άλλους μέτρια[7] κλασσική παιδεία ενώ γνώριζε πέντε γλώσσες (ελληνικά, εβραϊκά, λατινικά, συριακά και κοπτικά). Αργότερα ίδρυσε μοναστήρι στη γενέτειρά του[8], του οποίου τη διοίκηση ανέλαβε επί τριάντα χρόνια αποκτώντας φήμη αγίου[6].
Το 367 εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντίας (ονομασία την οποία είχε λάβει η Σαλαμίνα της Κύπρου προς τιμήν του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β´ που την ανοικοδόμησε), θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του, επιτυγχάνοντας την αποδέσμευση των επισκοπών της Κύπρου από την Εκκλησία της Αντιόχειας και τη σύζευξή τους με την αντίστοιχη της Αλεξάνδρειας με την οποία υπήρχε δογματική (αποδοχή ομοουσίου) και διοικητική συμπόρευση (ο Αθανάσιος σε αντίθεση με τον επίσκοπο Αντιοχείας δεν διεκδικούσε κυριαρχικά δικαιώματα έναντι των επισκοπών του νησιού)[9]. Πέθανε το 403 εν πλω, ενώ επέστρεφε στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη όπου είχε μεταβεί με αφορμή το ζήτημα του ωριγενισμού[10].
Θέσεις
Ο Επιφάνιος ήταν ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας που αναδείχτηκαν μέσω των συγγραμμάτων και των αγώνων τους εναντίον αιρέσεων όπως ο Αρειανισμός[8][11], ο Απολλιναρισμός[12], οι Πνευματομάχοι[13], οι Ημεροβαπτιστές[14] κ.ά. Η θεολογία του ήταν βαθύτατα επηρεασμένη από την αλεξανδρινή σχολή και κυρίως από το έργο του Μεγάλου Αθανασίου[9]. Υπήρξε μάλιστα σφοδρός πολέμιος της διδασκαλίας του Ωριγένη[6]. Συγκεκριμένα, το 375 συμπεριέλαβε τις θεολογικές απόψεις του αλεξανδρινού θεολόγου στο αντιαιρετικό έργο του Πανάριον[15] ενώ τα επόμενα χρόνια πέτυχε την καταδίκη του ωριγενισμού από διάφορες τοπικές συνόδους[16].
Αυτή του η στάση εναντίον του Ωριγένη προκάλεσε σοβαρό εκκλησιαστικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στα Ιεροσόλυμα καθώς ερχόμενος σε ρήξη με τον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων και οπαδό του Ωριγένη, Ιωάννη Β΄[17], κατηγόρησε τον τελευταίο ως αιρετικό, κάλεσε με επιστολές του τα μοναστήρια της Παλαιστίνης να διακόψουν την κοινωνία με τον Ιωάννη και προέβη σε αντικανονική χειροτονία πρεσβύτερου σε μοναστήρι της Βηθλεέμ που είχε συνταχτεί με τις απόψεις του. Η άμεση αντίδραση του Ιωάννη που κατήγγειλε την αντικανονική χειροτονία και η απειλή λήψης ευρύτερων εκκλησιαστικών μέτρων οδήγησαν τελικά στην αναδίπλωση του Επιφανίου[15][18].
Αργότερα πήρε θέση υπέρ του Θεόφιλου Αλεξανδρείας στη διένεξή του με τον επίσκοπο ΚωνσταντινουπόλεωςΙωάννη Χρυσόστομο λόγω του γεγονότος πως μερίδα ωριγενιστών μοναχών της Αιγύπτου που διώκονταν από τον Θεόφιλο είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον επηρεασμένος από τον Θεόφιλο μετέβη το 402 στην έδρα του Χρυσοστόμου με εχθρικές διαθέσεις. Κατηγόρησε τον Χρυσόστομο ως αιρετικό, προέβη αυθαίρετα σε αντικανονική χειροτονία διακόνου και στην προσπάθειά του να πετύχει καταδίκη των ωριγενιστών συναναστράφηκε με τοπικούς αντιπάλους του Χρυσόστομου. Επακόλουθο της συμπεριφοράς του ήταν η απαίτηση του Χρυσοστόμου προς τον ηλικιωμένο ιεράρχη να αποχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη, κάτι που τελικά ο Επιφάνιος έπραξε φοβούμενος τις συνέπειες των πράξεών του αλλά και αντιλαμβανόμενος πιθανώς την χρησιμοποίησή του από τον Θεόφιλο[19]. Επίσης υποστηρίζεται πως κατά το διάστημα της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα από επιτόπια μελέτη του ζητήματος, η αρχική του στάση έναντι του Χρυσοστόμου μεταβλήθηκε[20][21].
Αρνητική στάση[7] κράτησε και σχετικά με τη χρησιμότητα της αρχαίας ελληνικής παιδείας την οποία θεωρούσε από κοινού με τις διδασκαλίες του Ωριγένη ως τα θεμέλια όλων των αιρέσεων που είχαν προκύψει μέχρι την εποχή του[20]. Μέσα από τα σωζόμενα έργα του (βλ. Κατά των επιτηδευόντων...εικόνας και Διαθήκη) φαίνεται η αντίθεσή του και σε ότι αφορά τη χρήση εικόνων από τους πιστούς την οποία χαρακτηρίζει ως ειδωλολατρία[22]. Παράλληλα φαίνεται πως υπήρξε ο πρώτος θεολόγος[23] που υποστήριξε την αειπαρθενία της Παναγίας.
Όντας και ο ίδιος μοναχός υπήρξε θιασώτης του μοναχικού θεσμού[7] από την άλλη πλευρά όμως αναγνώριζε τη σημασία του γάμου[24]. Σε ότι αφορά την Ιερά Παράδοση, κατά τον Επιφάνιο αυτή διαφυλάσσεται αποκλειστικά στην Εκκλησία και εκφράζεται ορθά μόνο από τους ιερείς που βρίσκονται εντός των κόλπων της[25], ενώ στο ζήτημα της ημερομηνίας του εορτασμού της Ανάστασης του Χριστού υποστήριζε πως αυτή έπρεπε να γιορτάζεται μια εβδομάδα μετά το εβραϊκό Πάσχα, ερχόμενος σε αντίθεση με την άποψη του Μεγάλου Αθανασίου, η οποία τελικά επικράτησε[9].
Αν και συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της εποχής του δεν έλαβε μέρος στη Β' Οικουμενική Σύνοδο η οποία δικαίωσε τους αντιπάλους του (Μέγας Βασίλειος και λοιποί Καππαδόκες θεολόγοι) σχετικά με τον Μελέτιο Αντιοχείας, τον οποίο ο Επιφάνιος είχε κατηγορήσει ως αιρετικό αναγνωρίζοντας ως κανονικό επίσκοπο τον Παυλίνο[9].
Συγγραφικό έργο
Ο Επιφάνιος υπήρξε συγγραφέας έργων και επιστολών κατά κύριο λόγο αντιρρητικού και ερμηνευτικού χαρακτήρα, απασχολούμενος με ένα ευρύ φάσμα θεολογικών ζητημάτων. Ως προς τη δομή, τη μορφή και τη γλώσσα, τα γραπτά του θεωρούνται κατώτερα από εκείνα των συγχρόνων του, γεγονός που οφείλεται αφενός στο ότι τα ελληνικά στα οποία έγραψε δεν ήταν η μητρική του γλώσσα και αφετέρου στην επιφυλακτικότητά που τον διακατείχε ως προς την κλασική παιδεία[26].
Από τα έργα του σημαντικότερα θεωρούνται ο Αγκυρωτός και το Πανάριον: το πρώτο είναι δογματικού χαρακτήρα και γράφτηκε το 374 για τις ανάγκες των Χριστιανών της Παμφυλίας με σκοπό την αντίκρουση των υποστηρικτών των διδασκαλιών του Απολλιναρίου και του Ωριγένη που κρίνονταν αιρετικές λόγω διάφορων θέσεων που ανέπτυσσαν σχετικά με την τριαδικότητα, την ανάσταση των σωμάτων κ.ά. Με κύρια πηγή την Αγία Γραφή, ο Επιφάνιος υπερασπιζόταν την θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος αλλά και την ενανθρώπηση του Θεού η οποία πραγματοποιήθηκε για την επίτευξη της αιώνιας ζωής. Στα δύο τελευταία κεφάλαια του Αγκυρωτού παρατίθενται δύο σύμβολα της Πίστεως, με το πρώτο να θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη καθώς περιέχει αποσπάσματα που θεσπίστηκαν κατά την Β΄Οικουμενική Σύνοδο, τα οποία απουσιάζουν από την αρχαία αιθιοπική μετάφραση του Αγκυρωτού αλλά και από το δεύτερο σύμβολο της Πίστεως που αποτελεί ανάπτυξη των χριστολογικών χωρίων του συμβόλου της Νίκαιας από τον Επιφάνιο, απορρίπτοντας έτσι παλιότερες απόψεις που ήθελαν το Σύμβολο της Πίστεως που καθιερώθηκε από την Β' Οικουμενική Σύνοδο ως βασισμένο στο αντίστοιχο της επισκοπής της Κωνσταντίας[20][27].
Το Πανάριον ή Κατά αιρέσεων το επικληθέν πανάριον είτουν κιβώτιον γράφτηκε την κατά την περίοδο 374 - 377 με αφορμή δύο κληρικούς της Συρίας που λόγω προβλημάτων υγείας δεν ήταν σε θέση να τον επισκεφτούν ώστε να ζητήσουν τις συμβουλές του σε δογματικά ζητήματα. Είναι το σπουδαιότερο έργο του Επιφανίου και το εκτενέστερο από όλα τα αντιαιρετικά συγγράμματα των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού που έχουν διασωθεί. Αποτελείται από επτά μέρη και καταπιάνεται με τη λεπτομερή αναίρεση 80, κατά τον Επιφάνιο, αιρέσεων. Ο όρος αίρεση χρησιμοποιείται με μια ευρεία έννοια καθώς από τις κατά τον συγγραφέα αιρέσεις, οι είκοσι εντοπίζονται στην προχριστιανική περίοδο και περιλαμβάνουν διάφορες θρησκείες και φιλοσοφικές αντιλήψεις υπό ονομασίες όπως βαρβαρισμός, σκυθισμός, ελληνισμός, ιουδαϊσμός κλπ, ενώ οι υπόλοιπες δημιουργήθηκαν εντός του Χριστιανισμού (μεταξύ άλλων ασχολείται με τον Σίμωνα τον Μάγο, τον αρειανισμό, τον ωριγενισμό, τους Μεσσαλιανούς, τους Εβιωνίτες κλπ)[28][29][30].
Αποτίμηση
Ο Επιφάνιος ήταν αξιόλογος και παραγωγικότατος συγγραφέας, πιστός υποστηρικτής των αποφάσεων της Α' Οικουμενικής Συνόδου και μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες της εποχής του[7], η φήμη του όμως ενίοτε κλονιζόταν από την «πολλή αφέλειά του»[6]. Συγκεκριμένα αναμείχθηκε έντονα σε διάφορες εκκλησιαστικές και θεολογικές έριδες, γεγονός που σε συνδυασμό με τον επηρεασμό της κρίσης που από προσωπικούς λόγους και την ροπή του προς αντικανονικές ενέργειες (π.χ. χειροτονίες σε περιοχές εκτός της δικαιοδοσίας του) οδήγησε σε αρκετές εντάσεις. Παράλληλα στον Επιφάνιο αποδίδεται αδυναμία παρακολούθησης της εξέλιξης της θεολογικής σκέψης και προβλήματα στην βαθύτερη κατανόηση λεπτών θεολογικών όρων[31].
Η Εκκλησία παραβλέποντας τις αδυναμίες του και τιμώντας το αξιόλογο έργο του, τον κατέταξε στους αγίους[23]. Η μνήμη του γιορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 12 Μαΐου[32].
↑Η συγκεκριμένη θεολογική διένεξη σχετικά με τον Ωριγένη μεταφέρθηκε και στη δυτική Εκκλησία μέσω των Λάτίνων ηγουμένων και εκκλησιαστικών συγγραφέων Ιερώνυμου και Ρουφίνου που βρισκόμενοι στην Παλαιστίνη τάχθηκαν ο πρώτος με τον Επιφάνιο και ο δεύτερος με τον Ιωάννη, με τον Ρουφίνο να οδηγείται τελικά σε απολογία από τον πάπα Αναστάσιο λόγω απόκρυψης αιρετικών δοξασιών του Ωριγένη. Επιπλέον ο Αναστάσιος έκανε γνωστή την απόφασή του και στον Ιωάννη χωρίς ωστόσο να ακολουθήσει καταδίκη του Ωριγένη (βλ. Φειδά, Βλασίου Ιω., 2002, σελ. 543-544).